ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ


Από τη μία μεριά ο ηλικιωμένος βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος από την αρχή είχε αντίθετη γνώμη σχετικά με την πολιορκία και η μέχρι τώρα έκβαση της τον δικαίωνε και οι υποστηρικτές του και από την άλλη μεριά ο Ζαγανός Πασάς, ο οποίος αντιπαθούσε το Χαλήλ και επέμενε στην συνέχιση της πολιορκίας, καθώς ήταν πεπεισμένος, ότι η στιγμή, κατά την οποία η Πόλη θα έπεφτε στα χέρια του σουλτάνου, ήταν πολύ κοντά. Τελικά υπερίσχυσε η παράταξη του Ζαγανού Πασά και οι περισσότεροι συντάχθηκαν με την άποψη του να συνεχιστεί η πολιορκία μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σφραντζή, ο αντίπαλος του Ζαγανού, Χαλήλ Πασάς ήταν αυτός που έσπευσε να πληροφορήσει τον Αυτοκράτορα για τις διαθέσεις του σουλτάνου και την επικείμενη επίθεση.

Ο σουλτάνος ανακουφισμένος, εφόσον αποφασίστηκε να προχωρήσουν μέχρι τέλους για την κατάκτηση της πόλης, ενέτεινε ακόμη περισσότερο τους βομβαρδισμούς των τειχών και οργάνωνε μία γενικευμένη επίθεση. Η απόφαση του συμβουλίου έγινε γρήγορα γνωστή σε όλο το στρατόπεδο και για να εμψυχώσει τους πολεμιστές του, ο Μωάμεθ τη νύχτα της 26ης Μαΐου διέταξε να ανάψουν φωτιές σε όλο το στρατόπεδο. Μαζί με τις φωτιές ακούγονταν τυμπανοκρουσίες, αλαλαγμοί και κραυγές, που έκαναν τους πολιορκημένους να παγώσουν από την τρομάρα τους, καθώς πλησίαζε η ώρα της τελικής επίθεσης.

Οι οιωνοί και τα σημάδια των προηγούμενων ημερών, οι πανάρχαιες προφητείες, που προδίκαζαν την πτώση της Βασιλεύουσας, σε συνδυασμό με τις πυρετώδεις προετοιμασίες του σουλτάνου, προκάλεσαν πανικό στους αμυνόμενους. Έσπευδαν στις εκκλησίες και επαναλάμβαναν συνεχώς προσευχές, ζητώντας την προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Οι φωτιές στο εχθρικό στρατόπεδο, έξω από τα τείχη συνέχιζαν να καίνε και την επόμενη ημέρα, στις 27 Μαΐου. Και ήταν τόσο εκτυφλωτικό το φως, ώστε αρχικά οι πολιορκημένοι νόμισαν, ότι είχε πιάσει φωτιά το  Τουρκικό στρατόπεδο και αναθάρρησαν. Όταν διαπίστωσαν όμως, τι πραγματικά συνέβαινε, τρομοκρατήθηκαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, από το να προσευχηθούν για τη σωτηρία τους.

Πιθανόν ο σουλτάνος αυτές τις τελευταίες μέρες του Μαΐου, βρισκόταν συνεχώς ανάμεσα στους άνδρες του, για να δίνει τις τελευταίες οδηγίες πριν από τη μεγάλη επίθεση, την οποία αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν στις 29 Μαΐου και την οποία γνώριζαν οι αμυνόμενοι, να τους εμψυχώνει ή κάποιες φορές να απειλεί με θανατική ποινή, όσους απειθαρχούσαν ή οπισθοχωρούσαν δείχνοντας δειλία και να επιβλέπει τις προετοιμασίες. Η ένδοξη νίκη ή η συντριπτική ήττα κρέμονταν από μία κλωστή. Αν αποτύγχανε ο Μωάμεθ θα έπρεπε να λύσει την πολιορκία και να γυρίσει πίσω. Αυτό το ενδεχόμενο δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, γι’ αυτό και φρόντιζε για όλα προσωπικά.

