Παρθενώνας (μέρος 3ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Παρθενώνας (μέρος 3ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Παρθενώνας (μέρος 3ο)


Το «εμπόδιο» αυτό πρέπει να έφθανε τουλάχιστον έως τα επιστύλια. Η συγκέντρωση αυτών των φαινομένων σε μια κατακόρυφη ζώνη εκεί όπου προ των Περσικών πρέπει να έστεκε ο κίων επιτρέπει το συμπέρασμα ότι μετά τα Περσικά στήθηκε πάλι στην ίδια θέση ένα μνημείο –πεσσός, κίων ή στήλη– το οποίο ήταν εκεί όταν άρχισε να κτίζεται πολύ κοντά του το Ερέχθειον.

«ΚΤΗΡΙΟΝ Η» ή «ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝ»  
(Ο ναός με τα μεγάλα πώρινα αετώματα.) 
Το 1888 η ανασκαφή προχωρούσε ήδη στο νότιο μέρος της Ακροπόλεως αποκαλύπτοντας –εκτός από τα προαναφερθέντα αρχαία τεχνικά έργα (επιχώσεις, αναλημματικοί τοίχοι, θεμέλια εργαστηρίου)– αναρίθμητα θραύσματα πώρινων γλυπτών αλλά και αρχιτεκτονικών μελών. Τα ευρήματα αυτά, έστω και αποσπασματικά, μαζί με μερικά που βρέθηκαν και σε άλλα σημεία της Ακροπόλεως, καθιστούσαν για πρώτη φορά δυνατή τη γνώση μιας τοπικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, προγενέστερης του αρχαίου νεώ.  
Η ταξινόμηση των θραυσμάτων βάσει της αρχιτεκτονικής κλίμακας ή των τεχνοτροπικών γνωρισμάτων των κατέληξε στον καταρτισμό ομάδων που η καθεμία έπρεπε να ανήκει και σε ένα διαφορετικό κτήριο ή καλλιτεχνικό σύνολο. Η αναζήτηση της θέσεως όλων αυτών των κτηρίων οδηγούσε σε δικαιολογημένη αμηχανία. Η πρώτη σκέψη που έρχεται στον νου είναι ότι με τη γενική αναμόρφωση της Ακροπόλεως κατά τον 5ο αιώνα θα πρέπει να έχουν εξαλειφθεί ή να έχουν καταστεί απρόσιτες πλείστες μαρτυρίες της αρχικής μορφής και ειδικότερα της θέσεως των αρχαϊκών κτισμάτων.  
Εύλογη ήταν, λοιπόν, η εκλογή συμβατικών ονομασιών για τα κτήρια τα μαρτυρούμενα μόνον από κινητά ευρήματα: «κτήριον Α», «κτήριον Β», «κτήριον C» κ.ο.κ. Ένα από αυτά, το «Η» συγκέντρωσε εξαρχής ιδιαίτερη προσοχή λόγω του μεγάλου μεγέθους του. Το μοναδικό αυτό μέγεθος, άλλωστε, καθιστούσε βέβαιον ποια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και ποια γλυπτικά θα έπρεπε να συνανήκουν: θραύσματα πολύ μεγάλων πώρινων γλυπτών (ο «τρισώματος δαίμων», «Ηρακλής και Τρίτων», μεγάλοι όφεις κ.λπ.).  
Θραύσματα κιονόκρανων με λίαν πεπλατυσμένο εχίνο και υπολογιζόμενες διαστάσεις περίπου 1.80x1.80 μ., θραύσματα σπονδύλων αναλόγου μεγέθους και τρία μεγάλα επιστύλια, ενσωματωμένα στην εξωτερική πλευρά του νοτίου τείχους. Τα επιστύλια αυτά, που ήσαν πάντα ορατά, τα είχε αποδώσει παλαιότερα ο Dorpfeld στον αρχαίο νεώ αδιακρίτως, μολονότι έχουν μικρότερο μήκος και μεγαλύτερο ύψος. Τη διαφορά του ύψους είχε προσέξει παλαιότερα μόνον ο Penrose.
