Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ


20ος Αιώνας

Η εφημερίδα «Ακρόπολη», με εκδότη τον Β. Γαβριηλίδη, υποστηρίζοντας τη γλωσσική μεταρρύθμιση του Ψυχάρη, ανάβει το γλωσσικό ζήτημα. Υποστηρικτές τους οι Εμμανουήλ Ροΐδης, Ι. Πολυλάς, κ.ά., χτυπούν τον αττικισμό και υπερασπίζονται με πάθος τη δημοτική ως όργανο της Ελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου, το γλωσσικό ζήτημα διαμορφώνεται ως προς την πολιτιστική του διάσταση και παίρνει εκτός από κοινωνικές διαστάσεις και πολιτικές και οδηγεί σε αιματηρές συγκρούσεις. 
 
Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα (τα επεισόδια που έγιναν γνωστά σαν "Ευαγγελικά". Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα λεγόμενα "Ορεστειακά"). 
 
Οι πολέμιοι των δημοτικιστών τούς αποκαλούν χλευαστικά "μαλλιαρούς" και τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων τηςΜακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία. Ο γλωσσικός και πολιτικός φανατισμός συσκοτίζει την πραγματικότητα, που ως ζητούμενο όλων είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας, καθώς ανέκαθεν ο δημοτικισμός ταύτιζε το έθνος με τη γλώσσα. 
 
Την ίδια εποχή, σημαντικό γεγονός ήταν η έκδοση της λογοτεχνικής-πολιτικής εφημερίδας 'Ο Νουμάς' από τον Δ. Ταγκόπουλο, που αποτέλεσε άτυπο εκφραστικό όργανο του Ψυχάρη και των δημοτικιστών, έστω κι αν αργότερα Ταγκόπουλος και Ψυχάρης ήρθαν σε σύγκρουση για πολιτικούς λόγους.

Σημαντικός σταθμός αυτής της προσπάθειας ήταν η ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910, όπου συμμετείχαν ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και άλλοι, καθώς και η ίδρυση του πειραματικού Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου συνιστούν προσπάθειες για περιορισμό της αρχαιομάθειας, όπως και της ενίσχυσης φυσιογνωστικών μαθημάτων, τεχνικών, πρακτικών κ.α., που όμως προκαλούν αντιδράσεις. 
 
Ο Δελμούζος, ιδρυτής και διευθυντής του παρθεναγωγείου, κατηγορείται για διαφθορά ηθών και διδασκαλία του κομμουνισμού και της αθεΐας, αλλά τελικά αθωώνεται. Το έθνος χωρίζεται στα δύο και το θέμα της γλώσσας αποκτά μείζονα σημασία, που υπερέχει ακόμη και της ίδιας της ιδέας της ελευθερίας του έθνους. 
 
Οι συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της περιόδου, που όλες είτε δεν ψηφίστηκαν είτε έμειναν στα χαρτιά, αποσκοπούν στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινωνικές–οικονομικές ανάγκες της χώρας, με αποτέλεσμα σε διάστημα συνολικά 50 ετών, από την αρχή δηλαδή του 20ου αιώνα, να υπάρξουν λίγο-πολύ 9 αλληλοδιαδοχές επίσημης Εθνικής γλώσσας, πότε της καθαρεύουσας και πότε της δημοτικής.

Ειδικότερα το 1911, όταν, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή ο Βενιζέλος υποχωρεί στο κατεστημένο και ορίζει την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, επιβεβαιώνεται η δύναμη της συντηρητικής παράταξης και της εκκλησίας. Η υποχώρησή του είναι πολιτικός και προσωπικός συμβιβασμός που υπερκερνά την πραγμάτωση των θεμελιωδών αλλαγών που εκκρεμούν στη κοινωνία. 
 
Γενικά, η φίμωση του λόγου κυριαρχεί και ο χρήστης της δημοτικής θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης, της θρησκείας και πολεμά τη καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Το βαθύ ρήγμα που δημιουργείται ανάμεσα στις μορφωμένες τάξεις και τον απαίδευτο λαό, αποσκοπεί στην κοινωνική διάκριση, καθώς ο λαός αποκλείεται από την εξουσία και καλλιεργείται η υπακοή στο κατεστημένο που θέλει να αποτελεί παράδοση. Η χρήση της σωστής γλώσσας δηλώνει ανωτερότητα, καθώς οι χρήστες της δεν ανήκουν στους κοινούς θνητούς που δυσκολεύονται να χειριστούν την καθαρεύουσα.

Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας. Ειδικότερα κατά τη δικτατορία, οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως, που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του βήματος και του λόγου. 
 
Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές, όπως γράφει ο Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η Άννα Φραγκουδάκη, έφτανε να γράψουν της αποβλάκωσης αντί της αποβλακώσεως για να χαρακτηριστούν αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομμουνισμού ή και ακόμη να χάσουν κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους.

Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα Νομοσχέδια Τσιριμώκου το 1913, η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το 1917, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του Βενιζέλου, που όριζε τη δημοτική σαν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των Φιλελεύθερων το1920 ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στη δημοτική ("Τα Ψηλά Βουνά") "να καώσι ως έργα ψεύδους". 
 
Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από τη χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. Ιωάννη Κακριδή κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στη δημοτική και σε μονοτονικό σύστημα την πανεπιστημιακή του παράδοση.

Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του '70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη- και έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Ευάγγελο Παπανούτσο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.

Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της καθαρεύουσας. Η νομιμοποίηση δε του ΚΚΕ αφαιρεί την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος και παύει η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με τον κομμουνισμό, την αναρχία και το χάος. Πλην όμως, η καθαρεύουσα δεν είναι πλέον αποτελεσματική ως γλώσσα ούτε χρήσιμη σε καμιά εξουσία. Η κατάχρηση των μαγικών ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967 αποτελεί το κύκνειο άσμα της.
 
Το Γλωσσικό Ζήτημα έλαβε τέλος τη δεκαετία του '70, μετά από σχεδόν έναν αιώνα διαμάχης. Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλήπαρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976 ο υπουργός Παιδείας Ράλλης εισηγείται -και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει το 1977- τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους. 
 
Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την Ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια. Η Νέα Ελληνική που χρησιμοποιείται σήμερα, αποτελείται από συνένωση στοιχείων της δημοτικής και της καθαρεύουσας και βρίσκεται κοντά στην Ελληνιστική Κοινή των χρόνων του Χριστού.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Στην παρούσα μελέτη, έχουν αναφερθεί σχόλια για την γλώσσα μας κυρίως (για ευνόητους λόγους) ξένων συγγραφέων. Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σχόλια από ένα σωρό Έλληνες συγγραφείς καθώς αμέσως το κείμενο θα χαρακτηριστεί ρατσιστικό, φασιστικό, ή οτιδήποτε άλλο. Πρέπει κάποια στιγμή αυτή η ξενομανία να σταματήσει. 
 
Αν πεί κάτι πρώτα Έλληνας δεν του δίνουμε σημασία, ενώ αν πεί το ίδιο ακριβώς πράγμα ξένος τότε αλλάζει το πράγμα και ναι, να το πάρουμε στα σοβαρά. Τέλος, αν κάποιος επιθυμεί να αντικρούσει ή να υποβαθμίσει την μελέτη αυτή, τότε να ξέρει πως θα πρέπει πρώτα να το κάνει για τον Γκαίτε, τον Βολταίρο και ένα σωρό παγκοσμίως αναγνωρισμένα πνεύματα.
 
Τι Έχουν Πει Σπουδαίες Προσωπικότητες για την Ελληνική Γλώσσα

  • Ο μεγάλος Γάλλος διαφωτιστής Βολταίρος είχε πεί «Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών.»
  • Η Μαριάννα Μακ Ντόναλντ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και επικεφαλής του TLG δήλωσε «Η γνώση της Ελληνικής είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής πολιτιστικής καλλιέργειας.» 
  • Ιωάννης Γκαίτε (Ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας, 1749-1832) «Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαμπερό μέσα στη νύχτα.»
  • Μάρκος Τίλλιος Κικέρων (Ο επιφανέστερος άνδρας της αρχαίας Ρώμης, 106-43 π.Χ.)
  • «Εάν οι θεοί μιλούν, τότε σίγουρα χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων.»
  • Φρειδερίκος Σαγκρέδο (Βάσκος καθηγητής γλωσσολογίας – Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας της Βασκωνίας) «Η Ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη κληρονομιά που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για την ανέλιξη του εγκεφάλου του. Απέναντι στην Ελληνική όλες, και επιμένω όλες οι γλώσσες είναι ανεπαρκείς.» «Η αρχαία Ελληνική γλώσσα πρέπει να γίνει η δεύτερη γλώσσα όλων των Ευρωπαίων, ειδικά των καλλιεργημένων ατόμων.» «Η Ελληνική γλώσσα είναι από ουσία θεϊκή.»
  • Ερρίκος Σλήμαν (Διάσημος ερασιτέχνης αρχαιολόγος, 1822-1890) «Επιθυμούσα πάντα με πάθος να μάθω Ελληνικά. Δεν το είχα κάνει γιατί φοβόμουν πως η βαθειά γοητεία αυτής της υπέροχης γλώσσας θα με απορροφούσε τόσο πολύ που θα με απομάκρυνε από τις άλλες μου δραστηριότητες.»
  • Ίμπν Χαλντούν (Ο μεγαλύτερος Άραβας ιστορικός) «Που είναι η γραμματεία των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, των Αιγυπτίων; Όλη η ανθρωπότητα έχει κληρονομήσει την γραμματεία των Ελλήνων μόνον.»
  • Φρανγκίσκος Λιγκόρα (Σύγχρονος Ιταλός καθηγητής Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας πρός διάδοσιν του πολιτισμού) «Έλληνες να είστε περήφανοι που μιλάτε την Ελληνική γλώσσα ζωντανή και μητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Μην την παραμελείτε, αφού αυτή είναι ένα από τα λίγα αγαθά που μας έχουν απομείνει και ταυτόχρονα το διαβατήριό σας για τον παγκόσμιο πολιτισμό.»