Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!


Η επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού και η μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τις όχθες τού Τίβερη στις όχθες τού Βοσπόρου, από την παλαιά Ρώμη δηλαδή στη «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη. Οι επιστήμονες, μελετώντας τη θέση του Χριστιανισμού κατά την εποχή του Κωνσταντίνου, ασχολούνται κυρίως με δύο προβλήματα:

  • Τη Μεταστροφή του Κωνσταντίνου και 
  • Το Έδικτο των Μεδιολάνων

Η Μεταστροφή του Κωνσταντίνου

Τόσο οι ιστορικοί όσο και οι θεολόγοι, ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τις αιτίες της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Γιατί ο Κωνσταντίνος ευνόησε τον Χριστιανισμό; Θα πρέπει η στάση του να θεωρηθεί ως μια απλή ένδειξη της πολιτικής του σοφίας; Είδε τον Χριστιανισμό ως ένα απλό μέσο για να πραγματοποιήσει τους πολιτικούς του στόχους; Ή υιοθέτησε τον Χριστιανισμό λόγω των πεποιθήσεών του; Ή -τέλος- στη μεταστροφή του αυτή συνετέλεσαν και οι δύο παράγοντες οι πολιτικοί δηλαδή και οι πνευματικοί; Η δυσκολία για τη λύση τού προβλήματος έγκειται στις αντιφατικές πληροφορίες που βρίσκει κανείς στις πηγές.

Ο Κωνσταντίνος, όπως τον περιγράφει ο Επίσκοπος Ευσέβιος, δεν μοιάζει καθόλου με τον Κωνσταντίνο τον οποίο σκιαγραφεί ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος. Οι ιστορικοί έχουν βρει μια εξαιρετική ευκαιρία για να δώσουν απαντήσεις, σύμφωνα με τις προσωπικές τους απόψεις, στο περίπλοκο αυτό πρόβλημα. Ο Γάλλος ιστορικός Μπουασιέ γράφει σχετικά στο βιβλίο του Πτώση του Ειδωλολατρισμού, τα εξής:

«Δυστυχώς, όταν ασχολούμεθα με μεγάλους άνδρες, που διαδραμάτισαν έναν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία, και προσπαθούμε να μελετήσουμε τη ζωή τους και τη δράση τους, σπανίως είμαστε ικανοποιημένοι και από τις πιο φυσικές εξηγήσεις. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι το διαφορετικό από τους συνανθρώπους τους, μας κάνει να μην πιστεύουμε ότι μπορούν να ενεργούν όπως και οι κοινοί άνθρωποι. Ψάχνουμε να βρούμε απόκρυφες αιτίες πίσω και από την πιο απλή τους πράξη, ενώ συγχρόνως τούς αποδίδουμε μία λεπτότητα και ένα βάθος σκέψης ή προδοσίες, τις οποίες ποτέ τους δεν είχαν διανοηθεί. Όλα αυτά ισχύουν στην περίπτωση τού Κωνσταντίνου.

Έχει επικρατήσει μια βασισμένη στην προκατάληψη πεποίθηση, ότι ο ικανός αυτός πολιτικός θέλησε να μας ξεγελάσει. Όσο θερμότερα αφιέρωνε τον εαυτό του στις θρησκευτικές υποθέσεις και προβαλλόταν ως ένας γνήσιος πιστός, τόσο πιο αποφασιστικές γίνονταν οι προσπάθειές μας να αποδείξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αδιάφορος για τα ζητήματα αυτά και ότι υπήρξε ένας σκεπτικιστής, που, στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφερόταν για καμιά θρησκεία, προτιμώντας τη θρησκεία εκείνη που τον ευνοούσε περισσότερο».