Αλλά εκτός αυτών υπάρχει και μια άλλη γενικότερη διαφορά: στο «κτήριο Η» χρησιμοποιήθηκε ο σκληρότερος ακτίτης, στον αρχαίο νεώ ένας μέσης σκληρότητας πωρόλιθος. Η μελέτη αυτού του υλικού από τον Wiegand δημοσιεύθηκε το 1904. Εν τω μεταξύ, όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Dorpfeld είχε απορρίψει τη θεωρία του περί μεταπερσικής χρονολογήσεως του Προπαρθενώνος και υπεστήριζε, ακολουθούμενος και από άλλους, την παλαιά κλασική θεωρία του Leake και του Ross. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ύπαρξη ακόμη παλαιότερων ναών στην ίδια θέση θα ηδύνατο και πάλιν να θεωρηθεί, για λόγους ιστορικής συνεχείας, πολύ πιθανή.

Αναζητώντας, ωστόσο, ο Wiegand τη θέση του «κτηρίου Η», δεν έλαβε σοβαρά υπ' όψιν του ως πιθανή την καλυπτόμενη από τον Παρθενώνα έκταση και, ελλείψει άλλων καταλλήλων θέσεων, υπεστήριξε την άποψη ότι ο ναός έπρεπε να έχει υπάρξει, ως αυτοτελές κτήριο, ακριβώς στη θέση του σηκού του αρχαίου νεώ: ότι, δηλαδή, είχε αποτελέσει παλαιότερη φάση του αρχαίου νεώ, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, διατηρήθηκε και στην τελική μορφή.  
Η τελική αυτή μορφή επιτεύχθηκε, υποστηρίζει ο Wiegand, με απλή προσθήκη περιστάσεως στον άνευ περιστάσεως παλαιότερο ναό («κτήριον Η») και με κάποια μετατροπή του τελευταίου, κατά την οποία αφαιρέθηκαν ως άχρηστα τα πώρινα αετώματα και αυξήθηκε το ύψος του.
Με αυτή τη θεωρία ερμήνευε ο Wiegand και την υπάρχουσα ποιοτική διαφορά μεταξύ του θεμελίου της περιστάσεως και του θεμελίου του σηκού. Το πρώτο αποτελείται από μεγάλα τεμάχια λίθου του Καρά, το δεύτερο από μικρότερα τεμάχια λίθου της Ακροπόλεως. Ως προς αυτό το θέμα, πάντως, ο Dorpfeld είχε κάποτε σημειώσει ότι η διαφορά υλικού και τρόπου κατασκευής των δύο θεμελίων θα ήταν δυνατόν να οφείλεται ακόμη και μόνον σε τεχνικούς λόγους.
Η αναπαράσταση του «κτηρίου Η» ως διπλού εν παραστάσιν ναού, μήκους περίπου 34 μ., οδήγησε τον Wiegand στην άποψη ότι ο ναός αυτός έπρεπε να είναι το επιγραφικώς μαρτυρημένο «Εκατόμπεδον». Η αναπαράσταση εκείνη ήταν ατυχής κυρίως επειδή τα αετώματα που προέκυπταν δεν ήσαν αρκετά ευρύχωρα για τα μεγαλύτερα από τα πώρινα γλυπτά, δηλαδή για τους λέοντες.
Η θεωρία του Wiegand προσεβλήθη το 1922 από τον Ε. Buschor, ο οποίος υπεστήριξε ότι το αποδιδόμενο στο «κτήριο Η» υλικό δεν προέρχεται όλο από τον προκάτοχο του αρχαίου νεώ αλλά και από έναν άλλο ναό, ο οποίος πρέπει να ήταν ένας παλαιότερος πρόδρομος του Παρθενώνος. Τον άλλο αυτό ναό ονόμασε Urparthenon, δηλαδή «πρωταρχικό Παρθενώνα». Αργότερα (1929-33), ο ίδιος ερευνητής, στηριζόμενος σε υλικά μνημειακών κεραμώσεων, προέτεινε την ύπαρξη ενός ακόμη αρχαιότερου ναού στην ίδια θέση.
 
Η θεωρία αυτή δεν έγινε γενικώς δεκτή. Τη θεωρία αποδόσεως του υλικού του «κτηρίου Η» σε δύο κτήρια (Η1 και Η2) υπεστήριξε αργότερα και ο Schrader, ο οποίος δέχθηκε το Η1 ως δίστυλο εν παραστάσιν δωρικό ναό, στη θέση του αρχαίου νεώ και το κτήριο Η2 ως τρίστυλο εν παραστάσιν δωρικό ναό, στη θέση του Παρθενώνος. 
 Στην πρόταση αυτή οδηγήθηκε από τις μεταξύ των κιονόκρανων, τριγλύφων και άλλων μερών του «κτηρίου Η» διαφορές και από την ποσότητα και το μέγεθος των πώρινων εναετίων γλυπτών, κυρίως των λεόντων. Ιδιαίτερη θέση στη μελέτη του Η. Schrader είχαν ορισμένα γλυπτά αποδιδόμενα σε διαφορετικά ακρωτήρια (τα περισσότερα από αυτά όμως δεν ανήκουν, πραγματικά, στα ακρωτήρια).
