Παρθενώνας (μέρος 3ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Παρθενώνας (μέρος 3ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Παρθενώνας (μέρος 3ο)

Με τη σειρά της, η τοξωτή αυτή μορφή φαίνεται ότι είναι ένα επιβίωμα της αρχικής εκείνης οδού που, περνώντας από τη ράχη του βράχου, υπηρετούσε την πρόσβαση τόσο από τα δυτικά όσον και από τα νότιο-νοτιοανατολικά. Οι ενδείξεις που εκτέθηκαν πιο πριν δείχνουν ότι με την οικοδόμηση του μυκηναϊκού τείχους τον 13ο αι. π.Χ. η παλαιά νοτιοανατολική πρόσβαση δεν καταργήθηκε αλλά διατηρήθηκε.
Η κακή διατήρηση του μυκηναϊκού τείχους θέτει ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα. Σε πολλά σημεία του η καταστροφή είναι τόσο μεγάλη, ώστε να απομένουν μόνον μερικές πέτρες ή απλώς ίχνη στο βράχο. Τούτο όχι μόνον εκεί όπου το τείχος ήταν εκτεθειμένο και όπου άλλες κατασκευές έπρεπε να καταλάβουν τη θέση του (π.χ. στο προαύλιο των Προπυλαίων, στις εδράσεις των νέων τειχών κ.λπ.) αλλά και εκεί όπου ήταν προστατευμένο μέσα στις κλασικής εποχής επιχώσεις. Αλλά θα ήταν ποτέ δυνατόν να φθάσει σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας φυσικής ερειπώσεως μόνον;
Ο χρόνος από την κατασκευή του μέχρι την κλασική εποχή, δηλαδή σχεδόν 8 αιώνες, είναι ελάχιστος εάν μετρηθεί με την αντοχή των τειχών τέτοιου είδους, η οποία είναι προφανής στις Μυκήνες ή στην Τύρινθα. Αυτά τα κτίσματα δεν ερειπώνονται τόσο εύκολα. Η καταστροφή των τειχών της Ακροπόλεως είναι ανθρώπινο έργο, όπως και η κατασκευή των. Αλλά τίνος; Όχι, πάντως, των Περσών! 
 
Η ΝΔ γωνία του στερεοβάτου του Παρθενώνος τέμνει σε ένα σημείο και επικαλύπτει την ερειπωμένη εσωτερική παρειά του μυκηναϊκού τείχους και ο αναλημματικός τοίχος (γνωστός ως S2) των επιχώσεων στα νότια του στερεοβάτου εδράζεται σε προγενεστέρως κατεστραμμένο μέρος του μυκηναϊκού τείχους και, το σπουδαιότερο, δεν είναι κτισμένος με λίθους αυτού του τείχους. Επομένως, το τείχος ήταν ήδη σε αυτή την κατάσταση πριν από την έλευση των Περσών.  
Εάν, αντιθέτως, η καταστροφή του ήταν έργο των Περσών, θα έπρεπε ο στερεοβάτης του Παρθενώνος να είναι έργο των μετά τα Περσικά χρόνων, αλλά, κατά τη στρωματογραφική χρονολόγηση, ο στερεοβάτης δεν είναι οψιμότερος του 490 π.Χ.
Στο σημείο αυτό ας αναφερθεί και η σχετική γνώμη του Ο. Walter: αν το μυκηναϊκό τείχος ήταν σε καλή κατάσταση, ο δελφικός χρησμός δεν θα είχε προκαλέσει το γνωστό δίλημμα στους Αθηναίους. Η διπλή ερμηνεία του θα ήταν δυνατή μόνον εάν το τείχος ήταν πολύ κατεστραμμένο, ώστε στον διαθέσιμο χρόνο να μην είναι δυνατή η επισκευή του με λίθους, αλλά μόνον με ξύλα... Και φυσικά οι χρησμοδότες δεν αγνοούσαν μια κατάσταση που ήταν ήδη γνωστή σε όλους.
