Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ


Αλλες πηγές αποτελούν οι ίδιοι οι Αττικιστές με τα γλωσσικά τους "σφάλματα", γιατί καθώς δεν μπορούσαν να είχαν τέλεια γνώση της Αττικής διαλέκτου έβαζαν στο λόγο τους κατά λάθος και στοιχεία της τότε καθομιλουμένης Ελληνιστικής Κοινής. Επίσης πηγή αποτελούν τα τυχαία ευρήματα σε επιγραφές αγγείων -που τις έγραφαν λαϊκοί καλλιτέχνες ή οι έμποροι μόνοι τους- καθώς και μερικά μεταφραστικά λεξικά ή γλωσσάρια Ελληνο-Λατινικών της Ρωμαϊκής περιόδου. Στα τελευταία αναφέρονται Ελληνικές φράσεις με τη μετάφρασή τους στα Λατινικά:

• Καλήμερον, ἦλθες; Bono die, venisti?
• Ποῦ; Ubi?
• Τί γὰρ ἔχει; Quid enim habet?

Σπουδαία πηγή τέλος αποτελεί αυτή καθαυτή η νεοελληνική και οι διάλεκτοί της, όπως η Ποντιακή διάλεκτος και η Καππαδοκική, που έχουν κρατήσει κάποια γλωσσολογικά στοιχεία τα οποία έχουν χαθεί από τη νεοελληνική. Αυτές έχουν π.χ. κρατήσει την αρχαία προφορά του η ως ε (γράφουν νύφε, τίμεσον) ενώ στην Τσακωνική έχουν κρατήσει το παρτεταμένο α αντί του η (αμέρα, αστραπά, λίμνα). Στις νότιες νησιωτικές περιοχές (στα Δωδεκάνησα) και στην Κύπρο έχει διατηρηθεί η έντονη, διπλή προφορά των διπλών όμοιων συμφώνων σε λεξεις όπως Ελλάδα, θάλασσα κ.α. Φαινόμενα σαν αυτά υποδηλώνουν ότι η προφορές και άλλα χαρακτηριστικά επιβίωσαν μέσα από την Ελληνιστική Κοινή παρά την ποικιλότητα της τελευταίας στον αχανή τότε ελληνόφωνο κόσμο.

Τύποι

Η Ελληνιστική Κοινή παρουσίαζε ποικιλία κατά τόπους, αλλά και ανάλογα με τη χρήση της. Ένας τύπος Ελληνιστικής Κοινής είναι η γλώσσα της Βίβλου. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης που έγινε γύρω στο 280 π.Χ. από λόγιους Ιουδαίους οι οποίοι μιλούσαν τα Ελληνικά, δείχνει την Ελληνιστική Κοινή της εποχής και της περιοχής τους. 
 
Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης έχει πολλά στοιχεία της Ελληνιστικής της περιοχής και είναι επηρεασμένη από τα Αραμαϊκά και τα εβραϊκά, οπότε δεν είναι βέβαιο ότι αντικατοπτρίζει την καθομιλουμένη Ελληνιστική Κοινή και λείπουν για παράδειγμα τα "μεν" και "δε" ενώ αφονεί ο ρηματικός τύπος "ἐγένετο" (με τη σημερινή έννοια του "έγινε"). Εντούτοις η μετάφραση αυτή εισήγαγε στοιχεία στην Ελληνιστικη Κοινή και ακόμα κι αν εξαρχής δεν ταυτιζόταν με την καθομιλουμένη, κατέληξε να επηρεάσει την τελευταία πολύ βαθιά.

Τα κείμενα της Νέας ή Καινής Διαθήκης που συντάχθηκαν τα περισσότερα εξαρχής στα Ελληνικά, δίνουν στοιχεία για την Ελληνιστική Κοινή της δικής τους εποχής (1ος αιώνας μ.Χ.) Η γλώσσα είναι αρκετά διαφορετική από της Παλαιάς Διαθήκης γιατί τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης είναι πιο καθαρά ελληνιστικά -δεν αποτελούσαν έργο μετάφρασης αλλά συντάχθηκαν εξαρχής στην ελληνική.
Τα ελληνικά των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν ένα τρίτο τύπο της Ελληνιστικής Κοινής που είναι και πιο κοντά στην καθομιλουμένη της εποχής τους.

