ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ




Υπήρχε επιπλέον η πεποίθηση, ότι ο Μωάμεθ ήταν νέος και άπειρος, άρα ακίνδυνος τόσο για το Βυζάντιο, όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη όμως και αν επιχειρούσε να πολιορκήσει την Πόλη τα τείχη της θεωρούνταν τόσο ισχυρά, ώστε να αποσοβήσουν τον κίνδυνο. Αποστολή πρεσβευτών στάλθηκε στον βοεβόδα της Βλαχίας και αντιβασιλέα της Ουγγαρίας Ιωάννη Ουνυάδη και στον Πάπα Νικόλαο Ε' θεωρώντας ότι μπορούσε να πιέσει, ώστε να οργανωθεί μια νέα σταυροφορία, η οποία θα μπορούσε να αναχαιτίσει τη δύναμη των Τούρκων.

Ο Ουνυάδης μάλιστα, σύμφωνα με το Σφραντζή, δέχτηκε να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο, αν και είχε συνάψει τριετή συνθήκη ειρήνης με το Μωάμεθ, καθώς πίστευε, ότι η εκδίωξη του Τούρκου κατακτητή ήταν πια σχεδόν αδύνατη. Ο Πάπας υποσχόταν τη βοήθεια βέβαια, με απαραίτητο όρο να ανακληθεί και πάλι στον πατριαρχικό θρόνο ο πατριάρχης Γρηγόριος, ο οποίος ανήκε στη φιλοενωτική μερίδα και τον οποίο είχε καθαιρέσει η σύνοδος του 1450. Επίσης ζητούσε να τεθούν σε εφαρμογή οι αποφάσεις της συνόδου της Φλωρεντίας του 1439 και να γίνει πραγματικότητα η ένωση των εκκλησιών.

Ο Πάπας δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει και είχε σκληρύνει τη στάση του απέναντι στους Βυζαντινούς, ήταν δυσαρεστημένος με τις αμφιταλαντεύσεις και τις υπαναχωρήσεις τους, στο θέμα της ένωσης ιδιαίτερα μετά και τα παράπονα του πατριάρχη Γρηγορίου για τη στάση των ανθενωτικών το καλοκαίρι του 1451. Ο Πάπας φάνηκε να αγνοεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Κωνσταντίνος και τόνισε, ότι το τίμημα μιας πιο ουσιαστικής βοήθειας από τη μεριά του ήταν η ανεπιφύλακτη αποδοχή των συμφωνημένων της συνόδου της Φλωρεντίας, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση του πατριάρχη Γρηγορίου στον πατριαρχικό θρόνο και τη μνημόνευση του ονόματος του Πάπα στις Ελληνικές εκκλησίες.

Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι συμφωνούσε στο να πραγματοποιηθεί η ένωση από καθαρά ρεαλιστική σκοπιά, δηλαδή τη σωτηρία της Πόλης, ακόμη και αν αυτό σήμαινε, ότι δεν θα ήταν αγαπητός από τους υπηκόους του. Δεν ήταν φανατικός οπαδός της ένωσης αλλά είχε πεισθεί, ότι αυτή ήταν η μόνη ελπίδα. Στην Κωνσταντινούπολη από τη άλλη μεριά οι αντιδράσεις των ανθενωτικών ήταν εντονότερες και συσπειρώνονταν στο πρόσωπο του μοναχού Γεννάδιου, κατά κόσμον Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος υπήρξε από τους μεγαλύτερους αντιρρησίες της συνόδου. Άλλωστε η σκέψη της μεγάλης μάζας του λαού και του κλήρου ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξει και τίποτα δεν μπορούσε να διαλύσει τα σύννεφα της προκατάληψης και του μίσους, που είχαν πυκνώσει με την πάροδο των χρόνων.

Ο Γεννάδιος ικέτευε το λαό να μείνει σταθερός και αταλάντευτος στην πίστη του, παρά στην ελπίδα για υλική βοήθεια από τους δυτικούς και τον Πάπα, γιατί θεωρούσε ότι είτε η βοήθεια θα ήταν ανεπαρκής, είτε ότι οι Λατίνοι θα ζητούσαν ανταλλάγματα, που θα ανάγκαζαν τους Ορθόδοξους να μολύνουν την πίστη τους. Άλλωστε ο ίδιος ανησυχούσε περισσότερο για το θρησκευτικό και κατ΄ επέκταση το δογματικό ζήτημα και τη σωτηρία των ψυχών του Βυζαντινού λαού, παρά για την απώλεια της Κωνσταντινούπολης, γιατί πίστευε ότι το τέλος του κόσμου πλησίαζε και δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας.

