ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ



Μόνη του σκέψη ήταν τι θα μπορούσε να κάνει για να αποκλείσει όσο το δυνατόν καλύτερα την Πόλη από την ξηρά και από τη θάλασσα και πώς θα αποκτούσε τον έλεγχο του Κεράτιου κόλπου. Ο σουλτάνος πέρασε την υπόλοιπη μέρα, αλλά και την επόμενη στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, σκεπτόμενος με ποιο τρόπο θα μπορούσε να περάσει το στόλο του μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πλοία του δεν είχαν καταφέρει να σπάσουν τον αποκλεισμό και να παραβιάσουν την είσοδο του λιμανιού και την αλυσίδα. Μηχανεύεται λοιπόν ένα τέχνασμα, δηλαδή την κατασκευή δίολκου, μέσω της οποίας θα μετέφερε κάποια από τα πλοία του από την ξηρά μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.

Διατάζει λοιπόν να διαμορφωθεί μία ομαλή οδός πίσω από τα τείχη του Γαλατά και να τοποθετηθούν κάποια από τα σκάφη πάνω σε τροχοφόρες εξέδρες, τις οποίες τραβούσαν με σκοινιά Τούρκοι στρατιώτες. Έτσι άρχισε ταχύτατα η ανέλκυση των πλοίων και ταχύτατα ολοκληρώθηκε και η μεταφορά τους μέσα σε διάστημα μίας μόνο νύχτας. Για να γίνει πιο εύκολη η κίνηση των πλοιαρίων στον τραχύ στεριανό δρόμο, τοποθετήθηκαν σανίδες αλειμμένες με λίπος βοδιών ή κριαριών, επάνω στις οποίες γλιστρούσαν ευκολότερα τα πλεούμενα.

Η επιχείρηση έλαβε χώρα τη νύχτα της 21 προς 22 Απριλίου και μεταφέρθηκαν 70 με 80 πλεούμενα από τη ναυτική βάση των Τούρκων στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, στο Βόσπορο, μέσα στον Κεράτιο κόλπο, στα νώτα των Χριστιανικών πλοίων, που ήταν τοποθετημένα πίσω από τη βαριά αλυσίδα, που έφραζε την είσοδο του λιμανιού. Αυτή η ενέργεια του σουλτάνου μείωσε την αμυντική ικανότητα των πολιορκουμένων, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι τώρα να προστατεύουν και τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κερατίου κόλπου και σκόρπισε τον τρόμο μέσα στην Πόλη. Σύγχυση και θλίψη κατέλαβε τους πάντες.

Η χαρά των προηγούμενων επιτυχιών στην ξηρά (απόκρουση της Τουρκικής εφόδου στις 18 Απριλίου) και στη θάλασσα (επιτυχής είσοδος των Χριστιανικών πλοίων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης στις 20 Απριλίου) σβήστηκε μπροστά στην αγωνία και το φόβο για τους κινδύνους που ενέκλειε η νέα πραγματικότητα. Έπρεπε σύντομα να ληφθούν μέτρα ώστε, να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Αποφασίστηκε η σύγκληση του συμβουλίου των δώδεκα, ενός συμβουλίου των πλοιάρχων των μεγαλύτερων πλοίων, ενετικών και Βυζαντινών, που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο, σε συνεννόηση βέβαια με τον Αυτοκράτορα και τον Ιουστινιάνη. Στη διάρκεια του συμβουλίου ακούστηκαν πολλές προτάσεις.

Μία πρόταση ήταν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Γενουάτες του Πέραν και να πραγματοποιήσουν από κοινού μία γενική επίθεση κατά του Τουρκικού στόλου μέσα στο λιμάνι. Η πρόταση αυτή απερρίφθη, καθώς υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να μη γίνει αποδεκτή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, για να μη χάσουν τα προνόμια που είχαν αποκτήσει από την τήρηση ουδετερότητας. Μία δεύτερη πρόταση ήταν, να αποβιβαστούν άνδρες από την Κωνσταντινούπολη στην απέναντι ακτή, εκεί όπου βρίσκονταν τα Τουρκικά πυροβολεία και να τα καταστρέψουν. Αν συνέβαινε αυτό θα ήταν πιο εύκολο έπειτα, να πυρπολήσουν τα εχθρικά πλοία που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο.