Στις 27 Μαΐου επίσης διέταξε πιθανότατα το βαρύτερο βομβαρδισμό, μέχρι εκείνη τη στιγμή, της Κωνσταντινούπολης. Προσδοκούσε πιθανότατα στην κατάρρευση μεγάλου τμήματος των τειχών, που θα ευνοούσε την μαζική είσοδο των στρατιωτών του την ώρα της γενικής εφόδου. Επιπλέον ήταν σίγουρος, ότι με αυτή την τακτική δεν θα άφηνε στους πολιορκημένους κανένα περιθώριο ανάπαυση. Στο συμβούλιο που ακολούθησε την ίδια ή πιθανότατα την επόμενη ημέρα, ο Μωάμεθ, για να δώσει ώθηση στους πολεμιστές του, ανέφερε τους μυθικούς θησαυρούς της πόλης, οι οποίοι θα γίνονταν δικοί τους.

Αμέτρητα λάφυρα και σκλάβοι, γυναίκες και νεαρά αγόρια, μεγαλοπρεπή οικήματα, βασιλικά ανάκτορα, σπίτια ευγενών, πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια, φτιαγμένα από χρυσάφι και ασήμι. Δεν παρέλειψε να επαναλάβει την τριήμερη λεηλασία, την οποία τους είχε υποσχεθεί εξ αρχής. Πάνω από όλα όμως τόνισε την υποχρέωση που είχαν να καταλάβουν αυτή την ένδοξη πόλη, καθώς αποτελούσε εμπόδιο για μελλοντικές διεκδικήσεις και ήταν απειλή για τα μεγαλεπήβολα σχέδια επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως την είχε φανταστεί ο σουλτάνος. Εξακολούθησε αναφέροντας τη δόξα και την υστεροφημία, που θα τους ακολουθούσε παντοτινά, όταν κατάφερναν να την κυριεύσουν.

Τόνισε όμως, ότι αυτή η προσπάθεια θα είναι δύσκολη, αλλά δεν παρέλειψε να αναφέρει τα μισογκρεμισμένα τείχη, την παραγεμισμένη τάφρο και τους λιγοστούς υπερασπιστές που είχαν απομείνει στην πόλη σε σχέση με τους πολυάριθμους δικούς του μαχητές. Έκανε λόγο και για τους Ιταλούς, οι οποίοι βρίσκονταν στα τείχη, αλλά καθώς δεν μπορούσε να μειώσει τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα τους, επέμεινε κυρίως στο χαρακτήρα τους και στο γεγονός, ότι δεν ήταν άτομα άξια εμπιστοσύνης και ότι πολύ γρήγορα θα παρατούσαν τη μάχη και θα προτιμούσαν να φύγουν από την πόλη και να σώσουν τη ζωή τους. Στη συνέχεια ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο θα μάχονταν.

Ήξερε ότι οι αμυνόμενοι ήταν εξαντλημένοι λόγω των συνεχών βομβαρδισμών και της υπερπροσπάθειας που κατέβαλαν να επιδιορθώνουν τα κατεστραμμένα τμήματα των τειχών. Ήξερε επίσης, ότι ήταν καταπονημένοι από την πείνα, την αγρύπνια και την σωματική κόπωση. Πίστευε λοιπόν, ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να χρησιμοποιήσει την αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Δεν θα έκαναν πλέον άτακτες επιθέσεις, αλλά καλά οργανωμένες και συνεχείς. Ξεκούραστοι μαχητές θα έκαναν εφόδους στα τείχη, αντικαθιστώντας τους προηγούμενους, ώστε να εξαντλήσουν τους αμυνόμενους. Με αυτή την τακτική ο σουλτάνος έλπιζε, ότι πολύ γρήγορα οι λιγοστοί υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης θα λύγιζαν και θα υπέκυπταν.

Στη συνέχεια ο Μωάμεθ έδωσε σαφείς οδηγίες για τις θέσεις των στρατηγών του και για το τι έπρεπε να πράξει καθένας από αυτούς. Ο στόλος με ναύαρχο το Χαμουζά θα περικύκλωνε την πόλη, ενώ θα ανάγκαζε τους υπερασπιστές των θαλάσσιων τειχών να μείνουν σε αυτά, ώστε να τα προστατεύουν. Έπειτα ο Ζαγανός Πασάς με τα στρατεύματα του θα χτυπούσαν το τείχος στον Κεράτιο κόλπο, ενώ ο Καρατζά Πασάς με το στρατό του θα επετίθετο στο μισογκρεμισμένο τείχος κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Η συντονισμένη αυτή επίθεση θα ολοκληρωνόταν με την ταυτόχρονη έφοδο στο κέντρο των τειχών, του ίδιου του σουλτάνου μαζί με το Χαλήλ και το Σαρατζά Πασά.

