Μουσική αρχαίας Ελλάδος - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Μουσική αρχαίας Ελλάδος

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Μουσική αρχαίας Ελλάδος

Έτσι εδώ προκύπτουν τρία διαφορετικά είδη «ήθους» :

α) «Διασταλτικόν ήθος», αυτό που οδηγεί στο ανδρικό φρόνημα, μεγαλοπρεπές.
β) «Συσταλτικόν», αυτό που οδηγεί σε χαμηλά φρόνημα (θρήνοι, ερωτικά τραγούδια, μοιρολόγια).

γ) «Ησυχαστικόν», αυτό πού καθησυχάζει, γαληνεύει. Σημαντικά για τη δημιουργίαν του ήθους είναι ο ρυθμός. Ο φυσικός χαρακτήρας του οργάνου, η σειρά και το ύψος των τόνων («τρόποι»):

  • Ρυθμός. Όσον πιο αργός είναι, τόσον περισσότερο ηρεμεί και καθησυχάζει, γαληνεύει. Όσο πιο γρήγορος, τόσον περισσότερον κινεί και ερεθίζει. 
  • Φυσικός χαρακτήρ οργάνων. Κάθε όργανο είναι κατασκευασμένο από ορισμένα φυσικά υλικά (ξύλο, δέρμα ζώων, κάλαμον, μέταλλον, έντερα κ.λπ.). Η συναρμολόγηση των φυσικών υλικών δημιουργεί ένα χαρακτήρα του κάθε οργάνου. Για παράδειγμα, ο ήχος ενός εγχόρδου επιδρά διαφορετικά στην ψυχήν απ᾽ ό,τι ο αυλός. Ο Πλάτων, μάλιστα, αποκλείει τον αυλό από την «Πολιτείαν» του, διότι θεωρεί τον ήχον του ερεθιστικόν, κατάλληλον μόνον σε οργιαστικάς λατρείας και δημοσίας παραστάσεις. Δέχεται τη λύρα, την κιθάρα και τη σύριγγα ως ευγενή όργανα και απορρίπτει όλα τα «πολυτονικά» ως μη λιτά. Οι σάλπιγγες θεωρούνται ως κατάλληλες σε αγώνες ή πολέμους. Τα κρουστά για οργιώδη μανία (εορτές Διονύσου κ.λπ.). 
  • Σειρά και ύψος τόνων. 

1. Τρόποι (Αρμονίες): 
α) «Δώριος» (ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ): Αυτός είναι μεγαλοπρεπής, ανδροπρεπής, κατά τον Πλάτωνα και είναι κατάλληλος για γενναίους άνδρες. Είναι ταιριαστός στους θρήνους και τραγωδίες, για μαθήματα στους νέους και σπανίως συνδυάζεται σε ερωτικά τραγούδια.

β) «Φρύγιος» (ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ): Είναι οργιαστικός και ταιριάζει στη λατρεία του Διονύσου και στη χρήση των διθυράμβων.

γ) «Λυδικός» (ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ): Ταιριάζει στα πένθη και τους θρήνους αλλά έχει και μορφωτικό χαρακτήρα.

δ) «Μιξολυδικός» (ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ): Είναι θρηνώδης και παθητικός.

ε) «Αιολικός, υποδώριος» (ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - Φ Α - ΣΟΛ - ΛΑ): Είναι αλαζονικός, ανώτερος, κατάλληλος για άνετη ζωή και υπερήφανος.

στ) «Ιωνικός, υποφρυγικός» (ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - Φ Α - ΣΟΛ): Είναι χαλαρός και μαλθακός, κατάλληλος για τα συμπόσια και ταιριάζει στην τραγωδία.

ζ) «Υπολυδικός» (ΦΑ - ΣΟΛ - ΛΑ - ΣΙ - ΝΤΟ - ΡΕ - ΜΙ - ΦΑ): Είναι φιλήδονος, εριστικός, μεθυστικός, κατάλληλος για τα βακχικα όργια.

2. Γένη (Διατονικόν, Χρωματικόν, Εναρμόνιον) 
 
α) «Διατονικόν»: θεωρούνταν φυσικό και κατάλληλο για τους αρχαρίους: (ΛΑ ΣΟΛ ΦΑ# ΜΙ ή ΛΑ ΣΟΛ# ΦΑ# ΜΙ ή ΛΑ ΣΟΛ Φ Α ΜΙ). 
 
β) «Χρωματικόν»: Χρησιμοποιούνταν συχνά από μουσικούς, κατάλληλο για το παίξιμο και τη διδασκαλία της κιθάρας: (ΛΑ - ΦΑ# - ΦΑ - ΜΙ). 
 
