Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπέστη φοβερή κρίση μετά το 180 (ημερομηνία θανάτου Μάρκου Αυρήλιου). Η Pax Romana έσπασε, οι βαρβαρικοί λαοί, κυρίως Γότθοι, εισέβαλαν στην Αυτοκρατορία από τη Δύση, οι Σασσανίδες Πέρσες επιτέθηκαν στην Ανατολή. Στα εσωτερικά του κράτους ακολούθησε οικονομική κρίση, λοιμοί, εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτική αναρχία. Ο θεσμός του Αυτοκράτορα εξασθένισε, με αποτέλεσμα μεταξύ 235 - 285 να γίνει εναλλαγή 30 ηγεμόνων, οι οποίοι στήριζαν την εξουσία τους αποκλειστικά στην διάθεση των Ρωμαϊκών λεγεώνων, οι οποίες ανεβοκατέβαζαν στο θρόνο τους διοικητές τους ανάλογα με τις περιστάσεις και τις παραχωρήσεις που έπαιρναν. Την Αυτοκρατορία έβγαλε από το χείλος της καταστροφής ο Διοκλητιανός, στρατιωτικός ταπεινής καταγωγής από την Διόκλεια της Δαλματίας. Ο Διοκλητιανός πραγματοποίησε μια ευρεία κλίμακα μεταρρυθμίσεων που έγιναν η βάση για την οργάνωση του Βυζαντίου ως τον 7ο αιώνα...


Διαίρεσε τις επαρχίες σε μικρότερες και τις συνένωσε σε μεγαλύτερες περιφερειακές διοικήσεις. Διαχώρισε την εξουσία των επαρχιών σε πολιτική, που ασκούσε ο διοικητής και σε στρατιωτική, που ασκούσε ο δουξ (dux) από την στρατιωτική εξουσία, αύξησε τον αριθμό των στρατευμάτων και των υπηρεσιών και καταπολέμησε τον πληθωρισμό. Τα μέτρα του επέφεραν καλύτερη εποπτεία των επαρχιών, καλυτέρευση την απόδοσης των κρατικών υπηρεσιών, οικονομική ανάκαμψη και στρατιωτική υπεροχή. Οι παραδόσεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και των μεταρρυθμίσεων του Αυγούστου είχαν ατονήσει, ο κόσμος απαιτούσε άμεσες λύσεις και λίγες συζητήσεις.

Ο Διοκλητιανός άλλαξε τον ρόλο του Αυτοκράτορα που μέχρι τότε ήταν ο ανώτατος δημόσιος λειτουργός, ένας Princeps (πρώτος, αρχηγός) και τον μετέτρεψε σε απόλυτο μονάρχη, με Θεϊκή εξουσία, έναν Dominus (αφέντης, Κύριος) και επέβαλε την προσκύνηση στο πρόσωπο του, υιοθετώντας το πρωτόκολλο της περσικής αυλής. Λόγω της απέραντης έκτασης του κράτους ο Διοκλητιανός μοίρασε την εξουσία. Κυβέρνησε το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας και έδωσε τη διοίκηση του δυτικού σ’ έναν αφοσιωμένο σ’ αυτόν στρατιωτικό, το Μαξιμιανό. Οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες οι οποίοι πήραν τον τίτλο του Αυγούστου.

Παραχώρησαν στη συνέχεια τη διοίκηση του μισού τους μεριδίου από τις περιοχές που κυβερνούσαν σε δύο συνάρχοντες, ο Διοκλητιανός στο Γαλέριο και ο Μαξιμιανός στον Κωνστάντιο το Χλωρό. Οι δύο συνάρχοντες έφεραν τον τίτλο του Καίσαρα. Έτσι η Αυτοκρατορία μοιράστηκε ουσιαστικά σε τέσσερα διαφορετικά κέντρα. Στην Ανατολή, Αύγουστος ήταν ο Διοκλητιανός με έδρα τη Νικομήδεια της Βιθυνίας και Καίσαρας ο Γαλέριος με έδρα το Σίρμιο, στη σημερινή Σερβία. Παράλληλα, στη Δύση Αύγουστος ήταν ο Μαξιμιανός με έδρα το Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο και Καίσαρας ο Κωνστάντιος ο Χλωρός με έδρα τους Τρεβήρους της Γαλατίας, το σημερινό Τριέρ της Γαλλίας.

