Αρχαία Νομίσματα - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Αρχαία Νομίσματα

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Αρχαία Νομίσματα

Η πλειονότητα των αρχαίων πόλεων έκοψε αργυρά νομίσματα. Χρυσά νομίσματα κόπηκαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ή σε μεγα­λύτερο αριθμό από πόλεις που διέθεταν την πρώτη ύλη. Η χρήση τους γενικεύτηκε με το Φίλιππο Β’ και το γιο του Αλέξανδρο. Χαλκός χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά τον 4ο αιώνα, κυρίως για τις υποδιαιρέσεις κατώτερης αξίας. Καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του μετάλλου των νομισμάτων ήταν η ύπαρξη μεταλλευμά­των σε κάθε περιοχή. Δεν είναι πάντα γνωστό από που προμηθευ­όταν η κάθε πόλη μέταλλο για τα νομίσματά της. Η Αθήνα έπαιρνε άργυρο από το κοντινό της Λαύριο.

Τα αρχαία ελληνικά νομίσματα ήταν αποκλειστικά χρηστικά αντικείμενα. Οι Έλληνες όμως φρόντιζαν πολύ για την τελειότητα της κατασκευής τους και απέδωσαν καλλιτεχνικά τις παραστάσεις. Κάποιες φορές οι χαράκτες έγραφαν το όνομά τους επάνω στα νομίσματα. 

Χρήση και κυκλοφορία του νομίσματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο

 Η χρήση των νομισμάτων στις συναλλαγές και τις πληρωμές δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., τα καθιέρωσε σταδιακά ως την επικρατέστερη μορφή χρήματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Πόλεις – κράτη και ηγεμόνες εξέδωσαν τα δικά τους νομίσματα για να εδραιώσουν την αυτονομία τους, για να διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές τους και για να επω­φεληθούν από την ίδια τη διαδικασία της κοπής, κερδίζοντας σε μέ­ταλλο.

Ο αργυρός στατήρας, όπως προσδιοριζόταν στον κάθε σταθμητικό κανόνα, και το τετράδραχμο ήταν τα βασικά νομίσματα για κρατικές συναλλαγές ή για μεγάλης κλίμακας πληρωμές. Αντίθετα, για τις κα­θημερινές συναλλαγές χρησιμοποιούνταν οι μικρότερες αργυρές υποδιαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικές λόγω του μικρού μεγέθους τους. Αυτό οδήγησε, ήδη από το β’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ., στη σταδιακή αντικατάστασή τους από μεγαλύτερου μεγέθους νομίσματα σε χαλκό, αρκετά πιο φθηνό μέταλλο από τον άργυρο.

Για την έκδοση νομισμάτων σε πολύτιμο μέταλλο χρησιμο­ποιήθηκε, εκτός από τον άργυρο και το χαλκό, ο ήλεκτρος και ο χρυσός. Κατά κανόνα, η κοπή χρυσών νομισμάτων στον Ελλαδικό χώρο είναι σπάνια μέχρι και τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ., επειδή η αξία του χρυσού ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τον άργυρο. Για αυτό το λόγο φυλασσόταν για περιόδους ανάγκης ή για σημαντικές πληρωμές.

Συνήθως τα ελληνικά κράτη επέβαλλαν τη χρήση των εκδόσεών τους μέσα στηνεδαφική περιοχή τους, χωρίς να αποκλείουν ανα­γκαστικά την κυκλοφορία κοπών άλλων εκδοτριών αρχών, και ενίο­τε έπαιρναν άμεσα μέτρα για να το πετύχουν. Σε πολλές περιπτώσεις η νομισματική παραγωγή δεν ήταν συστη­ματική και μεταξύ των εκδόσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο αριθμός των νομισμάτων που εκδίδονταν είχε άμεση σχέση με τα μέταλλα που διέθεταν οι εκδίδουσες αρχές και το εύ­ρος των κερματικών συναλλαγών. Από τη διοχέτευσή τους στην αγορά, μέσω διαφόρων κρατικών πληρωμών, και της ανακύκλωσής τους, μέσω της κάθε είδους φορολογίας, παρεμβαλλόταν η κυκλο­φορία τους.

Χρήσιμες πληροφορίες για τη νομισματική κυκλοφορία αλλά και την οικονομία των διαφόρων περιοχών του ελληνικού κόσμου πα­ρέχουν τα νομίσματα, που ανακαλύπτονται τυχαία ή κατά τη διάρ­κεια των ανασκαφών, μεμονωμένα ή ως θησαυροί. Ιδιαίτερα οι θησαυροί, τα νομίσματα δηλαδή που αποκρύφθηκαν ή απωλέσθηκαν ως σύνολα στο παρελθόν, αποτελούν σημαντική πηγή και για τη χρονολόγηση των νομισμάτων.

