ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ



Στο Μυστρά μπήκε στην υπηρεσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και παρακολούθησε από κοντά τις προσπάθειες του τελευταίου Αυτοκράτορα για εθνική αναγέννηση και απελευθέρωση πολλών Ελληνικών περιοχών. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για το μετέπειτα βίο του γιατί δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μορέως έφυγε από την Πελοπόννησο και κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν, ότι κατέφυγε στην Ιταλία. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι παρέμεινε στην περιοχή του Αιγαίου, από όπου μπορούσε να παρακολουθεί καλύτερα τις εξελίξεις των επόμενων ετών. Η χρονογραφία του είναι εκτενής και φέρει τον τίτλο «Αποδείξεις Ιστοριών».

Το έργο του διαιρείται σε δέκα βιβλία και καταγράφει τα γεγονότα των ετών 1298 - 1463 αν και προηγείται μία σύντομη επισκόπηση των παγκόσμιων γεγονότων από κτίσεως κόσμου μέχρι και το 1298. Κατά την άλωση δεν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και επομένως την περιγράφει σύμφωνα με όσα είχε πληροφορηθεί ο ίδιος από άλλους και λαμβάνοντας υπόψη τη διήγηση του Δούκα. Χαρακτηριστικό του συγγραφικού του έργου είναι, ότι παρουσιάζει εν συντομία την ιστορία του Βυζαντίου, ενώ ασχολείται περισσότερο με την ραγδαία αύξηση της δύναμης των Οθωμανών, τις κατακτήσεις τους στη Μικρά Ασία, το πέρασμα τους στο Αιγαίο και τη Βαλκανική.

Την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τελικά την διάλυση και κατάκτηση των υπόλοιπων τμημάτων της Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της πρωτεύουσας το 1453. Κέντρο λοιπόν της διήγησης του αποτελεί το Τουρκικό κράτος θέλοντας μέσα από αυτό να καταδείξει την προαιώνια ρήξη δύο διαφορετικών κοσμοθεωριών: του βαρβαρισμού και του δεσποτισμού από τη μία μεριά και του πολιτισμένου κόσμου από την άλλη, στα πλαίσια της παγκόσμιας ιστορίας. Παρουσιάζονται επίσης συχνά οι αντιθέσεις Έλληνες - βάρβαροι και λέγοντας Έλληνες εννοεί τους Βυζαντινούς.

Αλλά και Ισλαμισμός - Χριστιανισμός, για να δείξει την αντίσταση που κατέβαλε ο Χριστιανικός κόσμος απέναντι στην νέα αυτή δύναμη που εμφανίστηκε στο προσκήνιο, χωρίς όμως να υπεισέρχεται σε θρησκευτικά ζητήματα καθώς, όπως φαίνεται, αυτά τον αφήνουν αδιάφορο. Εκείνο πού αξίζει επίσης να σημειώσει κανείς στο έργο του Χαλκοκονδύλη είναι η ιδέα της Ελληνικότητας, η οποία κυριαρχεί και η πεποίθηση του, ότι δεν έχει σβήσει η φλόγα του Ελληνισμού, αλλά το έθνος θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του μέσω της Ελληνικής γλώσσας και της Ελληνικής παιδείας.

Η χρονογραφία του όμως, έχει ένα βασικό μειονέκτημα, ότι οι ποικίλες γεωγραφικές περιγραφές και οι αναδρομικές αναφορές που παρατίθενται σε συνδυασμό με την έλλειψη χρονολογικών δεδομένων διασπούν τη συνοχή του έργου, κουράζουν και προκαλούν σύγχυση, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαραίτητη στον μελετητή η αντιπαραβολή και των άλλων πηγών για μία πιο αντικειμενική προσέγγιση της αλήθειας, χωρίς ωστόσο αυτό να μειώνει την γενικότερη αξία του έργου του ως ιστορικής πηγής ιδιαίτερα όσον αφορά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.

Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος (±1410 - β΄μισό του 15ου αιώνα)

Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος, όπως ο ίδιος δηλώνει στο έργο του, είναι ο τελευταίος από τους τέσσερις ιστορικούς της άλωσης. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γεννήθηκε, αν και οι μελετητές υποστηρίζουν ότι πιθανότατα γεννήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, γύρω στο 1410. Το οικογενειακό του όνομα ήταν πιθανότατα Κριτόπουλος και ο συγγραφέας το μετέτρεψε στο πιο αρχαιοπρεπές Κριτόβουλος, όπως είχε κάνει με το βαπτιστικό του όνομα και ο Χαλκοκονδύλης. Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για την οικογενειακή του κατάσταση ή τη μόρφωση του, μπορούμε να υποθέσουμε όμως από τη σύνθεση της ιστορίας του, ότι ήταν γνώστης της κλασικής παιδείας και άνθρωπος του πνεύματος και των γραμμάτων.

Παρέμεινε για πολλά χρόνια στην πατρίδα του, την Ίμβρο και δεν έζησε από κοντά τα γεγονότα της άλωσης, για αυτό και χρησιμοποίησε για τη συγγραφή του έργου του, όσα γνώριζε ο ίδιος αλλά και όσα άκουσε από αξιόπιστους μάρτυρες. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης διαισθανόμενος ότι και η πατρίδα του θα είχε την ίδια τύχη με αυτή της πρωτεύουσας, προέτρεψε τους συμπατριώτες του να στείλουν αντιπροσωπεία στο Μωάμεθ και να του παραδώσουν το νησί για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, τους διωγμούς και τον αφανισμό. Το 1456 διορίστηκε από την Τουρκική κυβέρνηση διοικητής του νησιού και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι και το 1466, οπότε και η Ίμβρος κατελήφθη από τους Βενετούς.