Το σύστημα αυτό ονομάστηκε Τετραρχία και επέτυχε να διατηρήσει προς στιγμήν την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας. Η Ρώμη ήταν θεωρητικά η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας και παρέμεινε η έδρα της Συγκλήτου, και ο Διοκλητιανός είχε τη γενική εποπτεία της διοίκησης του κράτους. Το σύστημα της Τετραρχίας λειτούργησε άψογα όσο καιρό επέβλεπε την κατάσταση ο Διοκλητιανός. Όταν όμως το 305 αποσύρθηκε από το θρόνο, οι αυξημένες φιλοδοξίες των συναρχόντων βγήκαν στην επιφάνεια. Επειδή κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει την θέση του, ξέσπασαν ανάμεσα τους πόλεμοι, που είχαν ως αποτέλεσμα οι συνάρχοντες να αλληλοεξοντωθούν.

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 1ο - 4ο ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

Για τετρακόσια χρόνια (από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.), η ιστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, από το Γιβραλτάρ ως τον Καύκασο και από τη Βρετανία ως την Αίγυπτο, συνδέεται άμεσα με την ακμή της Ρώμης, που γίνεται σιγά σιγά ισχυρή Αυτοκρατορία. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενοποίησε τη λεκάνη της Μεσογείου και τη συνέδεσε με τη βόρεια Ευρώπη. Μέσα σε αυτή την Αυτοκρατορία οι άνθρωποι μιλούσαν ή καταλάβαιναν δύο κυρίως γλώσσες: τη Λατινική, κυρίως στο δυτικό τμήμα, και την Ελληνική, κυρίως στο ανατολικό. Ο Ελληνικός κόσμος της ανατολικής Μεσογείου, που και αυτός ανήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επηρέασε τους Ρωμαίους αλλά και επηρεάστηκε από αυτούς.

Στους Ρωμαίους χρωστάμε ένα κρατικό μοντέλο με ιεραρχημένη διοικητική δομή, αλλά και νομικές έννοιες και κανόνες δικαίου, αρκετοί από τους οποίους ισχύουν και σήμερα.

Η Αυτοκρατορική Περίοδος (1ος αιώνας π.Χ. - 3ος αιώνας μ.Χ.)

Στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. το Ρωμαϊκό πολίτευμα άλλαξε ριζικά, οι εξουσίες που πριν είχαν οι διάφοροι άρχοντες πήγαν σε ένα μόνο πρόσωπο, στον Αύγουστο. Ο Αύγουστος εκλεγόταν ξανά και ξανά σε διάφορα αξιώματα, με τη σύμφωνη γνώμη μάλιστα και την υποστήριξη της Συγκλήτου. Έτσι η Ρώμη μπήκε στην περίοδο της Αυτοκρατορίας και η δημοκρατία καταργήθηκε στην πράξη. Όλοι οι Αυτοκράτορες, με πρώτο τον Αύγουστο, λατρεύονταν σαν Θεοί μετά το θάνατό τους. Όσο ζούσαν, οι υπήκοοί τους τους τιμούσαν με θρησκευτικές τελετές.

Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η ενότητα του Ρωμαϊκού κράτους, αφού όλοι όσοι υπάγονταν στη Ρωμαϊκή εξουσία, είτε ήταν Ρωμαίοι πολίτες είτε όχι, αποδείκνυαν ότι ήταν πιστοί στον Αυτοκράτορα. Οι Ρωμαϊκές επαρχίες στη Δύση και την Ανατολή διοικούνταν από Ρωμαίους διοικητές, που είχαν εκεί την ανώτερη στρατιωτική, διοικητική και δικαστική εξου­σί­­α. Τη Ρωμαϊκή Εποχή δεν υπάρχει πια η «πόλη-κράτος». Οι πόλεις-κράτη έχασαν μεγάλο μέρος από την ανεξαρτησία που είχαν την Κλασική και την Ελληνιστική Εποχή. Από την εποχή του Αυγούστου ήδη η βασική πολιτική της Ρώμης απέναντι στις πόλεις, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, ήταν ίδια, οι πόλεις αφήνονταν να ρυθμίζουν μόνες τις υποθέσεις τους.