Ήταν φανερό ότι για τους ανθενωτικούς η ένωση αποτελούσε ένα ευτελές υλιστικό επιχείρημα και θεωρούσαν προτιμότερο να εμπιστευθεί ο αυτοκράτορας την τύχη της Πόλης στο Θεό, παρά στην υλική βοήθεια από τη Δύση. Άλλωστε το κλίμα που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν σε καμία περίπτωση φιλοδυτικό. Ωστόσο, όταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 26 Οκτωβρίου 1452 μαζί με έναν μικρό αριθμό τοξοτών, έκανε εντύπωση στον λαό και προς στιγμήν η κοινή γνώμη φάνηκε να μεταστρέφεται υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών, καθώς υπήρχε η ελπίδα ότι το μικρό εκείνο σώμα θα ακολουθούνταν από μια μεγάλη δύναμη, γεγονός που προκάλεσε στη φιλοενωτική μερίδα κυρίως συναισθήματα χαράς και ενθουσιασμού.

Ο Ισίδωρος όμως, εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη για να επιβεβαιώσει και να γιορτάσει την ένωση των εκκλησιών σε μια τελετή στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και οι τοξότες, που έφερε μαζί του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια καλή χειρονομία. Ο λαός για αρκετό διάστημα ήταν διχασμένος. Οι ανθενωτικοί θεωρούσαν ότι ενεργούσαν ενάντια στην πατρίδα και όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται, ότι δεν θα ερχόταν η μεγάλη βοήθεια, στην οποία έλπιζαν, ξέσπασαν ταραχές. Τόσο μεγάλο ήταν το μίσος και η εχθρότητα, που έτρεφαν οι Βυζαντινοί ενάντια στον Πάπα και τους Φράγγους.

Καθώς ήταν νωπές οι μνήμες της προ δύο αιώνων αλώσεως της Πόλης από τους σταυροφόρους, ώστε ακόμη και στον έσχατο αυτό κίνδυνο, στον οποίο βρίσκονταν, να διακηρύττουν ότι «Κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῳ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἤ καλύπτραν Λατινικήν». Ο Λεονάρδος, που είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Ισίδωρο πρότεινε στον Κωνσταντίνο να καταστείλει τις εξεγέρσεις φυλακίζοντας τους υποκινητές καθώς η περηφάνια είχε κυριεύσει σχεδόν όλους τους Έλληνες και δεν ήθελαν να προδώσουν την πίστη τους. Η υπόδειξη ήταν φυσικά εσφαλμένη, γιατί θα προκαλούσε νέες αντιδράσεις, για αυτό και ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε στο να καλέσει την επιτροπή των αντιρρησιών στο παλάτι και να εκθέσουν τις απόψεις τους.

Η στάση και οι απόψεις του δεν ήταν βέβαια παράλογες, καθώς πέρα από τις δογματικές διαφορές πίστευαν, ότι η ένωση θα προκαλούσε σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και των άλλων ορθόδοξων Εκκλησιών. Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή όμως προτεραιότητα είχε η ένωση με τη Δύση, η οποία θα έφερνε πολύτιμη βοήθεια και όχι η ενότητα των ανατολικών Εκκλησιών που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Για αυτό το λόγο ο Κωνσταντίνος επεδίωξε την ύστατη εκείνη στιγμή, την φορτισμένη από φόβο και θρησκευτική υστερία, να θέσει σε εφαρμογή το ναυαγισμένο σχέδιο της εκκλησιαστικής ένωσης και στις 12 Δεκεμβρίου 1452 διακήρυξε σε μια τελετή σύμφωνη με το Ρωμαϊκό τυπικό στην Αγία Σοφία και ενώ ήταν παρών ο καρδινάλιος Ισίδωρος ως απεσταλμένος του πάπα την ένωση των Εκκλησιών.

