ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ



Εντούτοις, η γενική διαμόρφωση των διαφόρων τμημάτων τους παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την πτώση του Βυζαντίου και, όπως ήταν φυσικό, καθοριζόταν από την τοπογραφία του χώρου. Έτσι, είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μία πρώτη διάκριση μεταξύ των θαλάσσιων και των χερσαίων τειχών. Τα χερσαία τείχη, τα οποία εκτείνονταν από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, κτίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 413 μ.Χ. και ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς Θεοδοσιακά τείχη ή τείχος Θεοδοσιακόν.

Επειδή όμως τα τείχη αυτά δεν περιέκλειαν σημαντικό τμήμα της Πόλης, όπως το Επταπύργιον ή το Έβδομον, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος τον 7ο αιώνα διέταξε να κατασκευαστεί νέο τείχος το επονομαζόμενο Μονότειχος για να ασφαλίσει το παλάτι και το ναό των Βλαχερνών, ενώ μετά τη δημιουργία του νέου τείχους κατεδαφίστηκε το παλιό. Τέλος ο Αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος από το 813 μ.Χ. έως και το 820 μ.Χ. ανήγειρε νέο μικρότερο τείχος, περίπου 100 μέτρων, χωρίς να κατεδαφίσει το εσωτερικό του Ηρακλείου. Τα θαλάσσια τείχη λόγω του ισχυρού Βυζαντινού ναυτικού και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της θάλασσας, είχαν μικρότερη σημασία.

Αντίθετα, τα χερσαία τείχη, επειδή εκτείνονταν σε έδαφος που δεν προσέφερε φυσική άμυνα, απαιτούσαν σημαντική κατασκευή, πιο πολύπλοκη και φυσικά πιο ισχυρή. Όλους τους χειμερινούς μήνες, με την προτροπή και τη συμμετοχή του Αυτοκράτορα, άνδρες και γυναίκες εργάζονταν με ζήλο νύχτα και μέρα συγκεντρώνοντας όπλα και προμήθειες, καθαρίζοντας τις τάφρους και επισκευάζοντας τα τείχη, καθώς πολλά μέρη του τεράστιου εκείνου οικοδομήματος είχαν υποστεί ρωγμές και είχαν καταπέσει. Επομένως υπήρξε ζωτικής σημασίας η επισκευή των ρηγμάτων και των ετοιμόρροπων μερών των χερσαίων τειχών.

Επιπλέον η εξωτερική προστατευτική τάφρος χρειάστηκε να καθαρισθεί και να εκβαθυνθεί και την εργασία αυτή φαίνεται, ότι ανέλαβε ο Ενετός πλοίαρχος Aluvixe Diedo, ο επικεφαλής τριών γαλέρων μαζί με τους άνδρες του, σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro. Η εργασία αυτή ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε το Μεγάλο Σάββατο στις 31 Μαρτίου του 1453. Ήταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο, που κυλούσε με ηρεμία για την Πόλη, καθώς τη Δευτέρα του Πάσχα θα εμφανίζονταν τα πρώτα τμήματα του Τουρκικού στρατού και θα άρχιζε η κρίσιμη και τελευταία πολιορκία.

Τα χερσαία τείχη είχαν προστατεύσει την Πόλη επί μία σχεδόν χιλιετία από τις διάφορες εχθρικές επιδρομές και από τις προηγούμενες Οθωμανικές απόπειρες κατάληψης της.Τα τείχη ήταν διπλά σε όλο το μήκος τους, εκτός από το Ηράκλειο τείχος, το οποίο ήταν μονό και χωρίς τάφρο και το οποίο αποτελούσε το αδύνατο σημείο της οχύρωσης. Στην ουσία, επρόκειτο για ένα σύνθετο οχυρωματικό έργο, αποτελούμενο από μια διπλή σειρά τειχών, χωρισμένη στο κυρίως τείχος και το προτείχισμα. Το εσωτερικό τείχος ήταν ψηλότερο, πιο παχύ και περιστοιχιζόταν από πύργους. Το εξωτερικό τείχος είχε εμφανώς μικρότερο ύψος.