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ιστορική σκέψη είχε τρομερά επηρεασθεί από τις κρίσεις του διάσημου Γερμανού ιστορικού Γιάκοπ Μπούρκχαρτ (Jacob Burckhardt), τις οποίες βρίσκουμε στο λαμπρό του έργο ''Η εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου''. Ο Μπούρκχαρτ παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο ως ένα μεγαλοφυή πολιτικό, με πολλές φιλοδοξίες και ισχυρή επιθυμία για εξουσία. Έναν άνθρωπο -δηλαδή- που θυσίασε το καθετί στην εκπλήρωση των σκοπών του. «Συχνά, -γράφει-, γίνονται προσπάθειες να διεισδύσουμε στην θρησκευτική συνείδηση τού Κωνσταντίνου, προκειμένου να περιγράψουμε τις αλλαγές που πιθανόν συντελέστηκαν στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Όλα αυτά, όμως, γίνονται άσκοπα. Γιατί έναν τέτοιον μεγαλοφυή άνθρωπο, του οποίου οι. φιλοδοξίες και η δίψα για εξουσία ήταν η καθημερινή του ασχολία, δεν τον απασχολούσε ο Χριστιανισμός ή η ειδωλολατρία ούτε η συνειδητή θρησκευτικότητα ή η μη θρησκευτικότητα. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αναγκαστικά άθρησκος (unreligiοs). Εάν για μια στιγμή σταματούσε για να σκεφθεί πάνω στις πραγματικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, η στιγμή αυτή θα ήταν μοιραία». Αυτός ο μέχρι θανάτου εγωιστής, έχοντας αναγνωρίσει ότι ο Χριστιανισμός προοριζόταν να γίνει μια παγκόσμια δύναμη, τον χρησιμοποίησε ακριβώς λόγω αυτής του της δυναμικής.

Σύμφωνα με τον Μπούρκχαρτ, η αξία τού Κωνσταντίνου έγκειται στο ότι αναγνώρισε την δυναμική αυτή, αν και διαμοίρασε σαφώς καθορισμένα προνόμια τόσο στον παγανισμό όσο και στον Χριστιανισμό. Το να αναζητεί κανείς κάποιο σχέδιο στις πράξεις του ασυνεπούς ανθρώπου, που μόνο χρήση ευκαιριών έκανε, θα ήταν άσκοπο. Ο Κωνσταντίνος «ένας εγωιστής με πορφυρό μανδύα, κάνει ή επιτρέπει καθετί, που ενισχύει την προσωπική του δύναμη». Ως κύρια πηγή του, ο Μπούρκχαρτ χρησιμοποίησε τον Βίο του Κωνσταντίνου του Ευσεβίου, παραβλέποντας το γεγονός ότι το έργο αυτό δεν είναι αυθεντικό. Οι κρίσεις του Μπούρκχαρτ δεν μας επιτρέπουν να δούμε στον Αυτοκράτορα κανένα γνήσιο θρησκευτικό αίσθημα.

Στηρίζοντας τις απόψεις του σε διάφορες πηγές, ο Γερμανός θεολόγος , Αντολφ Χάρνακ (Adolph Harnack), στο βιβλίο του Η διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα. Ύστερα από μια μελέτη της θέσης τού Χριστιανισμού στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας, παραδέχεται ότι ήταν αδύνατος ο καθορισμός τού αριθμού των Χριστιανών και συμπεραίνει ότι, αν και κατά τον 4ο αιώνα οι Χριστιανοί ήταν πολλοί και η επιρροή τους μεγάλη, δεν αποτελούσαν την πλειονότητα του λαού. Αλλά κατόπιν παρατηρεί ότι:

«Αριθμητική υπεροχή και πραγματική επιρροή δεν συμβαδίζουν σε κάθε περίπτωση. Ένας μικρός κύκλος ανθρώπων μπορεί να ασκεί μια δυναμική επιρροή, αν τα μέλη του προέρχονται από τις ηγετικές τάξεις, ενώ ένας μεγάλος κύκλος ατόμων μπορεί να έχει πολύ μικρότερη επιρροή εφόσον προέρχεται από τις κατώτερες τάξεις ή από τις επαρχίες. Ο Χριστιανισμός υπήρξε μια θρησκεία των πόλεων. Όσο μεγαλύτερη ήταν μια πόλη τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο αριθμός των χριστιανών, πράγμα που έδινε στον Χριστιανισμό εξαιρετικές δυνατότητες. Παραλλήλως όμως ο Χριστιανισμός είχε βαθιά εισχωρήσει στις επαρχίες, όπως γνωρίζουμε τουλάχιστον για τις περισσότερες επαρχίες της Μικράς Ασίας, της Αρμενίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Βόρειας Αφρικής».


