Μουσική αρχαίας Ελλάδος
ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Μουσική αρχαίας Ελλάδος
Η μουσική και η θρησκεία συνδέονται στενά. Μέχρι και την Κλασική περίοδο, άλλωστε, οι περισσότερες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις εντάσσονταν στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών. Στις τέσσερις μεγάλες Πανελλήνιες εορτές, Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια, διοργανώνονταν όχι μόνον αθλητικοί αλλά και μουσικοί αγώνες προς τιμή του Διός, του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα. Μουσικοί αγώνες τελούνταν και σε μικρότερης εμβέλειας εορτές, όπως π.χ. τα Παναθήναια. Η μουσική, λοιπόν, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι σε πολλές εκδηλώσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου βίου.
Έτσι μουσική υπήρχε στους γάμους, στα νανουρίσματα, στις κηδείες, στις αγροτικές εργασίες, όπως ο τρύγος, ο θερισμός, στο μάζεμα των καρπών, στα συμπόσια, στις γιορτές, στα θεατρικά έργα, δηλαδή στις τραγωδίες και στις κωμωδίες. Στα Ομηρικά Έπη συναντάμε τη μουσική στο πρόσωπο των αοιδών. Οι αοιδοί ήταν επαγγελματίες ποιητές - συνθέτες - τραγουδιστές, που προσκαλούνταν ή προσλαμβάνονταν πολλές φορές σ' ένα παλάτι· εκεί τραγουδούσαν με συνοδεία φόρμιγγας επικά τραγούδια και τα κατορθώματα των ηρώων. Ο αοιδός ήταν πρόσωπο σεβαστό σε μεγάλο βαθμό απ' όλους και συχνά ονομαζόταν «Θείος»: «Μετά δε σφιν εμέλπετο θείος αοιδός φορμίζων» (και ανάμεσά τους ο Θείος αοιδός τραγουδούσε με συνοδεία φόρμιγγας).
Ενώ σε άλλο σημείο λέγεται «τιμής έμμοροί εισι και αιδούς» (μετέχουν τιμής και σεβασμού από όλους τους θνητούς). Αοιδοί ήταν επίσης μοιρολογητές, θρηνωδοί, «παρά δ' είσαν αοιδούς θρήνων εξάρχους, οι τε στονόεσσαν αοιδήν οι μεν άρ' εθρήνουν, επί δε στενάχοντο γυναίκες» (και πλάι -στον Έκτορα- οι μοιρολογητές πρώτοι άρχισαν το θρήνο, και στο μοιρολόι τους με κλάματα αποκρίνονταν οι γυναίκες). Αοιδός σήμαινε επίσης τον τραγουδιστή που με επωδές θεράπευε, γοήτευε·ως μάγος-γόης, με εργαλείο του τραγούδι. Η μουσική έπαιζε σημαντικό ρόλο ακόμα και στη ζωή των Σπαρτιατών μεταξύ 8ου και 6ου αιώνα.
Η Σπάρτη ήταν η μουσική πρωτεύουσα την Αρχαϊκή εποχή (8ος - 6ος αιώνας). Στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος υπήρχαν δύο σχολές με τη μία να διδάσκει μονωδία και η άλλη λυρικό άσμα. Ο Τυρταίος και ο Ασμάν θεωρούνταν δύο από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές της πόλης. Στην καθημερινή εκπαίδευση των Σπαρτιατόπουλων, η μάθηση της μουσικής ήταν εξίσου σημαντική, όπως και η πολεμική εκπαίδευσή τους. Όταν η Σπάρτη ήταν σε κατάσταση αναταραχής τον 7ο π.Χ. αιώνα, είναι χαρακτηριστικός ο χρησμός που παραινούσε τους Σπαρτιάτες να καλέσουν το διάσημο λυρωδό Τέρπανδρο από τη Λέσβο, να επαναφέρει την τάξη στην πόλη με το τραγούδι του.