Απομένει λοιπόν μόνον η δυνατότης να έχουν καταστραφεί τα τείχη από εισβολείς (αν και υποτίθεται ότι οι Δωριείς δεν κατέλαβαν ποτέ την Ακρόπολη) ή προληπτικώς από τους ίδιους τους Αθηναίους μετά από μια αλλαγή του πολιτικού συστήματος (της βασιλείας π.χ. ή της τυραννίας) για την αποτροπή μιας ανεπιθύμητης επανίδρυσής του.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΝΕΩΣ 
Το επίπεδο των γνώσεων για την τοπογραφία της Ακροπόλεως στα 1871 παρουσιάζεται με τον καλύτερο τρόπο σε έναν από τους πίνακες που συνοδεύουν το σχετικό με τον Παρθενώνα σύγγραμμα του Α. Michaelis. Άξιον προσοχής σε αυτό το σχέδιο είναι ότι ο Michaelis επισημαίνει στα νότια του Ερεχθείου το περίγραμμα του γνωστού σήμερα θεμελίου του αρχαίου νεώ, με τον χαρακτηρισμό «άνδηρον της Αθηνάς», πολύ πριν από την επίσημη αποκάλυψή του ως θεμελίου ναού.  
Η αποκάλυψη αυτή έγινε δυνατή μόνον το 1885, όταν άρχισε η Μεγάλη Ανασκαφή. Όπως αναφέρθηκε ήδη, εκείνος που πρώτος επρόσεξε το θεμέλιο (πριν ακόμη ανασκαφεί κανονικά) και κατέληξε στην ορθή ερμηνεία του ήταν ο Dorpfeld. Η σύντομη μελέτη που δημοσίευσε τότε (1885 και 1886) στο περιοδικό του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου απέδειξε ότι στο θεμέλιο αυτό έστεκε κάποτε ο φιλολογικώς μαρτυρημένος αρχαίος νεώς της Αθηνάς και προσέφερε στην επιστήμη μια αδρομερή αλλά καθ' όλα ορθή σχεδιαστική αποκατάσταση της αρχικής μορφής του.  
Η μελέτη αυτή διατηρεί ακόμη αμείωτη την αξία της. Τις πρώτες σύντομες ανακοινώσεις για την αρχιτεκτονική του αρχαίου νεώ ακολούθησαν και άλλες (1887 κ.έ.), για τα φιλολογικά θέματα τα σχετικά με την ιστορία και τη λειτουργία των ναών της Αθηνάς.
Κύριες θέσεις του Dorpfeld για την ιστορία του αρχαίου νεώ ήσαν οι εξής: ο ναός απέκτησε την πλήρη μορφή του επί Πεισιστράτου και επί Πεισιστρατιδών (πριν ήταν ένας απλός σηκός με προστάσεις), καταστράφηκε από τους Πέρσες, επισκευάσθηκε το 479 π.Χ., η περίστασίς του κατεδαφίσθηκε επί Κίμωνος, ο σηκός έπαθε βλάβες από πυρκαγιά το 406 π.Χ., αλλά επισκευάσθηκε και διατηρήθηκε έως τους μέσους χρόνους.
 
Η δημοσίευση της περίφημης επιγραφής IGII2 3-4 («επιγραφή του εκατομπέδου») από τον Η. Lolling το 1890 αναθεωρούσε σε κάποιο βαθμό τις θέσεις του Dorpfeld, ο οποίος σε ένα επόμενο άρθρο του υπεστήριξε ότι ο αναφερόμενος από την επιγραφή ναός πρέπει να ήταν το ανατολικό μέρος του αρχαίου νεώ.  