 «Θησαυρός» Από την Ακρόπολη Αθηνών, 1886

 Ο «θησαυρός» από 62 αργυρά νομίσματα ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1886 στο βράχο της Ακρόπολης. Βρέθηκε κοντά στο Ερέχθειο, σε στρώμα που συμπεριλάμβανε μαρμάρινες αναθηματικές κόρες, κομμάτια επιγραφών και πήλινα αντικείμενα. Πρόκειται για το στρώμα καταστροφής, που σχετίζεται με την πυρκαγιά που προκάλεσαν οι Πέρσες στα μνημεία του ιερού βράχου, όταν κατέλαβαν την Αθήνα το 480 π.Χ. Το εύρημα περιλαμβάνει μόνον αθηναϊκές κοπές. Ένα τμήμα του είναι οι μικρές υποδιαιρέσεις, όπως οβολοί με τον τύπο του τρο­χού, που ανήκουν στα χρόνια της διακυβέρνησης της πόλης από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών (560-510 π.Χ.).

Τα περισσό­τερα όμως νομίσματα είναι πρώιμες γλαύκες, δηλαδή τετράδραχμα με την κεφαλή της Αθηνάς στην πρόσθια όψη και τη γλαύκα στην άλλη. Τοκακότεχνο της κατασκευής των συγκεκριμένων νομι­σμάτων πιθανόν να οφείλεται στη μαζική παραγωγή τους που χρονολογείται τη δεκαετία του 480 π.Χ., λίγα χρόνια πριν την εισβολή των Περσών. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι εξέδωσαν μεγάλη ποσότητα νομισμάτων για να ναυπηγήσουν και να συντηρήσουν ισχυρό στόλο από τριήρεις.

Ο «θησαυρός» ίσως να ήταν μια προσφορά σε κάποιο από τα ιερά της Ακρόπολης. Η έκφραση ευλάβειας προς το θείο συχνά συν­δέθηκε με την εξαγορά της ευμένειας του θεού με την προσφορά υλικών αγαθών, με αποτέλεσμα στα ιερά να συγκεντρώνονται πλούσια αναθήματα. Η συγκέντρωση μεγάλου πλούτου από τα ιερά είχε σαν επακόλουθο την ανάπτυξη έντονης οικονομικής δραστη­ριότητας σε αυτούς τους χώρους, όπως για παράδειγμα την κατάθεση χρημάτων προς φύλαξη αλλά και τη λήψη δανείων.

«Θησαυρός» Από την Όλυνθο Χαλκιδικής, 1931  

Ο «θησαυρός» εντοπίστηκε σε οικία της Ολύνθου στη Χαλκιδική κατά τη διάρκεια εκτεταμένων ανασκαφών στον αρχαίο οικισμό. Αποτελείται από 34 αργυρά νομίσματα, από τα οποία 33 είναι τετράδραχμα της Χαλκιδικής Συμμαχίας και ένα τετράδραχμο της Ακάνθου, πόλης στην ανατολική Χαλκιδική.

Πρόκειται για ένα ποσό 136 δραχμών, αρκετά σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι την εποχή αυτή η τιμή πώλησης ενός ακινήτου ξεκινούσε από τις 280 δραχμές. ΗΌλυνθος ήταν η πρωτεύουσα της Χαλκιδικής Συμμαχίας, η οποία από τα τέλη του 5ου και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτέλεσε ι­σχυρή πολιτική, στρατι­ωτική και οικονομική δύ­ναμη στο βορειοελλαδι­κό χώρο. Η σπουδαιότη­τα της Συμμαχίας αντα­νακλάται και στην πλού­σια νομισματική της πα­ραγωγή. Η δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Απόλ­λωνα στην πρόσθια και η κιθάρα του θεού στην οπίσθια όψη των νομισμάτων των Χαλκιδέων, θεωρούνται από τις αριστοτεχνικότερες παραστάσεις της αρχαίας σφραγιστικής. Οι Χαλκιδείςαντιστάθηκαν με σθένος στα σχέδια του Φίλιππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, για επέκταση του βασιλείου του.

Η Συμμαχία διαλύθηκε το 348 π.Χ., όταν ο μακε­δόνας βασιλιάς κατέλαβε ύστερα από πολιορκία την Όλυνθο και σε επίδειξη ισχύος κατέστρεψε την πόλη και εξανδραπόδισε τους κατοίκους της. Με αυτό το γεγονός πολύ πιθανόν να συνδέεται και η απόκρυψη του «θησαυρού». Ο κάτοχος των νομισμάτωναπέκρυ­ψε στο μαγειρείο της οικίας του ό,τι πιο πολύτιμο είχε στα χέρια του, με την προσδοκία μετά την πάροδο του κινδύνου να αναζητή­σει το «θησαυρό» του.