Άλλωστε στην πόλη αυτή είναι καταχωρημένοι οι αρχαιότεροι μουσικοί αγώνες. Ήταν τα «Κάρνεια». Τα Κάρνεια ετελούντο στο τέρμα κάθε τετραετίας και γίνονταν και αθλητικοί αγώνες -εκτός των μουσικών-, κρατούσαν μάλιστα και καταλόγους των «καρνεοτικών», που χρησιμοποιούνταν για την χρονολόγηση όπως οι κατάλογοι των Ολυμπιονικών. Ο λυρικός ποιητής και μουσικός Τέρπανδρος, νίκησε σε μουσικό αγώνα των Καρνείων στη Σπάρτη το 676 π.Χ. Επίσης σε μουσικό αγώνα των Καρνείων στη Σπάρτη νίκησε και ο μουσικός και ποιητής Αρίων από την Μήθυμνα της Λέσβου, όχι όμως ο σπουδαίος μουσικός του 5ου αιώνα π.Χ. Φρύνις.
Ο Λέσβιος δεξιοτέχνης της κιθάρας -είχε προσθέσει δύο χορδές στην επτάχορδη κιθάρα του Τέρπανδρου-, αφού ο Έφορος Εμπρεπής έκοψε με σκεπάρνι τις δύο των εννέα χορδών λέγοντας «μη κακούργει την Μουσικήν». Στην Αθήνα, το αντίπαλο δέος της Σπάρτης, οι γυμναστικές ασκήσεις συνοδεύονταν από μουσική. Απαραίτητη ήταν η μαθητεία κοντά στον κιθαρωδό, δηλαδή το δάσκαλο της μουσικής, που δίδασκε τραγούδι, λύρα και κιθάρα. Στα Συμπόσια, η μουσική έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Η λύρα περνούσε μπροστά από κάθε συνδαιτυμόνα για να παίξει τη δική του στροφή. Εάν κάποιος δεν ήξερε, τότε γινόταν περίγελος σε όλους τους συγκεντρωμένους αλλά και σε όλη την πόλη.
Στην Κρήτη, πάλι, τα αγόρια για να γίνουν καλοί και ατρόμητοι πολεμιστές έπρεπε να μάθουν να τραγουδούν παιάνες αλλά και να χορεύουν. Χαρακτηριστικός τέτοιος χορός ήταν η Πρύλις. Αυτή ήταν ένοπλος επικήδειος Κρητικός χορός. Δε γνωρίζουμε κάτι ιδιαίτερο για αυτόν. Κατά την Ομηρική εποχή υπήρχαν χοροί και λιτανείες ενόπλων κοντά σε τάφους ή νεκρικές πυρές. Θα μπορούσε, λοιπόν, η Πρύλις να υπήρχε στην Ομηρική εποχή ή να εμφανίστηκε κατά την Κρητομυκηναϊκή. Οι Μυκηναίοι Έλληνες φαίνεται ότι είχαν έναν παρόμοιο χορό. Οι μετέπειτα μύθοι θεωρούν σαν «εφευρέτη» αυτού του χορού τον Αχιλλέα ή το γιο του Πύρρο.
Η τελευταία αυτή απόδοση μπορεί να πηγάζει από την κοινή ετυμολογία, μια και στους Κλασικούς χρόνους ο σπουδαιότερος από τους πολεμικούς χορούς ονομαζόταν πυρρίχιος. Η πραγματική ετυμολογία πρέπει να βρίσκεται στη λέξη πυρ (φωτιά), υπονοώντας μια σύγκριση των χορευτών που πηδούσαν με τις φλόγες που πηδούν. Η μουσική, λοιπόν, ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, γιατί κατά αυτούς ο ήχος ήταν η αρχή των πάντων. Χαρακτηριστικά ο Διογένης ο Λαέρτιος χαρακτηριστικά έλεγε ότι ο ήχος τον γεννούσε, όπως η σαΐτα τον σκότωνε. Φυσικά υπήρχαν και επαγγελματίες μουσικοί, και τραγουδιστές. Παραπάνω αναφερθήκαμε στους αοιδούς.