Έκτοτε, οι θέσεις αυτές επανεξετάσθηκαν πολλές φορές και αναθεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ο ναός δεν χρονολογείται πια στην εποχή του Πεισιστράτου αλλά των Πεισιστρατιδών και η μετά τα Περσικά διατήρησή του γίνεται δεκτή μόνον για το δυτικό μέρος του σηκού (Dinsmoor, 1932). Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού με 6x12 κίονες, πώρινος, με μαρμάρινα αετώματα.

Στις ιδιοτυπίες του καταλέγονται τα εξής:
• Αντί βαθμιδωτής κρηπίδος ο ναός διέθετε μόνον έναν απλό στυλοβάτη.
• Η εσωτερική διαίρεση του σηκού του, ο οποίος διέθετε προστάσεις σε αμφότερες τις προσόψεις του, είναι πολλαπλότερη απ’ ό,τι συνηθίζεται στους αρχαίους ναούς. Ένας μεσότοιχος χώριζε το εσωτερικό σε ένα ανατολικό διαμέρισμα, ή κυρίως ναό της Αθηνάς, με είσοδο από την ανατολική πρόσταση και ένα δυτικό διαμέρισμα, με είσοδο από τη δυτική πρόσταση. Το δυτικό διαμέρισμα ήταν με τη σειρά του χωρισμένο σε έναν πλατύ προθάλαμο και δύο δωμάτια πιο πίσω.  
Το ανατολικό διαμέρισμα, ο κυρίως ναός, διέθετε εσωτερικές κιονοστοιχίες που το διαιρούσαν σε ένα κεντρικό και δύο πλευρικά κλίτη. Σχετικώς προς το δυτικό διαμέρισμα, υπεστήριξε ο Dorpfeld, ότι αυτό ήταν ο φιλολογικώς και επιγραφικούς μαρτυρημένος Οπισθόδομος, όπου σε έναν ιδιαίτερο χώρο, στα δεξιά, ήσαν τα χρήματα της Αθηνάς και σε έναν άλλο, στα αριστερά, εκείνα των άλλων θεών. Η άποψη αυτή έγινε σχεδόν γενικώς δεκτή.
• Οι προστάσεις του σηκού παρουσίαζαν εξαιρετικά μικρό βάθος χώρου. Ο Dorpfeld είχε δυσκολίες στην ερμηνεία του φαινομένου, αλλά στο τέλος υπέθεσε ότι ήσαν δίστυλες εν παραστάσιν. Αργότερα, υποστηρίχθηκε από τον Schrader ότι οι προστάσεις ήσαν ιωνικές τετράστυλες μετά από μια ανανέωση του σηκού (η οποία προϋποτίθεται μόνον από τη θεωρία της διαδοχής δύο ναών στο ίδιο θεμέλιο. Με αυτό συνεφώνησε και ο Dorpfeld.
Ο Dinsmoor δέχεται ότι οι προστάσεις ήσαν ιωνικές τετράστυλες και μάλιστα εξαρχής (οπότε κατ' αυτόν το θέμα είναι ανεξάρτητο από τη θεωρία της διαδοχής δύο ναών στο ίδιο θεμέλιο που ο ίδιος, άλλωστε, απορρίπτει). Η εξέταση του ζητήματος σήμερα καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι οι προστάσεις ήσαν μάλλον πρόστυλες, αλλά όχι και ότι έπρεπε να είναι ιωνικές.
• Το μήκος του ναού, μόνον 12 κίονες, κρινόμενο με ό,τι ήταν κανονικό τον 6ο αιώνα και ειδικότερα με ό,τι θα ανέμενε κανείς από ναό με τόσο πολλούς εσωτερικούς χώρους, φαίνεται εξαιρετικά μικρό. Αντανάκλαση αυτού του φαινομένου στο εσωτερικό είναι η απαράβλεπτη ατροφία του ανατολικού διαμερίσματος (κυρίως ναού) και το αβαθές των προστάσεων.  
