Τεχνολογία στην Ελλάδα - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Τεχνολογία στην Ελλάδα

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Τεχνολογία στην Ελλάδα


Από τους Προϊστορικούς Χρόνους 
Tο οδικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων χρονολογείται τουλάχιστον από τον 7ο και 6ο αιώνα π.X. Tο πιο πυκνό δίκτυο βρίσκεται στην Πελοπόννησο (Λακωνία, Αρκαδία, Αργολιδοκορινθία) και είναι έργο της Σπάρτης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι και στα Προϊστορικά χρόνια, τουλάχιστον οι Μυκηναίοι, διέθεταν ένα παρόμοιο αμαξήλατο δίκτυο, από το οποίο πιθανόν να κληρονόμησαν τεχνογνωσία οι επερχόμενοι. Tο δίκτυο εγκαταλείπεται στο μεταίχμιο 4ου και 5ου μ.X. αιώνα.

Kατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και την Τουρκοκρατία οι μεταφορές γίνονταν με υποζύγια, σχηματίζοντας πολυπληθή καραβάνια, από τα γνωστά καλντερίμια. Επειδή η έρευνα για τους αρχαίους Ελληνικούς δρόμους διεξάγεται συστηματικώς μόλις την τελευταία δεκαπενταετία, η διεθνής βιβλιογραφία αγνοεί τα εδώ πεπραγμένα και συνεχίζει να θεωρεί τους Ρωμαίους πρώτους και άριστους οδοποιούς.

Χωρίς να υποβαθμίζουμε την προσφορά της Ρώμης στην εξέλιξη -όχι όμως και στη δημιουργία- της οδοποιίας, πιστεύουμε ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τάχιστα τις υπάρχουσες απόψεις για το ποιος έθεσε της βάσεις της. H Ελλάδα είχε να επιδείξει πλήρες οδικό δίκτυο μερικούς αιώνες πριν από τη Ρώμη. Καταλήγουμε λοιπόν ότι πιθανότατα η Ρωμαϊκή οδοποιία οφείλει περισσότερα από, ότι φανταζόμαστε στους Έλληνες, δανείστηκε τεχνογνωσία την οποία προήγαγε και παγίωσε.
 
Η ΧΩΡΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ 
H αντίληψη των Ελλήνων ότι η γη περιέχεται στο σύνολο του σύμπαντος, ήταν κυρίαρχη κατά τη διάρκεια των δέκα αιώνων γεωγραφικών επιδόσεων, από τον 8ο π.X. μέχρι το 2ο μ.X. αιώνα, θεωρώντας πάντα, ως «γεωγραφία», την περιγραφή της είτε γραπτά είτε σχεδιαστικά. H χαρτογραφία, με όλα τα συμφραζόμενα και παρελκόμενά της, παίζει ένα σημαντικό και συνεχή ρόλο στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων. Από τις ιδιοκτησιακές τους συναλλαγές, μέχρι τις κρατικές υποθέσεις και από τις εμπορικές και παραγωγικές τους δραστηριότητες μέχρι τη φιλοσοφία και το θέατρο.

Πολλά παραδείγματα πιστοποιούν αυτή την άμεση χαρτογραφική τριβή και εμπειρία των Ελλήνων. Ως εντυπωσιακότερα μπορούμε να σημειώσουμε τις αναφορές του Πλάτωνα στην Πολιτεία, του Πλούταρχου στο Βίο του Νικία, του Αριστοφάνη στις Νεφέλες (423 π.X.), στο περίφημο διάλογο του Στρεψιάδη με το μαθητή. Εκεί φαίνεται με γλαφυρό τρόπο η οικειότητα του κοινού με τους κτηματολογικούς και παγκόσμιους χάρτες, αλλά και η μεταφορική τους δύναμη, όπως όταν ο Στρεψιάδης πιστεύει ότι θα μπορούσε να εξορκίσει τον κίνδυνο της Σπάρτης με το να την «απομακρύνει», στο χάρτη, από την Αθήνα.