Οι πόλεις είχαν πολιτική αυτονομία, αλλά σε διαφορετικό βαθμό η καθεμιά. Έτσι στην Ανατολή υπήρχαν πόλεις «ελεύθερες» και «υποτελείς», οι «ελεύθερες» είχαν διοικητική και δικαστική αυτονομία και την εξουσία είχε η τοπική αριστοκρατία, ενώ οι «υποτελείς» ελέγχονταν από το Ρωμαίο διοικητή. Στη Δύση υπήρχαν ελάχιστες «ελεύθερες πόλεις». Εκεί οι περισσότερες πόλεις είχαν ιδρυθεί απευθείας από τη Ρώμη, ως Ρωμαϊκές αποικίες, και διοικούνταν αποκλειστικά από το Ρωμαίο διοικητή, με βάση τους Ρωμαϊκούς θεσμούς. Από τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. ως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. υπήρχε τόσο στη Ρώμη όσο και στις επαρχίες οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.


Η περίοδος αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η περίοδος της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana). Σε όλη την Αυτοκρατορία καλλιεργούνταν μεγάλες πεδινές εκτάσεις, ενώ η Αίγυπτος τροφοδοτούσε με σιτάρι την Ιταλική χερσόνησο. Οι εμπορικοί και στρατιωτικοί χερσαίοι δρόμοι που ανοίχτηκαν επέτρεπαν την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών από την Ανατολή προς τη Δύση και αντίστροφα. Παράλληλα η πειρατεία είχε εξαφανιστεί και οι θαλάσσιοι δρόμοι ήταν ασφαλείς. Πρώτες ύλες προμήθευαν τα μεταλλεία της Ισπανίας και της Βρετανίας. Η Ρώμη έκανε εξαγωγές κυρίως κρασιού, λαδιού και βιοτεχνικών αγαθών.

Τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα στην ανατολική Μεσόγειο ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Καισάρεια της Παλαιστίνης, η Σμύρνη, η Έφεσος κ.ά. Στο σημερινό Ελλαδικό χώρο, εμπορικά κέντρα ήταν η Θεσσαλονίκη, η Ρόδος, η Κόρινθος, η Νικόπολη στην Ήπειρο κ.ά. Την ίδια περίοδο συνέχισαν να χρησιμοποιούνται οι διεθνείς εμπορικοί δρόμοι, θαλάσσιοι και χερσαίοι. Η επικοινωνία γινόταν με πλοία από τους θαλάσσιους και με καραβάνια από τους χερσαίους δρόμους. Όλοι οι παραπάνω δρόμοι είναι γνωστοί με το όνομα «δρόμος του μεταξιού». Μέσα από το δρόμο του μεταξιού μεταφέρονταν από τη μακρινή Ανατολή, την Κίνα και τις Ινδίες, κυρίως μέταλλα, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, σπάνια ζώα, αρώματα και μπαχαρικά.

Τα πανάκριβα αυτά εμπορεύματα ήταν περιζήτητα στην αριστοκρατία της Μεσογείου. Συχνά γίνονταν πόλεμοι ανάμεσα στα κράτη από τα οποία περνούσαν οι εμπορικοί δρόμοι για να ελέγχουν τους εμπορικούς σταθμούς και τα λιμάνια και για να εισπράττουν τους δασμούς. Σημαντικές για τον έλεγχο των διεθνών εμπορικών δρόμων ήταν οι εκστρατείες του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.) στην Ανατολή. Στις θρησκευτικές λατρείες, διακρίνουμε την άνοδο του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μαζί με τους Θεούς των Ρωμαίων και των Ελλήνων, επίσης, λάτρευαν και άλλες θεότητες. Κάποιες από αυτές τις θεότητες ήταν μόνο τοπικές, όπως οι Θεότητες του Δρυϊδισμού στη Γαλατία και στη Βρετανία.

Άλλες λατρείες είχαν μεγαλύτερη διάδοση, όπως της Κυβέλης (Φρυγική θεότητα), της Ίσιδας και του Σάραπη (Αιγυπτιακές θεότητες), του Ασκληπιού, του Ηρακλή και του Διόνυσου (Ελληνικές Θεότητες) και τέλος του Μίθρα (Περσική θεότητα), που λατρευόταν κυρίως από τους στρατιώτες και τους δούλους. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν και Εβραϊκές κοινότητες. Από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. αρχίζει να διαδίδεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Χριστιανισμός, που αργότερα θα γίνει η μοναδική επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους. Τα βασικά κείμενα του Χριστιανισμού περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή και είναι τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του Παύλου.

