Ρώμη - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρώμη

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Ρώμη

Η Ρωμαϊκή Κοινωνία

Η αυτοκρατορική Ρώμη ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της εποχής της, με πληθυσμό που προσέγγιζε το ένα εκατομμύριο (περίπου το μέγεθος του Λονδίνου στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου). Οι ειδικοί ορίζουν το ανώτατο όριο της προσέγγισης αυτής στα 14 εκατομμύρια και το κατώτερο στους 45000 ανθρώπους . Οι δημόσιοι χώροι της πόλης αντηχούσαν τόσο πολύ εξαιτίας των διερχόμενων αρμάτων με τις σιδερένιες ρόδες, που ο Ιούλιος Καίσαρ κάποτε πρότεινε να απαγορευτεί η κυκλοφορία των τροχοφόρων κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι ιστορικοί υπολογίζουν πως περίπου το 20% των πληθυσμών που ζούσαν κάτω από την ρωμαϊκή ηγεμονία κατοικούσε σε αμέτρητα αστικά κέντρα, με πληθυσμό άνω των 1000 ατόμων. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό αστικοποίησης από τη στιγμή που πρόκειται για την προ-βιομηχανική περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά τα κέντρα είχαν δική τους αγορά και ναούς, καθώς και τους ίδιους τύπους κτιρίων, σε μικρότερη κλίμακα, που συναντούσε κανείς στη Ρώμη.

Ταξικός διαχωρισμός

Η ρωμαϊκή κοινωνία χαρακτηριζόταν από ιεραρχική οργάνωση, με τους σκλάβους (servi) στη βάση, τους απελεύθερους (liberti) λίγο παραπάνω και τους γεννημένους ελεύθερους πολίτες (cives) στην κορυφή. Οι ελεύθεροι πολίτες ταξινομούνταν με τη σειρά τους σε περαιτέρω κοινωνικές τάξεις. Η ευρύτερη και αρχαιότερη διαίρεση ήταν ανάμεσα στους πατρικίους, οι οποίοι ήταν απόγονοι κάποιου από τους 100 Πατριάρχες που ίδρυσαν την πόλη, και στους πληβείους, οι οποίοι δεν ήταν. Αυτό το κριτήριο έγινε λιγότερο σημαντικό προς το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, καθώς ορισμένες οικογένειες πληβείων απέκτησαν πλούτη και ασχολήθηκαν με την πολιτική, ενώ κάποιες οικογένειες πατρικίων γνώρισαν δύσκολες μέρες. Οποιοσδήποτε, πατρίκιος ή πληβείος, που διέθετε κάποιον ύπατο για πρόγονο ανήκε στους ευγενείς (nobilis). Ο άνδρας που πρώτος από την οικογένειά του ανερχόταν στη θέση του ύπατου, όπως ο Μάριος και ο Κικέρων, χαρακτηριζόταν «novus homo», δηλαδή «καινούριος άνθρωπος» και οι απόγονοί του ανήκαν πλέον στην τάξη των ευγενών. Η καταγωγή από παλαιά οικογένεια πατρικίων, ωστόσο, ακόμη και τότε ήταν σημάδι ιδιαίτερου κύρους, και πολλά θρησκευτικά αξιώματα ήταν προσβάσιμα μοναχά στους πατρικίους.

Ένας ταξικός διαχωρισμός βασισμένος στη στρατιωτική θητεία απέκτησε με τον καιρό μεγαλύτερη σημασία. Ο καθορισμός των μελών των τάξεων αυτών γινόταν περιοδικά από τους Τιμητές (censors), σύμφωνα με την προσωπική περιουσία. Η πλουσιότερη τάξη ήταν αυτή των Συγκλητικών, η οποία κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή και διοικούσε το στρατό. Ακολουθούσαν οι ιππείς (equites), τάξη την οποία συγκροτούσαν αρχικά αυτοί που μπορούσαν να συντηρήσουν ένα πολεμικό άλογο, και οι οποίοι σχημάτισαν τελικά μια ισχυρή τάξη εμπόρων. Διάφοροι άλλοι διαχωρισμοί, ανάλογα με το είδος του στρατιωτικού εξοπλισμού που μπορούσε καθένας να αγοράσει, ακολουθούσαν. Στη βάση βρίσκονταν οι προλετάριοι (proletarii), δηλαδή οι πολίτες χωρίς καμία περιουσία. Πριν τις μεταρρυθμίσεις του Μάριου, δεν μπορούσαν καν να καταταγούν στο στρατό, και περιγράφονταν συχνά ως ελάχιστα ανώτεροι των σκλάβων στην κοινωνική κλίμακα.

Από την κοινωνική τάξη εξαρτάτο και το δικαίωμα ψήφου του καθενός. Οι πολίτες χωρίζονταν σε εκλογικές «φυλές», με αυτές των πλουσίων να αριθμούν λιγότερα μέλη από αυτές των φτωχών, και τους προλεταρίους να συγκροτούν μια φυλή μόνοι τους. Η κατάθεση της ψήφου γινόταν ανά φυλή και σταματούσε μόλις σχηματιζόταν κάποια πλειοψηφία, έτσι ώστε οι φτωχότερες τάξεις συχνά δεν κατάφερναν καν να ρίξουν την ψήφο τους.

Οι κάτοικοι συμμαχικών ξένων πόλεων συχνά αποκτούσαν το Λατινικό Δικαίωμα (Latinitas), κατάσταση κάπου ανάμεσα σε αυτή των ρωμαίων πολιτών και σε αυτή των ξένων (peregrini). Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάποια δικαιώματα βάσει του ρωμαϊκού δικαίου, ενώ οι ηγέτες τους μπορούσαν να αποκτήσουν και το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη. Παρόλο που υπήρχαν πολλά «επίπεδα» του Λατινικού Δικαιώματος, η κύρια διαίρεση ήταν ανάμεσα σε αυτούς «cum suffragio» (με δικαίωμα ψήφου, μέλη μιας φυλής στις ψηφοφορίες, που μπορούσαν να συμμετάσχουν στη Φυλέτιδα Εκκλησία) και σε αυτούς «sine suffragio» (χωρίς δικαίωμα ψήφου, που δεν είχαν εκλογικά δικαιώματα). Μερικές ιταλικές πόλεις που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων απέκτησαν για τους κατοίκους τους το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη μετά τον Κοινωνικό Πόλεμο του (91-88 π.Χ.), ενώ το ίδιο δικαίωμα απέκτησαν όλοι οι γεννημένοι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας τουΚαρακάλλα το 212. Οι γυναίκες μοιράζονταν κάποια βασικά δικαιώματα της τάξης που άνηκαν οι άντρες τις οικογενείας τους, αλλά δεν θεωρούνταν πλήρως πολίτες κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή συμμετοχής στα κοινά.

Οικογένεια

Οι βασικές δομικές μονάδες της ρωμαϊκής κοινωνίας ήταν το σπιτικό και η οικογένεια. Το σπιτικό αποτελούσαν ο πατέρας, που θεωρούταν η κεφαλή του σπιτιού (pater familias), η σύζυγός του, τα παιδιά τους και πιθανόν άλλοι συγγενείς. Στις πλούσιες οικογένειες μέλη του σπιτικού θεωρούνταν επίσης οι σκλάβοι και οι υπηρέτες. Η κεφαλή της οικογενείας είχε απόλυτη εξουσία (patria potestas) πάνω στα έτερα μέλη. Μπορούσε να επιβάλλει γάμο (π.χ. για οικονομικά συμφέροντα) ή διαζύγιο, να πουλήσει τα παιδιά του σκλάβους, να διεκδικήσει την περιουσία των προστατευόμενων μελών ως δική του, και είχε ακόμη και το δικαίωμα να τιμωρήσει ή να σκοτώσει μέλη της οικογένειας (αν και το τελευταίο δικαίωμα έπαψε να υφίσταται μετά τον 1ο αιώνα π.Χ.) 