Τα πράγματα έλαβαν νέα τροπή το 1935, όταν ο W.H. Schuchhardt παρουσίασε μια μελέτη που αναφερόταν στην επαετίδα του «κτηρίου Η». Συνέλεξε και μελέτησε εκατοντάδες θραυσμάτων. Συναρμόζοντας θραύσματα μεταξύ των ή εξετάζοντας συνδυασμούς με την παραδοχή ελαχίστων δυνατών κενών μεταξύ θραυσμάτων και χρησιμοποιώντας όλα τα δυνατά κριτήρια (τη φορά των κοσμημάτων, τη φορά της κινήσεως, τα μέτρα κ.λπ.. 
 Ακόμα και τα στρώματα του μαρμάρου, τα οποία δηλώνουν τη δυνατότητα να ανήκουν δύο θραύσματα στο αυτό μάρμαρο), κατέληξε σε ένα ελάχιστο μήκος για τη μία πλευρά του αετώματος, το οποίο ήταν μεγαλύτερο κι από εκείνο που θα ταίριαζε σε τρίστυλο εν παραστάσιν ναό (όπως είχε προτείνει ο Schrader). 
Έπρεπε λοιπόν να αναπαρασταθεί το αέτωμα ακόμη μεγαλύτερο. Ωστόσο, χωρίς να δέχεται και τη θεωρία Buschor, αρκέσθηκε μόνον σε μία τροποποίηση της θεωρίας Wiengang, υποστηρίζοντας ότι το «κτήριο Η» –ως προκάτοχος της θέσεως του αρχαίου νεώ– έπρεπε και αυτό να ήταν εξαρχής ένας περίπτερος ναός. Τα γνωστά και πολυσυζητημένα θεμέλια του σηκού και της περιστάσεως του αρχαίου νεώ έπρεπε να ανήκουν, συμπεριλαμβανομένης και της κρηπίδος, στο «κτήριο Η».

Όμως τα σωζόμενα, εντοιχισμένα στο νότιο τείχος της Ακροπόλεως επιστύλια (του «κτηρίου Η») είναι κατά το μήκος κάπως μικρότερα από τα εντοιχισμένα στο βόρειο τείχος επιστύλια του αρχαίου νεώ, γι’ αυτό και ο Schchhardt, προκειμένου να φέρει σε συμφωνία τις γενικές διαστάσεις των δύο ναών, υπέθεσε ότι άλλα, μη σωζόμενα επιστύλια του «κτηρίου Η» θα πρέπει να υπήρξαν πολύ μακρύτερα. 
 Τη γνώμη αυτή απέρριψε ο Dinsmoor: η προταθείσα εξίσωση του πλάτους των δύο ναών «υπερβαίνει την... ελαστικότητα του λίθου» (εννοώντας ειρωνικά την ελαστικότητα των επιστημονικών υπολογισμών). Ο ίδιος διαπίστωσε επίσης ίχνη οδοντωτής ξοΐδος στις έδρες των λίθων του θεμελίου σηκού και περιστάσεως του νεωτέρου ναού, ενός εργαλείου του οποίου δεν βρέθηκαν ίχνη στις επαετίδες του «κτηρίου Η», επειδή κατά την πρώιμη εκείνη εποχή το οδοντωτό εργαλείο δεν πρέπει να είχε ακόμη επινοηθεί. 
 Κατ' αυτόν τον τρόπο κατέληξε και ο Dinsmoor στις απόψεις των Buschor και Schrader περί «πρωταρχικού Παρθενώνος» (Urparthenon). Περιέργως, όμως, κατέληξε σε μια τολμηρά... άτολμη αναπαράσταση του ναού, επιθυμώντας να επιτύχει μήκος 100 ποδών ακριβώς. Το αποτέλεσμα είναι τρίστυλες εν παραστάσιν προσόψεις και αετώματα μικρότερης χωρητικότητας από εκείνα που είχε προτείνει ο Schuchhardt. Η θεωρία Dinsmoor δεν έγινε γενικώς αποδεκτή.