Με Αφετηρία την Αναζήτηση 
Από τον 7ο αιώνα π.X., με τη συστηματική συμβολή της Ελληνικής επιστήμης, οι Ίωνες αρχίζουν μια νέα εποχή για τη χαρτογραφία. H εποχή της αυτή καλύπτει όλη την Κλασική περίοδο, από τις αφετηρίες της στην Ιωνία, την ακμή της, τον 4ο αιώνα π.X., μέχρι την Αλεξανδρινή ολοκλήρωση της, τους πρώτους αιώνες μ.X. Στο διάστημα αυτό, η χαρτογραφία δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των μητρικών της επιστημών, της γεωμετρίας, της αστρονομίας, της γεωδαισίας (κατά τον αριστοτέλειο ορισμό της) και της γεωγραφίας (κατά τον Ερατοσθένειο ορισμό της).
Δεν είναι όμως ανεξάρτητη και από τις δύο μεγάλες πηγές γνώσης, της επιστημονικής παρατήρησης και της επιστημονικής μέτρησης, που αποτελούν βασικά στοιχεία της Ελληνικής περιόδου των επιστημών. Δύο θεμελιώδεις διαδικασίες της ανθρώπινης περιέργειας και νόησης, που εκτός των φιλοσοφικών τους προεκτάσεων, αποτελούν το βασικό σύνδεσμο μεταξύ της θεωρίας, με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, και αυτής της ίδιας της πραγματικότητας. 
Μέχρι σχεδόν το 2ο αιώνα μ.X. και για περίπου οκτώ αιώνες, η χαρτογραφία θεμελιώνεται επιστημονικά και εξοπλίζεται από τους Έλληνες με πρακτική και μεθοδολογία. Μετά το 2ο αιώνα μ.Χ. και μια μακρά απουσία περίπου δεκαπέντε αιώνων θα επιστρέψει στις Ελληνικές της αφετηρίες, στη Δύση αυτή τη φορά, αφού μεσολαβήσει, κατά το Μεσαίωνα, ένα διάστημα «εκτροπής» από την καθαρά επιστημονική αντιμετώπιση, αλλά και πλουτισμού της ταυτόχρονα, με πολλά άλλα στοιχεία.
Τα νέα αυτά στοιχεία μπορεί να μη διακρίνονταν από αυστηρή επιστημονικότητα, ήταν όμως εξαιρετικά ενδιαφέροντα από φιλοσοφική, ηθική και αισθητική άποψη, όπως είναι για τη χαρτογραφία η περίοδος, από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, με εξαίρεση τη φωτεινή τροχιά των Αράβων. 

