Ρώμη - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρώμη

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Ρώμη

 Ο όρος Αρχαία Ρώμη αναφέρεται σε έναν πολιτισμό που ξεκίνησε από την ιταλική χερσόνησο κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. Ανήκοντας γεωγραφικά στο χώρο της Μεσογείου Θάλασσας και με επίκεντρο την πόλη της Ρώμης εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του αρχαίου κόσμου με πληθυσμό περίπου 50-900000 κατοίκους (περίπου το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού) και καλύπτοντας έκταση 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα κατά τη διάρκεια του 1ου και του 2ου αιώνα μ.Χ.

Στους περίπου 12 αιώνες ύπαρξής του, ο Ρωμαϊκός πολιτισμός μετατοπίστηκε από τη μοναρχία στην κλασικήδημοκρατία και, στη συνέχεια, σε μία ολοένα και πιο αυταρχική αυτοκρατορία. Κατέληξε να κυριαρχήσει στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης και της Μεσογείου διαμέσου της κατάκτησης και της αφομοίωσης.

Η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επήλθε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Μαστιζόμενο από πολιτική αστάθεια και αφού δέχτηκε πολυάριθμες επιθέσεις κατά την διάρκεια της Μεγάλης Μετανάστευσης των Λαών, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλατίας και της Ιταλίας, διαιρέθηκε σε ανεξάρτητα βασίλεια κατά τον 5ο αιώνα. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, του οποίου η κυβέρνηση είχε ως έδρα τηνΚωνσταντινούπολη, επιβίωσε της κρίσης και συνέχισε να υφίσταται για μια ακόμη χιλιετηρίδα, μέχρι που τα υπολείμματά του κατακτήθηκαν από την ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μεσαιωνικό αυτό κράτος της Ανατολής συνήθως αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».

Ο ρωμαϊκός πολιτισμός συχνά κατατάσσεται στην «Κλασική Αρχαιότητα» μαζί με την Αρχαία Ελλάδα, πολιτισμό που επηρέασε καθοριστικά αυτόν της Αρχαίας Ρώμης. Ο ρωμαϊκός πολιτισμός είχε σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της νομοθεσίας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολεμικής τέχνης, της αρχιτεκτονικής, τηςτεχνολογίας και της γλώσσας στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η ιστορία του εξακολουθεί να επηρεάζει τον παγκόσμιο πολιτισμό.

 

Η Ρωμαϊκή Ιστορία

Ίδρυση του Ρωμαϊκού Βασιλείου

 Ρωμαϊκό Βασίλειο

Σύμφωνα με το θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από τον Ρωμύλο και τον Ρέμο (ή Ρώμο), δίδυμα αδέρφια, απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία, που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.

Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.

Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, των οποίων ισχυρίστηκε ότι πατέρας ήταν ο θεός Μαρς. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.

Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη. Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.

Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες ο οικισμός της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή τον 8ο αιώνα π.Χ., αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από τον 10ο αιώνα π.Χ., φιλοξενώντας λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατινού Λόφου.

Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, στην Ετρουρία, από ότι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνώντων.

Η ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά(Forum Romanum), ως έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο Νουμάς Πομπίλιος υπήρξε ο δεύτερος βασιλιάς της Ρώμης, διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρέτζια και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων.

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία

  Ρωμαϊκή Δημοκρατία

Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, ο Ετρούσκος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, ανατράπηκε και στη θέση του εγκαθιδρύθηκε σύστημα βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. Η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα και σαφή διαχωρισμό των εξουσιών.

Οι σημαντικότεροι από τους αξιωματούχους της πόλης ήταν οι δύο ύπατοι (consules), που ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, η οποία συχνά περιγράφεται με τον όρο «imperium». Οι ύπατοι έπρεπε να συνεργαστούν με τη Σύγκλητο, την οποία συγκροτούσαν οι ευγενείς, γνωστοί ως «πατρίκιοι». Αρχικά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος και σημαντική πολιτική δύναμη. Άλλα αξιώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας περιλαμβάνουν τουςπραίτορες (praetor), τους αγορανόμους (aedile), τους δημάρχους (tribunus) και τους κοιαίστορες (quaestor, ταμίας). Τα αξιώματα αυτά αρχικά παρέχονταν κατά αποκλειστικότητα από τους πατρικίους, αλλά αργότερα έγιναν προσιτά και στους ανθρώπους του λαού, οι οποίοι ήταν γνωστοί με το όνομα «πληβείοι». Εκλογικά σώματα ήταν η Λοχίτιδα Εκκλησία (comitia centuriata), η οποία αποφάσιζε για θέματα πολέμου και ειρήνης και επίσης φρόντιζε για την εκλογή των αξιωματούχων, και ηΦυλέτις Εκκλησία (comitia tributa), η οποία εξέλεγε κατώτερους αξιωματούχους.

Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν τους υπόλοιπους πληθυσμούς της ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους. Η τελευταία απειλή για τη ρωμαϊκή κυριαρχία εμφανίστηκε όταν ο Τάραντας, ισχυρή ελληνική αποικία, ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου, κατά της Ρώμης αλλά οι προσπάθειές του τελικά απέτυχαν. Οι Ρωμαίοι διασφάλισαν την κυριαρχία τους ιδρύοντας αποικίες σε στρατηγικά σημεία, κερδίζοντας σταθερό έλεγχο στα εδάφη αυτά. Κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα στον πρώτο από τους τρεις συνολικά Καρχηδονιακούς Πολέμους. Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις των Ρωμαίων, της Σικελίας και της Ισπανίας, και την άνοδο της Ρώμης ως υπολογίσιμης δύναμης. Αφού πέτυχαν καθοριστικές νίκες κατά των Μακεδόνων και των Σελευκιδών το 2ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι έγιναν ο ισχυρότερος λαός στο χώρο της Μεσογείου.

Η νέα αυτή δύναμη όμως, έφερε εσωτερικές διενέξεις. Οι συγκλητικοί απέκτησαν μεγάλο πλούτο χάρις στις κατακτηθείσες περιοχές, αλλά οι στρατιώτες που ήταν στην πλειοψηφία τους μικρογαιοκτήμονες, βρίσκονταν για όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μακρυά από την πατρίδα και δεν μπορούσαν να φροντίσουν τη γη τους. Η αυξημένη εξάρτηση από τους ξένους σκλάβους και η μεγάλη έκταση που είχαν λάβει τα λατιφούντια (αγροτικά κτήματα) μείωσαν τις δυνατότητες εύρεσης αμειβόμενης εργασίας. Τα έσοδα από τα πολεμικά λάφυρα, την εξάπλωση του εμπορίου και τη συλλογή φόρων δημιούργησαν νέες οικονομικές ευκαιρίες για τους εύπορους, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική τάξη εμπόρων, που καλούνταν «ιππείς». Ο Κλαυδιανός Νόμος (Lex Claudia) απαγόρευε στα μέλη της Συγκλήτου να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά κι από την άλλη, αν και θεωρητικά οι ιππείς μπορούσαν να ενταχθούν στη Σύγκλητο, η δύναμή τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.

Αενάως η Σύγκλητος προέβαλλε ενστάσεις, παρεμποδίζοντας ξανά και ξανά την ψήφιση αγροτικών μεταρρυθμίσεων, αρνούμενη παράλληλα να παραχωρήσει στην τάξη των ιππέων περισσότερα πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα, άγριες συμμορίες που απαρτίζονταν από άνεργους ταραχοποιούς, τις οποίες έλεγχαν αντιμαχόμενοι συγκλητικοί, εκφόβιζαν το εκλογικό σώμα με την άσκηση βίας. Η κατάσταση κλιμακώθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όταν ήρθαν στο προσκήνιο οι αδερφοί Γράκχοι, που κατέχοντας το αξίωμα του δημάρχου (tribunus plebis) προσπάθησαν να προχωρήσουν σε αναδασμό της γης των προνομιούχων, παραδίδοντάς την στα χέρια των πληβείων. Και τα δύο αδέρφια βρήκαν το θάνατο, αλλά η Σύγκλητος πέρασε κάποια σχετικά ψηφίσματα σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει το λαό που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Η άρνηση παροχής των δικαιωμάτων του Ρωμαίου Πολίτη στους κατοίκους των συμμαχικών ιταλικών πόλεων οδήγησε στον Συμμαχικό Πόλεμο του 91 –88 π.Χ. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου είχαν ως αποτέλεσμα να δείχνουν τα στρατεύματα μεγαλύτερη αφοσίωση στο διοικητή τους παρά στην ίδια την πόλη. Έτσι ένας ισχυρός στρατηγός μπορούσε να κρατά την πόλη και τη Σύγκλητο σε κατάσταση ομηρείας. Η κατάσταση αυτή επέφερε τον πόλεμο ανάμεσα στο Μάριο και τον προστατευόμενό του, Σύλλα, και είχε σαν επακόλουθο την εγκαθίδρυση δικτατορίας από τοn Σύλλα κατά την περίοδο 81 – 79 π.Χ.

Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τρεις άνδρες, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, σχημάτισαν μια συμμαχία, γνωστή ως Πρώτη Τριανδρία, για να ελέγξουν τη Δημοκρατία. Αφού ο Καίσαρ κατέκτησε τη Γαλατία, η διαφωνία του με τη Σύγκλητο οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, με τον Πομπήιο να ηγείται των στρατευμάτων για λογαριασμό της Συγκλήτου. Νικητής αναδείχτηκε ο Καίσαρ, που αργότερα ονομάστηκε Δικτάτωρ δια Βίου. Ωστόσο, οι πολιτικοί του αντίπαλοι των δολοφόνησαν τον Μάρτιο του 44 π.Χ. ώστε να σταματήσουν την ιλιγγιώδη ανοδική του πορεία. Η επόμενη ημέρα όμως, έφερε στην εξουσία μια νέα Δεύτερη Τριανδρία, που την αποτελούσαν ο Οκταβιανός, κληρονόμος του Καίσαρα, και οι πρώην σύμμαχοί του, Μάρκος Αντώνιοςκαι Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Η εύθραυστη αυτή συμμαχία κατέληξε σε ανηλεή διαμάχη για την εξουσία. Αρχικά ο Λέπιδος εξορίστηκε από την πολιτική ζωή, και κατόπιν ο Οκταβιανός, με τις πολύτιμες υπηρεσίες του στρατηγού του Μάρκου Αγρίππα, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη κατά του Μάρκου Αντωνίου και της συντρόφου του, Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' της Αιγύπτου στην περιβόητη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Οκταβιανός έμεινε ο μόνος αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

  Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Έχοντας νικήσει τους εχθρούς του, ο Οκταβιανός έλαβε το όνομα «Αύγουστος» και συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες του κράτους, συντηρώντας μια ψευδή εικόνα τήρησης των δημοκρατικών παραδόσεων. Ο διάδοχος που ο ίδιος όρισε, ο Τιβέριος, ανέλαβε τα ηνία χωρίς να συναντήσει αντίσταση, εδραιώνοντας την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία, η οποία διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι τον θάνατο του Νέρωνα το 68. Η επέκταση του κράτους, που πλέον είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε και η νέα μορφή διακυβέρνησης παρέμεινε χωρίς κλυδωνισμούς, παρά το γεγονός πως ανήλθε στην εξουσία σειρά από ηγεμόνες τους οποίους πολλοί ιστορικοί χαρακτηρίζουν ανίκανους και διεφθαρμένους. Για παράδειγμα ο Καλιγούλας θεωρείται από πολλούς παράφρων, ενώ ο Νέρων κατηγορήθηκε πως φρόντιζε πολύ περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση παρά για τα ζητήματα του κράτους. Κατόπιν ακολούθησε η περίοδος διακυβέρνησης τηςδυναστείας των Φλαβίων. Κατά την περίοδο που ανήλθαν στο θρόνο οι Αντωνίνοι, οι "Φιλόσοφοι Βασιλείς", (96-180) η αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής, οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής. Το κράτος ήταν ασφαλές τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς, στα πλαίσια ευδαιμονίας που της εξασφάλισε η «Pax Romana», η περίφημη«Ρωμαϊκή Ειρήνη». Αφού ο Τραϊανός ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Δακίας, η Αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής της επέκτασης: τα εδάφη της Αυτοκρατορίας κάλυπταν 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (2,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια).