Διαφορές με την Αττική διάλεκτο

Οι έξι αιώνες που καλύπτει ουσιαστικά η Ελληνιστική Κοινή δεν μπορεί να μην επηρέασαν τη γλώσσα τόσο στην απαρχή της όσο και στην εξέλιξή της. Οι διαφορές αφορούν στην γραμματική και στη σύνταξη, στη μορφολογία, στο λεξιλόγιο αλλά ασφαλώς και στη φωνολογία -την προφορά που πλέον είχε αλλάξει δραματικά. Αναμφίβολα όμως η Ελληνιστική Κοινή είναι πολύ πιο κατανοητή σε έναν γνώστη της νεοελληνικής σε σύγκριση με τα αρχαία Ελληνικά

Οι διαφορές της από την Αττική διάλεκτο είναι αρκετές, αλλά οι ομοιότητές της πολύ περισσότερες. Οι περισσότερες διαφορές αφορούν σε απλοποιήσεις. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν λιγότερα επίθετα με ανώμαλα παραθετικά,αποφεύγουν επίθετα της τρίτης κλίσης όπως και μονοσύλλαβα ουσιαστικά που έχουν ανώμαλη κλίση. Αποφεύγουν επίσης τα ρήματα εις -μι και πλάθουν ή βρίσκουν και χρησιμοποιούν ρηματικούς τύπους με την κατάληξη -ω. Επίσης αντικαθίστανται οι καταλήξεις του β΄ αορίστου με τις καταλήξεις του α΄ αορίστου.

Στη σύνταξη το "ἴνα" αντικαθιστά μια σειρά από συνδέσμους και απαρέμφατα. Γίνεται ευρύτερη χρήση των υποκοριστικών χωρίς όμως αυτά να έχουν την αρχική υποκοριστική τους έννοια (π.χ. το παιδίον δεν είναι όπως στα αρχαία Ελληνικά το μικρό παιδί, αλλά γενικά το παιδί). Επίσης, επηρεασμένη από την Αραμαϊκή γλώσσα, η ελληνιστική κοινή χρησιμοποιεί συχνά το "τότε" και τη φράση-κλισέ "καί το δέ".

Το απαρέμφατο στην Κύπρο και στον Πόντο είχε μακροβιότερη ιστορία, αλλά στην Ελλάδα η χρήση του περιορίζεται δραματικά από την Ελληνιστική Κοινή. Χρησιμοποιείται πλατιά μόνον όταν μαρτυρεί σκοπό και συχνά βρίσκεται εμπρόθετο με γενική. Επίσης περιορίζεται η χρήση της παθητικής φωνής και ο κόσμος προτιμά να χρησιμοποιεί το ενεργητικό ρήμα μαζί με κάποιαν αυτοπαθή αντωνυμία.
 
Στην Ελληνιστική (τουλάχιστον όπως μαρτυρούν τα εκκλησιαστικά κείμενα) επέδρασαν και οι σημιτικοί τύποι σύνταξης ή σχημάτων λόγου ή και λέξεις, όπως π.χ. η λέξη σατανάς. Η λέξη άγγελος αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα επίδρασης, αφού παύει να χρησιμοποιείται τόσο συχνά με την έννοια του αγγελιοφόρου όσο του άγγελου, που είναι μεν αγγελιοφόρος του Θεού, αλλά η λέξη πλέον εννοεί το συγκεκριμένο όν, τον άγγελο, ο δε "διάβολος" παύει να σημαίνει εκείνον που ενσπείρει διαβολές, αλλά τον διάβολο του Ιώβ.

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
 
Μεσαιωνική Ελληνική είναι η γλωσσική περίοδος που περιγράφεται και ως η τέταρτη περίοδος της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας. Η περίοδος αυτή τυπικά αρχίζει τον 12ο αιώνα, οπότε και εμφανίζονται κείμενα της Μεσαιωνικής δημώδους Ελληνικής και τελειώνει περίπου το1700 μ.Χ., σε μια περίοδο έντονων πολιτιστικών αλλαγών. Ως πρόγονος της μεσαιωνικής κοινής θεωρείται η Κοινή και απόγονος της η νέα Ελληνική.

Ιστορία

Η Μεσαιωνική Ελληνική προκύπτει ως αποτέλεσμα της αναγέννησης των γραμμάτων κατά τον 9ο και 10ο αιώνα μέσω της ιστοριογραφίας και της διαμόρφωσης της λαϊκής λογοτεχνίας κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, η οποία αποτελείται από την αποκαλούμενη ακριτική ποίηση και τα προδρομικά ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου. Ωστόσο και σε αυτή την περίοδο παραμένει σε ισχυρή θέση ο αττικισμός ως επίσημη ένδειξη βυζαντινού πατριωτισμού και διαδιδόταν από την αυλή της Κωνσταντινούπολης ως σύμβολο μεγαλοπρέπειας. 
 
Παρόλα αυτά η πίεση των Σταυροφόρων, η περιθωριοποίηση των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία, η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η γλωσσική πίεση -λεξιλογική κυρίως- δυτικών γλωσσών στα Δουκάτα του Μορέα της Αθήνας και της Νεαπόλεως που διαμορφώθηκαν, προκάλεσε μια διαλεκτική διαίρεση.
 