Χωρίς αμφιβολία, οι πολλαπλές τυπολογικές ιδιοτυπίες αυτού του ναού πρέπει να οφείλονται σε ιδιαίτερους λόγους, πολύ παλαιότερους από τον ίδιο. Αλλά, δυστυχώς, το απώτερο παρελθόν του αρχαίου νεώ δεν είναι γνωστό. Πάντως όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι αυτός είναι ο αρχαιότερος ναός της Αθηνάς επάνω στην Ακρόπολη, φυσικά όχι με τη μορφή που τον γνωρίσαμε αλλά με άλλες πολύ παλαιότερες.
• Ανάμεσα στα θεμέλια του ναού βρέθηκαν, κατά την ανασκαφή, δύο βάσεις απλής τεκτονικής μορφής. Οι βάσεις αυτές, που κάποτε έφεραν ξύλινους κίονες διαμέτρου μισού σχεδόν μέτρου, αποδόθηκαν αρχικώς σε ένα υποθετικό μυκηναϊκό μέγαρο. Αργότερα, όμως, απεδείχθη (C. Nylander) ότι ανήκαν σε ναό της γεωμετρικής εποχής, δηλαδή στον προκάτοχο του ναού της αρχαϊκής εποχής.
• Ο ένας και μόνος βωμός του ιερού της Αθηνάς έστεκε κάποτε στα ανατολικά του αρχαίου νεώ. Στα ανατολικά του Παρθενώνος ή του Ερεχθείου άλλοι βωμοί της Αθηνάς δεν υπήρχαν. Εύλογο είναι το συμπέρασμα ότι πριν ακόμη κτισθούν οι πρωταρχικοί ναοί στη θέση του μετέπειτα Παρθενώνος ή του μετέπειτα Ερεχθείου υπήρχε ήδη στη θέση του αρχαίου νεώ ένας ακόμη αρχαιότερος ναός έναντι του ενός και μόνου (και έτι αρχαιότερου) βωμού.
 
Το επίθετο αρχαίος πρέπει να είχε ήδη δοθεί σε εκείνον τον ναό (μετά την ανέγερση του «πρωταρχικού Παρθενώνος» για λόγους διακρίσεως), κρατήθηκε όμως από τον νέο ναό (του 6ου αιώνα) μαζί με τη θέση.
Ο Αρχαίος Νεώς ήταν, ασφαλώς, ένα λαμπρό αρχιτεκτονικό έργο του απερχομένου 6ου αιώνα με έξοχη γλυπτική κόσμηση. Οι κίονές του ήσαν κατά 1/5 μικρότεροι των κιόνων του Παρθενώνος και, ωστόσο, είχαν πολύ μεγαλύτερα κιονόκρανα: 2.26x2.26 μ. έναντι 2.00x2.00 μ.! Τα κιονόκρανα αυτά, λόγω θέσεως και μεγέθους, πρέπει να προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση. Καθώς ήσαν πολύ πλατύτερα από το επιστύλιο, μεγάλο μέρος των εξείχε ακάλυπτο ως εξώστης.  
Ο θριγκός του ναού είχε την ίδια σχεδόν κλίμακα με τον θριγκό του Παρθενώνος, οι μετόπες του, όμως, ήσαν απλές επίπεδες πλάκες (υμήττειο μάρμαρο). Το βαρύ οριζόντιο γείσο ήταν το τελευταίο προς τα άνω πώρινο μέρος του ναού. Στα αετώματα, εκτός από τα γλυπτά και τα καταέτια γείσα, μαρμάρινα ήσαν και ολόκληρα τα τύμπανα. Μαρμάρινη επίσης ήταν και η πλούσια διακοσμημένη επαετίς. Το μάρμαρο των προαναφερθέντων μερών είχε εισαχθεί από την Πάρο.  