Τέλος δεν παρέλειψε να αναφέρει, πόσο σημαντική ήταν η τήρηση του σχεδίου, ο σεβασμός, και η πειθαρχία στους ανωτέρους. Έπειτα από αυτά και αφού είχε ολοκληρώσει το λόγο του άφησε τους αξιωματικούς ελεύθερους να επιστρέψουν στις θέσεις τους και ο ίδιος αποσύρθηκε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ άγρια ουρλιαχτά χαράς ακούγονταν στο στρατόπεδο του, εξαιτίας των όσων είχε υποσχεθεί. Και ενώ αυτά συνέβαιναν στο Τουρκικό στρατόπεδο, μέσα στα τείχη επικρατούσε απαισιοδοξία και θλίψη. Συχνές ήταν οι φιλονικίες μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων ή μεταξύ Ενετών και Γενουατών.


Ο Αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τις ισορροπίες και να εμφυσήσει στους αμυνόμενους την ομόνοια, που τόσο ήταν απαραίτητη εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Ιδιαίτερα μνημονεύονται από τον ιστορικό Σφραντζή οι έριδες μεταξύ του Ιουστινιάνη και του Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Παρ' όλες τις αντιδικίες όμως, όλοι εργάζονταν με τον ίδιο ζήλο, προσπαθώντας να προετοιμάσουν την πόλη, όσο το δυνατόν καλύτερα, να αντιμετωπίσει την τελική επίθεση. Ο Ιουστινιάνης εργαζόταν ακαταπόνητα μέρα και νύχτα και ιδιαίτερα εκείνες τις τελευταίες ημέρες, με σκοπό είτε να επισκευάσει, είτε να προστατεύσει όσο αυτό ήταν εφικτό τα τμήματα των τειχών που είχαν καταπέσει.

Την επόμενη ημέρα Δευτέρα 28 Μαΐου, ο σουλτάνος την πέρασε ολοκληρώνοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες σχετικά με την επίθεση. Τα κανόνια και οι πυροβολητές βρίσκονταν στις θέσεις τους, ενώ όλο το στράτευμα βρισκόταν επί ποδός, περιμένοντας να λάβει τις σχετικές οδηγίες. Ο βομβαρδισμός των τειχών εξακολουθούσε με αμείωτη ένταση. Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Ο σουλτάνος επιθεώρησε όλα τα στρατιωτικά σώματα, δίνοντας θάρρος και τις τελευταίες οδηγίες στους διοικητές των σωμάτων.

Πιθανότατα ο Μωάμεθ είχε φροντίσει να εμφυσήσει στους άνδρες του την έννοια του ιερού πολέμου και για αυτό το λόγο υπήρχαν στο στρατόπεδο ιερείς, όπως δερβίσηδες και μουλάδες, που έψελναν, απήγγειλαν στίχους από το Κοράνιο και προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τους πολεμιστές απαριθμώντας τα οφέλη, που θα αποκόμιζαν με την πτώση της πόλης. Την ίδια ημέρα ο σουλτάνος μετέβη έφιππος στο Διπλοκιόνιο, για να επιθεωρήσει το στόλο του και να δώσει διαταγές στο ναύαρχο του για το τι θα έπρεπε να πράξει την επόμενη ημέρα. Σκάλες θα δίνονταν στα πληρώματα των πλοίων, ώστε, αφού αποβιβάζονταν στην ξηρά, να επιχειρήσουν να ανέβουν στα τείχη.

Κατά την επιστροφή του πιθανότατα, περνώντας από τη συνοικία του Γαλατά, προειδοποίησε τους άρχοντες της περιοχής να μην εμπλακούν στη μάχη της επόμενης ημέρας και σε καμία περίπτωση να μην παράσχουν βοήθεια στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο απόγευμα διέτρεξε και πάλι έφιππος όλο το στρατόπεδο από άκρη σε άκρη, κεντρίζοντας το φιλότιμο όλων των αξιωματούχων του και παράλληλα απειλώντας με θάνατο, όποιον δείλιαζε ή παράκουε εντολές ανωτέρου. Ακούγοντας τις διαταγές του, όλοι έσπευσαν να μεταβούν στις προκαθορισμένες θέσεις τους.