γ) «Εναρμόνιον»: Ήταν πολύ δύσκολο στην πράξιν, ταίριαζε σε επαγγελματίες μουσικούς, και περιείχε τέταρτα τόνου. (ΛΑ - ΦΑ - ΦΑ/ΜΙ - ΜΙ) Κατά τον Αριστόξενο ο χωρισμός του τετραχόρδου γίνεται στις εξής υποδιαιρέσεις: 
 
 
  • Εναρμόνιον - τόνοι: 2, ¼’ ¼
  • Χρώμα μαλακόν - τόνοι: 1 5 /6, 1/3’ 1/3
  • Χρώμα ημιόλιον - τόνοι: 1 3 /4, 3 /8, 3 /8
  • Χρώμα τονιαίον - τόνοι: l ½’ ½
  • Διάτονον μαλακόν - τόνοι: 1 ½’ ½’ ½
  • Διάτονον σύντον- τόνοι: 1, 1, ½∙1 
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ 
Στην Αρχαία Ελλάδα η μουσική μεσουράνησε νωρίτερα από τις άλλες καλές τέχνες, στην αποκαλούμενη Αρχαϊκή εποχή τον 6ο π.Χ αιώνα. Τότε η μουσική έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαίδευση των νέων. Η μουσική παιδεία εξακολούθησε μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή να θεωρείται ότι παρέχει μοναδικά εφόδια απαραίτητα για τη ζωή του ανθρώπου, μολονότι ακολούθησαν εποχές παρακμής της. Ο Πρωταγόρας, στον ομώνυμο Πλατωνικό διάλογο, διατυπώνει με σαφή­νεια την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για την παιδαγωγική σπουδαιότητα και σημασία της διδασκαλίας της μουσικής.
Συγκεκριμένα κατά τον Πρωταγό­ρα «Οι μουσικοδιδάσκαλοι αναγκάζουν τις ψυχές των παιδιών να εξοικειώνο­νται με τους ρυθμούς και τις αρμονίες της μουσικής έτσι ώστε να γίνουν ήρε­μοι άνθρωποι, και αφού ενστερνιστούν τον καλό ρυθμό να γίνουν και χρή­σιμοι λόγω και πράξει, διότι ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου έχει ανάγκη από τον καλό ρυθμό και την αρμονία». Κατά τον Αθηναίο τραγικό ποιητή Φρύνιχο, ο οποίος υπήρξε και άριστος μουσικός, οι σπουδαστές μουσικής ή γραμματικής αποκαλούνταν «φοιτητές», «κυρίως δε λέγονται φοιτηταί ή γραμματικοί οι μουσική μανθάνοντες».
Η μουσική για τους αρχαίους Έλληνες εθεωρείτο ως το ουσιαστικότερο μέρος της καλλιέργειας και της μόρφωσης τους. Ο πραγματικά μορφωμένος άνθρω­πος ήταν «ο μουσικός ανήρ». Ο Θεμιστοκλής παραδεχόταν ότι η μόρφωση του ήταν ελλιπής, διότι δεν είχε μάθει καλά μουσική, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος. Στη διδασκαλία της μουσικής φαίνεται ότι οι μαθητές δεν χρησιμοποιούσαν μουσικά κείμενα και η μάθηση γινόταν εμπειρικά με την ακοή και την απόδοση της μουσικής από μνήμης. Από τον 3ο μ.Χ αιώνα άρχισαν να συντάσσονται εγχειρίδια θεωρίας της μουσικής. Βασικό όργανο για την μουσι­κή εκπαίδευση των νέων, ήταν η λύρα.
Η θεωρία για την αρμονία και την αριθμητική αναλογία ανάγεται στον ίδιο τον Πυθαγόρα. Οπωσδήποτε, την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη η εφαρμογή της αριθμητικής θεωρίας στη μουσική αποτέλεσε ένα από τα Βασι­ κότερα μελετήματα των Πυθαγορείων. Ενδείξεις ότι ο Πυθαγόρας ανακάλυψε τη δυνατότητα να αναπαρασταθούν οι θεμελιώδεις μουσικές σχέσεις στην οκτάβα με απλές αριθμητικές αναλογίες, υπάρχουν πολλές. Ο Αριστόξενος, όμως, συνδέει μια πρακτική επίδειξη αυτής της ιδέας (που έγινε με τη χρήση μπρούτζινων δίσκων) όχι με τον Πυθαγόρα αλλά με έναν πρώιμο Πυθαγόρειο του 5ου αιώνα που λεγόταν Ίππασος.
 
ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ 
Φυσικά έκτος των άνω τρόπων οι αρχαίοι είχαν ακόμη προχωρήσει και χρησιμοποιούσαν και άλλους συνδυασμούς και μίξεις των τρόπων. Τα μουσικά όργανα της Αρχαίας Ελλάδας φαίνεται πως έλκουν την καταγωγή τους από τις φυλές και τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν πριν ή και συγχρόνως με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό (Σουμέριοι, Ασσύριοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι Φοίνικες κ.ά.). Ανάμεσα στους κατοίκους των παραλιακών περιοχών της Μεσογείου, η επικοινωνία ήταν συχνή και εύκολη. Ένα νέο μουσικό όργανο αντιπροσώπευε μια ελκυστικά αξιοπερίεργη πραμάτεια, που με χαρά τη μετέφεραν και την πουλούσαν οι διάφοροι πραματευτάδες.  
Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει η μουσική -και ιδίως τα μουσικά όργανα- να συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές στους γειτονικούς λαούς. Συνηθιζόταν, άλλωστε, στις κατακτήσεις οι μουσικοί των ξένων να προστατεύονται, όπως και η μουσική η οποία θεωρείτο πολύτιμο αγαθό. Τα κυριότερα μουσικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