Σε αυτή την περίοδο μπορούμε άφοβα να κατατάξουμε ορισμένες γλωσσικές ανελίξεις, όπως τη διάρθρωση του κλιτικού συστήματος και την πολιτιγράφηση "εκτεταμένων" λεξιλογικών δανείων από άλλες γλώσες. Στην τρίτη περίοδο, από τον 15ο αι. ίσαμε το 1821, παρ' όλη τη σχετική αφθονία υλικού, δεν μας είναι εύκολο ν' ανακαλύψουμε γλωσσικές εξελίξεις στη ζωντανή γλώσσα. Σ' αυτήν την περίοδο ανήκουν ο σχηματισμός της κρητικής κοινής, η αντικατάστασή της από μιαν ανερχόμενη λογοτεχνική γλώσσα στα Eφτάνησα και τα πρώτα βήματα προς τη δημιουργία της σύγχρονης κοινής δημοτικής. 

Πρώτα-πρώτα, υπάρχουν λέξεις από την κλασσική αρχαιότητα, που διατήρησαν την ίδια μορφή και την ίδια σημασία, π.χ. αδελφός (παρόλο που τα πιο πολλά ιδιώματα, και συχνά η κοινή δημοτική, προτιμούν αδερφός, σύμφωνα με την κανονική φωνητική εξέλιξη), γράφω, άλλος. Ύστερα έχουμε λέξεις αλλοιωμένες στον τύπο σύμφωνα με τις φωνολογικές και μορφολογικές ανελίξεις, αλλά ταυτόσημες στη σημασία με τις αντίστοιχες κλασσικές, π.χ. μέρα, βρίσκω, ψηλός αντιστοιχούν στις αρχαίες Ελληνικές ημέρα, ευρίσκω, υψηλός. 
 
Πλάι σ' αυτές υπάρχουν λέξεις που διατήρησαν τον αρχαίο τύπο, άλλαξαν όμως σημασία, όπως λ.χ. μετάνοια, χώμα, στοιχίζω, φθάνω. Aκολουθεί μια κατηγορία από λέξεις που εξελίχτηκαν ομαλά στη φωνητική και στη μορφολογία τους και ταυτόχρονα άλλαξαν και σημασία, π.χ. ντρέπομαι, περιβόλι, ακριβός. Παράλληλα με αυτές τις τέσσερις ομάδες αντιστοιχούν τέσσερεις λεξιλογικές ομάδες, που προέρχονται από νεολογισμούς της μετακλασσικής κοινής. 
 
Πρώτα οι λέξεις με συνέχεια στον τύπο και στη σημασία, π.χ. κατόρθωμα, επιστημονικός, φωτίζω. Υστερα εκείνες που αλλοιώθηκαν στον τύπο, διατήρησαν όμως τη σημασία τους, π.χ. μοιάζω, συζήτηση, ολόγυρα. Tρίτο, οι λέξεις με μορφολογική συνέχεια, αλλά με αλλαγή σημασίας. π.χ. παραμονή, λάθος, σοβαρός, περιορίζω, και τελευταία οι αλλοιωμένες και στον τύπο και στη σημασία, π.χ. άνοιξη, σηκώνω, ψωμί.

Tο επόμενο μεγάλο τμήμα του λεξιλογίου αποτελείται από νεολογισμούς της Μεσαιωνικής και πρώιμης νεοελληνικής περιόδου σχηματισμένους από κληρονομημένες ρίζες ή θέματα με τον γραμματικό μηχανισμό της παραγωγής ή της σύνθεσης, π.χ. παίρνω, μαζεύω, κορίτσι, χαμόγελο, βαρυσήμαντος, αργά. 
 
Ένα άλλο τμήμα αποτελείται από αρχαίες ή Ελληνικές λέξεις, που ξαναμπήκαν στην προφορική γλώσσα διαμέσου της καθαρεύουσας, ή με αναλλοίωτη ή με ελαφρά αλλαγμένη σημασία, λέξεις όμως που δεν ήταν σε συχνή χρήση στα Μεσαιωνικά χρόνια, π.χ. διάστημα, πρόεδρος, αυτοκίνητο, αερίζω, εντύπωση. Είναι περιττό να προσθέσουμε πως αυτές οι λέξεις προσαρμόζονται, όταν χρειαστεί, στη φωνητική και στο τυπικό της δημοτικής. 

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική γλώσσα (ιστορικά γνωστή και ως Ρωμαίικα), αναφέρεται στις διάφορες γλωσσικές ποικιλίες των Ελληνικών που ομιλούνται στην σύγχρονη εποχή. Η έναρξη της γλωσσικής περιόδου της Νέας Ελληνικής τοποθετείται, συμβολικά κυρίως, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, παρόλο που πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Νέας Ελληνική είχαν κάνει την εμφάνιση τους αιώνες πριν - από τον 3ο αιώνα Π.Κ.Χ. έως τον 10ο αιώνα