Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!




ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ - ΕΠΙΣΤΗΜΗ - ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟ

Οι εξελίξεις στη φιλολογία, στην επιστήμη και στην αγωγή, από τον 4ο μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα, είναι στενά συνδεδεμένες με τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ του Χριστιανικού και του ειδωλολατρικού κόσμου, ο οποίος είχε παρουσιάσει έναν τόσο μεγάλο πολιτισμό. Οι αντιπαραθέσεις των Χριστιανών απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα σχετικά με το κατά πόσο μπορεί ένας Χριστιανός να χρησιμοποιεί τα πνευματικά δημιουργήματα των ειδωλολατρών, έμειναν δίχως αποτέλεσμα. Ενώ μερικοί απολογητές έβρισκαν τον Ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο δεν θεωρούσαν ασυμβίβαστο με τον Χριστιανισμό, ωφέλιμο, άλλοι αρνούνταν κάθε χρησιμότητα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, την οποία είχαν αποκηρύξει.

Διαφορετική κατάσταση επικρατούσε στην Αλεξάνδρεια, το αρχαίο αυτό κέντρο των φιλοσοφικών και θρησκευτικών αντιπαραθέσεων, όπου κυριαρχούσε η τάση προσεγγίσεως των δυο αυτών φαινομενικώς ασυμβίβαστων παραγόντων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο φημισμένος συγγραφέας του 2ου αιώνα, γράφει: «Η φιλοσοφία υπηρετεί ως οδηγός, προετοιμάζοντας όσους ο Χριστός κάλεσε να τελειωθούν». Εν τούτοις το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ ειδωλολατρικού πολιτισμού και Χριστιανισμού δεν είχε λυθεί ακόμη κατά τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες. Αλλά, σιγά-σιγά, η ειδωλολατρική κοινωνία μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό, που προόδευσε πολύ κατά τον 4ο αιώνα.

Χάρη, πρώτον, στην προστασία του κράτους και, δεύτερον, στις πολλές «αιρέσεις» - που προκάλεσαν επιστημονικές συζητήσεις και ζωηρές διαμάχες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων και σοβαρών προβλημάτων. Συγχρόνως ο Χριστιανισμός απορροφούσε πολλά στοιχεία του πολιτισμού των ειδωλολατρών και, όπως λέει ο Κρουμπάχερ, «Οι Χριστιανικές αρχές ασυνείδητα περιεβλήθησαν την ειδωλολατρική ενδυμασία». Η Χριστιανική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα εμπλουτίσθηκε με τα έργα μεγάλων συγγραφέων, τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο. Συγχρόνως η ειδωλολατρική παράδοση συνεχίσθηκε και αναπτύχθηκε από τους αντιπροσώπους της ειδωλολατρικής σκέψης.

Στην εκτεταμένη επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μέσα στα προ των Περσικών και Αραβικών κατακτήσεων όριά της, η Χριστιανική Ανατολή του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσίασε αρκετά διαλεκτά φιλολογικά κέντρα, των οποίων οι συγγραφείς ασκούσαν μια μεγάλη επιρροή και έξω ακόμη από τα όρια των πόλεών τους και των επαρχιών τους. Η Καππαδοκία, στη Μικρά Ασία, έδωσε, κατά τον 4ο αιώνα, τους τρεις διακεκριμένους «Καππαδόκες»: Τον Μέγα Βασίλειο, τον φίλο του Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον νεώτερο αδελφό του Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσης. Αξιόλογα πνευματικά κέντρα της Συρίας υπήρξαν η Αντιόχεια και η Βηρυτός, η οποία διακρίθηκε ως κέντρο νομικών σπουδών.