Αφού διαπίστωσε ότι όλα ήταν έτοιμα και όπως επιθυμούσε, επέστρεψε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ έστειλε αγγελιαφόρους σε όλο το στρατόπεδο, για να αναγγείλουν ότι η επίθεση θα ξεκινούσε το ξημέρωμα. Φωτιές ανάφθηκαν ακόμη μία φορά στο Τουρκικό στρατόπεδο, αλαλαγμοί, ουρλιαχτά και κραυγές έφθαναν στα αυτιά των πολιορκημένων, ενώ ο εχθρός βομβάρδιζε τα τείχη. Αυτή η αναστάτωση διήρκεσε μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε και οι φωτιές σβήστηκαν και υπήρξε μία παράξενη ησυχία. Στο στρατόπεδο των Βυζαντινών από την άλλη μεριά, επικρατούσε αναστάτωση. Παρ' όλη όμως την ένταση και την αγωνία των πολιορκημένων, δεν έλειπαν οι προετοιμασίες και μέσα στα τείχη.

Όλοι βρίσκονταν στις θέσεις τους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Ιουστινιάνη και 3.000 στρατιώτες βρίσκονταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρότατες ζημιές και μεγάλα τμήματά τους είχαν καταπέσει. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς υπεράσπιζε μαζί με 500 στρατιώτες στη Βασιλική πύλη, ενώ κατά μήκος των χερσαίων τειχών, σε όλα τα καίρια σημεία, είχαν τοποθετηθεί τοξότες και πετροβολιστές. Όλοι πλέον γνώριζαν καλά τι θα επακολουθούσε. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Barbaro κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας οι καμπάνες χτυπούσαν καλώντας τους αμυνόμενους να μεταβούν στις θέσεις τους.

Γυναίκες και παιδιά ανέβαιναν στα τείχη μεταφέροντας λίθους, για να τους χρησιμοποιήσουν ως όπλα οι πολιορκημένοι κατά την έφοδο των Τούρκων. Θρήνοι και κλάματα ακούγονταν σε όλη την πόλη εξαιτίας του τρόμου που είχε κυριεύσει τους αξιοθρήνητους κατοίκους. Ο Αυτοκράτορας διέταξε να γίνει λιτανεία μέσα στην πόλη των ιερών εικόνων στην οποία συμμετείχε μεγάλο πλήθος γυναικών , παιδιών, γερόντων μαζί με ιερείς και μοναχούς και όλοι μαζί προσεύχονταν και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσαν το Θεό να τους λυπηθεί και να σώσει την πόλη τους από τον απαίσιο εχθρό. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο να αντισταθούν όλοι μαζί με γενναιότητα απέναντι στον κοινό κίνδυνο και προσδοκούσαν ακόμη και την έσχατη αυτή στιγμή τη σωτηρία.

Την ίδια ημέρα, νωρίτερα πιθανότατα από τη λιτανεία, όπως αναφέρει ο χρονογράφος Barbaro κάποιοι Ενετοί κατασκεύαζαν στα εργαστήρια τους προστατευτικές άμαξες για τους αμυνόμενους στρατιώτες στις επάλξεις. Ο Βάιλος διέταξε Έλληνες να τις μεταφέρουν στα τείχη, εκείνοι όμως αρνήθηκαν, γεγονός που ο χρονογράφος το αποδίδει στη φιλαργυρία τους, καθώς δήθεν ήθελαν να πληρωθούν. Πιθανότα, όπως υποστηρίζει ο σύγχρονος ιστορικός S. Runciman «αρνήθηκαν, όχι από απληστία, αλλά γιατί ένοιωθαν αγανάκτηση για αυτές τις αυθαίρετες διαταγές από έναν Ιταλό και επειδή πραγματικά έπρεπε να έχουν χρήματα ή διαθέσιμο χρόνο για να βρουν τρόφιμα για τις πεινασμένες οικογένειές του».