ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ



Καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα και έκαψε το φρούριο και πολλούς από τους κατοίκους. Όσοι κατάφεραν να σωθούν συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οι μεν κάτοικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι φρουροί διατάχθηκε να θανατωθούν. Μετά από αυτή την επιτυχία της κυρίευσης του φρουρίου της Πριγκηποννήσου ο Μπαλτόγλου επέστρεψε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου τα πολεμικά του πλοία ενεργούσαν επιθέσεις εναντίον της αλυσίδας και των Βυζαντινών πλοίων. Ο Μωάμεθ τις επόμενες ημέρες διέταξε το ναύρχο του, να κυριεύσει με κάθε τρόπο τον Κεράτιο κόλπο, ώστε η έφοδος που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εναντίον της Πόλης να είναι συντονισμένη και ταυτόχρονη, από την ξηρά και από τη θάλασσα.

Ο Μπαλτόγλου λοιπόν, αφού συγκέντρωσε όλα τα πλοία και τοποθέτησε επάνω σε αυτά πολύ καλά οπλισμένους στρατιώτες πραγματοποίησε έφοδο εναντίον των Χριστιανικών πλοίων και της αλυσίδας. Οι στρατιώτες του προχώρησαν με αλαλαγμούς και κραυγές και αφού κύκλωσαν τα πλοία του αντιπάλου, άρχισαν να τα χτυπούν με πέτρες, τόξα και βέλη. Έπειτα, όταν πλησίασαν περισσότερο προσπάθησαν να τα πυρπολήσουν ή επιχειρούσαν να ανέβουν σε αυτά. Η μάχη ήταν σφοδρή, το πάθος, η ένταση και η ορμητικότητα των Τούρκων μαχητών τεράστια.


Οι υπερασπιστές της Πόλης όμως ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι για μια τέτοια επίθεση και έχοντας διοικητή τους σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο το Μέγα Δούκα, Λουκά Νοταρά, κατάφεραν πολεμώντας από ψηλότερη θέση να τραυματίσουν και να σκοτώσουν πολλούς από τους επιτιθέμενους, ρίχνοντας εναντίον τους τόξα, ακόντια και βέλη. Ταυτόχρονα είχαν επινοήσει έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο προξενούσαν σοβαρές ζημιές στους πολιορκητές. Είχαν δεμένες ψηλά στα τείχη πήλινες στάμνες γεμάτες με πέτρες και νερό, τις οποίες εξαπέλυαν με τεράστια ορμή επάνω στον εχθρό, με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τους Τούρκους σε οπισθοχώρηση.

Η μάχη ήταν αμφίρροπη, καθώς και οι δύο αντίπαλοι επιθυμούσαν την νίκη, οι μεν Τούρκοι για να καταφέρουν, να μπουν στο λιμάνι, οι δε Βυζαντινοί για να προστατέψουν το λιμάνι και τα πλοία και να απωθήσουν τον εχθρό. Τελικός νικητής και σε αυτή την περίπτωση αναδείχτηκε το πείσμα και η αγωνιστικότητα των πολιορκημένων, οι οποίοι κατόρθωσαν με τη γενναία τους αντίσταση και μαχητικότητα, να αποκρούσουν την Τουρκική επίθεση και να απομακρύνουν τον κίνδυνο για ακόμη μία φορά. Ένα περιστατικό, το οποίο σαφέστατα αξίζει να σημειωθεί, συνέβη στις 20 Απριλίου.

Τρία Γενουατικά πλοία με όπλα και εφόδια, τα οποία είχε στείλει ο Πάπας και έμειναν αποκλεισμένα στη Χίο, λόγω των αντίθετων ανέμων και μαζί με αυτά και ένα Αυτοκρατορικό, φορτωμένο με σιτάρι και έχοντας κυβερνήτη τον έμπειρο ναυτικό Φλαντανελλά, κατευθύνονταν προς τα Δαρδανέλλια και είχαν προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Όταν οι Τούρκοι σκοποί αντιλήφθηκαν, ότι τα πλοία έφταναν στην Πόλη, ειδοποίησαν το σουλτάνο, ο οποίος έσπευσε να δώσει διαταγές στον Μπαλτόγλου, το ναύαρχό του. Οι εντολές ήταν σαφείς. Τα Χριστιανικά πλοία έπρεπε, είτε να αιχμαλωτιστούν, είτε να βυθιστούν. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να φτάσουν στην Πόλη.