Η Διακλαδικότητα της Χαρτογραφίας 
Η ανάγνωση της ιστορίας της χαρτογραφίας στο αρχαιοελληνικό της πλαίσιο, δηλαδή στην επιστημονική της διάσταση, συνδέεται με τα παράγωγα της γεωμετρίας, της γεωδαισίας, της αστρονομίας και της γεωγραφίας (και ως περιγραφής και ως γραφικής αναπαράστασης της γης). Επιπλέον, η εμπειρική και πρακτική της διάσταση, περιλαμβάνει το σύνολο εκείνο των τότε γεωγραφικών παρατηρήσεων, που προέκυπταν σχεδόν αποκλειστικά, από τα ναυτικά ταξίδια και τις τότε μετρήσεις (άμεσες και έμμεσες) με τη χρήση κλασικών οργάνων και τη βοήθεια κατάλληλων υπολογισμών.
Από τις ταξιδιωτικές γεωγραφικές παρατηρήσεις προέκυπταν περιγραφές μέσω του γραπτού λόγου (γράφειν την γην, στα αρχαία Ελληνικά) ή μέσω γραφημάτων (επίσης γράφειν την γην). Οι άμεσες και έμμεσες μετρήσεις ήταν και τότε, όπως και σήμερα, ο συνδετικός ιστός της επιστημονικής και φιλοσοφικής θεωρίας για τον κόσμο (γη) με την «άγνωστη πραγματικότητα» του κόσμου αυτού. Μια σύνδεση, όμως, χωρίς μονόδρομη φορά αλλά με αναδραστικές πολλαπλότητες, αφού ήταν αυτή που επιβεβαίωνε τη θεωρία ή την απέρριπτε ή, στην πιο χρήσιμη εκδοχή, τη βελτίωνε.
Η αρχαία Ελληνική επιστήμη, περί την «άγνωστη» γη, μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ερμηνευτεί με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιούν σήμερα σχεδόν όλες οι σύγχρονες γεωεπιστήμες, δηλαδή με τη «σύγκριση» της θεωρίας με την πραγματικότητα και την, εν τέλει, βέλτιστη προσαρμογή της πρώτης στη δεύτερη, μέσω των μετρήσεων. Αυτό ήταν ακριβώς εκείνο που έλειψε από την Μεσαιωνική επιστήμη (περί την «άγνωστη» γη) με τις γνωστές συνέπειες στη χαρτογραφία της περιόδου εκείνης.
H περίπτωση της αρχαίας Ελληνικής χαρτογραφίας είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα της αναδραστικής σχέσης μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας στην αρχαία Ελλάδα. Mε τη χαρτογραφία έχουμε, για πρώτη φορά, την εμφάνιση της διακλαδικότητας (με τη σημερινή της έννοια) εφόσον η χαρτογραφία, εκτός από τον ορισμό της (συστηματική αναπαράσταση της γης), ήταν το αποτέλεσμα μιας σύνθεσης της γεωμετρίας, της γεωδαισίας, της αστρονομίας και της γεωγραφίας.
  
Αρχαία Επιστήμη Αποδεσμευμένη από Επινοήσεις 
Από τα κύρια χαρακτηριστικά της Ελληνικής χαρτογραφίας είναι η μεγάλη διάρκεια της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε στο πλαίσιό της. Είχε ως βάση τη διαδικασία προσέγγισης της γης μέσω ενός μοντέλου της και την επιβεβαίωση ή απόρριψη της προσέγγισης αυτής μέσω μετρήσεων με τη χρήση οργάνων παρατήρησης, κυρίως γεωμετρικών αλλά και φυσικών γήινων ποσοτήτων. H μέθοδος αυτή, ήταν ουσιαστικά μια προσομοίωση της γήινης πραγματικότητας και η σύνδεσή της (μέσω μετρήσεων) με τη μαθηματική προσέγγισή της (το μοντέλο της).
Αυτή είναι η βάση αλλά και η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής χαρτογραφίας, συγκρινόμενης με τα προηγούμενα αλλά και με τα επόμενά της, τουλάχιστον μέχρι το 17ο και το 18ο αιώνα μ.X. Ένα επιπλέον εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό της Ελληνικής χαρτογραφίας, σε σχέση με τις χαρτογραφικές εξελίξεις του Μεσαίωνα (από τον 5ο μέχρι και το 15ο αιώνα μ.X.) είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες αναζητούσαν την αντικειμενική αναπαράσταση της γης πέρα από θρησκευτικά, ιδεολογικά, φανταστικά και γενικότερα ηθικά χαρακτηριστικά, που κυριαρχούν στη χαρτογραφία του Mεσαίωνα.