Εκτός αυτών υπήρχαν και πολλοί άλλοι. Αυτοί, αρχικά, οι επαγγελματίες κατατάσσονταν στις τελευταίες βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας. Σταδιακά αυτό αλλάζει και από τον 4ο αιώνα, οι επαγγελματίες απολαμβάνουν τιμές, χαίρουν διακρίσεων, ενώ έχουν μεγάλο πλούτο. Στις αρχές, η διδασκαλία της μουσικής γινόταν μέσω της προφορικής παράδοσης. Γύρω στο 470 π.Χ., όμως, οι Έλληνες εφηύραν την παρασημαντική, την πρώτη μουσική γραφή του κόσμου. Πρόκειται για ένα σύστημα που είχε ως σύμβολα τα γράμματα του αρχαίου Ελληνικού αλφαβήτου, καθώς και τα σημεία στίξεως. Χρησιμοποίησαν τόνους, αποστρόφους, γράμματα πλάγια, ορθά, διπλά, μισά ή ελλειπτικά και δημιούργησαν περίπου 1600 σημεία.
Κατέγραψαν με αυτά τα σημεία τη μουσική κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον ασφαλή, θα λέγαμε, τρόπο μετάδοσής της. Έτσι μπορούσε πιο εύκολα να διδαχθεί και σε αγόρια αλλά και στα κορίτσια. Μαρτυρία για τη διδασκαλία των τελευταίων στη μουσική μας δίνουν κείμενα που αναφέρονται στη, ποιήτρια και μουσικό Σαπφώ από τη Λέσβο. Η μουσική, όμως, δεν ήταν μόνο προνόμιο των ανδρών στην ιδιωτική ζωή τους. Οι γυναίκες ασχολούνταν με τη μουσική στο γυναικωνίτη τους κάνοντας διάφορες οικιακές εργασίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν η Κίρκη και η Καλυψώ. Αυτές τραγουδούσαν ενώ ύφαιναν. Επιπλέον όταν άλεθαν ή καθάριζαν τα δημητριακά τραγουδούσαν ένα τραγούδι το επιμύλιο.
Σε όλες τις δουλειές του σπιτιού, εκτός το νανούρισμα η μουσική είχε ως ρόλο τη διατήρηση ενός σταθερού ρυθμού. Η μουσική αποτελούσε μέρος της προετοιμασίας ενός γάμου. Πριν το γάμο, απαραίτητη ήταν η εξασφάλιση της θείας εύνοιας. Αυτό θα επιτυγχανόταν μέσα από θυσίες, τα προτέλεια -τα ιερά-, τα οποία γίνονταν με τη συνοδεία της μουσικής. Εκεί είχαμε το τραγούδι του Υμεναίου. Επίσης τραγούδι υπήρχε κατά τη λουτροφορία, στο στόλισμα της νύφης. Μουσική υπήρχε και στο συμπόσιο πριν το γάμο αλλά και κατά την πομπή για την τέλεση αυτού. Τα τραγούδια και η μουσική είχαν σημαντική θέση τόσο κατά την πρώτη νύχτα των νεονύμφων όσο και για την ενσωμάτωση της νύφης στη νέα της οικία.
Η μουσική, όμως πρωταγωνιστούσε και στις κηδείες. Η έκφραση της θλίψης στην αρχαία Ελλάδα είναι ελεγχόμενη. Δεν είναι ένα αυθόρμητο ξέσπασμα συναισθημάτων. Υπάρχει ειδικά σχεδιασμένη και τελετουργικά εκφραζόμενη συμπεριφορά σε κάθε στάδιο του θρήνου για τους συγγενείς και τις επαγγελματίες -όπως αναφέρεται στον Πλάτωνα- θρηνωδούς. Η διακοπή του συνεχούς φαίνεται και στη χορική έκφραση. Στον τελετουργικό θρήνο δεν παρασύρεται όλο το σώμα σε ρυθμική κίνηση. Η κίνηση επικεντρώνεται στο άνω τμήμα του σώματος, στο στήθος και το κεφάλι, γενόμενη έτσι περισσότερο χειρονομία παρά πραγματικός χορός.
