ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ



δ) Η Επομένη της Άλωσης

Το βασικό γενικότερο δίλημμα που αντιμετώπισε ο κατακτητής σουλτάνος μετά την Άλωση ήταν εκείνο της ρήξης ή της συνέχειας με το Βυζαντινό παρελθόν της Πόλης. Ενδεικτική είναι η στάση του απέναντι σε ορισμένους εκπροσώπους της παλιάς άρχουσας τάξης με προεξάρχοντα το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, τους οποίους αρχικά αντιμετώπισε ευμενώς, αλλά αμέσως ύστερα μεταστράφηκε και διέταξε την εκτέλεσή τους. Αντίθετα, εμφανίστηκε ανεκτικός απέναντι στην Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία και έξι μήνες μετά την Άλωση πήρε την πρωτοβουλία ανασύστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιλέγοντας ως πατριάρχη τον ανθενωτικό ηγέτη Γεννάδιο Σχολάριο.

Η πιο σημαντική μακροπρόθεσμα απόφασή του ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσάς του στην κατακτημένη Πόλη, η οποία φαίνεται πως ανακοινώθηκε το 1458. Η απόφαση αυτή συνοδεύτηκε από εκτεταμένο πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης, τα οποία έθεσαν τη βάση για τη μεταμόρφωση της ερημωμένης Πόλης σε μια οικουμενική Αυτοκρατορική πρωτεύουσα, με διαφορετικό όμως χαρακτήρα και εμφάνιση από την αντίστοιχη Βυζαντινή.

ε) Σημασία του Γεγονότος

Λόγω της συμβολικής της διάστασης, η άλωση της Κωνσταντινούπολης έχει από πολύ παλιά θεωρηθεί ορόσημο ανάμεσα στους Μέσους και τους Νεότερους χρόνους. Η πραγματική ευρύτερη ιστορική της σημασία είναι πιο δύσκολο να εκτιμηθεί, καθώς εν πολλοίς επιστέγασε εξελίξεις οι οποίες είχαν ήδη δρομολογηθεί. Μεσοπρόθεσμα συνέτεινε σημαντικά στη μετατροπή του Οθωμανικού κράτους σε ισχυρή Αυτοκρατορική δύναμη με σαφή επεκτατικό προσανατολισμό και, ως εκ τούτου, σε μείζονα απειλή για τα Ευρωπαϊκά κράτη. Επίσης σήμανε το τέλος της κυριαρχίας των Ιταλικών εμπορικών πόλεων στο εμπόριο της Ρωμανίας και του Εύξεινου Πόντου.


Όσον αφορά τους Χριστιανούς της Ανατολής, η άλωση καθόρισε την αποτυχία της ένωσης των Εκκλησιών και την επιβίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ιδιαίτερης οντότητας. Παράλληλα, η εκκλησία εν μέρει κατέλαβε τη συμβολική θέση της Αυτοκρατορίας ως σημείο πολιτικής αναφοράς για τους Χριστιανούς, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα διοικητικές, οικονομικές και δικαστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του Οθωμανικού συστήματος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής ή Βυζαντινή, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται ιδρύθηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ.  και ολοκλήρωσε τον κύκλο της υπερχιλιετούς ζωής της την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 έχοντας ως τελευταίο Αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο, ο οποίος χάθηκε μαζί της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης μπορεί βεβαίως να ήταν αναμενόμενη και αναπόφευκτη, παρά ταύτα όμως προκάλεσε σοκ στην Δύση, καθώς προφανώς οι δυτικοί ηγεμόνες δεν είχαν αντιληφθεί μέχρι και την τελευταία στιγμή την κρισιμότητα της κατάστασης και πίστευαν, ότι η Βασιλεύουσα θα κατάφερνε να αντέξει ακόμη μία φορά την πολιορκία, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν.

Άλλωστε το Βυζάντιο αποτέλεσε μέχρι εκείνη τη στιγμή δικλείδα ασφαλείας στην εξάπλωση του Μουσουλμανισμού διατήρησε τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό και αποσόβησε την εξάπλωση των Ανατολικών λαών στη Βαλκανική χερσόνησο και πέρα από αυτή. Μετά την πτώση είναι ανοιχτός ο δρόμος στον κατακτητή, να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τα εδάφη του. Οι υπόλοιποι  Χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης αδυνατούν να αντισταθούν στην επεκτατική πολιτική του Μωάμεθ. Ακολουθεί επομένως η υποταγή της Σερβίας (1459), του Μοριά (1460), της Τραπεζούντας (1461), της Βοσνίας (1463) και της Αλβανίας (1468). Η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντικαθίσταται πλέον από το Οθωμανικό κράτος.