Για τους Έλληνες, ο χάρτης ήταν το αποτέλεσμα παρατήρησεων, μετρήσεων και τελικά της σύνδεσής τους με τη μαθηματικά οργανωμένη επιφάνεια της γης. Η σύνδεση αυτή οδήγησε τους αρχαίους Έλληνες, από τον 6ο π.X. μέχρι το 2ο μ.X. αιώνα, στην ουσιαστική θεμελίωση της χαρτογραφίας ως ιδιαίτερης επιστήμης και πρακτικής εφαρμογής. Η τεχνολογική μεθοδολογία που ανέπτυξαν τελικά οι Έλληνες για τη χωρική «γραφή» της σφαιρικής γήινης επιφάνειας με αριθμούς, παραμένει μια αξεπέραστη μέχρι σήμερα επινόηση, η οποία χρησιμοποιείται ευρύτατα στις σύγχρονες ψηφιακές αποτυπώσεις και απεικονίσεις, την πλοήγηση και άλλες εφαρμογές της τρέχουσας κοινωνικές ζωής. 
 
Γεωδαιτικός Τριγωνισµός του Ελληνικού Χώρου 
Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι σηµαντικά Πανελλήνια ιερά και σηµαντικές ̟πόλεις βρίσκονται στις κορυφές ισοσκελών ή και ισόπλευρων τριγώνων. Ναοί και πόλεις βρίσκονται επί ευθείας και συχνά σε αρµονικούς µαθηµατικούς λόγους (σε άκρα και µέση, σε χρυσή τοµή, κ.λπ.). Στον Ελληνικό χώρο παρατηρούνται ακόµη περιφέρειες κύκλων µε κέντρα σηµαντικά σηµεία (ναοί, πόλεις) και ακτίνες επίσης σηµαντικές αποστάσεις (ναού µε άλλο ναό, κ.ο.κ).
Ο αριθµός τέτοιων παραδειγµάτων είναι τόσο µεγάλος ̟που στις περισσότερες των περιπτώσεων µπορεί να αποκλειστεί µε βεβαιότητα η απλή σύµπτωση. Από τους πρώτους που ασχολήθηκαν µε το ζήτηµα ήταν ο Ιωάννης Πασσάς. ∆ιαπίστωσε ότι οι αποστάσεις που δήλωναν κάποιοι πιλότοι της Πολεµικής Αεροπορίας για διάφορα σηµεία της Ελλάδας ήταν ίδιες.

Στην αρχή η αντίδραση ήταν καχύποπτη, αλλά όταν διασταύρωσε τις αποστάσεις µε χάρτες και µετρήσεις ανακάλυψε ότι όντως τα δεδηλωµένα ήταν σωστά και εποµένως αρκετά σηµεία ισαπείχαν µεταξύ τους, καθιστώντας τα έτσι κορυφές ισοσκελών ή ισόπλευρων τριγώνων, κέντρα κύκλων ή περιφερειών, κ.λπ. Με την υπόθεση φαίνεται ότι έχει ασχοληθεί πολύ στο παρελθόν (ως ακόµα και σήµερα) και η Αµερικανική ∆ιαστηµική Υπηρεσία NASA.
Μάλιστα, πολλά από τα παρατηρηµένα «τρίγωνα» φέρουν τις ονοµασίες των αστροναυτών που τα παρατήρησαν πρώτοι από το διάστηµα. Τα τρία αυτά «µυστήρια», όπως άλλωστε και τα προαναφερθέντα θέµατα µηχανικής και τεχνολογίας στον αρχαίο Ελληνικό Κόσµο, χρειάζονται ίσως σελίδες επί σελίδων το καθένα για να αναλυθεί µε λεπτοµέρεια και µε την απαραίτητη ιστορική και επιστηµονική συνέπεια.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ 
Αρχιτεκτονική της Ευημερίας 3.500 Χρόνων 
Τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. είναι μια λαμπρή περίοδος προόδου και ευημερίας για το νότιο Αιγαίο, με επίκεντρο την Κρήτη και τον ανακτορικό πολιτισμό της, τον οποίο ο ανασκαφέας της Κνωσού, Arthur Evans, ονόμασε «Μινωικό». Ο ανακτορικός τρόπος ζωής και το υψηλότατο τεχνολογικό επίπεδο που τον υποστήριζε είχαν διαδοθεί και εκτός των ορίων της Κρήτης σε νησιά του νοτίου Αιγαίου. Ανάμεσα σ’ αυτά, η Θήρα κατείχε ιδιαίτερη θέση, όπως δείχνει ο άριστα διατηρημένος οικισμός του Ακρωτηρίου, στα νότια παράλια του νησιού. 
Η ανασκαφή στο Ακρωτήρι έμελλε να δώσει νέα διάσταση στην έρευνα του Προϊστορικού Αιγαίου. Οι στάχτες που κάλυψαν τα ερείπια του οικισμού μετά την μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου του νησιού περί το 1500 π.Χ. διέσωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τον υλικό πολιτισμό της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα όσον αφορά στην οικοδομική τεχνολογία, αφού η ανασκαφή αποκαλύπτει διώροφα και τριώροφα σπίτια, τα οποία, αν και ερειπωμένα, στέκουν ακόμη όρθια. 
Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχιτεκτονικής της περιόδου ακμής του Μινωικού πολιτισμού, στον οποίο υπάγεται και το Ακρωτήρι της Θήρας, είναι η πολυοροφία, το σύνθετο κυκλοφοριακό σύστημα και τα πολυάριθμα ανοίγματα. Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών δίνει μια ιδιότυπη και εξεζητημένη αρχιτεκτονική, που ξαφνιάζει με την κατασκευαστική της τόλμη, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι το νότιο Αιγαίο υπήρξε ανέκαθεν σεισμογενής περιοχή. 