Η διακοπή της τάξης αποδίδεται περισσότερο από τις γυναίκες, οι οποίες στην έκφραση του θρήνου τους συγκρίνονται με τη φρενίτιδα του οργιαστικού χορού των μαινάδων. Η Ανδρομάχη, μαθαίνοντας το θάνατο του συζύγου της μάνιασε σαν μαινάδα. Διαφορετική είναι η εικόνα στην τελετουργική ταφή του ηρωικού νεκρού. Ο Αχιλλέας διατάζει τους Μυρμιδόνες να κυκλώσουν το σώμα του νεκρού αρχηγού. Ο ίδιος τοποθετεί το χέρι του στο στήθος του συντρόφου του και ξεκινά το θρήνο. Ιδιαίτερα, να μη λύσουν τα άλογά τους από τα πολεμικά άρματα, αλλά να έρθουν όσο κοντύτερα γίνεται μαζί με τα άλογα και να κυκλώσουν το σώμα του Πάτροκλου τρεις φορές. Τούτη η διαδικασία είναι γενικά μια μαγική πράξη εξαγνισμού.
Καθώς περιφέρονται, γίνονται όλοι ένας κύκλος, μία ενότητα με τον Αχιλλέα επικεφαλής. Ο κυκλικός χορός είναι, στο σημείο αυτό, μια υπενθύμιση της συντροφικότητας των πολεμιστών, αλλά και μια πράξη καθιέρωσης συνόρων, τα οποία κανείς δεν μπορεί να διαβεί και να ατιμάσει το νεκρό. Επιπλέον η μουσική είχε αναπτύξει στενές σχέσεις με τους Ολυμπιακούς και γενικότερα αθλητικούς αγώνες, αλλά και τους θεατρικούς αγώνες. Η ιδέα των Ολυμπιακών και γενικότερα αθλητικών αγώνων στην Αρχαία Ελλάδα συνδυάζει την αξία της ζωής και του επίγειου βίου με την ιερότητα της θρησκείας και της τέχνης. Ιδιαίτερα η τέχνη, κυρίως η γλυπτική, η ποίηση και η μουσική αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των αρχαίων Ολυμπιακών αγώνων.
Τέχνη και αθλητισμός έπαιζαν ισότιμο ρόλο με απώτερο σκοπό την επιβεβαίωση και ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών. Απαραίτητη, όμως, θεωρούνταν η ύπαρξη της μουσικής στο αγώνισμα του άλματος. Η διεξαγωγή του άλματος γινόταν με μουσική συνοδεία αυλού, που βοηθούσε τους αθλητές να αποκτήσουν ρυθμό στο τρέξιμο. Άλλες θρησκευτικές εορτές εκτός τα Ολύμπια που ήταν αφιερωμένα στο Δία και στα οποία υπήρχαν αθλητικοί και μουσικοί αγώνες. Υπήρχαν άλλες τρεις μεγάλες Πανελλήνιες θρησκευτικές εορτές, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια. Τα Πύθια, που διοργανώνονταν προς τιμή του Θεού Απόλλωνα.
Ο θεσμός των Πυθίων ήταν σεβαστός Πανελληνίως, αφού από όλες τις πόλεις έφταναν αθλητές που εκπροσωπούσαν την πατρίδα τους, και θεατές που ήθελαν να θαυμάσουν τους αγώνες. Οι πρώτες εκδηλώσεις είχαν καθαρά μουσικό χαρακτήρα, και ήταν κυρίως αγώνες κιθαρωδίας, δηλαδή τραγούδι με συνοδεία κιθάρας. Το πρόγραμμα διευρύνθηκε αργότερα το αγώνισμα της αυλωδίας (τραγούδι με συνοδεία αυλού) και της αύλησης (σόλο αυλού). Σταδιακά διευρύνθηκε το πρόγραμμα και με αθλητικούς αγώνες, ιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Οι μουσικοί αγώνες περιλάμβαναν:
α) Έναν ύμνο στον θεό Απόλλωνα.
β) Τραγούδι με συνοδεία αυλού ή κιθάρας.
γ) Θεατρικές παραστάσεις και όρχηση.