Στη διάρκεια της τελετής μνημονεύτηκε το όνομα του Πάπα και του πατριάρχη, οι οποίοι απουσίαζαν και διαβάστηκαν τα διατάγματα της συνόδου της Φλωρεντίας. Δεν υπήρχε όμως ενθουσιασμός μεταξύ των Βυζαντινών και ελάχιστοι εκκλησιάζονταν από εκεί και πέρα στη Μεγάλη Εκκλησία. Προτιμούσαν άλλες μικρότερες εκκλησίες, που ήταν «αμόλυντες» και τηρούσαν το Ορθόδοξο τυπικό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και ενδόμυχα πιθανότατα πίστευαν, ότι, αν σωζόταν η Πόλη, η αναγκαστική αυτή ένωση θα ακυρωνόταν.


Σύμφωνα δε με τον ιστορικό Δούκα, καλόγριες, ηγούμενοι, ιερείς και πνευματικοί, μαζί με πλήθος λαϊκών και σε συνεννόηση με τον Γεννάδιο αναθεμάτιζαν όσους είχαν δεχτεί την Ένωση, ενώ ο αμόρφωτος όχλος βροντοφώναζε, ότι δεν θέλει την Ένωση, ούτε τη βοήθεια των Λατίνων. Η ιστορία απέδειξε ότι η Ένωση των Εκκλησιών ήταν ουσιαστικά ανέφικτη και ότι η αποδοχή της από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας και έπειτα στις τελευταίες κρίσιμες ώρες πριν από την Άλωση, υπήρξε πηγή αδυναμίας και μόνο, όπως ισχυρίζεται και ο ιστορικός C. Mijatovich, καθώς διαίρεσε τον Χριστιανικό κόσμο και παρέλυσε τις όποιες δυνάμεις είχαν απομείνει.

Από την άλλη μεριά βέβαια και οι ενωτικοί εξέφραζαν τα δικά τους σοβαρά επιχειρήματα, σχετικά με την άποψη που πρέσβευαν, γιατί η Βασιλεύσα κινδύνευε και η μόνη βοήθεια στην οποία μπορούσε να ελπίζει ήταν από τη Δύση. Εύλογα επομένως ήταν διατεθειμένοι, να θυσιάσουν τα πάντα, προκειμένου να σώσουν την εθνική τους ελευθερία. 

β) Οργάνωση της Άμυνας 

Εκτός από τη διπλωματική δραστηριότητα, που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1452 ‐ 1453, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης όσο το δυνατόν καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη χρημάτων και την ανεπάρκεια στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να επανδρώσουν τα τείχη και να ενισχύσουν τη φύλαξη της Πόλης. Η κινητοποίηση των κατοίκων αλλά και των ιθυνόντων ήταν άμεση και ιδιαίτερα επιτακτική, από τη στιγμή μάλιστα που έγιναν γνωστές οι προθέσεις του νέου σουλτάνου με την έναρξη των εργασιών για το χτίσιμο του φρουρίου, του Ρούμελη Χισάρ το Μάρτιο του 1452.

Όπως βεβαιώνουν και οι ιστορικοί της Άλωσης, ο Κωνσταντίνος έκανε ότι καλύτερο μπορούσε με τα λιγοστά μέσα τα οποία διέθετε και μάλιστα ο έμπιστος σύμβουλος του Σφραντζής, δηλώνει με αγανάκτηση εναντίον εκείνων, που κατηγορούσαν τον Αυτοκράτορα για αμέλεια, ότι ο Κωνσταντίνος, ό, τι μπορούσε να κάνει, το έκανε. Το μόνο που μπορούσε ακόμη να κάνει και δεν το έκανε, ήταν να εγκαταλείψει την Πόλη και να ζητήσει τη δική του σωτηρία μακριά από αυτή. Ο  Αυτοκράτορας σίγουρα ήταν ανήσυχος, αλλά όχι φανερά τουλάχιστον αποθαρρυμένος.

Δεν τον κατείχε ηττοπάθεια και επειδή πίστευε, ότι με τη βοήθεια του Θεού η Κωνσταντινούπολη θα έβγαινε άλλη μια φορά αλώβητη από αυτή τη δοκιμασία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και το πετύχαινε, να ενθαρρύνει το λαό του, αλλά και τους αξιωματικούς του και τους ξένους, οι οποίοι προσφέρθηκαν την κρίσιμη στιγμή, να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Πόλης. Πρώτα από όλα ασχολήθηκε με την επισκευή των τειχών. Αναφερόμενοι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης εννοούμε ένα σύνολο οχυρωματικών έργων, τα οποία επιδιορθώθηκαν ή τροποποιήθηκαν αρκετές φορές σε διαφορετικές εποχές.