Με Ξύλο και Πέτρα 
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικοδομικής τεχνολογίας είναι η καθοριστική συμβολή του ξύλου και η χρήση της λαξευτής πέτρας. Από το ίδιο το ξύλο δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα, αφού αποσαθρώθηκε πλήρως, διατηρήθηκαν όμως ανάγλυφα τα αποτυπώματά του επάνω στη λάσπη της τοιχοποιίας και την ηφαιστειακή σποδό. Το ξύλο παίζει καθοριστικό ρόλο παντού: στους τοίχους, στα πατώματα, στους κίονες, στα κλιμακοστάσια, στα ανοίγματα και αλλού. Η πλέον διαδεδομένη τοιχοποιία, η αργολιθοδομή, περιλαμβάνει ξύλινες ενισχύσεις με τη μορφή οριζόντιων πλεγμάτων ενσωματωμένων σε διάφορες στάθμες. 
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το σύστημα ξύλινων ενισχύσεων με τη συμμετοχή κατακόρυφων στοιχείων που διαπιστώνεται σε ορισμένα κτήρια του Ακρωτηρίου, και σε μεγαλύτερο βαθμό στα μεγάλα ανακτορικά συγκροτήματα της Κρήτης, όπου εξελίχθηκε η τεχνική αυτή. Πρόκειται κατά κανόνα για ζεύγη ξύλων, ένα σε κάθε παρειά του τοίχου, που εδράζονταν σε λίθινες βάσεις και συνδέονται μεταξύ τους με επιμήκη και εγκάρσια ξύλα, σχηματίζοντας ενιαίο τρισδιάστατο πλέγμα που εκτείνεται ομοιόμορφα σε όλη την όψη του κτηρίου. 
Τα κλιμακοστάσια που καλύπτουν δύο και τρεις επάλληλες στάθμες είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά και η κατασκευή τους συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, υψηλό επίπεδο σχεδιασμού. Στην κατασκευή ενός ευθύγραμμου σκέλους δεν χρησιμοποιούνται κεκλιμένες δοκοί καταμήκος, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά οριζόντιες εγκάρσιες δοκοί που πακτώνονται στους πλευρικούς τοίχους και στον μεσότοιχο. Στην περιοχή σύνδεσης σκέλους και πλατύσκαλου υπάρχει μεγάλη δοκός η οποία συνδέεται με άλλες, οριζόντιες και κατακόρυφες, που περιβάλλουν το μεσότοιχο.