δ) Ζωγραφική.
Τα Νέμεα γίνονταν προς τιμήν του Νέμειου Διός και εις μνήμη των επτά στρατηγών που σκοτώθηκαν στη Θήβα. Στα Αρχαία χρόνια δεν υπήρχαν μουσικοί αγώνες στην εορτή αυτή. Μετά τους Ελληνιστικούς χρόνους, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Στο πρόγραμμα των αγώνων περιλαμβάνονταν και μουσικοί αγώνες, με άλλα λόγια, αγώνες των σαλπιγκτών και των κηρύκων. Τα Ίσθμια ήταν αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνα, που διεξάγονταν στο ιερό του στην Ισθμία κάθε δύο χρόνια, την άνοιξη, για τρεις μέρες. Στο πλαίσιο της άποψης ότι η ίδρυση των Πανελλήνιων αγώνων ανάγεται σε ταφικούς αγώνες, τα Ίσθμια έχουν συνδεθεί με το θάνατο του Μελικέρτη, που πνίγηκε στη θάλασσα μαζί με τη μητέρα του Ινώ, και απαντά και με το όνομα «Παλαίμων».
Τα Ίσθμια ξεκινούσαν μετά την προσφορά θυσίας στον Ποσειδώνα και γεύματος στους πιστούς. Οι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο στίβο και οι μουσικοί στο θέατρο. Μουσικοί αγώνες τελούνταν και σε μικρότερης εμβέλειας εορτές, όπως π.χ. τα Παναθήναια, αφιερωμένα στη θεά Αθηνά. Γενικότερα, οι Έλληνες μέσω της μουσικής στράφηκαν προς το τραγούδι και το χορό για να προσελκύσουν τη Θεά της καλής τύχης. Στους πρώτους χρόνους της αρχαιότητας, το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Ελληνικής μουσικής αποτελούνταν από το τραγούδι, είτε σόλο ή χορωδιακά. Οι τέχνες του τραγουδιού και του παιξίματος κάποιου μουσικού οργάνου συνδέονταν αναπόσπαστα με την ποίηση.
Από τα πνευστά, το πιο συνηθισμένο ήταν ο απλός ή διπλός αυλός, που συνόδευε μεταξύ άλλων τις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμή του θεού Διονύσου. Άλλο πνευστό ήταν η σύριγξ του Πανός, ένα πολυκάλαμο όργανο που την αποτελούσαν άλλοτε ανισομήκη και άλλες φορές ισομήκη καλάμια. Υπήρχαν, επίσης, η σάλπιγγα και το κέρας. Το πιο γνωστό μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας ήταν η κιθάρα, που αναφέρεται ήδη στα ομηρικά έπη. Η κιθάρα όπως η φόρμιγξ είχαν ξύλινα ηχεία και χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο από επαγγελματίες μουσικούς. Άλλα διαδεδομένα έγχορδα ήταν η λύρα, που σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν το μουσικό όργανο του Θεού Απόλλωνα, και μια μεγαλύτερη παραλλαγή της, η βάρβιτος.
Η λύρα και η βάρβιτος είχαν ηχείο από κέλυφος χελώνας και μπορούσαν να παιχθούν και από ερασιτέχνες μουσικούς. Τέλος, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν διαφόρων ειδών κρουστά, όπως κύμβαλα, κρόταλα, σείστρα και τύμπανα. Η σχέση αυτή ποίηση - μουσική θεωρούνταν από τους Έλληνες ως συμβιωτική. Άλλωστε σπάνια έκανε την εμφάνισή της η μία χωρίς την άλλη. Δυστυχώς, όμως, η μεγάλη αξία που δινόταν στη μουσική παιδεία κατά την αρχαιότητα αρχίζει να ατονεί από τα μέσα του 5ου αιώνα. Η μουσική στην Ελλάδα, προτρέχοντας όλων των άλλων τεχνών, αρχίζει μια αργή καθοδική πορεία και μάλιστα σε μια εποχή που οι εικαστικές τέχνες είναι στη μεγάλη ακμή τους.