Τέλος, η κορινθιακού τύπου κεράμωση του ναού ήταν επίσης μαρμάρινη, αλλά από υλικό προερχόμενο από τα καλύτερα λατομεία του Υμηττού. Για την αρχιτεκτονική και την κόσμηση των προστάσεων υπάρχουν πάντα πολλές απορίες. Η υπόθεση του Schrader, ότι ο σηκός διέθετε ιωνική ζωφόρο στην οποία πρέπει να αποδοθεί το ανάγλυφο αρ. 1342 του Μουσείου Ακροπόλεως και κάποια συνανήκοντα μικρότερα τεμάχια, είναι κατά πάσαν πιθανότητα ορθή αλλά προς το παρόν δεν αποδεικνύεται.  
Ένα, πάντως, φαίνεται βέβαιον: το ιωνικό κιονόκρανο στο οποίο στηρίχθηκε μια φορά η υπόθεση ιωνικής περιστάσεως (Penrose) και μια φορά η υπόθεση ιωνικών προστάσεων (Schrader) είναι πολύ μεγάλο για τις διαστάσεις αυτού του ναού. Η αναχρησιμοποίηση του υλικού του ναού στην κατασκευή του βορείου τείχους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα γνωστά τμήματα του θριγκού εμφανίζονται σε δύο γειτονικές θέσεις και έχουν μήκος μερικών μόνον επιστυλίων.

Κατά τον Penrose, που πρώτος τα σχεδίασε και τα μελέτησε με προσοχή, τα τμήματα αυτά είναι μόνον κατάλοιπα του αρχικού συνόλου. Το σύνολο αυτό ήταν συνεχές, χωρίς διακοπές και στη θέση της βόρειας πυλίδος του τείχους σχημάτιζε και αυτό γωνία, όπως το τείχος, συνεχιζόμενο με δύο ακόμη επιστύλια. Κατά τη βόρεια πλευρά θα παρουσίαζε το μήκος που είχε και επάνω στον ναό.  
Η εκλογή της θέσεως και του μήκους ως και η χρησιμοποίηση της γωνιακής θλάσεως του τείχους θα πρέπει να είχαν ως αποτέλεσμα μια λίαν επαρκή αναπαραγωγή της γενικής εντυπώσεως που κάποτε παρείχε ο ναός σε όσους ατένιζαν την Ακρόπολη από το μέρος της Αγοράς. Ένα άλλο σπουδαίο σύνολον, το οποίο όμως χρησιμοποιήθηκε κατά τελείως διάφορον τρόπο, είναι τα κιονόκρανα. Τοποθετημένα με την άνω επιφάνεια των αβάκων όρθια και εστραμμένη προς τα έξω, εμφανίζονται ως μακρά σειρά ορθοστατών κατά μήκος του ανατολικότερου μέρους του βορείου τείχους.
Αλλά και το μέρος που μετά τη σχεδιασμένη διάλυση παρέμεινε στη θέση του, δηλαδή ο στυλοβάτης της περιστάσεως, διατήρησε και επαύξησε μια χρήση που είχε και όταν έφερε κίονες: ιδεώδες βάθρο για την ανίδρυση αγαλμάτων και άλλων αφιερωμάτων. Ένα μέρος αυτού του βάθρου διαλύθηκε αργότερα λόγω της κατασκευής του Ερεχθείου. Οι λίθοι που αφαιρέθηκαν από αυτό χρησιμοποιήθηκαν στη βάση του κτιστού μέρους της μεγάλης κλίμακας στα δυτικά του Παρθενώνος.

ΚΕΚΡΟΠΙΟΝ
Το γιγάντειο Ιωνικό κιονόκρανο που κάποτε απετέλεσε αφορμή για την υπόθεση ιωνικών κιόνων στον αρχαίο νεώ σώζεται κομμένο σε δύο μέρη. Το ένα, σε καλύτερη κατάσταση, παραμένει στη θέση όπου χρησιμοποιήθηκε ως υλικό δευτέρας χρήσεως στο βόρειο τείχος. Το άλλο, ανασυρμένο από την ίδια περιοχή, απόκειται στα ανατολικά του Ερεχθείου.