Και η πρόταση αυτή όμως, είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη, καθώς ο αριθμός των στρατιωτών στην Πόλη ήταν πολύ μικρός και θα ήταν μεγάλο ρίσκο, να διακινδυνεύσουν για μία τόσο αβέβαιη επιχείρηση. Τελικά αποφασίστηκε η άμεση πυρπόληση των Τουρκικών πλοίων μέσα στο λιμάνι του Κεράτιου κόλπου. Η επιχείρηση αυτή απαιτούσε λιγοστούς ριψοκίνδυνους άνδρες και την ανέλαβε ένας έμπειρος ναυτικός, ο Ιάκωβος Κόκος, πλοίαρχος μίας γαλέρας από την Τραπεζούντα. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα, είχε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί στις 24 Απριλίου, λίγες μόνο ώρες έπειτα από τη μεταφορά του Τουρκικού στόλου μέσα στον Κεράτιο.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο σουλτάνος είχε διατάξει να φτιάξουν μία πρόχειρη πλωτή γέφυρα μέσα στο λιμάνι από την οποία μπορούσαν να διέρχονται ελεύθερα οι στρατιώτες του περνώντας από τη μία παραλία του κόλπου στην απέναντι και πάνω στην οποία έστησε κανόνι, το οποίο έβαλε διαρκώς τα τείχη σε εκείνο το σημείο και δυσκόλευε τρομερά την άμυνα των πολιορκημένων. Σύμφωνα λοιπόν με την περιγραφή του Barbaro, στις 24 Απριλίου ο ναύαρχος Ιάκωβος Κόκος, ετοίμασε δύο πλοία καλά επενδυμένα γύρω γύρω με σάκους γεμάτους βαμβάκι και μαλλί, ώστε να μην μπορεί να τους προκαλέσει ζημιά κανένας κανονιοβολισμός και παράλληλα ετοιμάστηκαν δύο γαλέρες και δύο φούστες, για να συνεισφέρουν στην επιχείρηση.

Αφού λοιπόν είχε προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία συγκεντρώθηκαν όλοι στη γαλέρα του Diedo, για να πάρουν την τελική απόφαση για την πραγματοποίηση του παράτολμου εγχειρήματος. Και ενώ οι περισσότεροι συμφωνούσαν να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο, το ίδιο εκείνο βράδυ, οι Γενουάτες του Γαλατά, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το σχέδιο, έσπευσαν να στείλουν αντιπροσώπους στον Τούρκο σουλτάνο και να του το αποκαλύψουν, ενώ ταυτόχρονα ζήτησαν από τον ναύαρχο, να αναβάλει την επιχείρηση, με την υπόσχεση, ότι θα συνεισέφεραν και οι ίδιοι στην πυρπόληση του εχθρικού στόλου. Ο ναύαρχος πείσθηκε για την ειλικρίνεια των προθέσεων των Γενουατών και αποφασίστηκε να αναβληθεί το εγχείρημα για τις επόμενες ημέρες.


Η αναβολή, την οποία κέρδισαν οι Γενουάτες, όπως αποδείχτηκε αργότερα υπήρξε πολύτιμη για τους Τούρκους, καθώς τους έδωσε την ευκαιρία να προετοιμαστούν κατάλληλα και να οργανώσουν αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης των Βυζαντινών και των συμμάχων τους. Το ξημέρωμα της 28ης Απριλίου ορίστηκε να πραγματοποιηθεί τελικά η προσπάθεια πυρπόλησης του Τουρκικού στόλου. Έτσι την καθορισμένη στιγμή δύο ώρες πριν από το ξημέρωμα, όπως αναφέρει ο Barbaro, τα δύο Χριστιανικά πλοία του Ιάκωβου Κόκου ξεκίνησαν από το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, συνοδευόμενα από τις γαλέρες του Γαβριήλ Τριβιζάνου και του Ζαχαρία Γκριόνι και ακόμα από τρεις φούστες με πλοιάρχους τον Τριβιζάνο, τον Μορεζίνη και τον Κόκο.

Σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δοθεί επικεφαλής βρίσκονταν τα δύο μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν επενδυμένα με σάκους από μαλλί και βαμβάκι, καθώς σε περίπτωση επίθεσης, θα μπορούσαν να προστατευθούν και παράλληλα να ανταποδώσουν τους κανονιοβολισμούς. Όταν τα πλοία έφτασαν κοντά στον  Τουρκικό στόλο, ο Κόκος προέβη σε μία απερίσκεπτη πράξη. Επιθυμώντας να είναι ο πρώτος, που θα χτυπούσε την Τουρκική αρμάδα, έβγαλε τη φούστα του από την κάλυψη των μεγάλων πλοίων και ακριβώς εκείνη τη στιγμή το πλοίο του δέχτηκε την πρώτη κανονιά. Αν και αυτή η κανονιά δεν ήταν επιτυχημένη, η επόμενη πέτυχε τη φούστα στη μέση και τη διαπέρασε από τη μία πλευρά στην άλλη.

Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά το πλοίο βυθίστηκε μαζί με όλο το πλήρωμα αλλά και τον κυβερνήτη του, τον Κόκο, συνολικά εβδομήντα δύο άνδρες. Σύμφωνα με το Σφραντζή όμως, από τους άνδρες του πληρώματος εκείνου του μοιραίου πλοιαρίου, κάποιοι, σαράντα περίπου τον αριθμό, κατάφεραν να σωθούν και να κολυμπήσουν ως την παραλία. Εκεί όμως τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και τους θανάτωσαν με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού, με τέτοιο τρόπο, ώστε η αποτρόπαιη πράξη να είναι ορατή στους φρουρούς των τειχών. Και ενώ συνέβησαν αυτά στο πλοίο του Κόκο, επειδή γινόταν χαλασμός και επικρατούσε αναστάτωση, ακούγονταν κραυγές και υπήρχε πολύς θόρυβος, οι επιβαίνοντες στα άλλα πλεούμενα φαίνεται, σύμφωνα με το Barbaro, ότι δεν είχαν αντιληφθεί τι ακριβώς είχε συμβεί.

Και ενώ προχωρούσε η γαλέρα του Τριβιζάνο, χτυπήθηκε από τα κανόνια των Τούρκων και το χτύπημα ήταν τόσο καίριο, ώστε η βολή τη διαπέρασε από τη μία άκρη ως την άλλη. Το πλοίο  άρχισε να βυθίζεται, αλλά το πλήρωμα του κατάφερε να το οδηγήσει στο αγκυροβόλιο του. Τα μικρότερα σκάφη, δηλαδή οι φούστες, βλέποντας τι είχε συμβεί με τις άλλες δύο, αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω, καθώς η επιχείρηση δεν μπορούσε πλέον, υπό αυτές τις συνθήκες, να πραγματοποιηθεί. Τα δύο μεγάλα πλοία, που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση, είχαν αγκυροβολήσει και περίμεναν βοήθεια. Αλλά ήταν αδύνατο να λάβουν οποιουδήποτε είδους βοήθεια, καθώς οι Τούρκοι με όλο το στόλο τους, εβδομήντα δύο φούστες, όπως αναφέρει ο Barbaro, επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα δύο πλοία.

Επί μιάμιση περίπου ώρα κανονιοβολούσαν ασταμάτητα τα δύο πλεούμενα και η μάχη ήταν λυσσαλέα, αλλά καμία από τις δύο πλευρές δεν κατόρθωσε να νικήσει. Τελικά τα δύο πλοία επέστρεψαν στη θέση τους και τα πλοία του Τουρκικού στόλου στη βάση τους. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας μπορεί βεβαίως να ήταν ατυχές για τους Χριστιανούς, καθώς είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, αν κρίνει κανείς όμως το γεγονός, ότι δύο πλοία κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώα στη βάση τους, ενώ δέχτηκαν κανονιοβολισμούς και πυρά από πολύ περισσότερα, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι οι Χριστιανοί ήταν σαφώς ανώτεροι των Τούρκων, όσον αφορά τη ναυτικά ικανότητα και παράλληλα υπερείχαν στην ποιότητα των πλοίων.

