Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!



Πολύ αξιόλογα προνόμια δόθηκαν στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια. Κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα, εάν συμφωνούσε ο αντίπαλός του, να συζητήσει μια αγωγή, έστω και μη εκκλησιαστικής φύσεως, στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, έστω και αν η συζήτηση της υποθέσεως είχε ήδη αρχίσει σε άλλο, μη Εκκλησιαστικό, Δικαστήριο. Προς το τέλος της βασιλείας του Κωνσταντίνου, τα δικαιώματα των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο: 

1) Οι αποφάσεις ενός Επισκόπου έπρεπε να γίνουν δεκτές ως τελικές για υποθέσεις που αφορούσαν ανθρώπους οποιασδήποτε ηλικίας. 

2) Οποιαδήποτε περίπτωση -που δεν αφορούσε το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο- μπορούσε να διαβιβασθεί σε αυτό, σε οποιαδήποτε στιγμή, έστω και αν ο αντίδικος δεν συμφωνούσε.

3) Οι αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τα Πολιτικά Δικαστήρια.

Όλα αυτά τα προνόμια ενίσχυσαν την εξουσία των Επισκόπων μέσα στην κοινωνία, αλλά συγχρόνως πρόσθεσαν ένα βαρύ φορτίο στις ευθύνες τους και δημιούργησαν πολλές περιπλοκές. Εκείνοι που έχαναν μια δίκη, μη έχοντας το δικαίωμα της έφεσης, έστω και αν η απόφαση τού Επισκόπου δεν ήταν σωστή, έμεναν συχνά ανικανοποίητοι. Επί πλέον, τα νέα αυτά καθήκοντα των Επισκόπων έκαναν τη ζωή τους πολύ πιο πολύπλοκη. Η Εκκλησία συγχρόνως πλούτιζε χάρη στις δωρεές που έπαιρνε από διάφορες πηγές, υπό μορφή κτημάτων, χρημάτων, ή σταριού. Οι Χριστιανοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές γιορτές.

Συγχρόνως η Χριστιανική επίδραση συνετέλεσε ώστε οι εγκληματίες να κρίνονται με μεγαλύτερη επιείκεια. Επί πλέον το όνομα του Κωνσταντίνου συνδέεται με την ανέγερση πολλών ναών σε όλα τα μέρη της τεράστιας Αυτοκρατορίας του. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου και η βασιλική του Λατερανού της Ρώμης, αποδίδονται σε αυτόν. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρθηκε για την Παλαιστίνη, όπου η μητέρα του Ελένη -όπως πιστεύεται- βρήκε τον αληθινό Σταυρό. Στην Ιερουσαλήμ, εκεί όπου είχαν θάψει τον Χριστό, κτίσθηκε ο ναός του Παναγίου Τάφου, ενώ στο Όρος των Ελαιών ο Κωνσταντίνος έκτισε τον ναό της Αναλήψεως και στη Βηθλεέμ τον ναό της Γεννήσεως.

Η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, και τα περίχωρά της επίσης, πλουτίστηκαν με πολλούς ναούς, κυριότεροι από τους οποίους είναι ο ναός των Αγίων Αποστόλων και ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Είναι δυνατόν επίσης ο Κωνσταντίνος να είχε θεμελιώσει την Αγία Σοφία, που περατώθηκε από τον διάδοχό του Κωνστάντιο. Πολλοί άλλοι ναοί κατασκευάσθηκαν σε διάφορα μέρη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου στην Αντιόχεια, τη Νικομήδεια και την Βόρειο Αφρική. Μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, αναπτύχθηκαν τρία αξιόλογα Χριστιανικά κέντρα:

  • Η Χριστιανική Ρώμη, στην Ιταλία (αν και η συμπάθεια προς τον ειδωλολατρισμό εξακολούθησε να υπάρχει εκεί για κάποιο διάστημα). 
  • Η Χριστιανική Κωνσταντινούπολη, που σύντομα έγινε για τους Χριστιανούς της Ανατολής μια δεύτερη Ρώμη. 
  • Η Χριστιανική Ιερουσαλήμ. 

Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Αυτοκράτορα Τίτο, το 7ο μ. Χ., και την ίδρυση, στη θέση της, της Ρωμαϊκής αποικίας Αιλίας Καπιτωλίνας, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αδριανού, τον 2ο αιώνα μ.Χ., η αρχαία Ιερουσαλήμ είχε χάσει την αίγλη της, αν και υπήρξε η μητέρα Εκκλησία της Χριστιανοσύνης και το κέντρο της πρώτης Αποστολικής Διδασκαλίας. Η Χριστιανική Ιερουσαλήμ αναζωογονήθηκε την εποχή τού Κωνσταντίνου. Οι ναοί που κτίστηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής στα τρία κέντρα που αναφέραμε πιο πάνω υπήρξαν τα σύμβολα τού θριάμβου της Χριστιανικής Εκκλησίας, που γρήγορα έγινε η επίσημη Εκκλησία του Κράτους.