Τα κείμενα αυτά είναι τα ιερά βιβλία του Χριστιανισμού. Γράφτηκαν ή μεταφράστηκαν γρήγορα στην Ελληνική γλώσσα, που ήταν η γλώσσα επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου. Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα και διαδόθηκε όχι μόνο στους οικονομικά ασθενέστερους πληθυσμούς αλλά και σε ανώτερα στρώματα. Σύντομα μάλιστα απέκτησε πιστούς στην ίδια τη Ρώμη, ακόμη και μέσα στον κύκλο του Αυτοκράτορα. Στην αρχή του 4ου αιώνα μ.Χ., με το διάταγμα του Μεδιολάνου (Μιλάνου) το 313 μ.Χ., ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε από τον Αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ως νόμιμη θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Το 380 μ.Χ., με διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α', έγινε η μοναδική επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ο Ελληνικός Κόσμος κάτω από την Κυριαρχία της Ρώμης (1ος αιώνας π.Χ. - 3ος αιώνας μ.Χ.)

Την Αυτοκρατορική περίοδο οι σημαντικότερες πόλεις της Ανατολής, όπου κυριαρχούσε η Ελληνική γλώσσα, ήταν «ελεύθερες πόλεις» (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Δελφοί, Πέργαμος, Έφεσος, Σμύρνη, Κως, Χίος κ.ά.). Ωστόσο, στο τέλος της περιόδου, οι πόλεις έχασαν τελείως την αυτονομία τους. Το πολίτευμά τους εξακολούθησε να είναι τυπικά δημοκρατικό, είχαν όμως γίνει εντωμεταξύ αρκετές αλλαγές σ' αυτό. Οι Έλληνες ήταν υπήκοοι του Ρωμαϊκού κράτους, όπου ζούσαν επίσης πολλοί λαοί (Αιγύ­πτιοι, Σύροι, Γαλάτες, Ίβηρες κ.ά.) που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Αν και η Λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους, η Ελληνική εξακολούθησε να είναι η κύρια γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Για να αντιμετωπίσουν τη Ρωμαϊκή φορολογία και τις καθημερινές οικονομικές τους ανάγκες, οι πόλεις άφηναν τους πλουσιότερους από τους πολίτες τους, δηλαδή τους ντόπιους αριστοκράτες, να χρηματοδοτούν δημόσια έργα. Όπως και στην Ελληνιστική Εποχή έτσι και τώρα οι πολίτες τους τιμούσαν ως ευεργέτες. Τα ποσά όμως που έπρεπε να δαπανήσουν οι πολίτες αυτοί ήταν τόσο μεγάλα, ώστε προσπαθούσαν να αποφύγουν τη συμμετοχή. Πολλές φορές μάλιστα ζητούσαν να τους απαλλάξουν από τη δαπάνη αυτή οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες με διάταγμά τους. Μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. οι περισσότεροι πολίτες στις πόλεις της ανατολικής Μεσογείου δεν ήταν Ρωμαίοι πολίτες.

Το 212 μ.Χ. με το διάταγμα του Αυτοκράτορα Καρακάλλα όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας έγιναν Ρωμαίοι πολίτες. Σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, έτσι οργανώθηκε πιο αποτελεσματικά η φορολογία, καθώς και η Αυτοκρατορική λατρεία. Με αυτό τον τρόπο η κεντρική εξουσία ασκούσε μεγαλύτερο έλεγχο στους υπηκόους της. Με το μέτρο αυτό η κοινωνία σε όλη την Αυτοκρατορία πήρε σιγά σιγά ενιαίο χαρακτήρα. Το Ρωμαϊκό δίκαιο εφαρμοζόταν πλέον σε όλους τους ελεύθερους πολίτες, σε όποια περιοχή και αν βρίσκονταν και όποια γλώσσα κι αν μιλούσαν. Καθώς όλο και περισσότεροι Έλληνες γίνονταν Ρωμαίοι πολίτες και υπάγονταν πια στο Ρωμαϊκό δίκαιο, η δύναμη των τοπικών δικαίων λιγόστευε.