Τέλος θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς, ότι πέρα από την προδοσία των Γενουατών, η οποία έδωσε στους εχθρούς τη δυνατότητα να προετοιμαστούν κατάλληλα, σημαντικό ρόλο στην ήττα των Χριστιανών έπαιξε και η απερίσκεπτη κίνηση του Ιάκωβου Κόκου. Αν δεν ήταν τόσο παρορμητικός και είχε ακολουθήσει πιστά το σχέδιο, που είχε αποφασιστεί να τεθεί σε εφαρμογή, η εξέλιξη της ναυμαχίας θα ήταν πιθανότατα πολύ διαφορετική. Αλλά αυτά είναι μόνο υποθέσεις και για το λόγο αυτό θα σταθούμε απλά στα γεγονότα. Η θλίψη και η απόγνωση στην Κωνσταντινούπολη ήταν μεγάλη και για την ήττα, αλλά και για τις απώλειες τόσων ανθρώπων.

Για να μετριαστεί η απώλεια και ο θυμός για την ήττα οι αμυνόμενοι ανταπάντησαν στους Τούρκους με τη θανάτωση των Τούρκων αιχμαλώτων, οι οποίοι βρίσκονταν στην πόλη από την αρχή της πολιορκίας, τους οποίους και κρέμασαν στα τείχη. Οι Τούρκοι είχαν όμως, εγκατασταθεί πλέον στον Κεράτιο κόλπο και το λιμάνι δεν ήταν ασφαλές, παρόλο που ο Χριστιανικός στόλος εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί. Ο Μωάμεθ, αν και δεν είχε αποκτήσει πλήρη κυριαρχία, μπορούσε πλέον να απειλεί τα τείχη, που βρίσκονταν απέναντι από το λιμάνι και είχε αρκετά πλοία έξω από την αλυσίδα, ώστε να κρατά την Πόλη αποκλεισμένη.

Η προδοσία των Γενουατών του Πέραν είχε καταφέρει να διασπάσει τη άμυνα των Χριστιανών με συχνές διενέξεις και καχυποψία μεταξύ Ενετών, Γενουατών, αλλά και Βυζαντινών και να δώσει στο σουλτάνο μία μεγάλη νίκη.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε το βασικό στόχο του Μωάμεθ Β' αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία, στα τέλη του 1451. Στη διάρκεια του 1452 κατασκεύασε το φρούριο του Boğaz kesen (σημερινό Rumeli Hisarı) στην Ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου, ώστε να ελέγχει το διάπλου των στενών, ενώ παράλληλα ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την πολιορκία και την κατασκευή των κανονιών. Επίσης, από το φθινόπωρο του 1452 άρχισε η κατάληψη των εκτός της Πόλης Βυζαντινών οχυρών.

Στις αρχές Απριλίου του 1453 (σταδιακά από τις 4 έως τις 7 Απριλίου 1453) οι Οθωμανικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών και οι προσπάθειες υπόσκαψής τους. Μέχρι την τελική έφοδο μεγάλο μέρος των τειχών, ιδιαίτερα στο μεσαίο τμήμα τους, είχε υποστεί σημαντικές ζημιές. Στις 18 Απριλίου απέτυχε μία πρώτη έφοδος στα τείχη. Στις 20, έπειτα από επιτυχημένη προσπάθεια τεσσάρων πλοίων να σπάσουν τον κλοιό του Οθωμανικού στόλου και να μπουν στον Κεράτιο κόλπο, ο σουλτάνος καθαίρεσε το ναύαρχο Μπαλτόγλου και στις 22 κατόρθωσε να περάσει μέρος του στόλου του δια ξηράς στον Κεράτιο.