Παράλληλα, ο Βυζαντινός πολιτισμός, με την ανάπτυξη των τεχνών και του πνεύματος επηρέασε έντονα τις Σλαβικές και δυτικές χώρες, αλλά ακόμη και τον ίδιο τον κατακτητή. Διατήρησε ζωντανό τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και μεταλαμπάδευσε το φως του στη Δύση, καθώς πολλοί λόγιοι του Βυζαντίου κατέφυγαν κυρίως στην Ιταλία, κουβαλώντας μαζί τους τη γνώση του αρχαίου πνεύματος. Από την άλλη πλευρά, οξύνθηκε ακόμη περισσότερο η θρησκευτική διάσταση μεταξύ δυτικής και ανατολικής εκκλησίας, ιδιαίτερα μετά από την ευφυή κίνηση του Μωάμεθ να τοποθετήσει το μοναχό Γεννάδιο, γνωστό για τις ανθενωτικές του απόψεις, στον πατριαρχικό θρόνο.

Μ' αυτή την πράξη του σουλτάνου αποσοβήθηκε ο κίνδυνος μίας ενδεχόμενης συνεργασίας μεταξύ του Βυζαντίου και της Δύσης για την απομάκρυνση του κατακτητή. Η Κωνσταντινούπολη επομένως χάνει πλέον και τον πολιτιστικό ρόλο, που διαδραμάτιζε έως τότε στα Βαλκάνια και διατηρεί μονάχα το θρησκευτικό της ρόλο. Επιπλέον, τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αλλά και της άλωσης της Πόλης, όπως ήταν φυσικό δημιούργησαν ζωηρή εντύπωση και αποτυπώθηκαν στη λογοτεχνία της Ανατολής και της Δύσης μέσα από τις διηγήσεις των σύγχρονων αλλά και των μεταγενέστερων ιστορικών και χρονογράφων.

Την καταστροφή της Βασιλεύουσας θρήνησαν άπαντες, λόγιοι αλλά και λαϊκοί. Τα δημοτικά τραγούδια εξιστορούν τις τελευταίες ώρες της Πόλης και εγκωμιάζουν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το θέμα της πτώσης, της τελευταίας λειτουργίας στη μεγάλη εκκλησία και του θανάτου του τελευταίου ήρωα Αυτοκράτορα δημιούργησαν θρύλους και παραδόσεις, που συγκινούν και εμπνέουν μέχρι και σήμερα.

Ο υπεράνθρωπος αγώνας που ανέλαβαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης εναντίον του πανίσχυρου κατακτητή, η αξιοπρέπεια με την οποία αρνήθηκαν την παράδοση της πόλης, το απαράμιλλο ψυχικό σθένος, το οποίο επέδειξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, οι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν, που δεν είναι άλλες από την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια οδήγησαν στη διαμόρφωση των ηθικών αξιών του Νεοέλληνα. Το σύνθημα της επανάστασης του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος» απηχεί τα λόγια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ό οποίος με εξαιρετική γενναιότητα είχε απαντήσει στον απεσταλμένο του σουλτάνου:

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστι οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ταύτῃ˙ κοινῇ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Τέλος, ο Μωάμεθ και οι μεταγενέστεροι σουλτάνοι ακολούθησαν μία πολιτική ανοχής της διαφορετικότητας, όσον αφορά τη θρησκεία και τον πολιτισμό, η οποία έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να διατηρήσουν την ταυτότητα τους και αν και υποτελείς να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως έθνος και αργότερα να εξαπλωθούν ακόμη περισσότερο. Οι θρύλοι, οι παραδόσεις, τα δημοτικά τραγούδια πέρασαν από γενιά σε γενιά και στα δύσκολα χρόνια της δουλείας υπήρξαν στήριγμα και παρηγοριά για το υπόδουλο Ελληνικό γένος.

Εκφράζουν την ψυχική συγκίνηση που δοκίμασε ο λαός από τα συγκλονιστικά γεγονότα που βίωσε και επίσης τους πόθους και τις ελπίδες που θεμελίωσαν την εθνική συνείδηση του Ελληνικού έθνους. Από τα ερείπια θεμελιώθηκε το υψηλό φρόνημα και η ελπίδα για την αποκατάσταση του γένους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων της σκλαβιάς σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατήρησε ζωντανή τη μνήμη της εθνικής συνείδησης και της  Ελληνικής ταυτότητας των υπόδουλων και αποτέλεσε φάρο στην αναγέννηση του Ελληνικού έθνους.  

Το Βυζάντιο και η ιστορία του εν τέλει αποτελούν για τους Νεοέλληνες τις ρίζες τους και μέσα στη μακρόχρονη πορεία του πλάστηκε σταδιακά η νεώτερη εθνική τους συνείδηση. Η αποφράδα εκείνη Τρίτη θα κατέχει πάντοτε κυρίαρχη θέση στη μνήμη και τις καρδιές όλων των Ελλήνων και μολονότι το τέλος του Βυζαντίου υπήρξε τραγικό, κατέλαβε μυθικές διαστάσεις και θα αποτελεί πάντοτε σημείο αναφοράς για όλους μας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