Η περίοδος ακμής της πόλεως αυτής διήρκεσε από το 200 μέχρι το 551 μ.Χ. Η Ιερουσαλήμ, στην Παλαιστίνη, δεν είχε ακόμη συνέλθει από τις καταστροφές που υπέστη επί Τίτου και γι' αυτόν τον λόγο η συμβολή της, από απόψεως πολιτισμού, δεν υπήρξε αξιόλογη κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα. Αλλά η Καισάρεια και, αργότερα, προς τα τέλη του 4ου αιώνα, η πόλη της Νότιας Παλαιστίνης Γάζα, με τη φημισμένη σχολή των ρητόρων και των ποιητών συνεισέφεραν πολλά στους θησαυρούς της σκέψεως και της φιλολογίας της εποχής εκείνης. Πάνω απ' όλα αυτά όμως η πόλη της Αιγύπτου Αλεξάνδρεια παρέμεινε το κέντρο εκείνο που είχε την πιο βαθιά και την πιο πλατιά επιρροή σε όλη την Ασιατική Ανατολή.

Η νέα πόλη της Κωνσταντινουπόλεως που προοριζόταν να έχει ένα λαμπρό μέλλον επί Ιουστινιανού, μόλις άρχιζε να δείχνει τα πρώτα σημεία μιας φιλολογικής δραστηριότητας. Αξιόλογα επίσης για τον πολιτισμό και τη φιλολογία της εποχής αυτής υπήρξαν δύο άλλα δυτικά κέντρα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, η οποία, μαζί με την Εθνική της Σχολή, παραγκωνίσθηκε αργότερα από τον νικηφόρο ανταγωνιστή της, το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως. Μια σύγκριση των πολιτισμικών εξελίξεων στις ανατολικές και στις δυτικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο.

Στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα, με τον αρχαίο της πολιτισμό, η πνευματική δραστηριότητα και δημιουργία ήταν απείρως μικρότερη σε σύγκριση με την πρόοδο που παρατηρούμε στις επαρχίες της Ασίας και της Αφρικής, αν και το μεγαλύτερο μέρος των επαρχιών αυτών, όπως λέει ο Κρουμπάχερ, «ανακαλύφθηκε» και αποικίσθηκε μόνον από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ίδιος μελετητής καταφεύγει «στην προσφιλή μας, σύγχρονη, γλώσσα των αριθμών» και ισχυρίζεται ότι οι Ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου συνέβαλαν μόνον κατά 10% στη γενική πνευματική δημιουργία της περιόδου αυτής. Στην πραγματικότητα η πλειονότητα των συγγραφέων αυτής της εποχής καταγόταν από την Ασία και την Αφρική.

Μετά δε την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως όλοι οι ιστορικοί υπήρξαν Έλληνες. Η φιλολογία των Πατέρων της Εκκλησίας γνώρισε την πιο λαμπρή της περίοδο τον 4ο και στις αρχές του 5ου αιώνα. Οι Καππαδόκες Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έλαβαν αξιοθαύμαστη αγωγή στις καλύτερες ρητορικές σχολές της Αθήνας και της Αλεξανδρείας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την αγωγή του νεώτερου αδελφού του Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης, που υπερείχε σε φιλοσοφικό στοχασμό από τους άλλους δύο. Και οι τρεις Καππαδόκες γνώριζαν την κλασική φιλολογία αντιπροσωπεύοντας τη γνωστή ως «vεο-Αλεξανδρινή» κίνηση.

Η κίνηση αυτή, αν και χρησιμοποιούσε τις κατακτήσεις της φιλοσοφικής σκέψης, επέμενε στην εφαρμογή λογικών αρχών στη μελέτη τού θρησκευτικού δόγματος και αρνιόταν να υιοθετήσει τις ακρότητες της μυστικο-αλληγoρικής κινήσεως της «Αλεξανδρινής» σχολής, δεν απέρριπτε την παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός από τα πλούσια θεολογικά τους έργα, τα οποία υποστηρίζουν την Ορθοδοξία στον αγώνα της εναντίον τού Αρειανισμού, οι τρεις αυτοί συγγραφείς άφησαν και μια μεγάλη συλλογή λόγων και επιστολών. Η συλλογή αυτή αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες πηγές της περιόδου αυτής, αν και δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως από πλευράς ιστορικής.

Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός άφησε επίσης πολλά ποιήματα, τα οποία είναι κυρίως θεολογικά, δογματικά, διδακτικά και κατά κάποιον τρόπο ιστορικά. Το μεγάλο του ποίημα Περί Εαυτού πρέπει, λόγω της μορφής και τού περιεχομένου του, να πάρει μια εξαιρετική θέση στον χώρο των γραμμάτων γενικότερα. Οι τρεις λαμπροί αυτοί συγγραφείς υπήρξαν οι μόνοι αντιπρόσωποι της πόλεώς τους. «Όταν οι τρεις αυτές ευγενικές μεγαλοφυίες έπαψαν να υπάρχουν, η Καππαδοκία επανήλθε στο σκοτάδι από το οποίο την είχαν απομακρύνει». Η Αντιόχεια -πνευματικό κέντρο της Συρίας- δημιούργησε, σε αντίθεση προς τη σχολή της Αλεξανδρείας δική της κίνηση, η οποία υποστήριζε την κατά γράμμα ερμηνεία των Γραφών χωρίς να δέχεται αλληγορικές ερμηνείες.


Η κίνηση αυτή είχε ως αρχηγούς της ανθρώπους εξαιρετικά δραστήριους, όπως τον εκλεκτό μαθητή του Λιβανίου, Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος συνδύαζε την σοβαρή κλασική μόρφωση με την ασυνήθιστη ρητορική ικανότητα. Τα έργα τού Χρυσοστόμου αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους φιλολογικούς θησαυρούς του κόσμου. Οι μετέπειτα γενεές υπέστησαν την επιρροή της γοητείας της μεγαλοφυΐας του και των ηθικών του προσόντων, ενώ οι φιλολογικές κινήσεις των μεταγενέστερων εποχών δανείσθηκαν ιδέες, εικόνες και εκφράσεις από τον Χρυσόστομο χρησιμοποιώντας το έργο του σαν μια ανεξάντλητη πηγή.

Η εκτίμηση που του είχαν υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε να του αποδίδονται έργα αγνώστων συγγραφέων. Τα αυθεντικά του έργα, κηρύγματα, ομιλίες και περισσότερες από διακόσιες επιστολές -που γράφηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της εξορίας του- αποτελούν μια πολύ αξιόλογη πηγή σχετικά με την εσωτερική ζωή της Αυτοκρατορίας. Τη στάση των μεταγενεστέρων απέναντι στο έργο του την εκφράζουν επαρκώς τα λόγια τού Βυζαντινού συγγραφέα τού 14ου αιώνα Νικηφόρου Καλλίστου, ο οποίος γράφει: «Έχω διαβάσει περισσότερα από χίλια κηρύγματά του, τα οποία αναβρύζουν ανείπωτη γλυκύτητα. Τον έχω αγαπήσει από πολύ νέος και ακούω τα λόγια του σαν να ήταν λόγια τού Θεού. Ό,τι γνωρίζω και ό,τι είμαι το οφείλω σε αυτόν».

Η Καισάρεια της Παλαιστίνης μας έδωσε τον «πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας» Ευσέβιο, που έζησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα. (Πέθανε περίπου το 340). Ο Ευσέβιος έχει χαρακτηρισθεί παλαιότερα ως αυθεντία για την εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε στο κατώφλι δύο εξαιρετικά σημαντικών ιστορικών εποχών: Πρώτον, υπήρξε μάρτυς των σκληρών διωγμών του Διοκλητιανού και των διαδόχων του, από τους οποίους υπέφερε, λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων, πολύ και ο ίδιος και, δεύτερον, μετά το Έδικτον τού Γαλερίου, έζησε την περίοδο τού βαθμιαίου θριάμβου τού Χριστιανισμού επί Κωνσταντίνου.