Η ιδέα της επί γης Βασιλείας ήταν τελείως νέα και αντίθετη προς τη βασική αρχή του Χριστιανισμού πως η Βασιλεία του Θεού δεν είναι του κόσμου τούτου και ότι πλησιάζει σύντομα το τέλος του κόσμου.

Ο ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

Μετά την καθιέρωση των νέων συνθηκών, στις αρχές του 4ου αιώνα, η Εκκλησία έζησε μια περίοδο εντατικής δημιουργικής δράσεως, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στον δογματικό τομέα. Τον 4ο αιώνα τα δογματικά ζητήματα δεν απασχολούσαν μόνον τα άτομα, όπως συνέβη στον 3ο αιώνα με τον Τερτυλλιανό ή τον Ωριγένη, αλλά ολόκληρες ομάδες ανθρώπων που αποτελούνταν από καλά οργανωμένα άτομα. Τον 4ο αιώνα οι Σύνοδοι έγιναν ένα κοινό μέσο, το οποίο εθεωρείτο ως το μόνο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων που ήταν συζητήσιμα. Με την προσπάθεια αυτή όμως ένας νέος παράγοντας παρουσιάζεται στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.

Ένας παράγοντας σημαντικός για την μετέπειτα ιστορία της εξελίξεως των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών και κοσμικών δυνάμεων. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου το Κράτος έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές έριδες, διευθύνοντάς τες κατάλληλα. Φυσικά, πολλές φορές, τα συμφέροντα του Κράτους δεν συνέπιπταν με τα συμφέροντα της Εκκλησίας. Για πολλούς αιώνες το κέντρο πολιτισμού της Ανατολής υπήρξε η πόλη της Αιγύπτου Αλεξάνδρεια, όπου η πνευματική δραστηριότητα είχε μεταβληθεί σ' ένα δυνατό ρεύμα. Ήταν φυσικό οι νέες δογματικές ιδέες να προέλθουν από την Αλεξάνδρεια, η οποία, όπως τονίζει ο καθηγητής Α. Σπάσκι (Α. Spassk:y):

«Έγινε στην Ανατολή το κέντρο της θεολογικής εξελίξεως, αποκτώντας έτσι, στον Χριστιανικό κόσμο, τη φήμη μιας φιλοσοφικής Εκκλησίας, που ποτέ της δεν κουράστηκε να μελετάει μεγάλα θρησκευτικά και επιστημονικά προβλήματα». Αν και ο Άρειος -του οποίου το όνομα δόθηκε στην πιο σπουδαία αιρετική διδασκαλία της εποχής του Κωνσταντίνου- υπήρξε ένας Αλεξανδρινός ιερεύς, το δόγμα του έχει ως τόπο προελεύσεώς του την Αντιόχεια της Συρίας, όπου ο Λουκιανός, ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής εκείνης, είχε ιδρύσει μια εξηγητική - θεολογική σχολή, η οποία, όπως λέει ο Α. Χάρνακ, υπήρξε η γενέτειρα τού Αρειανισμού.

Ο Λουκιανός είναι, κατά τον Χάρνακ, «ο Άρειος που προηγήθηκε του Αρείου». Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Υιός τού Θεού υπήρξε ένα δημιούργημα, «κτίσμα», όπως είναι όλα τα άλλα δημιουργήματα του Θεού. Η ιδέα αυτή αποτελεί τη βάση τού Αρειανισμού. Εκτός από την Αίγυπτο, ο Ευσέβιος Καισαρείας και ο συνονόματός του Επίσκοπος Νικομηδείας, τάχθηκαν υπέρ του Αρείου. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, Αλέξανδρος, όμως, απέκλεισε τον Άρειο από τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, παρά τις προσπάθειες των οπαδών του που θέλησαν να τον βοηθήσουν. Συγχρόνως απέτυχε κάθε άλλη προσπάθεια που έγινε με σκοπό να ειρηνεύσει και να ησυχάσει η Εκκλησία.

Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει τον Λικίνιο, παίρνοντας έτσι όλη την εξουσία στα χέρια του, έφθασε το 324 στη Νικομήδεια, όπου άκουσε πολλά παράπονα τόσο από τους αιρετικούς όσο και από τους αντιπάλους τους. Επιθυμώντας -πάνω από όλα- να εδραιώσει τη θρησκευτική ειρήνη στην Αυτοκρατορία του και μη εννοώντας την έκταση και τη σημασία της δογματικής διαμάχης, ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα γράμμα στον Επίσκοπο Αλέξανδρο και στον Άρειο, με το οποίο τους προέτρεπε να έλθουν σε συμφωνία, προβάλλοντάς τους ως παράδειγμα τους φιλοσόφους που ζουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές που τούς χωρίζουν.