  • Τα έγχορδα ή νυκτά 
  • Τα πνευστά  
  • Τα κρουστά
Τα όργανα αυτά συνδέθηκαν με εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής αλλά κυρίως με θρησκευτικές τελετές. Φυσικά πολλά από τα όργανα αυτά είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μουσικοθεραπεία. Συγκεκριμένα:
 
Έγχορδα ή Νυκτά
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα όργανα που έχουν χορδές, οι οποίες πάλλονταν είτε με τα δάκτυλα είτε με κάποιο πλήκτρο.
 
α) Η λύρα ήταν εύρημα και κατασκευή του Ερμή ο οποίος, κατά τη μυθολογία, αφού έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, του έδωσε τη λύρα για να τον εξευμενίσει και ο Απόλλωνας έκτοτε δεν την αποχωρίστηκε. Η λύρα ή χέλυς ήταν το κατ’ εξοχήν εθνικό μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας και ήταν ένα ευρύτερα γνωστό έγχορδο όργανο. Ήταν στενά συνδεδεμένο με τη λατρεία του Απόλλωνα, καθώς θεωρείτο επίσης το αγαπημένο του μουσικό όργανο. Σύμφωνα με τον Όμηρο την κατασκεύασε ο Θεός Ερμής παίρνοντας ένα όστρακο χελώνας ως βάση. Σ’ αυτό επάνω στερέωσε δύο κέρατα βοδιού, τα οποία έδεσε από την άλλη πλευρά με ένα ξύλινο ζυγό και πάνω σ’ αυτόν έβαλε τέσσερις χορδές.  
Παρά τη μυθολογικά απλοϊκή κατασκευή της, η λύρα ήταν ένα όργανο άριστα μελετημένο. Οι κατασκευαστές αυτού του οργάνου είχαν ήδη ανακαλύψει ένα ορισμένο αριθμό από τεχνικές λεπτομέρειες, που έδιναν λύσεις στα βασικά προβλήματα της οργανοποιίας, όπως το πρόβλημα του ηχείου, το υλικό των χορδών και τον τρόπο στερεώματός τους στον κορμό του οργάνου. Η λύρα αποτελείται από ένα ηχείο που έχει μορφή όστρεου χελώνας, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένο δέρμα βοδιού το οποίο παλλόταν και λειτουργούσε ως αντηχείο. Σε κάθε πλευρά στερεώνονται δύο ελαφροί καμπύλοι βραχίονες που ονομάζονται πήχεις και ενώνονται στο πάνω μέρος τους με ένα κυλινδρικό τόξο, τον ζυγό.  
Οι χορδές ήταν φτιαγμένες από έντερα, είχαν όλες το ίδιο μήκος αλλά διαφορετικό πάχος και έτσι η κάθε μια έδινε άλλον ήχο. Οι χορδές παίζονταν με το δεξί χέρι, άλλοτε με τα δάκτυλα και άλλοτε με πλήκτρο. Το αριστερό χέρι το χρησιμοποιούσαν για να σταματούν τη δόνηση των χορδών. Η λύρα χρησιμοποιείτο κυρίως από ερασιτέχνες και ήταν το κύριο όργανο για τη μουσική εκπαίδευση των νέων. Γενικά δεν ήταν ιδιαίτερα ηχηρό όργανο και γι’ αυτό την χρησιμοποιούσαν σε κοινωνικές εκδηλώσεις που γίνονταν σε κλειστούς χώρους. Ο μουσικός κρατούσε τη λύρα συνήθως λοξά, ελαφρά γερμένη προς τα εμπρός και τη συγκρατούσε με ένα δερμάτινο ιμάντα, τον τελαμώνα. 
Η λύρα δεν χρησιμοποιούνταν σε εκδηλώσεις σε ανοιχτούς χώρους, ενώ ήταν το κατεξοχήν όργανο για την εκπαίδευση των νέων. Χαρακτηριστικά πριν της τέλεσης των Ολυμπιακών αγώνων στην Ολυμπία οι αθλητές παρέμεναν υποχρεωτικά στο χώρο των Αγώνων, με σκοπό τη μύησή τους στις αλήθειες τις οποίες υπηρετεί ο ανώτερος άνθρωπος. Η προετοιμασία και οι προπονήσεις συνοδεύονταν πάντοτε από μουσική λύρας ή αυλού. Στη μάχη σπάνια χρησιμοποιούνταν, η χρήση της γινόταν για την εμψύχωση και τη σύνταξη των στρατιωτών. Χρησιμοποιούνταν επίσης σε γαμήλιες τελετές, ενώ παιζόταν κυρίως από γυναίκες με χαρακτηριστικές φιγούρες στην απεικόνιση παιξίματος λύρας τις Μούσες.