 «Θησαυρός» Από την Αρχαία Κόρινθο, 1930

 Ο «θησαυρός» βρέθηκε σε μια κοιλότητα του εδάφους κάτω από το δάπεδο της βόρειας στοάς στην Αγορά της αρχαίας Κορίνθου. Αποτελείται από ένα χρυσό περιδέραιο και 51 χρυσούς στατήρες — 41 του Φιλίππου Β’ και 10 του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα νομί­σματα του Φιλίππου προέρχονται από τα νομισματοκοπεία της Πέλ­λας και της Αμφίπολης, ενώ του Αλεξάνδρου από τα νομισματοκο­πεία της Αμφίπολης, της Μιλήτου, της Ταρσού, της Σαλαμίνας στην Κύπρο και της Σιδώνας.

 


Χρυσοί στατήρες Φιλίππου Β΄ και Αλεξάνδρου Γ΄ από το θησαυρό της Αρχαίας Κορίνθου.

 

Η ανεύρεση εκδόσεων των μακεδόνων βασιλέων στην Κόρινθο πιθανόν να σχετίζεται με την παρουσία των μακεδονικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο μετά το 338 π.Χ. και την εγκατά­σταση φρουράς για τον έλεγχο του Ισθμού. Ο «θησαυρός» πρέπει να αποκρύφθηκε μετά το 330 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος είχε πλέον καταλύσει την Περσική αυτοκρατορία και επέκτεινε τα όρια του κρά­τους του προς τα βάθη της Ανατολής. Εκείνη την εποχή καθιερώθηκε η συστηματική έκδοση και η ευρύ­τερη χρήση του χρυσού νομίσματος στον ελληνικό κόσμο.

Η έντονη εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυ­σού στη Μακεδονία από τον Φίλιππο Β’ και η πρόσ­βαση του Αλεξάνδρου στα πλούσια αποθέματα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών επέτρεψε την κοπή χρυσών νομισμάτων σε μεγάλες ποσότητες που κατέ­κλυσαν τις αγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μει­ωθεί η αναλογία του χρυσού προς τον άργυρο από 1:13 σε 1:10. Έτσι, ο κάθε χρυσός στατήρας του «αντιστοιχούσε σε 20 αργυρές δραχμές, όσο περίπου ήταν ο μηνιαίος μισθός ενός πεζού στρατιώτη.

«Θησαυρός» από τη Μύρινα Καρδίτσας, 1970

 Ο «θησαυρός», τυχαίο εύρημα που εντοπίσθηκε μέσα σε μελαμβαφή όλπη, αποτελείται από 149 στατήρες Αίγινας. Απ’ αυτούς οι 131 έχουν την παράσταση της θαλάσσιας χελώνας, και τοποθετούνται χρονολογικά στον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ. Οι υπόλοιποι 18 στατήρες ανήκουν στον τύπο της χερσαίας χελώνας, που υιοθετήθηκε μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας του νησιού, το 457 π.Χ.

Η απόκρυψη του «θησαυρού» χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υστερόσημα, σφραγίσματα μεταγενέστερα με τα οποία επαναφέρει στην κυκλοφορία τα κέρματα η ίδια εκδίδουσα αρχή ή κάποια άλλη, επίσημη ή όχι, και συναντώνται τόσο στους πρώιμους όσο και στους οψιμό­τερους στατήρες του «θησαυρού».

Φαίνεται πως σχετίζονται με τη σταδιακή έλλειψη αυτού του είδους νομισμάτων από τις συναλλαγές, που με τη σειρά της οφείλεται στην κάμψη της νομισματικής παραγωγής της Αίγινας. Πάντως στην περιοχή της Θεσσαλίας, μολονότι είχαν ήδη κυκλοφορήσει οι πρώτες τοπικές αργυρές κοπές, ακολουθώντας και αυτές τον αιγινητικό νομισματικό σταθμητικό κανόνα, η επίμονη προτίμηση του νομίσματος της Αίγινας στις συναλλαγές και τους αποθησαυρισμούς απηχεί τον διεθνή χαρακτήρα του.  

Νομίσματα από το Κωρύκειον Άντρον

 Το Κωρύκειον Άντρον στις πλαγιές του Παρνασσού, όχι μακριά από το πανελλήνιο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, υπήρξε στην αρχαιότητα τό­ποςλατρείας του Πάνα και των Νυμφών. Οι ανασκαφές στο εσωτερικό του σπη­λαίου αποκάλυψαν πλήθος τεχνουργη­μάτων, όπως πήλινα ειδώλια, αγαλματί­δια, αγγεία και νομίσματα, κατάλοιπα της λατρευτικής δραστηριότητας στο ιερό. Τα περισσότερα από τα εκατό νομίσματα που περισυλλέγησαν, είναι χάλκινα και χρονολογούνται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Τα 2/5 των νομισμάτων εκδόθηκαν από νομισματοκοπεία γειτονικά με το Κω­ρύκειον Αντρον, όπως των Φωκέων, των Λοκρών και των Αιτωλών.