Κατά την περίοδο 193-235 κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, η οποία έδωσε σειρά από ανάξιους ηγεμόνες. Το γεγονός αυτό, από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του στρατού σε θέματα διαδοχής, οδήγησε σε περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εισβολών, που είναι γνωστή ως «Κρίση του Τρίτου Αιώνα». Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός αυτοκράτορας, ο Διοκλητιανός, ο οποίος το 293 αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε τετραρχία, την οποία αποτελούσαν δύο αυτοκράτορες με τον τίτλο του αυγούστου και δύο με τον τίτλο του καίσαρα. Αργότερα, οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα. Στις 11 Μαΐου 330, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σεΚωνσταντινούπολη. Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία») και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το395.

Η Δυτική Αυτοκρατορία μαστιζόταν συνεχώς από βαρβαρικές εισβολές και με το πέρασμα των αιώνων υπέπεσε σε παρακμή. Τον 4ο αιώνα η μετανάστευση τωνΟύνων προς τα δυτικά ανάγκασε τους Βησιγότθους να αναζητήσουν καταφύγιο μέσα στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Το 410 οι Βησιγότθοι, ηγεμόνας των οποίων ήταν ο Αλάριχος Α', λεηλάτησαν την ίδια την πόλη της Ρώμης. Οι Βάνδαλοι κατέλαβαν τις επαρχίες της Γαλατίας, Ισπανίας και τη Βόρεια Αφρική, ενώ το 455λεηλάτησαν τη Ρώμη. Στις 4 Σεπτεμβρίου 476, ο Γερμανός φύλαρχος Οδόακρος εξανάγκασε τον τελευταίο Αυτοκράτορα της Δύσης, το Ρωμύλο Αυγουστύλο, να εγκαταλείψει το θρόνο του. Έχοντας επιβιώσει για περίπου 1200 χρόνια, η κυριαρχία των Ρωμαίων στη Δύση έλαβε τέλος.

Η Ανατολική Αυτοκρατορία, αντιμετώπισε με τη σειρά της παρόμοιες δυσκολίες, αλλά δεν υπέκυψε τόσο σύντομα. ΟΙουστινιανός κατάφερε να ξανακατακτήσει τη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία, αλλά οι κτήσεις των Βυζαντινών στη Δύση περιορίστηκαν στη Βόρεια Ιταλία και στη Σικελία μόλις λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού. Στην Ανατολή, ιδίως μετά την εξάπλωση μιας επιδημίας πανώλης, οι Βυζαντινοί ήρθαν σε δύσκολη θέση εξαιτίας της ανόδου του Ισλάμ, του οποίου οι πιστοί, αφού κατέκτησαν εδάφη της Συρίας και της Αιγύπτου, απείλησαν άμεσα την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, κατάφεραν να περιορίσουν την επέκταση των Μωαμεθανών τον 8ο αιώνα, και μάλιστα τον 9ο αιώναδιεκδίκησαν με αξιώσεις παλαιότερες κτήσεις τους. Το 1000 μ.Χ. η Ανατολική Αυτοκρατορία βρέθηκε στη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Βασίλειος Β' κατάκτησε ξανά τη Βουλγαρία και την Αρμενία, ενώ ανθούσαν οι τέχνες και το εμπόριο.Εντούτοις, η επέκταση αυτή έλαβε απότομο τέλος μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ, το 1071. Με τον τρόπο αυτό η αυτοκρατορία οδηγήθηκε γρήγορα σε παρακμή. Συνεχόμενοι αιώνες εσωτερικών ταραχών και τουρκικών εισβολών, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό να απευθυνθεί στη Δύση για βοήθεια το 1095. Οι Δυτικοί απάντησαν στο κάλεσμα στα πλαίσια των Σταυροφοριών, λεηλατώντας τελικά την Κωνσταντινούπολη το 1204, κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας. Την κατάληψη της Πόλης ακολούθησε η διαίρεση των περιορισμένων εδαφών της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας σε μικρότερα κράτη. Όταν η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τις βυζαντινές δυνάμεις, η αυτοκρατορία δεν ήταν παρά ένα ελληνικό κράτος στα παράλια του Αιγαίου. Η Ανατολική Αυτοκρατορία έπεσε οριστικά όταν ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής κατέλαβε την Πόλη στις 29 Μαΐου 1453.