Διαιρώντας όλες τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας σε τέσσερις κατηγορίες σύμφωνα με την μεγάλη ή μικρή εξάπλωση τού Χριστιανισμού, ο Χάρνακ αναλύει τη θέση του Χριστιανισμού σε κάθε κατηγορία και συμπεραίνει ότι ''Τα κέντρα της Χριστιανικής Εκκλησίας, στις αρχές τού 4ου αιώνα, ήταν στη Μικρά Ασία''. Είναι ήδη γνωστό ότι, για αρκετά χρόνια, πριν πάει στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος έμεινε στην αυλή τού Διοκλητιανού στη Νικομήδεια. Η επίδραση την οποία είχε επάνω του η Ασία φανερώθηκε στη Γαλατία, υπό μορφή σκέψεων, που τον οδήγησαν στην οριστική του απόφαση να επωφεληθεί από την υποστήριξη της σταθερής και δυναμικής Εκκλησίας και των -επισκόπων.

Είναι μάταιο να ζητούμε να μάθουμε εάν η Εκκλησία θα μπορούσε να νικήσει έστω και χωρίς τον Κωνσταντίνο. Κάποιος άλλος θα παρουσιαζόταν. Οπωσδήποτε όμως η νίκη του Χριστιανισμού είχε επιτευχθεί σε όλη τη Μικρά Ασία, πριν ακόμη εμφανισθεί ο Κωνσταντίνος, ενώ συγχρόνως είχε σταθεροποιηθεί σε άλλες επαρχίες. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη φώτιση και ένας επουράνιος στρατηγός για να πραγματωθεί ό,τι ήδη υπήρχε. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν ένας οξύνους και δυναμικός πολιτικός, με ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκευτική κατάσταση, και ένας τέτοιος πολιτικός υπήρξε ο Κωνσταντίνος, μια χαρισματική προσωπικότητα, καθόσον αναγνώρισε ό,τι ήταν αναπόφευκτο και επωφελήθηκε από αυτό.

Είναι φανερό ότι ο Χάρνακ είδε τον Κωνσταντίνο μόνο σαν ένα ικανό πολιτικό. Φυσικά, δεν είναι δυνατή, έστω και μια κατά προσέγγιση στατιστική εκτίμηση τού αριθμού των Χριστιανών της περιόδου αυτής, αν και οι περισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες καταλήγουν ότι η ειδωλολάτρες παρέμεναν ο κύριος πολιτικός και κοινωνικός παράγοντας, ενώ οι Χριστιανοί ήταν ακόμη μειονότητα.

Σύμφωνα με την έρευνα τού καθηγητή Β. Μπόλοτοφ (V. Bolotov), που συμφωνεί με τους υπολογισμούς πολλών άλλων επιστημόνων, «είναι πιθανόν κατά την εποχή του Κωνσταντίνου οι Χριστιανοί ν' αποτελούσαν το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού, αν και το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι ακόμη μικρότερο. Η άποψη ότι ο αριθμός των Χριστιανών υπερέβαινε το ένα δέκατο, είναι αβάσιμη». Τώρα πια φαίνεται ότι οι επιστήμονες συμφωνούν, ότι οι Χριστιανοί αποτελούσαν μειονότητα την εποχή τού Κωνσταντίνου, πράγμα που -εάν αληθεύει- γκρεμίζει την καθαρά πολιτική θεωρία που έχει διαμορφωθεί γύρω από τη στάση του Κωνσταντίνου έναντι του Χριστιανισμού.

Σ' έναν μεγάλο πολιτικό, -όπως ο Κωνσταντίνος- δεν θα επέτρεπε να βασιστούν τα μεγάλα του πολιτικά σχέδια πάνω στο ένα δέκατο του λαού, που, την εποχή αυτή, δεν έπαιρνε μέρος στις πολιτικές υποθέσεις. Ο συγγραφέας της Ιστορίας της Ρώμης και του Ρωμαϊκού Λαού, Ντυρυύ (Duruy), γράφει, επηρεασμένος κάπως από τον Μπούρκχαρτ και αξιολογώντας τις πράξεις του Κωνσταντίνου, ότι «τη θρησκεία του Κωνσταντίνου, διαμόρφωσε ένας ειλικρινής και αδιάφορος ντεϊσμός». Κατά τον Ντυρυύ, ο Κωνσταντίνος «πολύ γρήγορα αντελήφθη το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, στα βασικά του δόγματα, ανταποκρίνεται στη δική του πίστη σε έναν Θεό».