Το εξωτερικό τείχος ήταν περίπου τέσσερα μέτρα από το επίπεδο του προαυλίου και γύρω στα οχτώ μέτρα στην εξωτερική πλευρά λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Ο χώρος μεταξύ των δύο τειχών ονομαζόταν περίβολος. Το σύνολο συμπληρωνόταν από μία αμυντική τάφρο, στο εξωτερικό του προτειχίσματος. Επειδή λοιπόν το Ηράκλειο τείχος ήταν πιο αδύναμο από την υπόλοιπη οχύρωση, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να ανοιχθεί μία τάφρος βάθους 2,5 μέτρων και μήκους 30 μέτρων. Τα χερσαία τείχη αποτελούσαν πάντοτε αγκάθι για τους εχθρούς της Πόλης και τους οδηγούσαν σε απόγνωση. Τώρα, στα 1453, αποτελούσαν την τελευταία ελπίδα των κατοίκων της Βασιλεύουσας.  


Είχαν επισκευαστεί αρκετά καλά και μπορούσαν να κρατήσουν σε απόσταση κάθε συμβατική επίθεση, όχι όμως βομβαρδισμό βαρέως πυροβολικού και ήταν ζήτημα χρόνου η εξάντληση των προμηθειών και τα αποθέματα των υπερασπιστών. Άλλωστε με την ολοκλήρωση του Ρούμελη Χισάρ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν για πρώτη φορά αποκομμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας είχε ζητήσει να γίνει στρατολόγηση όλων των ανδρών, που μπορούσαν να πολεμήσουν. Ο ιστορικός Σφραντζής ανέλαβε αυτό το καθήκον και κάνει λόγο για 4.773 Έλληνες και περίπου 2.000 ξένους ικανούς να υπερασπιστούν την Πόλη.

Για την εξεύρεση οικονομικών πόρων ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει κάτι, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί άπρεπο και ιερόσυλο για κάποιον, που σέβεται τη θρησκεία και την εκκλησία. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, για να πληρώσει τους μισθούς των στρατευμένων, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να αφαιρέσουν από τους ναούς τα ιερά σκεύη, πού ήταν αφιερωμένα στο Θεό και να τα μετατρέψουν σε νομίσματα. Συμπληρώνει όμως ο συγγραφέας, που αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός, ότι οι δύσκολοι καιροί επέβαλαν να γίνει αυτή η ενέργεια και ότι ο Αυτοκράτορας είχε πρόθεση, αν σωζόταν η πόλη, να επιστρέψει όλα αυτά στο τετραπλάσιο.

Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος και οι άρχοντες της Πόλης, συνηθισμένοι από προηγούμενες πολιορκίες, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα τρόφιμα, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μακροχρόνιας πολιορκίας.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ 

Μέσα σε λίγες δεκαετίες οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Βαλκανικής και από το 1394 έως το 1402 έκαναν μια πρώτη απόπειρα να εξαναγκάσουν την Κωνσταντινούπολη σε παράδοση αποκλείοντάς την. Η ήττα των Τούρκων από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας (1402) και οι επακόλουθες συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη της οθωμανικής δυναστείας πρόσφεραν μια πρόσκαιρη ανακούφιση στο Βυζάντιο, αλλά μετά την ανάδειξη στην εξουσία του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421) το οθωμανικό κράτος ανέκαμψε και η επικράτεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα περιορίστηκε πάλι στην Κωνσταντινούπολη και κάποιες παράκτιες πόλεις της Θράκης. 
 
Ωστόσο, έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα το 1422 δεν υπήρξε άλλη απευθείας επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1453. Βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες για τους Οθωμανούς ήταν η καλή οχύρωση της πόλης, η κυριαρχία των Βενετών και Γενουατών στη θάλασσα και ο φόβος πως η δέσμευση μεγάλων δυνάμεων σε μια πολιορκία θα ενθάρρυνε επιθέσεις από τις δυνάμεις της δυτικής χριστιανοσύνης (η σταυροφορία του 1444, η οποία κατέληξε στην πύρρειο τουρκική νίκη στη Βάρνα, είχε θορυβήσει ιδιαίτερα τους Οθωμανούς) ή εξεγέρσεις διεκδικητών του θρόνου.

Για τους Βυζαντινούς η μόνη μακροπρόθεσμη προοπτική επιβίωσης προϋπέθετε ενεργή στρατιωτική βοήθεια από τις Χριστιανικές δυνάμεις. Απαραίτητος όρος όμως ήταν η ένωση της Βυζαντινής Εκκλησίας με την Εκκλησία της Ρώμης, κάτι που δίχαζε βαθιά τη Βυζαντινή κοινωνία. Η ένωση τελικά συμφωνήθηκε κατά τη σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας (1438 - 1439), προσέκρουσε όμως στην αντίδραση μεγάλου μέρους του Ορθόδοξου ποιμνίου. Η προσπάθεια αποφυγής εσωτερικών κρίσεων πιθανότατα εξηγεί γιατί ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης χήρευε το 1453, καθώς ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' δε στέφθηκε μετά την άφιξή του στη βασιλεύουσα το 1449.