Από όσες μελέτες ακολούθησαν, σπουδαιότερες για την τεκμηρίωση του υλικού και τη συμβολή τους σε πολλά θεωρητικά ζητήματα είναι εκείνες του Ι. Beyer (1975-1976). Ο Beyer, συνεχίζοντας τις έρευνες του Schuchhardt, κατέληξε στην αναγνώριση των εναετίων του ανατολικού αετώματος, βάσει κριτηρίων τεχνοτροπίας, υλικού και μεγέθους.
Η μετάθεση του «κτηρίου Η» ως Urparthenon στη θέση του Παρθενώνος –από τους Buschor, Schrader, Dinsmoor– εξηγούσε καλύτερα το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη και σχεδόν όλα τα γλυπτά του ναού βρέθηκαν μόνο νοτίως του Παρθενώνος και όχι προς το Ερεχθείο. Ένα άλλο φαινόμενο που έτσι εξηγείται πολύ καλύτερα είναι η βίαιη κακοποίηση των γλυπτών των αετωμάτων αμφοτέρων των ναών, μέχρι μετατροπής των σε μικρά τεμάχια.
Εάν ο αναζητούμενος ναός ήταν στην ίδια θέση με τον αρχαίο νεώ, η κατεδάφισή του θα έπρεπε να χρονολογηθεί στα 530 π.Χ. περίπου (καθόσον ο νεώτερος ναός ήταν έτοιμος το 520 π.Χ. ή όχι πολύ αργότερα), σε μια εποχή για την οποία δεν θα ήταν νοητή τέτοια κακομεταχείριση των παλαιών γλυπτών. Εάν, όμως, ο αναζητούμενος ναός ήταν στη θέση όπου αργότερα κτίσθηκε ο Προπαρθενών, η κατεδάφισή του θα ήταν δυνατόν να έχει συντελεσθεί κατά τμήματα με την πρόοδο της κατασκευής του έργου μεταξύ των ετών 490-480 π.Χ. ή ίσως το 500-480 π.Χ. (πιθανότερο πάντως είναι ότι το έργο παύθηκε το 485 π.Χ.).  
Μια τέτοια χρονολόγηση κάνει πολύ πιθανότερη την παραμονή των γλυπτών έως το 480 π.Χ. σε θέσεις όπου θα ήταν δυνατόν να καταστραφούν από τους Πέρσες, κατά τον ίδιο άγριο τρόπο που καταστράφηκαν και τα γλυπτά του αρχαίου νεώ ή κάποια προκλητικά για τους Πέρσες μνημεία, μεταξύ των οποίων και το ανάθημα του μαραθωνομάχου ήρωα Καλλιμάχου.
Τέλος, η ως άνω τοπογραφική διάκριση και η συνακόλουθη δυνατότης χρονολογήσεως της καθαιρέσεως του ναού έως τη 2η δεκαετία του 5ου αι. π.Χ. καθιστά ευλογοφανέστερο τον χρόνο που μεσολάβησε έως την αναχρησιμοποίηση των μετοπών του στην επένδυση του μυκηναϊκού τείχους παρά τα Προπύλαια και των επιστυλίων, σπονδύλων και άλλων λίθων στην κατασκευή του κάτω μέρους του νοτίου τείχους της Ακροπόλεως.  
Η επένδυση του Μυκηναϊκού τείχους προηγείται της κατασκευής του πρώτου μαρμάρινου προπύλου (490-485 π.Χ.). Η κατασκευή του νοτίου τείχους χρονολογείται στα 466 π.Χ. (Κιμώνιον τείχος). Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να είναι το κάτω μέρος του ακόμη αρχαιότερο.
Οι πρόσφατες διερευνητικές διατρήσεις του θεμελίου του Παρθενώνος, χάριν των αναγκαίων στατικών μελετών, απέδειξαν ότι το θεμέλιο είναι γενικώς συμπαγές, δεν επέτρεψαν όμως ακριβή συμπεράσματα για τη μορφή πλοκής των λίθων και για τις πιθανολογούμενες δομικές φάσεις στο εσωτερικό του στερεοβάτου. Άλλες, όμως, έρευνες μας οδήγησαν σε θετικές ενδείξεις ως εξής:

• Στη δυτική πλευρά του στερεοβάτου του Προπαρθενώνος οι λίθοι της 19ης στρώσεως έχουν λοξή την κατεύθυνση προς το –δυστυχώς αθέατο– εσωτερικό της κατασκευής. Η απόκλισή των από τον άξονα του ναού είναι –3,5 βαθμοί προς τα αριστερά.