Επίσης ανέφερε στην επιστολή του ότι δεν θα ήταν δύσκολη μια συμφωνία, αφού και οι δύο -ο Αλέξανδρος και ο Άρειος- πίστευαν στη Θεία Πρόνοια και στον Ιησού Χριστό. Επί πλέον, ο Κωνσταντίνος έγραφε τα εξής: «Δώστε μου πίσω την ηρεμία έτσι ώστε η χαρά και η γαλήνη να ρυθμίζουν, από τώρα και στο εξής, τη ζωή μου». Το γράμμα αυτό εστάλη στην Αλεξάνδρεια μέσω τού Επισκόπου της Κορδούης της Ισπανίας, Οσίου, τον οποίο ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε πολύ. Ο Επίσκοπος μετέφερε την επιστολή αυτή, μελέτησε προσεκτικά την κατάσταση και, επιστρέφοντας, εξήγησε στον Αυτοκράτορα την πλήρη σημασία της κινήσεως τού Αρείου, οπότε -τότε μόνον- ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.

Η Α' Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε το 325 στην πόλη της Βυθινίας, Νίκαια. Ο ακριβής αριθμός των Πατέρων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο δεν είναι γνωστός, αν και συνήθως αναφέρεται ο αριθμός 318. Οι περισσότεροι από αυτούς τους Πατέρες ήταν Επίσκοποι των περιοχών της Ανατολής, ο δε ηλικιωμένος Επίσκοπος Ρώμης έστειλε, στη θέση του, δύο ιερείς. Η πιο σοβαρή υπόθεση, την οποία συζήτησε η Σύνοδος -πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας- υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου. Τα πρακτικά της Συνόδου της Νικαίας δεν έχουν διασωθεί. Μερικοί μάλιστα αμφιβάλλουν αν τηρήθηκαν πρακτικά.

Πληροφορίες σχετικές με τη Σύνοδο έχουμε μόνον από αυτούς που έλαβαν μέρος σε αυτήν, καθώς και από τους ιστορικούς. Ο πιο ενθουσιώδης και ικανός αντίπαλος του Αρείου υπήρξε ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, Αθανάσιος. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου και, εισάγοντας ορισμένες τροποποιήσεις και προσθήκες, υιοθέτησε το Σύμβολο της Πίστεως, στο οποίο ο Χριστός αναγνωρίζεται ως Υιός του Θεού, «Γεννηθείς και ου ποιηθείς», «ομοούσιος τω Πατρί». Το Σύμβολο αυτό της Πίστεως το υπέγραψαν πολλοί οπαδοί τού Αρείου, ενώ οι πιο επίμονοι από αυτούς, μαζί με τον Άρειο, καταδικάσθηκαν σε περιορισμό και εξορία.

Ένας από τους πιο ειδικούς στο ζήτημα του Αρειανισμού, γράφει ότι «ο Αρειανισμός ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και μέσα σε λίγα χρόνια επικράτησε στην Ανατολή. Αλλά η δύναμή του χάθηκε -από τη στιγμή που συγκροτήθηκε η Σύνοδος- κάτω από το βάρος της αποδοκιμασίας του Χριστιανικού Κόσμου. Ο Αρειανισμός φαινόταν οριστικά νικημένος όταν τελείωσε η Σύνοδος». Η επίσημη διακήρυξη της Συνόδου ανήγγειλε, σε όλες τις Χριστιανικές κοινότητες, τη νέα κατάσταση αρμονίας και ειρήνης που επικράτησε στην Εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος έγραφε:

«Ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύναμη εναντίον μας, εφόσον εκείνο, το οποίο με κακοήθεια είχε επινοήσει για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η Αλήθεια, με εντολή του Θεού, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, την αναταραχή και τα θανάσιμα δηλητήρια της διχόνοιας».

Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τις ελπίδες τού Κωνσταντίνου. Η Σύνοδος της Νικαίας, καταδικάζοντας τον Άρειο, όχι μόνον απέτυχε να θέσει τέρμα στις Αρειανικές έριδες, αλλά και προκάλεσε πολλές νέες, συγγενούς χαρακτήρα κινήσεις, καθώς και πολλές άλλες περιπλοκές. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση απέναντι στους οπαδούς τού Αρείου και λίγα χρόνια μετά τη Σύνοδο, ο Άρειος και οι πιο θερμοί του οπαδοί γύρισαν πίσω από τον τόπο της εξορίας τους. Αλλά η ανασυγκρότηση του Αρειανισμού εμποδίστηκε από τον ξαφνικό θάνατο του ιδρυτή του. Και το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας, αν και ποτέ δεν ακυρώθηκε, ξεχάστηκε σκοπίμως και, εν μέρει, αντικαταστάθηκε από άλλες ομολογίες.