Η patria potestas επεκτεινόταν ακόμη και στους ενήλικες γιους που είχαν δημιουργήσει δικά τους σπιτικά. Ένας άντρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί paterfamilias, ή να διατηρεί πραγματικά δική του περιουσία, μέχρι να φύγει ο πατέρας του από τη ζωή. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης ρωμαϊκής ιστορίας, μια κόρη, όταν παντρευόταν, έπεφτε στην εξουσία (manus) του paterfamilias του σπιτικού του συζύγου της, αν και προς τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου αυτό το έθιμο παραμερίστηκε, καθώς η γυναίκα είχε πια το δικαίωμα να επιλέξει ως πραγματική της οικογένεια αυτήν του πατέρα της.Ωστόσο, εφόσον οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την καταγωγή δια μέσου της γραμμής αίματος των ανδρών, τυχόν παιδιά που αποκτούσε άνηκαν πάντα στην οικογένεια του ανδρός.

Σύνολα σπιτικών σχημάτιζαν ένα γένος (gens). Οι οικογένειες βασίζονταν σε δεσμούς αίματος ή υιοθεσίας, αλλά αποτελούσαν επίσης πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες. Ιδίως κατά τη δημοκρατική περίοδο, ορισμένες πανίσχυρες οικογένειες (Gentes Maiores), είχαν την απόλυτη κυριαρχία στην πολιτική ζωή.

Ο γάμος στην Αρχαία Ρώμη θεωρούταν περισσότερο ως οικονομική και πολιτική συμμαχία παρά ρομαντική συσχέτιση, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τις ανώτερες τάξεις. Οι πατέρες συχνά ξεκινούσαν να αναζητούν συζύγους για τα κορίτσια τους σε μια ηλικία ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκατέσσερα. Ο γαμπρός ήταν σχεδόν πάντα μεγαλύτερος σε ηλικία από τη νύφη. Παρόλο που οι κοπέλες της ανώτερης τάξης παντρεύονταν πολύ νέες, υπάρχουν αποδείξεις πως οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων παντρεύονταν προς το τέλος της εφηβείας ή κοντά στην ηλικία των είκοσι ετών.

Εκπαίδευση

Κατά την πρώτη περίοδο της δημοκρατικής εποχής δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία στη Ρώμη, έτσι τα αγόρια διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή από τους γονείς τους ή από μορφωμένους σκλάβους, που ονομάζονταν «παιδαγωγοί» και που συνήθως ήταν ελληνικής καταγωγής.

Πρωταρχικός σκοπός της μόρφωσης στην εν λόγω περίοδο ήταν η εκπαίδευση των νεαρών ανδρών στις αγροτικές εργασίες, τον πόλεμο, τις ρωμαϊκές παραδόσεις και τα δημόσια πράγματα. Τα νεαρά αγόρια μάθαιναν πολλά για τη ζωή του πολίτη συνοδεύοντας τον πατέρα τους σε θρησκευτικές και πολιτικές εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα τις συνεδριάσεις της Συγκλήτου για τους νεαρούς ευγενείς. Οι γιοι των ευγενών γίνονταν μαθητές κάποιας διακεκριμένης πολιτικής προσωπικότητας σε ηλικία 16 ετών, ενώ συμμετείχαν σε στρατιωτικές εκστρατείες από την ηλικία των 17 (το σύστημα αυτό συνεχίστηκε από ορισμένες οικογένειες και κατά την αυτοκρατορική περίοδο). Οι εκπαιδευτικές πρακτικές διαμορφώθηκαν εκ νέου μετά την κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων τον 3ο αιώνα π.Χ. και τη συνακόλουθη ελληνική επιρροή, αν και πρέπει να τονιστεί πως η εκπαίδευση των Ρωμαίων παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από την ελληνική.

Εφόσον οι γονείς τους διέθεταν τα κατάλληλα οικονομικά μέσα, τα αγόρια και κάποια κορίτσια αποστέλλονταν στην ηλικία των 7 ετών σε ιδιωτικό σχολείο εκτός σπιτιού που ονομαζόταν «ludus», όπου ένας δάσκαλος (ο οποίος καλούταν «litterator» ή«magister ludi» και ήταν συχνά ελληνικής καταγωγής) τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και μερικές φορές ελληνικά, μέχρι την ηλικία των 11. Μπαίνοντας στα 12 οι μαθητές εντάσσονταν στη «δευτεροβάθμια εκπαίδευση», όπου ένας δάσκαλος (που αποκαλούταν πλέον «grammaticus») τους δίδασκε ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία. Στην ηλικία των 16 ορισμένοι μαθητές φοιτούσαν σε σχολές ρητορικής, όπου ο δάσκαλος, σχεδόν πάντα Έλληνας, ονομαζόταν «ρήτωρ». Η εκπαίδευση αυτού του επιπέδου προετοίμαζε τους νέους για νομική καριέρα και απαιτούσε από τους διδασκομένους να αποστηθίζουν τους ρωμαϊκούς νόμους. Οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο καθημερινά, εκτός από τις θρησκευτικές αργίες και αυτές της αγοράς. Υπήρχε επίσης ο θεσμός των καλοκαιρινών διακοπών.

Διακυβέρνηση

Αρχικά, τη Ρώμη κυβέρνησαν βασιλείς, τους οποίους εξέλεξαν με τη σειρά καθεμία από τις μεγαλύτερες φυλές της Ρώμης. Η φύση της εξουσίας του βασιλιά δεν μας είναι γνωστή. Πιθανώς να κατείχε σχεδόν απόλυτη εξουσία, ή ίσως να αποτελούσε το κυριότερο εκτελεστικό όργανο. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα η εξουσία του (imperium) θα πρέπει να ήταν αδιαμφισβήτητη. Ήταν επίσης επικεφαλής του ρωμαϊκού ιερατείου. Εκτός από το βασιλιά πολιτική δύναμη κατείχαν τρεις βουλές: η Σύγκλητος, που αποτελούσε το συμβουλευτικό όργανο του βασιλιά, η Comitia Curiata, που ενέκρινε και επικύρωνε τους νόμους που πρότεινε ο βασιλιάς και η Comitia Calata, μια συνέλευση του συλλόγου των ιερέων που συγκαλούταν για να παραστεί μάρτυρας σε συγκεκριμένα γεγονότα, να ακούσει τις επίσημες διακηρύξεις και να διακηρύξει το εορτολόγιο του επόμενου μήνα.

Οι ταξικοί πόλεμοι της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση ενός ασυνήθιστου μείγματος δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Η σύγχρονη αγγλική λέξη «republic» (που σημαίνει«δημοκρατία» και συναντούμε με διάφορες παραλλαγές σε πολλές σύγχρονες γλώσσες) προέρχεται από τη λατινική φράση «res publica» που μεταφράζεται ως «πολιτικό πράγμα». Η παράδοση όριζε πως οι νόμοι μπορούσαν μόνο να περαστούν αν τους ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση (Comitia Tributa, που σημαίνει «Φυλέτις Εκκλησία»). Ομοίως, οι υποψήφιοι για τα δημόσια αξιώματα έπρεπε να κάνουν εκλογικό αγώνα μπροστά στους πολίτες. Ωστόσο, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ήταν ολιγαρχικός θεσμός. Στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Σύγκλητος απέκτησε μεγάλη εξουσία (auctoritas), αλλά δεν είχε νομοθετικές αρμοδιότητες. Παρέμενε συμβουλευτικό σώμα. Εντούτοις, καθώς οι συγκλητικοί ήταν άτομα με μεγάλη επιρροή, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει κανείς κάτι χωρίς την υποστήριξή τους. Τα νέα μέλη του σώματος αυτού εκλέγονταν ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους πατρικίους από τους τιμητές (κήνσορες), οι οποίοι είχαν επίσης τη δύναμη να απομακρύνουν κάποιον από το αξίωμα αυτό αν έκριναν πως ήταν «ηθικά διεφθαρμένος», για παράδειγμα αν κρινόταν ένοχος δωροδοκίας ή, όπως συνέβη με τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο, που διέγραψε ένα συγκλητικό επειδή αγκάλιασε δημοσίως τη σύζυγό του. Αργότερα, μετά από τα νέα μέτρα που πέρασε ο δικτάτωρ Σύλλας, οι κήνσορες εντάσσονταν αυτομάτως στη Σύγκλητο. Ωστόσο, τα μέτρα του αυτά δεν επιβίωσαν για πολύ.