Την ίδια ακριβώς απόκλιση παρουσιάζει και το σχολιασμένο ήδη από τον Buschor λοξό λάξευμα στον βράχο, στο μέσον περίπου της δυτικής πλευράς. Είναι, επομένως, πολύ πιθανόν ότι ακριβώς πίσω από τους εξωτερικούς λίθους της δυτικής πλευράς του στερεοβάτου λανθάνει μια άλλη κατασκευή της οποίας ο προσανατολισμός αποκλίνει των αξόνων του Παρθενώνος κατά –3,5 βαθμούς προς τα αριστερά.
• Στη νότια πλευρά του στερεοβάτου και επί μήκους σχεδόν 20 μ. από τη ΝΔ γωνία, οι λίθοι της 18ης στρώσεως έχουν λοξή την κατεύθυνση προς το εσωτερικό της κατασκευής. Η απόκλισή των από τον άξονα του ναού είναι επίσης –3,5 βαθμοί προς τα αριστερά. Η εξήγηση είναι όπως και στην προηγούμενη περίπτωση. Δύναται, όμως, να υποτεθεί ότι οι εν λόγω λοξά τοποθετημένοι λίθοι παρακολουθούν την υποθετική εσωτερική κατασκευή όχι σε όλο το μήκος της, αλλά μόνον στο τμήμα της το οποίο πλησιάζει περισσότερο τη νότια πλευρά του στερεοβάτου.
• Το υπό το βόρειο πτερόν του Παρθενώνος μικρό ιερόν, αποτελούμενο από ναΐσκο και βωμό, είχε ιδιαίτερο προσανατολισμό. Ο άξων του κατά χώραν υποβάθρου του αγάλματος παρουσιάζει απόκλιση –3,5 βαθμών προς τα αριστερά του άξονος του κλασικού ναού.
• Η συμφωνία των αποκλίσεων τόσων διαφορετικών στοιχείων –ναΐσκος στα βόρεια, λάξευμα και ιδιότυπη δομή μέρους του στερεοβάτου στα δυτικά και πάλιν ιδιότυπη δομή μέρους του στερεοβάτου στα νότια– κάνει πιθανόν ότι τα αποκλίνοντα στοιχεία παραλληλίζονται προς τις πλευρές ενός εσωτερικού κτίσματος, του οποίου ο προσανατολισμός διαφέρει κατά 3,5 βαθμούς από εκείνον του στερεοβάτου. Το αθέατο αυτό κτίσμα, αν πράγματι υφίσταται, θα πρέπει να είναι θεμέλιο ή μέρος των θεμελίων ενός μεγάλου ναού, προγενεστέρου του Παρθενώνος Ι.
• Η δυτική πλευρά αυτού του κτίσματος δεν φαίνεται να είναι σε τυχαία θέση: ευρίσκεται περίπου σε μία γραμμή με τη δυτική πρόσοψη του αρχαίου νεώ.
• Η θέση του ναΐσκου δεν είναι τυχαία. Η πρόσοψή του είναι στην ίδια γραμμή με την ανατολική πρόσοψη του αρχαίου νεώ. Στην ίδια γραμμή επίσης ήταν και η πρόσοψη ενός οικήματος στα βόρεια του αρχαίου νεώ, το οποίο υπήρξε ο πρόδρομος του ανατολικού μέρους του Ερεχθείου (Εικόνα 23).
Τα ανωτέρω δεν είναι αποδείξεις. Είναι απλώς ενδείξεις, απαράβλεπτες όμως, οι οποίες δηλώνουν την πιθανότερη θέση και έκταση του ναού με τα μεγάλα πώρινα αετώματα. Το μήκος της κρηπίδος του θα πρέπει να έφθανε περίπου τα 46 μ. Η σχεδιαστική αναπαράσταση της αρχιτεκτονικής αυτού του ναού είναι δυνατή χάρις στο πλήθος και την ποικιλία των υλικών καταλοίπων του. Ό,τι, πάντως, ακολουθεί είναι μόνον μια αναγκαία πρώτη προσέγγιση, βασισμένη σε εκείνα ειδικώς τα θραύσματα που περισσότερο ευνοούν έναν απλό υπολογισμό χωρίς μεγάλα περιθώρια σφάλματος.
Η σε φυσική κλίμακα σχεδίαση και σύγκριση της τομής του εχίνου των καλύτερα σωζόμενων θραυσμάτων κιονόκρανων απέδειξε την ύπαρξη ατομικών διαφορών ως προς την ακριβή μορφή της καμπύλης του εχίνου, της μορφής και του μεγέθους των ιμάντων και ακόμη ως προς την ακριβή διάμετρο του υποτραχηλίου.