Διαφορετικά οι στρατιώτες του δεν θα έπρεπε να γυρίσουν ζωντανοί. Έπειτα ο Τουρκικός στόλος εξοπλίστηκε πλήρως με κάθε είδους οπλισμό και πλήθος μάχιμων στρατιωτών και έσπευσε, να πραγματοποιήσει τις εντολές του σουλτάνου. Ο Μπαλτόγλου, αφού συγκέντρωσε όλο το στόλο, όρμησε εναντίον των Χριστιανικών πλοίων. Αυτό, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν και το μεγάλο του λάθος, καθώς τα πλοία δυσκολεύονταν σε κάθε τους προσπάθεια να ελιχθούν σε τόσο στενό χώρο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δούκας, οι κωπηλάτες δεν έβρισκαν χώρο να βυθίσουν στο νερό τα κουπιά τους.

Τα Τουρκικά πλοία αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας, αφού βγήκαν από τα αγκυροβόλια τους, περίμεναν τις Χριστιανικές ολκάδες έξω από το λιμάνι της Χρυσής πύλης, στο εσωτερικό της Προποντίδας. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, καθώς επικρατούσε νηνεμία και το θέαμα ήταν πραγματικά παράξενο, όλη η επιφάνεια της του νερού είχε καλυφθεί από τα τριακόσια πλοία των Τούρκων και τις πέντε ολκάδες του Αυτοκράτορα και έμοιαζε με στεριά. Η μάχη που έλαβε χώρα υπήρξε σφοδρότατη. Ο Τούρκος ναύαρχος με το πλοίο του επιτέθηκε πρώτος εναντίον της πρύμνης του Βυζαντινού πλοίου.

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ναυμαχίας, η Τουρκική ναυαρχίδα είχε το έμβολο της βυθισμένο στην πρύμνη του Αυτοκρατορικού πλοίου, ενώ όλος ο Τουρκικός στόλος αγωνιζόταν με τρομερό σθένος, ζήλο και ορμή. Κάθε χριστιανικό πλοίο βρισκόταν κυκλωμένο από πολλαπλάσια Τουρκικά. Το ένα είχε πέντε γαλέρες γύρω του, το άλλο τριάντα φούστες, το τρίτο μαχόταν με σαράντα παρανταρίες. Η μάχη σώμα με σώμα στα καταστρώματα υπήρξε λυσσώδης. Ενώ οι Τούρκοι επετίθεντο με τόξα, πετροβόλα κανόνια και αναμμένους δαυλούς, οι αμυνόμενοι αντεπετίθεντο, έχοντας το πλεονέκτημα να μάχονται από ψηλότερη θέση, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ελέγχουν καλύτερα την κάθε κίνηση του αντιπάλου.

Γενναιότερα από όλους αγωνιζόταν ο Φλαντανελάς, ο κυβερνήτης του Βυζαντινού πλοίου, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη πολεμώντας σαν λιοντάρι και παρότρυνε με τις φωνές του τους συντρόφους του δίνοντας τους θάρρος. Κάποια στιγμή ο Τούρκος ναύαρχος διέταξε να επιτεθούν όλοι οι πολεμιστές του στο μέσον των Χριστιανικών πλοίων, οπότε η μάχη έγινε εκ του συστάδην. Πολλοί Τούρκοι προσπαθούσαν να πυρπολήσουν τα χαμηλά τμήματα των Χριστιανικών σκαφών, ενώ άλλοι προσπαθούσαν με σκοινιά και άγκιστρα να ανέβουν πάνω στα Βυζαντινά πλεούμενα. Η μάχη διήρκεσε μόνο δύο με τρεις ώρες, σύμφωνα με το Barbaro και δεν είχε νικητή.

Ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του και τα Χριστιανικά πλοία, που βρίσκονταν ακινητοποιημένα λόγω της νηνεμίας, εξακολουθούσαν να δέχονται τις επιθέσεις των Τούρκων και να αντιστέκονται σθεναρά. Οι αμυνόμενοι, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, ήταν θωρακισμένοι και χρησιμοποιούσαν μεγάλους αμφορείς γεμάτους νερό, για να σβήνουν τις φωτιές, που έβαζαν οι επιτιθέμενοι ή εξακόντιζαν μεγάλους λίθους στα κεφάλια των εχθρών, με αποτέλεσμα είτε να καταποντίσουν, είτε να σκοτώσουν πολλούς.