Εν τούτοις όμως -συνεχίζει ο Ντυρυύ- οι πολιτικοί παράγοντες είχαν μεγαλύτερη σημασία για τον Κωνσταντίνο. «Όπως ο Βοναπάρτης προσπάθησε να συμφιλιώσει την Εκκλησία με την Επανάσταση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέλησε να συμφιλιώσει την παλιά με τη νέα θρησκεία, ευνοώντας συγχρόνως τη δεύτερη. Αντιλήφθηκε την κατεύθυνση, προς την οποία βάδιζε ο κόσμος, και, χωρίς να την επιταχύνει, βοήθησε την κίνηση αυτή. Αποτελεί τιμή για τον Αυτοκράτορα αυτόν το ότι εκδήλωσε τους σκοπούς του, με τον τίτλο που ο ίδιος διάλεξε για τον εαυτό του, στη θριαμβευτική του αψίδα: quietis custos (φρουρός της ειρήνης). Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα βαθύτερα σημεία της σκέψης του Κωνσταντίνου, βρίσκουμε μάλλον μια πολιτική Διοικήσεως, παρά μια θρησκευτική πεποίθηση».

Ο Ντυρυύ -ωστόσο- παρατηρεί αλλού, ότι «ο Κωνσταντίνος, τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος, συχνά είδε μεταξύ γης και ουρανού, πράγματα τα οποία κανείς άλλος δεν είχε δει». Δύο από τα πολλά βιβλία, που παρουσιάσθηκαν το 1913 επ' ευκαιρία τού εορτασμού της δεκάτης έκτης εκατονταετηρίδας τού Εδίκτου των Μεδιολάνων, είναι τα: ''Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και η Χριστιανική Εκκλησία'' (Κaiser Constantin und die Christliche Κirche), του Ε. Σβαρτς (Ε. Schwartz) και ''Μελέτες'' (Gesammelte Studien), του Φ. Ντέλγκερ.

Ο Σβαρτς γράφει ότι ο Κωνσταντίνος «έχοντας τη διαβολική οξυδέρκεια ενός Κυρίαρχου τού Κόσμου, κατάλαβε τη σημασία την οποία θα είχε η συμμαχία με την Εκκλησία για μια Παγκόσμια Μοναρχία, την οποία αυτός σχεδίαζε να δημιουργήσει, και είχε το θάρρος και την ενεργητικότητα να πραγματοποιήσει αυτήν την ένωση, αγνοώντας όλες τις παραδόσεις τού Καισαρισμού». Ο Ε. Κρεμπς (Ε. Κrebs), στο βιβλίο που εξέδωσε ο Ντέλγκερ (Gesammelte studien), γράφει ότι η όλη στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό υπήρξε δευτερεύων παράγοντας για τη νίκη της Εκκλησίας. Κύριος παράγοντας της νίκης αυτής παραμένει αυτή καθ' εαυτή η υπερφυσική δύναμη του Χριστιανισμού.

Οι γνώμες των επιστημόνων -σχετικά μ’ αυτό το θέμα- διαφέρουν πολύ. Ο Π. Μπατιφόλ (Ρ. Batiffol) υποστηρίζει την ειλικρίνεια της μεταστροφής τού Κωνσταντίνου και, τελευταία, ο Ζ. Μωρίς (J. Maurice), ειδικός στη νομισματική της εποχής τού Κωνσταντίνου, προσπάθησε να αποδείξει τον θαυματουργικό παράγοντα στην μεταστροφή του Αυτοκράτορα. Ο Μπουασιέ σημειώνει πως το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος άφησε τον εαυτό του στα χέρια των Χριστιανών, που αποτελούσαν μια μειονότητα χωρίς πολιτική σημασία, αποτελούσε ένα επικίνδυνο εγχείρημα και ότι, επομένως, εφόσον δεν άλλαξε την πίστη του για λόγους πολιτικούς, μετεστράφη στον Χριστιανισμό από πεποίθηση.