Η Δημοκρατία δεν είχε κάποιο οργανωμένο γραφειοκρατικό σύστημα, ενώ η συλλογή φόρων ανατίθετο σε ιδιώτες. Οι κυβερνητικές θέσεις όπως του κυαίστορα ή του αγορανόμου χρηματοδοτούνταν από την προσωπική περιουσία του εκάστοτε ατόμου. Προκειμένου να μην είναι δυνατό να αποκτήσει κάποιος υπερβολικά πολύ δύναμη, οι νέοι αξιωματούχοι εκλέγονταν κάθε χρόνο και μοιράζονταν την εξουσία με κάποιο συνεργάτη. Για παράδειγμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, την ανώτερη εξουσία κατείχαν δύο ύπατοι. Σε περιόδους κρίσης μπορούσε να ανακηρυχθεί κάποιος προσωρινά δικτάτωρ. Κατά τη διάρκεια των ετών της δημοκρατίας το σύστημα αυτό αναθεωρήθηκε πολλές φορές έτσι ώστε να συνάδει με την εκάστοτε πραγματικότητα. Τελικά, αποδείχτηκε ανεπαρκές για τη διακυβέρνηση της ολοένα και επεκτεινόμενης ρωμαϊκής επικράτειας, βοηθώντας στην εγκαθίδρυση της νέας μορφής διακυβέρνησης, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Τα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια υπήρχε η προσπάθεια να διατηρηθεί ζωντανή η εντύπωση πως η δημοκρατία ήταν ζωντανή. Ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν απλώς ως «ο πρώτος των πολιτών» (princeps), ενώ η Σύγκλητος απέκτησε νομοθετικές αρμοδιότητες, καθώς και όλες τις άλλες δικαιοδοσίες των διάφορων εκκλησιών. Ωστόσο οι αυτοκράτορες άρχισαν να κυβερνούν όλο και περισσότερο ως απόλυτοι μονάρχες, με το ρόλο της Συγκλήτου να περιορίζεται σε αυτόν του συμβουλευτικού σώματος. Η Αυτοκρατορία δεν κληρονόμησε γραφειοκρατικό σύστημα από τη Δημοκρατία, καθώς μοναδική μόνιμη κρατική δομή ήταν η Σύγκλητος. Ο Αυτοκράτορας μπορούσε να επιλέγει τους βοηθούς και τους συμβούλους του, αλλά το κράτος δε διέθετε διάφορους σημαντικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα την κατάρτιση ενιαίου κεντρικού προϋπολογισμού. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πως αυτό αποτέλεσε αίτιο της παρακμής της Αυτοκρατορίας.

Δίκαιο

Οι ρίζες των νομικών αρχών και πρακτικών των αρχαίων Ρωμαίων μπορούν να ανιχνευθούν στη Δωδεκάδελτο Νομοθεσία (Lex Duodecim Tabularum) (449 π.Χ.). Η αναζήτηση αυτή φτάνει μέχρι το 530, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε τον περίφημο Ιουστινιάνειο Κώδικα. Ο ρωμαϊκός νόμος όπως διαφυλάχθηκε στον Κώδικα αυτό συνέχισε να υφίσταται και τη βυζαντινή εποχή, αποτελώντας τη βάση άλλων νομοθετικών συστημάτων στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη. Ο ρωμαϊκός νόμος συνέχισε να εφαρμόζεται, με την ευρύτερη έννοια, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μέχρι το πέρας του 17ου αιώνα.

Οι κύριες κατηγορίες νόμων στην αρχαία Ρώμη, όπως διαφυλάσσονται στον Ιουστινιανό και Θεοδοσιανό Κώδικα ονομάζονται Ius Civile, Ius Gentium, και Ius Naturale. Ο Ius Civile (αστικός νόμος) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν την τάξη των Ρωμαίων Πολιτών. Οι Αστυδίκες (Praetores Urbani) ήταν άρχοντες που είχαν την αρμοδιότητα να κρίνουν υποθέσεις τέτοιου τύπου. Ο Ius Gentium (Νόμος των Εθνών) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν τους ξένους και τις σχέσεις τους με τους ρωμαίους πολίτες. Αρμόδιοι αξιωματούχοι για αυτές τις υποθέσεις ήταν οι Ξενοδίκες (Praetores Peregrini). Τέλος, ο Ius Naturale περιελάμβανε τους φυσικούς νόμους, το κομμάτι εκείνο των νόμων που θεωρούταν κοινό για όλα τα πλάσματα.

Οικονομία

Η Αρχαία Ρώμη είχε υπό την κυριαρχία της τεράστιες εκτάσεις γης, με αμέτρητους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Για το λόγο αυτό, η οικονομία του κράτους στηρίχτηκε στον αγροτικό τομέα και στο εμπόριο. Η ελεύθερη διακίνηση αγροτικών προϊόντων άλλαξε το ιταλικό τοπίο, και μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., τεράστιες κτηματικές εκτάσεις που παρήγαγαν σταφύλια κι ελιές παραγκώνισαν τους μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να ανταγωνιστούν την τιμή των εισαγόμενων σιτηρών. Η προσάρτηση της Αιγύπτου, της Σικελίας και τηςΤυνησίας στη Βόρειο Αφρική παρείχε στο ρωμαϊκό κράτος συνεχή εισροή σιτηρών. Αντίθετα, η ιταλική χερσόνησος έκανε εξαγωγές λαδιού και κρασιού. Η αμειψισπορά ήταν συνήθης πρακτική αλλά η παραγωγικότητα των αγρών ήταν χαμηλή, περίπου ένας τόνος ανά εκτάριο γης.

Η βιοτεχνία και οι κατασκευές ήταν κλάδοι με πολύ μικρότερη έκταση. Η πιο ανεπτυγμένη σχετική δραστηριότητα ήταν η εξόρυξη πετρωμάτων, που παρείχε τα βασικά δομικά υλικά των κτισμάτων της εποχής. Όσον αφορά τη βιοτεχνία, τη συγκροτούσαν μικρά εργαστήρια τα οποία απασχολούσαν το πολύ μερικές δεκάδες εργάτες. Ωστόσο, κάποια εργοστάσια τούβλων, πιθανόν να απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες.

Τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας επικρατούσα τάση ήταν η μικρή ιδιοκτησία και η αμοιβόμενη εργασία. Εντούτοις, οι κατακτητικοί πόλεμοι παρείχαν αφθονία σκλάβων σε χαμηλή τιμή είτε οι διάφορες εργασίες απαιτούσαν κάποια ειδίκευση είτε όχι. Υπολογίζεται πως οι σκλάβοι συγκροτούσαν το 20% του πληθυσμού της ρωμαϊκής κοινωνίας, καθώς και το 40% του πληθυσμού της Ρώμης. Μόνο κατά την αυτοκρατορική περίοδο οπότε και σταμάτησαν οι κατακτήσεις με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των δούλων, η αμοιβόμενη εργασία έγινε οικονομικότερη της συντήρησης σκλάβων.

Παρόλο που οι συναλλαγές με ανταλλαγή προϊόντων ήταν συνήθης πρακτική, και χρησιμοποιούταν συχνά και κατά την συλλογή των φόρων, η Ρώμη είχε ένα καλά ανεπτυγμένο νομισματικό σύστημα. Τα ρωμαϊκά νομίσματα, φτιαγμένα από πολύτιμα μέταλλα, κυκλοφορούσαν ευρέως σε όλη την αυτοκρατορία. Μάλιστα κάποια από αυτά έχουν βρεθεί ακόμη και στην Ινδία. Πριν τον 3ο αιώνα π.Χ. ο χαλκός ανταλλασσόταν βάσει του βάρους του κατά μήκος της κεντρικής Ιταλίας. Τα πρώτα χάλκινα νομίσματα (ασσάρια) είχαν τη συμβολική αξία μιας ρωμαϊκής μονάδας βάρους χαλκού, αλλά ζύγιζαν λιγότερο. Συνεπώς, η χρησιμότητα των ρωμαϊκών νομισμάτων ως μέσων συναλλαγής ήταν μεγαλύτερη της πραγματικής τους αξίας ως μέταλλο. Όταν ο Νέρων υποτίμησε το ασημένιο δηνάριο, η νόμιμη αξία του υπολογίζεται πως ήταν κατά ένα τρίτο μεγαλύτερη από την πραγματική.