α) Οι Αντίπαλες Δυνάμεις και η Διάταξη τους 

Η έναρξη της πολιορκίας συνέπεσε με τον εορτασμό του Πάσχα, την πρώτη Απριλίου του 1453. Οι Χριστιανοί πολλές μέρες πριν παρακαλούσαν με αγωνία, να περάσουν τη Μεγάλη Εβδομάδα με ησυχία κάτι που πραγματικά συνέβη. Η Κυριακή του Πάσχα, η πιο σπουδαία μέρα της Ορθοδόξων, γιορτάστηκε με ένα μείγμα ευσέβειας και αγωνίας. Οι καμπάνες χτυπούσαν αναστάσιμα και μόνο η Αγία Σοφία παρέμεινε άδεια και σκοτεινή. Την επομένη, Δευτέρα δύο Απριλίου εμφανίστηκε έξω από τα τείχη το πρώτο απόσπασμα του εχθρού, αποτελούμενο από Οθωμανούς καβαλάρηδες.  

Ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα τμήμα από αμυνόμενους, να τους αναχαιτίσει και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν μερικοί από τους εισβολείς. Καθώς κυλούσε η μέρα όμως έκαναν την εμφάνιση τους όλο και περισσότεροι Τούρκοι, για αυτό και οι αμυνόμενοι, που είχαν βγει για να απωθήσουν το πρώτο στράτευμα που είχε εμφανιστεί, υπό τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, οπισθοχώρησε και αποσύρθηκε μέσα στην Πόλη. Επιπλέον μετά από εντολή του Αυτοκράτορα και πάλι καταστράφηκαν οι όλες οι γέφυρες της τάφρου και οι πύλες κλείστηκαν.

Ένα μεγάλο φράγμα απλώθηκε στην είσοδο του λιμανιού του Κεράτιου κόλπου, που δεν ήταν άλλο από μια μεγάλη αλυσίδα στερεωμένη με το ένα άκρο στον πύργο του Ευγένιου και με το άλλο σε ένα πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Πέραν. Η Κωνσταντινούπολη οχυρώθηκε όσο το δυνατόν καλύτερα απέναντι σε ό, τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τις επόμενες μέρες ο στρατός του σουλτάνου άρχισε μεθοδικά, οργανωμένα και με καλό προγραμματισμό να συγκεντρώνεται έξω από την Πόλη. Στις 6 Απριλίου επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι κατέλαβαν τις τελικές τους θέσεις.

Ο ίδιος ο σουλτάνος στρατοπέδευσε στο λόφο του Μάλτεπε, στο κέντρο του στρατού και απέναντι από το μέρος των τειχών που θεωρούσε το καταλληλότερο για επίθεση, σε απόσταση βολής από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στο ίδιο σημείο όπου το 1422 διεξήγαγε την πολιορκία ο πατέρας του Μουράτ, σε σημείο τέτοιο όμως, ώστε να βρίσκεται όσο ήταν δυνατό πιο κοντά στα τείχη, αλλά παράλληλα έξω από τα όρια εμβέλειας των Χριστιανικών βολών με τόξα ή άλλου είδους βλητικές μηχανές. Μπροστά και στα πλαϊνά της σκηνής του σουλτάνου τοποθετήθηκαν οι γενίτσαροι και μπροστά από αυτούς, ακριβώς απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού.

Έπειτα ανέπτυξε τα στρατεύματα του με επικεφαλής τους διοικητές, υποδεικνύοντας στον καθένα τη θέση, την οποία είχε να διαφυλάξει και να υπερασπίζεται και έδινε οδηγίες στον καθένα για το τι πρέπει να κάνει. Ο Ζαγανός Πασάς με ένα τμήμα του στρατού στάλθηκε στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου και απλώθηκε στους λόφους γύρω από το Γαλατά, απομονώνοντας το Πέραν, για να επιβλέπει κάθε κίνηση των Γενουατών. Ο Καρατζά Πασάς, αρχηγός των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την άλλη μεριά, ανέλαβε την αρχηγία του αριστερού κέρατος της στρατιάς των πολιορκητών. Σκοπός του ήταν να κυκλώσει και να φυλάττει όλο εκείνο το τμήμα του χερσαίου τείχους, το οποίο εκτεινόταν από την Ξυλόπορτα, έφτανε μέχρι τα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου και κατέληγε στη Χαρίσια πύλη.