Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!



Ο Φ. Λο (F. Lot) τείνει να δεχθεί την ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Ο Ε. Στάιν (Ε. Stein) δέχεται πολιτική αιτία, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο γεγονός της θρησκευτικής πολιτικής του Κωνσταντίνου υπήρξε η εισδοχή της Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα στον κρατικό οργανισμό και υποθέτοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε, κατά κάποιον τρόπο, επηρεασθεί από το παράδειγμα τού Ζωροαστρισμού, επίσημης θρησκείας της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Γκρεγκουάρ γράφει ότι η πολιτική -και ειδικότερα η εξωτερική πολιτική- προηγείται πάντοτε της θρησκείας. Ο Α. Πιγκανιόλ λέει ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε Χριστιανός δίχως να γνωρίζει.


Οπωσδήποτε η «μεταστροφή» του Κωνσταντίνου, που συσχετίζεται με τη νίκη του κατά του Μαξεντίου, το 312, δεν πρέπει να θεωρείται ως πραγματική του μεταστροφή στον Χριστιανισμό, εφόσον έγινε πραγματικός Χριστιανός μόνον τον χρόνο που πέθανε. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε ο Pontifex maxίmus και δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη «Κυριακή», αλλά την έκφραση ''Ημέρα του Ηλίου (dies solis), καθώς και την φράση ''Ανίκητος Ήλιος'' (sol inνictus), με την οποία, την περίοδο αυτή, συνήθως εννοούσαν τον Θεό των Περσών, τον Μίθρα, τού οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί σε όλη την Αυτοκρατορία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.

Μερικές φορές αυτή η λατρεία του ήλιου υπήρξε ένας σοβαρός αντίπαλος του Χριστιανισμού. Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηρικτής της λατρείας του ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφοσίωσή του αυτή στον ήλιο από την οικογένειά του. Πιθανόν ο ''sol invictus'' ήταν ο Απόλλων. Ο Μωρίς παρατηρεί ότι η θρησκεία του ήλιου κατέστησε τον Κωνσταντίνο λαοφιλέστατο στην Αυτοκρατορία. Ορισμένοι ιστορικοί έκαναν πρόσφατα μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Κωνσταντίνο ως έναν απλό συνεχιστή και εκτελεστή μιας πολιτικής άλλων και όχι ως τον υπέρμαχο τού Χριστιανισμού.

Όπως λέει ο Γκρεγκουάρ, ο Λικίνιος, πριν από τον Κωνσταντίνο, καθιέρωσε μια πολιτική ανεκτικότητας απέναντι στον Χριστιανισμό. Ο Γερμανός ιστορικός Σένεμπεκ (Schoenebeck) θεωρεί τον Μαξέντιο υπέρμαχο του Χριστιανισμού -στην περιοχή του- και ως εκείνον που υπέδειξε στον Κωνσταντίνο τον δρόμο που έπρεπε ν' ακολουθήσει. Μελετώντας τη στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό, βλέπουμε ότι η πολιτική του ήταν οπωσδήποτε προορισμένη να επηρεάσει σοβαρά την στάση του προς τον Χριστιανισμό, ο οποίος του ήταν χρήσιμος από πολλές απόψεις.

Κατάλαβε ο Κωνσταντίνος ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θα ήταν η κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της Αυτοκρατορίας και «θέλησε να ενισχύσει την ενότητα της Αυτοκρατορίας μέσω μιας ενότητας της Εκκλησίας. Η μεταστροφή τού Κωνσταντίνου συνήθως συνδυάζεται με την εμφάνιση, κατά τη διάρκεια του αγώνα του κατά του Μαξεντίου, ενός φωτεινού Σταυρού στον ουρανό, γεγονός το οποίο παρουσιάζει το θαύμα ως έναν παράγοντα της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Οι πηγές όμως που αναφέρονται στο γεγονός αυτό προκαλούν πολλές διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών.