Τα άλογα ήταν πανάκριβα, και τα άλλα υποζύγια υπερβολικά αργά, για μαζικό εμπόριο στις ρωμαϊκές οδούς, οι οποίες συνέδεαν περισσότερο στρατιωτικές εγκαταστάσεις παρά αγορές, και οι οποίες σπανίως ήταν κατάλληλες για τροχούς. Ως αποτέλεσμα, υπήρχε περιορισμένη μεταφορά αγαθών ανάμεσα στις διάφορες περιοχές πριν το 2ο αιώνα π.Χ. οπότε και άνθησε το θαλάσσιο εμπόριο. Την περίοδο αυτή, ένα εμπορικό σκάφος ήθελε λιγότερο από ένα μήνα για να πραγματοποιήσει το ταξίδι από το Κάδιξ στην Αλεξάνδρεια δια μέσου της Όστιας, δηλαδή να διαπλεύσει ολόκληρη τη Μεσόγειο σε μήκος. Οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν 60 φορές φθηνότερες σε σχέση με αυτές στην ξηρά, έτσι ο όγκος των εμπορικών πλοίων ήταν μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα σκάφη.

Στρατός

Ο πρώιμος ρωμαϊκός στρατός (περ. 500 π.Χ.) επηρεάστηκε, όπως και εκείνοι των άλλων πόλεων-κρατών της εποχής, από τις ελληνικές πρακτικές. Επρόκειτο για ένα είδος πολιτοφυλακής που εφάρμοζε τις τακτικές των οπλιτών.

Ήταν μικρός σε μέγεθος (ο πληθυσμός των ελεύθερων ανδρών σε ηλικία στράτευσης ήταν εκείνη την εποχή γύρω στους 900) και χωριζόταν σε πέντε τάξεις (εν παραλλήλω με τη Λοχίτιδα Εκκλησία, την πολιτική οργάνωση των πολιτών). Τρεις από αυτές παρείχαν τους οπλίτες και δύο το ελαφρύ πεζικό. Αρχικά ο ρωμαϊκός στρατός δεν εφάρμοζε περίπλοκες τακτικές και δρούσε κυρίως αμυντικά. Μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν εγκαταλείψει την οργάνωση αυτή στρεφόμενοι σε ένα πιο ευέλικτο σύστημα το οποίο περιελάμβανε μικρότερα σώματα των 120 ανδρών (ή καμιά φορά των 60), τα οποία ονομάζονταν «maniples»και μπορούσαν να κινούνται ευκολότερα στο πεδίο της μάχης. Τριάντα maniples στοιχισμένες σε τρεις γραμμές, μαζί με βοηθητικούς, συγκροτούσαν μια «λεγεώνα» (legio), η οποία συνολικά συγκροτούταν από 400 έως 500 άνδρες. Κατά την πρώτη δημοκρατική περίοδο η λεγεώνα χωριζόταν σε πέντε ομάδες, καθεμία από τις οποίες είχε συγκεκριμένη θέση και διαφορετικό εξοπλισμό: τρεις γραμμές βαριά οπλισμένου πεζικού (hastati, principes και triarii), μια δύναμη ελαφριού πεζικού (velites) και το ιππικό (equites). Η νέα οργάνωση έφερε και τον προσανατολισμό στην επίθεση, αλλά και μια επιθετικότερη στάση απέναντι στις γειτονικές πόλεις-κράτη.

Το πλήρες δυναμικό μιας λεγεώνας κατά τη δημοκρατική περίοδο περιελάμβανε 3.600 με 4.800 πεζούς με βαρύ οπλισμό, αρκετές εκατοντάδες ελαφρούς οπλίτες και αρκετές εκατοντάδες ιππείς, σύνολο 400 με 500 άνδρες. Οι λεγεώνες συχνές υπέφεραν από έλλειψη ανδρών εξαιτίας αποτυχιών του συστήματος στρατολόγησης ή μετά από περιόδους ενεργής υπηρεσίας εξαιτίας ατυχημάτων, θανάτων στη μάχη, ασθενειών και λιποταξιών. Κατά τη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων, οι λεγεώνες τουΠομπήιου στην Ανατολή ήταν πλήρεις γιατί είχαν στρατολογηθεί πρόσφατα, ενώ αυτές του Καίσαρα αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις καθώς είχαν μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο στη Γαλατία. Πάνω κάτω τα ίδια ίσχυαν με τα βοηθητικά στρατεύματα.

Μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, ο τυπικός λεγεωνάριος ήταν μικροκαλλιεργητής με δική του γη, καταγόμενος από αγροτική περιοχή (adsiduus), ο οποίος συμμετείχε σε συγκεκριμένες (συχνά ετήσιες)  εκστρατείες παρέχοντας ο ίδιος τον εξοπλισμό του. Οι ιππείς παρείχαν τα άλογά τους. Μια εκτίμηση θέλει τον μέσο αγρότη του 200 π.Χ. να συμμετέχει συνολικά σε έξι με επτά εκστρατείες, με την προϋπόθεση βέβαια να επιβίωνε. Οι απελεύθεροι και οι σκλάβοι (όπου κι αν διέμεναν), αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων, δεν υπηρετούσαν, εκτός κι αν το απαιτούσε μεγάλη ανάγκη. Μετά το 200 π.Χ. η οικονομική κατάσταση των αγροτικών περιοχών χειροτέρευσε ενώ αυξανόταν η ανάγκη για άνδρες. Για το λόγο αυτό τα κριτήρια κατοχής περιουσίας παραμερίστηκαν σταδιακά. Ξεκινώντας με τις μεταρρυθμίσεις που πέρασε ο Γάιος Μάριος το 107 π.Χ., οι πολίτες χωρίς ιδιοκτησία και ορισμένοι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων (proletarii) κατατάχθηκαν λαμβάνοντας εξοπλισμό, αν και οι περισσότεροι λεγεωνάριοι εξακολουθούσαν να προέρχονται από αγροτικές περιοχές. Η στράτευση έγινε συνεχής και μακράς διάρκειας, μέχρι και είκοσι έτη αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Ο Brunt θεωρεί πιθανότερη την εκδοχή να κρατούσε για έξι με επτά χρόνια. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι λεγεωνάριοι λάμβαναν μισθό (stipendium). Το ακριβές ποσό είναι αμφιλεγόμενο αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες ο Καίσαρ διπλασίασε την πληρωμή των ανδρών του στα 225 δηνάρια το χρόνο. Οι στρατιώτες μπορούσαν επίσης να ελπίζουν σε λάφυρα από τους αξιωματικούς τους έπειτα από επιτυχημένες εκστρατείες και, μετά την εποχή του Μάριου, σε εκτάσεις γης μετά την αποστράτευσή τους. Το ιππικό και το ελαφρύ πεζικό που συνόδευαν μια λεγεώνα (auxilia) συχνά στρατολογούνταν από τις περιοχές όπου υπηρετούσε η λεγεώνα. Ο Καίσαρ συγκρότησε μια λεγεώνα, την Πέμπτη Alaudae, από μη-πολίτες στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία για την εκστρατεία του στα γαλατικά εδάφη. Την εποχή του Αυγούστου, το ιδεώδες του πολίτη-στρατιώτη είχε εγκαταλειφθεί και οι λεγεώνες έγιναν πλήρως επαγγελματικές. Οι λεγεωνάριοι πληρώνονταν με 900 σηστέρσια το χρόνο και αμείβονταν κατά την αποστρατεία τους με 1200 σηστέρσια.

Μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, ο Αύγουστος αναδιοργάνωσε τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, αποδεσμεύοντας στρατιώτες και διαλύοντας λεγεώνες. Κράτησε 28 από αυτές, τις οποίες μοίρασε στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Καθ’ όλη την περίοδο της Ηγεμονίας, η τακτική οργάνωση του στρατού συνέχισε να εξελίσσεται. Τα auxilia παρέμειναν ανεξάρτητες κοόρτεις, ενώ οι λεγεωνάριοι συχνά δρούσαν ως ομάδες από κοόρτεις κι όχι ως λεγεώνες πλήρους μεγέθους. Ένα νέο ευπροσάρμοστο σώμα, οι cohortes equitatae, που συνδύαζαν ιππείς και πεζούς σε έναν κοινό σχηματισμό μπορούσαν να εγκατασταθούν σε φυλάκια και φρούρια, να μάχονται αυτόνομα ως ισορροπημένες μονάδες ή να συνδυάζονται με άλλα παρόμοια τμήματα στρατού ώστε να συγκροτούν ένα μεγάλο σώμα σε μέγεθος λεγεώνας. Αυτή η επένδυση στην ευελιξία εξασφάλισε τη μακροπρόθεσμη επιτυχία των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων.