Και ενώ τα πράγματα είχαν φτάσει σε κρίσιμο σημείο, καθώς υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι θα συνέχιζαν τις επιθέσεις και κατά τη διάρκεια της νύχτας, φύσηξε ξαφνικά δυνατός νότιος άνεμος, ευνοϊκός για τα Χριστιανικά πλοία και καθώς ήταν ταχύτερα από τα Τουρκικά, κατόρθωσαν να φτάσουν στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Η βαριά αλυσίδα σηκώθηκε για λίγο και τα  Χριστιανικά πλοία πέρασαν πίσω από αυτή με ασφάλεια. Από την παραλία και τα τείχη, πολιορκητές και πολιορκημένοι παρακολουθούσαν με αγωνία την έκβαση της ναυμαχίας. Όταν και οι μεν και οι δε αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί ξέσπασαν οι μεν Βυζαντινοί σε ζητωκραυγές, οι δε Τούρκοι σε βρισιές και κατάρες.

Εντυπωσιακή ήταν η αντίδραση του Μωάμεθ, όπως περιγράφεται από τον ιστορικό Σφραντζή. « Όταν ο σουλτάνος είδε, ότι ο στόλος του, παρόλο που ήταν πολύ μεγαλύτερος και πιο καλά εξοπλισμένος από τα Χριστιανικά πλοία, δεν πέτυχε τίποτε, αλλά αποδείχτηκε κατώτερος από αυτά, τα οποία κατόρθωσαν να μπουν με ασφάλεια στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εξεμάνη, κατελήφθη από οργή και θυμό, μούγκριζε και έτριζε τα δόντια. Εκτόξευε ύβρεις κατά των ανδρών του, αποκαλώντας τους δειλούς, γυναίκες και άχρηστους. Έπειτα ανέβηκε στο άλογο του και όρμησε έφιππος μέσα στο νερό, με αποτέλεσμα τα περισσότερα ρούχα του να βραχούν. Τον ακολούθησαν και αρκετοί στρατιώτες του και έφθασαν στα πλοία».


Τελικά η οργή του σουλτάνου ξέσπασε στο πρόσωπο του ναυάρχου του, Μπαλτόγλου. Αρχική πρόθεση του Μωάμεθ ήταν να σκοτώσει το ναύαρχο του με ανασκολοπισμό. Έπειτα όμως από τις παρακλήσεις των πασάδων του, αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, αλλά φρόντισε πρώτα να τον καθαιρέσει από το αξίωμα του, να δημεύσει την περιουσία του, την οποία και μοίρασε στους γενιτσάρους και να τον εξευτελίσει με ραβδισμούς. Σε κάποιες μαρτυρίες, όπως αυτή του Δούκα, φαίνεται ότι ο Μπαλτόγλου έγινε στόχος και της οργής των γενιτσάρων, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του από πέτρα στο μάτι, γεγονός που του στοίχισε την όραση του.

Από την άλλη μεριά τον τραυματισμό του ναυάρχου από πέτρα, αναφέρει και ο Κριτόβουλος με τη διαφορά όμως, ότι ο τραυματισμός αυτός προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας και έγινε αφορμή να αποφύγει ο Μπαλτόγλου τη θανατική καταδίκη εκ μέρους του Μωάμεθ. Η αδικαιολόγητη αυτή αποτυχία του Τουρκικού στόλου εξόργισε όσο τίποτε το σουλτάνο, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι τέσσερα Χριστιανικά πλοία (ή όπως έχουμε δει προηγουμένως πέντε, σύμφωνα με μαρτυρίες άλλων χρονογράφων) κατάφεραν όχι μόνο να παρακάμψουν τα πολυάριθμα  Τουρκικά σκάφη, αλλά και να προκαλέσουν το θάνατο πολλών μελών του πληρώματος. Η ψυχή του Μωάμεθ ξεχείλιζε από θλίψη και αγανάκτηση.