Η παλαιότερη περιγραφή ενός θαύματος ανήκει στον Χριστιανό -σύγχρονο του Κωνσταντίνου- Λακτάντιο που, στο βιβλίο του ''Περί του θανάτου των διωκτών'' (De mortibus persecutorum), ομιλεί μόνον για την ειδοποίηση, που πήρε, σε ένα όνειρό του, ο Κωνσταντίνος, να χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα του Θείου σημείου του Χριστού (coeleste signum Dei). Ο Λακτάντιος δεν αναφέρει τίποτε για το όραμα που υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό. Ένας άλλος σύγχρονος τού Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ομιλεί για τη νίκη επί του Μαξεντίου σε δύο απ' τα βιβλία του.

Στο παλαιότερό του έργο Εκκλησιαστική Ιστορία, ο Ευσέβιος παρατηρεί μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας για να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό των Ουρανών και για τον Λόγο Του, τον Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή των πάντων». Τίποτε όμως δεν αναφέρεται για το όνειρο. Ένα άλλο έργο, ''Εις τον Βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου'', που, γραμμένο είκοσι πέντε χρόνια μετά τη νίκη επί του Μαξεντίου, αποδίδεται -κακώς- στον Ευσέβιο, αναφέρει ότι ο ίδιος ο Αυτοκράτορας είπε και επιβεβαίωσε με όρκο τη γνωστή ιστορία, ότι δηλαδή βαδίζοντας κατά του Μαξεντίου είδε πάνω από τον ήλιο που έδυε έναν φωτεινό Σταυρό με τις λέξεις «Τούτω Νίκα». Τόσο αυτός όσο και ο στρατός του τρόμαξαν βλέποντας αυτό το όραμα.

Το άλλο βράδυ ο Χριστός ήλθε -σε όνειρο- στον Κωνσταντίνο και τον διέταξε να κάνει ένα ομοίωμα του Σταυρού και να βαδίσει με αυτόν κατά των εχθρών του. Μόλις ξημέρωσε, ο Αυτοκράτορας είπε το εξαιρετικό του όνειρο στους φίλους του και, κατόπιν, φώναξε τους τεχνίτες, τους περιέγραψε σε γενικές γραμμές το όραμα και τους διέταξε να κατασκευάσουν τη σημαία που είναι γνωστή με το όνομα «λάβαρoν». Το λάβαρο ήταν ένας μεγάλος σταυρός σε σχήμα κονταριού. Από την εγκάρσια ράβδο κρεμόταν ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ύφασμα, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, το οποίο έφερε τις εικόνες του Κωνσταντίνου και των δύο του παιδιών. Στην κορυφή τού Σταυρού, γύρω από το μονόγραμμα τού Χριστού, υπήρχε ένα χρυσό στεφάνι.

Από την εποχή τού Κωνσταντίνου το λάβαρο έγινε σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πληροφορίες σχετικές με την Θεία οπτασία και τα στρατεύματα που -σταλμένα από τον Θεό για να βοηθήσουν τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του- βάδιζαν στον ουρανό, υπάρχουν στα έργα άλλων συγγραφέων. Οι πληροφορίες αυτές όμως είναι τόσο αντιφατικές, ώστε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορικό υλικό. Μερικοί συγγραφείς φθάνουν στο σημείο να λένε ότι το θαύμα έγινε όχι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον τού Μαξεντίου, αλλά πριν φύγει ο Κωνσταντίνος από τη Γαλατία.

Το Έδικτο των Μεδιολάνων

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον Χριστιανισμό, εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό συγχωρούσε τους Χριστιανούς για την αντίστασή τους στις διαταγές του κράτους να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία και αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. «Οι Χριστιανοί, -έγραφε το διάταγμα-, μπορούν και πάλι να υπάρχουν και να συναθροίζονται, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό, και υποχρεούνται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας, το καλό της πολιτείας και το δικό του».

Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη νίκη του επί τού Μαξεντίου και τη συμφωνία του με τον Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε με τον Λικίνιο, στο Μιλάνο, όπου εξέδωσαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, το οποίο -λανθασμένα- ονομάζεται Έδικτο των Μεδιολάνων. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά ένα Λατινικό διάταγμα, που έστειλε ο Λικίνιος στον έπαρχο της Νικομήδειας, έχει διασωθεί από τον Λακτάντιο. Μια Ελληνική μετάφραση του Λατινικού πρωτοτύπου υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα, οι Χριστιανοί και όσοι πίστευαν σε άλλες θρησκείες, είχαν πλήρη ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία ήθελαν.


Όλα τα εναντίον των Χριστιανών μέτρα εθεωρούντο άκυρα. Το 1891 ο Γερμανός λόγιος Ο. Ζέεκ διατύπωσε τη θεωρία ότι ποτέ δεν εκδόθηκε το Έδικτο των Μεδιολάνων. Το μόνο Έδικτο που εκδόθηκε -γράφει- είναι το Έδικτο Ανεξιθρησκίας που εξέδωσε ο Γαλέριος το 311. Το έγγραφο των Μεδιολάνων του 313 δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα έδικτο, αλλά μία επιστολή προς τον διοικητή της Μικράς Ασίας. Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος έδωσαν στον Χριστιανισμό τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες και οι άλλες θρησκείες. Είναι πρόωρο να ομιλεί κανείς για θρίαμβο τού Χριστιανισμού την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Χριστιανισμός μπορούσε να συμβιβασθεί με την ειδωλολατρία.

Το σημαντικότερο γεγονός είναι ότι, όχι μόνον έδωσε στους Χριστιανούς το δικαίωμα να υπάρχουν, αλλά και τους έβαλε κάτω από την προστασία του Κράτους. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν εξαιρετικής σημασίας σταθμό για την ιστορία του πρώιμου Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε όμως το Έδικτο της Νικομηδείας δεν θεμελιώνει την άποψη ορισμένων ιστορικών ότι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός είχε τοποθετηθεί πάνω από όλες τις θρησκείες, ότι οι άλλες θρησκείες ήταν απλώς ανεκτές και ότι το "Έδικτο των Μεδιολάνων" δεν διακήρυσσε μια τακτική ανεκτικότητας, αλλά την υπεροχή τού Χριστιανισμού.

Όταν προκύπτει το ζήτημα της εκλογής μεταξύ της υπεροχής ή των ίσων δικαιωμάτων του Χριστιανισμού, πρέπει ασφαλώς να κλίνουμε προς τα ίσα δικαιώματα. Παρά ταύτα, η σημασία του Εδίκτου της Νικομηδείας είναι μεγάλη. Όπως λέει ένας ιστορικός, «στην πραγματικότητα, χωρίς υπερβολές, η σημασία τού "Εδίκτου των Μεδιολάνων" παραμένει αναντίρρητα μεγάλη, γιατί αποτελεί μια πράξη που έθεσε τέρμα στην (εκτός Νόμου) θέση των Χριστιανών, ενώ συγχρόνως αναγνώρισε πλήρη θρησκευτική ελευθερία, υποβιβάζοντας έτσι την ειδωλολατρία, de jure, από την προηγούμενή της θέση, ως της μόνης επίσημης θρησκείας, στην ίδια θέση, την οποία είχαν και οι άλλες θρησκείες».

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 

Ο Κωνσταντίνος έκανε κάτι παραπάνω από την απλή παραχώρηση δικαιωμάτων στον Χριστιανισμό. Έδωσε στους Χριστιανούς κληρικούς όλα τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες ιερείς. Τους απήλλαξε από τους κρατικούς φόρους, καθώς και από άλλες υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να τους αποσπάσουν από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να κληροδοτήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία, πάλι, αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι, συγχρόνως με τη διακήρυξη της θρησκευτικής ελευθερίας, αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση κάθε Χριστιανικής κοινότητας. Από νομικής πλευράς, ο Χριστιανισμός αποκτούσε μια τελείως νέα θέση.