Ο Αυτοκράτορας Γαλλιηνός (253 – 268) ξεκίνησε μια νέα μεταρρύθμιση η οποία δημιούργησε την τελική μορφή της στρατιωτικής δομής της ύστερης Αυτοκρατορίας. Αποσύροντας κάποιους λεγεωνάριους από στις σταθερές βάσεις τους στα σύνορα, ο Γαλλιηνός δημιούργησε κινητές δυνάμεις (comitatenses) οι οποίες στρατοπέδευαν πίσω και σε κάποια απόσταση από τα σύνορα σε στρατηγικές θέσεις. Τα στρατεύματα που φύλαγαν τα σύνορα (limitanei) είχαν ως έδρα σταθερές θέσεις και εξακολουθούσαν να αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας. Βασική μονάδα των κινητών μονάδων ήταν τα «συντάγματα», legiones ή auxilia για το πεζικό και vexellationes για το ιππικό. Τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν πως τα σώματα αυτά είχαν θεωρητικά δύναμη 1.200 πεζών και 600 ιππέων, παρόλο που πολλές μαρτυρίες καταδεικνύουν μικρότερους αριθμούς (800 και 400 αντίστοιχα). Πολλά συντάγματα πεζικού και ιππικού διεξήγαγαν επιχειρήσεις ανά ζεύγη υπό τη διοίκησε ενός κόμη (comes). Εκτός από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι κινητές μονάδες περιελάμβαναν και σώματα «βαρβάρων» που είχαν στρατολογηθεί από συμμαχικές φυλές που ήταν γνωστές ωςφοιδεράτοι (foederati). Μέχρι το 400 π.Χ., οι φοιδεράτοι είχαν εξελιχθεί σε μόνιμα σώματα στρατού, που πλήρωνε και εξόπλιζε το κράτος, με αρχηγό έναν Ρωμαίο τριβούνο και χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνταν τα σώματα που τα απάρτιζαν Ρωμαίοι. Εκτός από τους φοιδεράτους, η Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε ομάδες βαρβάρων που πολεμούσαν μαζί με τις λεγεώνες, ως «σύμμαχοι», χωρίς να εντάσσονται κανονικά στα σώματα στρατού. Υπό τη γενική διοίκηση κάποιου έμπειρου Ρωμαίου στρατηγού, τους άνδρες αυτούς διοικούσαν, σε κατώτερα επίπεδα, δικοί τους αξιωματικοί.

Η διοικητική ιεραρχία του στρατού υπέστη διάφορες αλλαγές κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής ιστορίας. Την περίοδο της μοναρχίας, οι στρατιές οπλιτών οδηγούνταν από τους ίδιους τους βασιλείς της Ρώμης. Την πρώιμη και μέση δημοκρατική περίοδο τις στρατιωτικές δυνάμεις διοικούσε ο ένας από τους δύο εκλεγμένους υπάτους της χρονιάς. Προς το τέλος της περιόδου αυτής, επιφανείς συγκλητικοί, στα πλαίσια της κανονικής σειράς με την οποία ανέρχονταν στην ιεραρχία (cursus honorum), έπρεπε να υπηρετήσουν αρχικά ως κυαίστορες (συχνά τοποθετούνταν ως απεσταλμένοι στους διοικητές των στρατευμάτων), και κατόπιν ως πραίτορες. Αφού ολοκλήρωνε τη θητεία του ως πραίτορας ή ύπατος, ένας συγκλητικός μπορούσε να ονομαστεί από τη Σύγκλητο ανθύπατος (propraetor) ή αντιπραίτορας(proconsul) ανάλογα με το υψηλότερο αξίωμα που είχε αποκτήσει ως τότε, ώστε να υπηρετήσει ως κυβερνήτης επαρχίας. Τους αμέσως κατώτερους αξιωματικούς (μέχρι ένα επίπεδο πάνω από τους εκατόνταρχους) επέλεγαν οι διοικητές τους ανάμεσα στους προστατευόμενούς τους (clientelae) ή στα άτομα που τους πρότειναν οι πολιτικοί τους σύμμαχοι. Την εποχή του Αυγούστου, του οποίου η σημαντικότερη πολιτική προτεραιότητα ήταν να τοποθετήσει το στρατό κάτω από μόνιμη και ενιαία διοίκηση, ο Αυτοκράτορας ήταν ο νόμιμος διοικητής όλων των λεγεώνων, αλλά ασκούσε το αξίωμά του αυτό διαμέσου ενός λεγάτου (legatus) τον οποίο επέλεγε ανάμεσα στους συγκλητικούς. Στις επαρχίες όπου στρατοπέδευε μία και μοναδική λεγεώνα, ο λεγάτος θα ήταν τόσο στρατιωτικός διοικητής (legatus legionis) όσο και κυβερνήτης της επαρχίας. Αντίθετα, στις επαρχίες όπου στρατοπέδευαν περισσότερες από μία λεγεώνες, καθεμία διοικούσε ένας λεγάτος, επικεφαλής των οποίων ήταν ο κυβερνήτης της επαρχίας (ο οποίος τυπικά ήταν επίσης λεγάτος αλλά υψηλότερου βαθμού). Προς τα τέλη της αυτοκρατορικής περιόδου (αρχίζοντας ίσως με το Διοκλητιανό), το μοντέλο του Αυγούστου εγκαταλείφθηκε. Οι διοικητές των επαρχιών έχασαν την όποια στρατιωτική εξουσία, και τη διοίκηση των στρατευμάτων συνόλων επαρχιών κατείχαν κάποιοι στρατηγοί (duces) τους οποίους διόριζε ο αυτοκράτορας. Οι τελευταίοι δεν ήταν πλέον μέλη της ρωμαϊκής ελίτ αλλά άντρες που είχαν ανέλθει δια μέσου της ιεραρχίας έχοντας μεγάλη πείρα σε στρατιωτικά θέματα. Με αυξανόμενη συχνότητα, αυτοί οι άνδρες προσπαθούσαν (μερικές φορές επιτυχώς) να σφετεριστούν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Η έλλειψη πόρων, το πολιτικό χάος που όλο και χειροτέρευε και οι εμφύλιοι πόλεμοι τελικά άφησαν τη Δυτική Αυτοκρατορία ευάλωτη στις επιθέσεις των γειτονικών βαρβαρικών φυλών.

Οι γνώσεις μας για το ρωμαϊκό ναυτικό είναι συγκριτικά περιορισμένες. Πριν τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., αξιωματικοί γνωστοί ως «duumviri navales» διοίκησαν στόλο είκοσι πλοίων με στόχο την καταπολέμηση της πειρατείας. Κατά τον Πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο, η Ρώμη έπρεπε να κατασκευάσει μεγάλους στόλους και τα κατάφερε κυρίως χάρις στη συνεισφορά των συμμάχων της. Αυτή η εξάρτηση από τη βοήθεια των συμμάχων διήρκεσε μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου. Ηπεντήρης ήταν το βασικό πολεμικό πλοίο και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων των Καρχηδονιακών Πολέμων και η Ρώμη συνέχισε την κατασκευή τους μέχρι την εποχή του Αυγούστου, οπότε αντικαταστάθηκαν από ελαφρύτερα και πιο εύκολα στον χειρισμό πλοία. Σε σύγκριση με την τριήρη, η πεντήρης επέτρεπε τη χρήση μείγματος έμπειρων και άπειρων ναυτικών. Τα πλοία διοικούσε ένας ναύαρχος, βαθμός ισότιμος με αυτόν του εκατόνταρχου, ο οποίος συνήθως δεν ήταν Ρωμαίος πολίτης. Ο Potter θεωρεί ότι η διοίκηση των πλοίων από μη-Ρωμαίους οδήγησε στη νοοτροπία ότι ο στόλος είναι μη-ρωμαϊκός και πως ήταν το αίτιο που παραμελούνταν σε περιόδους ειρήνης.