Το σπάνιο αυτό ιωνικό κιονόκρανο, με πλάτος 2.45 μ., είναι το μεγαλύτερο στην χερσαία Ελλάδα. Ακόμη μεγαλύτερα ήσαν μόνον τα κιονόκρανα των γιγάντειων ιωνικών ναών στη Σάμο και την Έφεσο. Λόγω του μεγέθους του, το κιονόκρανο της Ακροπόλεως πρέπει να αποδοθεί σε αυτοδύναμο ιωνικό κίονα παρόμοιας μορφής και σημασίας προς εκείνους που έστεκαν στο ιερό των Δελφών (σφίγγα των Ναξίων), στο ιερό της Αφαίας και αλλού.
Η αναγνώριση της θέσεως αυτού του κίονος στο σημείο όπου ο δυτικός τοίχος του Ερεχθείου παρουσιάζει στο νότιο άκρον του μεγάλες αδρολαξευμένες εγκοπές πρέπει να θεωρείται βεβαία. Οι εγκοπές αυτές έγιναν για να μη θιγεί μια προϋπάρχουσα κατασκευή, της οποίας οι ίδιες (οι εγκοπές του τοίχου) παριστούν το αρνητικό (ή συμπληρωματικό) σχήμα (ανάλογα φαινόμενα έχουν διαπιστωθεί στη νότια πλευρά της βαρείας προστάσεως, στο θεμέλιο της ανατολικής πλευράς και σε άλλα σημεία).  
Η μορφή και το είδος αυτής της κατασκευής προδίδεται, λοιπόν, από την ιδιαίτερη μορφή των επάλληλων εγκοπών. Προδίδεται επίσης και από λαξεύσεις στον υποκείμενο βράχο, οι οποίες μαρτυρούν την κάτοψή της. Ήταν ένα τετράγωνο βάθρο διαστάσεων περίπου 2x2 μ., κτισμένο με επαλλήλους λαξευτούς λίθους, των οποίων οι κατευθύνσεις και τα ύψη εύκολα υπολογίζονται με τη βοήθεια μιας αναλυτικής μελέτης των εγκοπών.  
Το κατασκεύασμα αυτό είναι σε όλη την περιοχή Κεκροπίου και Πανδροσείου το μόνο που θεμελιώθηκε τόσο βαθιά, ώστε να φθάσει στο βράχο απαιτώντας μάλιστα και την εξομάλυνσή του. Τέτοια θεμέλια, όμως, σε τέτοιο βάθος, μόνον για κτήρια δικαιολογούνται ή υψηλούς πεσσούς και κίονες. Συνεπώς, η συσχέτιση του μεγάλου κίονος και του θεμελίου στο Κεκρόπιον είναι εύλογη.
Από τις διαστάσεις του κιονόκρανου το ύψος του μνημείου εκτιμάται σε 10, περίπου, μέτρα. Από τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ευρήματος συνάγεται ότι το βαθύ θεμέλιο του κίονος ήταν πώρινο σε άμεση επαφή προς τον ναό. Κατά την περσική επιδρομή και την καταστροφή του ναού, ο κίων κατέπεσε (ή κατερρίφθη), ασφαλώς προς τα ανατολικά (φυσικά, το Ερεχθείο δεν υπήρχε ακόμη). Τα τεμάχια του κιονόκρανου χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στην κατασκευή του τείχους σε μικρή απόσταση προς τα βορειοανατολικά.
Επιφάνειες αφημένες ημίεργες, άτμητοι οικοδομικοί αγκώνες και ημιτελή κυμάτια σε όλο το ύψος του δυτικού τοίχου του Ερεχθείου, ακριβώς επάνω από το θεμέλιο του κίονος κάνουν περίπου βέβαιον ότι στη θέση αυτή κάτι εμπόδιζε την κανονική εκτέλεση των εργασιών που συνήθως γίνονται μετά την τοποθέτηση των λίθων.