Οι διαθέσιμες σε εμάς πληροφορίες δείχνουν ότι κατά την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο (350) το ρωμαϊκό ναυτικό αποτελούταν από σύνολο στόλων που περιελάμβαναν τόσο πολεμικά πλοία όσο και εμπορικά για τη μεταφορά προμηθειών. Τα πολεμικά πλοία ήταν γαλέρες με πανιά και με τρεις έως πέντε σειρές κωπηλατών. Ναυτικές βάσεις ήταν τα λιμάνια όπως η Ραβέννα, η Αρλ, η Ακυληία, το Μισένουμ και η εκβολή του ποταμού Σωμ στη Δύση, καθώς επίσης η Αλεξάνδρεια και η Ρόδος στην Ανατολή. Στολίσκοι μικρών ποταμίων σκαφών ήταν τμήμα των στρατευμάτων που φύλαγαν τα σύνορα κατά την περίοδο αυτή, με βάση οχυρωμένα ποτάμια λιμάνια κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη. Το γεγονός ότι επιφανείς στρατηγοί διοικούσαν τόσο πεζικό όσο και ναυτικό καταδεικνύει ότι οι ναυτικές δυνάμεις θεωρούνταν βοηθητικά σώματα για το πεζικό κι όχι ανεξάρτητες μονάδες στρατού. Λεπτομέρειες για τη δομή της διοίκησης και το δυναμικό των στόλων δεν είναι γνωστές.

Ρωμαϊκός πολιτισμός

Η ζωή του απέραντου κράτους περιστρεφόταν γύρω από την πόλη της Ρώμης, η οποία είχε ιδρυθεί στην κορυφήεπτά λόφων. Η πόλη φιλοξενούσε πολυάριθμες μνημειώδεις κατασκευές όπως το Κολοσσαίο, την Αγορά του Τραϊανού και το Πάνθεον. Είχε κρήνες με φρέσκο πόσιμο νερό - το οποίο παρείχαν υδραγωγεία μήκους εκατοντάδων μιλίων - γυμναστήρια, θέρμες, βιβλιοθήκες, καταστήματα, υπαίθριες αγορές και ένα λειτουργικό αποχετευτικό σύστημα. Τα κτίρια που προορίζονταν για τη στέγαση των πολιτών ποίκιλλαν από ιδιαίτερα ταπεινές οικίες μέχρι εξοχικές βίλες. Στην πρωτεύουσα, οι αυτοκρατορική κατοικία ήταν τοποθετημένη στον Παλατίνο Λόφο, από όπου προέρχεται και η λέξη «παλάτι». Οι κατώτερη και η μεσαία τάξη ζούσε στο κέντρο, στριμωγμένη σε διαμερίσματα, τα οποία μπορούν παρομοιαστούν με τα σύγχρονα γκέτο.

Γλώσσα

  Λατινική γλώσσα και Λαϊκή Λατινική

Η μητρική γλώσσα των Ρωμαίων ήταν τα λατινικά, μια από τις ιταλικές γλώσσες, της οποίας η γραμματική δεν βασίζεται τόσο στη σειρά των λέξεων, αλλά βγάζει νόημα μέσω ενός συστήματος προσφυμάτων που ενώνονται με τη ρίζα των λέξεων. Το αλφάβητό της είχε τη βάση του σε εκείνο των Ετρούσκων, που με τη σειρά του βασίστηκε στο ελληνικό αλφάβητο. Παρόλο που τα κείμενα ρωμαϊκής λογοτεχνίας που σώζονται ως τις μέρες μας είναι γραμμένα στη Κλασική Λατινική, τεχνητή και στυλιζαρισμένη λόγια γλώσσα του 1ο αιώνα π.Χ., η πραγματική γλώσσα που μιλούσαν οι Ρωμαίοι ήταν η Λαϊκή Λατινική, η οποία είχε μεγάλες διαφορές από τη λόγια γλώσσα στη γραμματική, το λεξιλόγιο και την προφορά.

Παρόλο που τα λατινικά παρέμειναν η επίσημη γραπτή γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα Ελληνικά έγιναν τελικά η γλώσσα που μιλούσε η μορφωμένη ελίτ, καθώς τα περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα που μελετούνταν ήταν ελληνικά. Στο ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας, που έγινε μετέπειτα γνωστό ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα λατινικά δεν κατάφεραν ποτέ να αντικαταστήσουν τα ελληνικά, και μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, τα ελληνικά έγιναν και επίσημη γλώσσα των κρατικών λειτουργιών Η επέκταση των ρωμαϊκών κτήσεων διέδωσε τα λατινικά σε όλη την Ευρώπη και με τα χρόνια η λαϊκή λατινική εξελίχτηκε σε διάφορες τοπικές διαλέκτους, που σταδιακά μετατράπηκαν στις σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες (π.χ. ιταλικά, γαλλικά).

Θρησκεία

  Ρωμαϊκή θρησκεία, Ρωμαϊκή μυθολογία και Ρωμαϊκές θεότητες

Η αρχαϊκή ρωμαϊκή θρησκεία, όσον αφορά τουλάχιστον τους θεούς, βασίστηκε όχι σε γραπτές αφηγήσεις, αλλά μάλλον σε ένα σύμπλεγμα αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Αντίθετα με την ελληνική μυθολογία, οι θεοί δεν ήταν προσωποποιημένοι, αλλά ιερά πνεύματα που καλούνταν «numina». Οι Ρωμαίοι επίσης πίστευαν ότι κάθε άτομο, μέρος ή πράγμα είχε τη δική του ψυχή. Σημαντικό ρόλο έπαιζε επίσης η λατρεία των προγόνων.

Κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου, η ρωμαϊκή λατρεία οργανώθηκε σε αυστηρό σύστημα ιερατικών αξιωμάτων, τα οποία παραλάμβαναν άνδρες καταγόμενοι από την τάξη των συγκλητικών. Ο Σύλλογος των Ποντιφήκων (Collegium Pontificum) ήταν το ανώτερο ιεραρχικά όργανο και ο αρχιερέας του, «Pontifex Maximus», η κεφαλή της κρατικής λατρείας. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες ενός ιερέα (flamens) ήταν η φροντίδα των λατρευτικών εκδηλώσεων στο πρόσωπο των θεών, ενώ οι οιωνοσκόποι αναλάμβαναν την ερμηνεία των οιωνών. Ο «Rex Sacrorum» ανέλαβε τα θρησκευτικά καθήκοντα που κάποτε ασκούσαν οι βασιλείς. Με τη σειρά τους, οι «Εστιάδες Παρθένες» ήταν οι ιέρειες της Βέστα, θεάς της οικογενειακής εστίας. Πρωταρχικό τους καθήκον ήταν η συντήρηση της Ιερής Φωτιάς, της Βέστα, στο ναό της θεάς στη Ρωμαϊκή Αγορά. Τέλος, κατά την αυτοκρατορική περίοδο οι αυτοκράτορες απέκτησαν θεϊκή υπόσταση και η λατρεία στο πρόσωπό τους είχε μεγάλη σημασία.

Καθώς αυξανόταν η επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, οι παλαιοί θεοί συσχετίστηκαν έντονα με τους ελληνικούςΈτσι ο Γιούπιτερ θεωρήθηκε η ίδια θεότητα με το Δία, ο Μαρς το αντίστοιχο του Άρη και η Βένους ταυτίστηκε με τηνΑφροδίτη. Οι ρωμαϊκοί θεοί υιοθέτησαν επίσης τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων ελληνικών. Στα πλαίσια των κατακτήσεων, οι Ρωμαίοι υιοθετούσαν μυθολογικά στοιχεία των λαών που αφομοίωναν και δεν ήταν σπάνιο ναοί αφιερωμένοι στις ρωμαϊκές θεότητες να συνυπάρχουν πλάι πλάι με αυτούς των ξένων θεών Με αρχή τη βασιλεία του Νέρωνα, η επίσημη στάση των Ρωμαίων απέναντι στον Χριστιανισμό ήταν αρνητική και, ορισμένες φορές, το να είναι κανείς απλώς χριστιανός επέφερε την τιμωρία του θανάτου. Υπό τον Διοκλητιανό, οι διώξεις των χριστιανών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Ωστόσο, ο Μέγας Κωνσταντίνος υποστήριξε δημόσια τη θρησκεία αυτή η οποία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Όλες οι θρησκείες εκτός από τον Χριστιανισμό απαγορεύτηκαν το 391 με διάταγμα του Θεοδόσιου Α'

Τέχνη, Μουσική και Λογοτεχνία

 Ρωμαϊκή τέχνη

Οι τεχνοτροπίες της ρωμαϊκής ζωγραφικής μαρτυρούν επιρροή από την ελληνική τέχνη. Τα δείγματα που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας είναι κυρίως τοιχογραφίες που κοσμούσαν τους τοίχους και τα ταβάνια εξοχικών κατοικιών, ωστόσο διάφορα ρωμαϊκά κείμενα κάνουν αναφορά σε έργα φτιαγμένα σε ξύλο, ελεφαντόδοντο κι άλλες ύλες0 Πολλά δείγματα ρωμαϊκής ζωγραφικής έχουν βρεθεί στον αρχαιολογικό χώρο της Πομπηίας και μελετώντας αυτά οι ιστορικοί τις τέχνης έχουν παρατηρήσει τέσσερις διακριτές τεχνοτροπίες. Η πρώτη ανήκει χρονολογικά στην περίοδο από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.μέχρι την αρχή ή τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. Τη συνθέτουν κυρίως απομιμήσεις από μάρμαρο, ενώ ορισμένες φορές περιλαμβάνει απεικονίσεις μυθολογικών πλασμάτων. Η δεύτερη τεχνοτροπία ρωμαϊκής ζωγραφικής ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Προσπαθούσε να απεικονίσει ρεαλιστικά τρισδιάστατα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τοπία. Ο Τρίτος Ρυθμός συναντάται κατά την εποχή του Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.) και απορρίπτει τον ρεαλισμό του Δεύτερου Ρυθμού για χάρη μιας απλούστερης διακόσμησης. Λίγα κτίρια, ένα τοπίο ή αφηρημένα σχέδια τοποθετούνταν στο κέντρο με το φόντο να είναι μονόχρωμο. Ο Τέταρτος Ρυθμός, που εμφανίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. είχε συχνά θέματα εμπνευσμένα από τη μυθολογία, διατηρώντας λεπτομέρειες στα αρχιτεκτονικά στοιχεία και αφηρημένα σχέδια Τα γκραφίτι, οι τοιχογραφίες σε οίκους ανοχής, διάφορα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που βρέθηκαν στην Πομπηία και το Ερκουλάνεουμκαταδεικνύουν πως η σεξουαλικότητα έπαιζε κεντρικό ρόλο στον ρωμαϊκό πολιτισμό

Οι γλύπτες της εποχής, προκειμένου να κατασκευάσουν προτομές, χρησιμοποίησαν νεανικά χαρακτηριστικά και κλασικές αναλογίες, αποδίδοντας τελικά έργα που αποτελούσαν μείγμα πραγματικού και ιδεατού. Ο Αδριανός, ο οποίος απεικονιζόταν με γενειάδα ώστε να δείχνει τα φιλελληνικά του αισθήματα, καθιέρωσε τη σχετική μόδα κι έκτοτε πολλές προτομές αυτοκρατόρων φέρουν γενειάδες. Κατά τις περιόδους των Αντωνίνων και των Σεβήρων τα αγάλματα απέκτησαν πιο περίτεχνα χτενίσματα και γένια, δημιουργημένα με βαθύτερο σκάψιμο και τομές. Οι Ρωμαίοι ανέπτυξαν επίσης την κατασκευή ανάγλυφων σε αψίδες και κίονες, τα οποία απεικόνιζαν συχνά τις νικηφόρες εκστρατείες τους.

Η λατινική λογοτεχνία από τη γέννησή της υπήρξε βαθιά επηρεασμένη από την ελληνική. Τα πρώτα έργα ήταν ιστορικά έπη, που αφηγούνταν τις νίκες της Ρώμης σε διάφορους πολέμους. Κατά τη δημοκρατική περίοδο, οι συγγραφείς άρχισαν να παράγουν έργα ιστορικά, ποίηση, κωμωδίες και τραγωδίες. Η κλασική λατινική περίοδος, όταν η λατινική λογοτεχνία έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της, χωρίζεται στον Χρυσούν Αιώνα, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. και στον Αργυρό Αιώνα, που καλύπτει τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν μετά τον 2ο αιώνα υποτιμήθηκαν και αγνοήθηκαν. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλον, αντικείμενο μίμησης υπήρξε ο Κικέρων, του οποίου το στυλ θεωρήθηκε κολοφώνας της λατινικής πνευματικής παραγωγής.

Η ρωμαϊκή μουσική βασίστηκε κατά πολύ στην ελληνική μουσική και έπαιζε σημαντικό ρόλο σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής των Ρωμαίων  Ο στρατός χρησιμοποιούσε μουσικά όργανα, γνωστά ως tuba (μια μακριά τρομπέτα) και cornu (που μοιάζει με το γαλλικό κέρας) ώστε να μεταφέρονται διάφορες εντολές. Τα μουσικά όργανα βούκινα (bucina), πιθανώς τρομπέτα ή κέρας, καιlituus (πιθανώς μακρύ όργανο σε σχήμα J), χρησιμοποιούνταν σε διάφορες τελετές  Μουσική έπαιζε στα αμφιθέατρα ανάμεσα στους αγώνες και στα ωδεία, και σε τέτοιες περιστάσεις πρέπει να χρησιμοποιούσαν τα όργανα cornu και ύδραυλις (όργανο νερού)  Η πλειοψηφία των θρησκευτικών τελετών περιελάμβαναν μουσικές παραστάσεις: tibiae (διπλούς αυλούς) στις θυσίες,κύμβαλα και ντέφια στις οργιαστικές τελετές  Ορισμένοι ιστορικοί της μουσικής θεωρούν πως η μουσική χρησιμοποιούταν σε όλες τις δημόσιες τελετές , ωστόσο δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο οι Ρωμαίοι μουσικοί συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη της θεωρίας και πρακτικής της μουσικής

Ψυχαγωγία

Οι νεαροί Ρωμαίοι είχαν πολλές επιλογές όταν επιθυμούσαν να ψυχαγωγηθούν και νααθληθούν, όπως για παράδειγμα το άλμα, την πάλη, την πυγμαχία και το τρέξιμο Την εποχή αυτή υπήρχαν επίσης διάφορα παιχνίδια που περιλάμβαναν τη χρήσημπάλας, όπως ένα παιχνίδι που θυμίζει τη σύγχρονη χειροσφαίριση  Τα παιδιά είχαν στη διάθεσή τους παιχνίδια, ενώ ήταν ήδη γνωστά διάφορα ομαδικά παιχνίδια όπως τα «βαρελάκια» 1

Οι πλούσιοι Ρωμαίοι που κατοικούσαν σε εξοχικές περιοχές συχνά επιδίδονταν στο ψάρεμα και το κυνήγι  Άλλες δημοφιλείς δραστηριότητες ήταν τα παιχνίδια με ζάρια, τα επιτραπέζια και ο τζόγος  Εντούτοις, στις παραπάνω δραστηριότητες δεν συμμετείχαν γυναίκες. Για τους πλούσιους δημοφιλή ήταν τα δείπνα, που ανάλογα με την περίπτωση περιελάμβαναν μουσική, χορό και ανάγνωση λογοτεχνικών έργων  Κάποες φορές και οι πληβείοι οργάνωναν ανάλογες γιορτές, αν και το δείπνο για ψυχαγωγία συνήθως σήμαινε επίσκεψη σε κάποια ταβέρνα

Δημοφιλής μορφή διασκέδασης ήταν οι μονομαχίες. Οι μονομάχοι αγωνίζονταν είτε μέχρι θανάτου, είτε «μέχρι να χυθεί αίμα» με μια ποικιλία όπλων και πανοπλιών. Οι αγώνες αυτοί γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τους την εποχή του Κλαυδίου, ο οποίος καθόρισε να αποφασίζει ο αυτοκράτορας το αποτέλεσμα του αγώνα με μια χειρονομία. Αντίθετα με την εικόνα που έχουμε από τις κινηματογραφικές ταινίες, ορισμένοι ιστορικοί απορρίπτουν πως η χειρονομία της γροθιάς με τον αντίχειρα στραμμένο κάτω σήμαινε θάνατο. Αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ποιες ήταν ακριβώς αυτές οι χειρονομίες, ορισμένοι ειδικοί καταλήγουν πως υψωμένη γροθιά προς το νικητή και κατόπιν αντίχειρας προς τα πάνω σήμαινε «θάνατος», ενώ σηκωμένη γροθιά χωρίς δάχτυλο να εξέχει σήμαινε «έλεος»  Ένα άλλο δημοφιλές θέαμα περιελάμβανε έκθεση ζώων από μακρινές χώρες, τα οποία μερικές φορές ερεθίζονταν ώστε να επιτεθούν σε ένοπλους μονομάχους ή σε άοπλους εγκληματίες καταδικασμένους σε θάνατο.

Ο Μέγας Ιππόδρομος (Circus Maximus), λαοφιλές μέρος στην Αρχαία Ρώμη, αρχικά χρησιμοποιήθηκε γιαιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Μπορούσε επίσης να γεμίσει με νερό και να στηθούν ψεύτικεςναυμαχίες  Ο Ιππόδρομος είχε χωρητικότητα 38500 ατόμων.2 Δύο ναοί, ένας με επτά μεγάλααυγά κι ένας με επτά δελφίνια, έστεκαν στη νησίδα στη μέση του ιπποδρόμου, και κάθε φορά που ένας αγωνιζόμενος ολοκλήρωνε ένα γύρο, ένα από κάθε ομάδα κινούταν. Αυτό χρησίμευε στο να γνωρίζει ο αθλητής και ο κόσμος τη φάση στην οποία βρισκόταν ο αγώνας. Εκτός από σπορ, το Circus Maximus φιλοξενούσε αγορές και τζόγο. Υψηλά πρόσωπα, ακόμη και ο Αυτοκράτορας, επίσης παραβρίσκονταν σε αγώνες στο Circus Maximus, καθώς η απουσία τους θεωρούταν αγένεια. Τα υψηλά πρόσωπα και οι εμπλεκόμενοι με το εκάστοτε αγώνισμα κάθονταν σε κρατημένες θέσεις υψηλότερα από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπροσθέτως, θεωρούταν ανάρμοστο να υποστηρίζει ο αυτοκράτορας συγκεκριμένη ομάδα. Ο Μέγας Ιππόδρομος κατασκευάστηκε το 600 π.Χ. και φιλοξένησε την τελευταία αρματοδρομία το 549 μ.Χ., επιβιώνοντας ως θεσμός για μια χιλιετία.

Τεχνολογικά επιτεύγματα

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατάφεραν να επιδείξουν τα συναρπαστικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής τους, τεχνογνωσία που χάθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και δεν ξαναεμφανίστηκε παρά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Ωστόσο, παρά την ικανότητα των Ρωμαίων να υιοθετούν και να συνδυάζουν τις τεχνολογίες που κατείχαν άλλοι πολιτισμοί, οι ίδιοι δεν ήταν ιδιαιτέρως καινοτόμοι. Πολλές από τις επινοήσεις τους βασίστηκαν σε παλαιότερα ελληνικά σχέδια, ενώ νέες ιδέες σπάνια ήρθαν στο προσκήνιο. Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε ως πρότυπο τον ικανό στρατιώτη, ο οποίος μπορούσε να διοικήσει με σύνεση ένα μεγάλο σπιτικό, ενώ ο ρωμαϊκός νόμος δεν περιείχε διατάξεις σχετικές με την πνευματική ιδιοκτησία ή την προώθηση της καινοτομίας. Η έννοια των «επιστημόνων» και των«μηχανικών» δεν υπήρχε την εποχή εκείνη. Η τεχνολογική πρόοδος συχνά βασιζόταν στην επιδεξιότητα και οι διάφορες συντεχνίες φύλασσαν με ζήλο τα μυστικά του επαγγέλματός τους. Εντούτοις, ένας αριθμός καινοτομιών ζωτικής σημασίας εξαπλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους Ρωμαίους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση και κυριαρχία των Ρωμαίων σε όλη την Ευρώπη.

Η ρωμαϊκή αστική και στρατιωτική μηχανική συνιστούν μεγάλο κομμάτι της τεχνικής υπεροχής και κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης. Συνέβαλαν στην κατασκευή πολυάριθμων δρόμων, γεφυρών, υδραγωγείων, λουτρών, θεάτρων και ιπποδρόμων. Πολλά μνημεία, όπως το Κολοσσαίο, το Πον-ντυ-Γκαρ και το Πάνθεον, παραμένουν μέχρι τις μέρες μας μαρτυρίες του ρωμαϊκού πολιτισμού.

Οι Ρωμαίοι είναι ξακουστοί για τα αρχιτεκτονικά τους επιτεύγματα, που κατατάσσονται μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά στην «Κλασική αρχιτεκτονική». Κατά τη δημοκρατική περίοδο, στυλιστικά η ρωμαϊκή ήταν παρόμοια της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Παρόλο που εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές, η Ρώμη δανείστηκε πολλά στοιχεία από την Ελλάδα εμμένοντας στα αυστηρά τυποποιημένα σχέδια ανοικοδόμησης και αναλογίες. Πέραν από δύο νέους ρυθμούςκατασκευής κιόνων, γνωστούς ως «σύνθετος» και «τοσκανικός», και τον θόλο, ο οποίος προήλθε από την ετρουσκική αψίδα, η Ρώμη παρουσίασε ελάχιστες καινοτομίες μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας.

Τον 1ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως το τσιμέντο, το οποίο εφευρέθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Ήταν ισχυρό συνδετικό υλικό από pozzolana (λεπτή σκόνη από ενώσεις πυριτίου και αλουμινίου, ηφαιστειακής προέλευσης) που σύντομα παραγκώνισε το μάρμαρο ως κύριο υλικό δόμησης. Το τσιμέντο αι επέτρεψε την υλοποίηση πολλών τολμηρών αρχιτεκτονικών σχεδίων.2 Επίσης, κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., ο Βιτρούβιος έγραψε το έργο «De architectura», πιθανώς την πρώτη πραγματεία σχετικά με την αρχιτεκτονική στην ιστορία. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η Ρώμη άρχισε να επιδίδεται και στην υαλοτεχνία, ελάχιστα μετά την εφεύρεσή της στη Συρία περί το 50 π.Χ. Ταψηφιδωτά κατέκλυσαν την αυτοκρατορία μετά τις εκστρατείες του Σύλλα στην Ελλάδα.

Το τσιμέντο επέτρεψε την κατασκευή των στρωμένων με πλάκες ρωμαϊκών δρόμων, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούνταν χίλια χρόνια μετά την πτώση της Ρώμης. Η κατασκευή ενός εκτενούς και αποτελεσματικού οδικού δικτύου κατά μήκος της αυτοκρατορίας επέτρεπε στις λεγεώνες να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Επίσης, οι δρόμοι αυτοί είχαν τεράστια οικονομική σημασία, καθιστώντας τη Ρώμη σταυροδρόμι του εμπορίου, εξ’ ου και η φράση «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Η ρωμαϊκή κυβέρνηση διατηρούσε ανά τακτά διαστήματα σταθμούς, όπου μπορούσαν να αναπαυθούν οι ταξιδιώτες. Επίσης κατασκεύασε γέφυρες όπου ήταν απαραίτητο και ίδρυσε σύστημα ταχυμεταφορώνπου επέτρεπε σε μια αποστολή να κινείται με ταχύτητα 800 χλμ. σε 24 ώρες.

Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν πολυάριθμα υδραγωγεία για να παρέχουν νερό στις πόλεις, τις βιομηχανικές περιοχές και τις καλλιέργειες. Την πόλη της Ρώμης εξυπηρετούσαν 11 υδραγωγεία συνολικού μήκους 350 χιλιομέτρων.2 Τα περισσότερα από αυτά ήταν υπόγεια με ορισμένα μόνο τμήματα χτισμένα πάνω από το έδαφος, στηριζόμενα σε αψίδες. Ορισμένες φορές, όταν έπρεπε να ξεπεραστούν βαθουλώματα που υπερέβαιναν τα 50 μέτρα, χρησιμοποιούνταν ανάστροφοι αγωγοί για να αναγκάσουν το νερό να κινηθεί προς τα πάνω.

Ένας άλλος τομέας στον οποίο οι Ρωμαίοι έκαναν μεγάλες προόδους ήταν αυτός της υγιεινής. Ξακουστά ήταν τα δημόσια λουτρά τους, που καλούνταν θέρμες, τα οποία χρησίμευαν τόσο στην προσωπική υγιεινή όσο και στην κοινωνικοποίηση. Πολλά ρωμαϊκά σπίτια είχαν τουαλέτες και εσωτερικά υδραυλικά, ενώ ένα περίπλοκο αποχετευτικό σύστημα, η Cloaca Maxima, χρησιμοποιούταν για να αποξηραίνει τα τοπικά έλη και να μεταφέρει τα απόβλητα ύδατα στον Τίβερη.

 

 

Πηγή: el.wikipedia.org