Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!



Και, με τον σκοπό αυτό, πρότειναν στον Ζήνωνα να προσπαθήσει, κάνοντας παραχωρήσεις και στις δύο πλευρές, να πετύχει κάποια συμφωνία. Ο Ζήνων δέχθηκε την πρόταση αυτή και το 482 εκδόθηκε το «Ενωτικόν» που εστάλη στις εκκλησίες του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας. Το «Ενωτικόν», πάνω απ’ όλα, αποφεύγει καθετί το ανευλαβές που θα μπορούσε να θίξει τη σχετική με τον Χριστό διδασκαλία των Ορθοδόξων ή των Μονοφυσιτών. Αναγνωρίζει ως τελείως ικανοποιητικές τις θρησκευτικές βάσεις που έθεσαν η Α' και η Β' Οικουμενικές Σύνοδοι και, επικυρώνοντας την Γ' Σύνοδο, αναθεματίζει τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους οπαδούς τους και τονίζει «την κατ' αλήθειαν ενανθρώπισιν του Λόγου του Θεού».

Ενώ συγχρόνως ομιλεί «περί ομοουσιότητος αυτού, προς τον Θεόν Πατέρα». Παραλείπονται σκοπίμως οι φράσεις «εν δύο φύσεσιν» και μία «φύσις» και δεν αναφέρεται η σχετική με την ενότητα των δύο φύσεων απόφαση της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος αναφέρεται στο «Ενωτικόν» μόνον μία φορά ως εξής: «Πάντα δε τον έτερόν τι φρονήσαντα ή φρονούντα ή νυν ή πώποτε ή εν Χαλκηδόνι ή οιαδήποτε συνόδω αναθεματίζομεν». Στην αρχή φάνηκε ότι το «Ενωτικόν» θα βελτίωνε την κατάσταση στην Αλεξάνδρεια αλλά, αργότερα, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει ούτε τους Ορθοδόξους ούτε τους Μονοφυσίτες.

Γιατί οι μεν πρώτοι δεν ήθελαν ν' ανεχθούν τις παραχωρήσεις που έγιναν στους Μονοφυσίτες, ενώ οι τελευταίοι, λόγω της αοριστίας τού περιεχομένου του «Ενωτικού», θεώρησαν τις παραχωρήσεις ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα νέες περιπλοκές της θρησκευτικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο αριθμός των θρησκευτικών μερίδων αυξήθηκε. Μέρος των κληρικών ενίσχυαν την ιδέα του συμβιβασμού και υποστήριζαν το «Ενωτικόν», ενώ οι των άκρων, Ορθόδοξοι και Μονοφυσίτες, δεν ήθελαν να κάνουν καμιά υποχώρηση. Οι Ορθόδοξοι ονομάζονταν «ακοίμητοι», γιατί συνεχώς μέρα και νύχτα είχαν ακολουθίες στα Μοναστήρια τους.


Ενώ οι Μονοφυσίτες ονομάζονταν «ακέφαλοι» γιατί δεν αναγνώριζαν ως «κεφαλήν» της Εκκλησίας τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, που δέχθηκε το «Ενωτικόν». Ο Πάπας, επίσης, διαμαρτυρήθηκε για το «Ενωτικόν». Ανέλυσε τα παράπονα των κληρικών της Ανατολής, που δεν ήταν ικανοποιημένοι με αυτό, μελέτησε ο ίδιος το κείμενο και αποφάσισε, σε μια Σύνοδο που έγινε στη Ρώμη, να αφορίσει και να αναθεματίσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο, ο οποίος, με τη σειρά του, έπαυσε να μνημονεύει στις προσευχές του τον Πάπα. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πρώτο αληθινό ρήγμα ανάμεσα στις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως.

Ρήγμα που διατηρήθηκε μέχρι το 518, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουστίνος Α'. Έτσι το πολιτικό ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, που έγινε πιο αισθητό τον 5ο αιώνα με την ίδρυση των βασιλείων των βαρβάρων Γερμανών στη Δύση, έγινε ευρύτερο, επί Ζήνωνος, λόγω του θρησκευτικού σχίσματος.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Α' (491 - 518)

Μετά τον θάνατο του Ζήνωνος η χήρα του Αριάδνη, διάλεξε, ως σύζυγό της, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο, που καταγόταν από το Δυρράχιο, και που είχε στην Αυλή την μάλλον κατώτερη θέση του σιλεντιαρίου. Ο Αναστάσιος έγινε Αυτοκράτορας μόνον αφού υποσχέθηκε, εγγράφως, στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, θερμό οπαδό της Συνόδου της Χαλκηδόνος, ότι δεν θα κάνει εκκλησιαστικούς νεωτερισμούς. Ο Αναστάσιος, πρώτα από όλα, ασχολήθηκε με τους Ισαύρους, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος.

Η πλεονεκτική τους θέση εξερέθιζε τον πληθυσμό της πρωτεύουσας και όταν, μετά τον θάνατο του Ζήνωνος, αποκαλύφθηκε ότι συνωμοτούσαν κατά του νέου Αυτοκράτορα, ο Αναστάσιος έδρασε αμέσως εναντίον τους. Τους απομάκρυνε από τις υπεύθυνες θέσεις, δήμευσε τις περιουσίες τους και τούς έδιωξε από την πρωτεύουσα. Τα μέτρα αυτά όμως οδήγησαν σε έναν μεγάλο και σκληρό αγώνα που τελείωσε μόνον ύστερα από έξι χρόνια με την πλήρη υποδούλωση των Ισαύρων στην πατρίδα τους Ισαυρία, ενώ πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Θράκη. Η αποτελεσματική αυτή ρύθμιση του Ισαυρικού προβλήματος αποτελεί τη μεγαλύτερη υπηρεσία που προσέφερε ο Αναστάσιος στην Αυτοκρατορία.

Στο εξωτερικό, εκτός από τον εξαντλητικό και άκαρπο πόλεμο με την Περσία, έχουμε τα γεγονότα του Δούναβη που υπήρξαν πολύ σημαντικά για τη μετέπειτα ιστορία. Μετά την αναχώρηση των Οστρογότθων στην Ιταλία, άρχισαν, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αναστασίου, τις λεηλασίες τους και τις επιδρομές τους οι Βούλγαροι, οι Γέτες και οι Σκύθες. Οι Βούλγαροι, που λεηλάτησαν κατά τον 5ο αιώνα τα σύνορα του Βυζαντίου, ήταν λαός Ουννικής (Τουρκικής) προελεύσεως. Για πρώτη φορά αναφέρονται στη Βαλκανική Χερσόνησο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος μαζί με την κάθοδο των Οστρογότθων στα βόρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Σχετικά με τα ονόματα Γέτες και Σκύθες παρατηρούμε ότι οι χρονικογράφοι αυτής της περιόδου δεν ήταν καλά πληροφορημένοι για την εθνογραφική σύνθεση των βόρειων λαών και ότι ως εκ τούτου τα ονόματα αυτά, όπως παρατηρούν οι ιστορικοί, έχουν σχέση και με μερικά Σλαβικά φύλα. Ο συγγραφέας του 7ου αιώνα Θεοφύλακτος ταυτίζει τους Γέτες με τους Σλάβους. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της βασιλείας του Αναστασίου οι Σλάβοι, μαζί με τους Βουλγάρους, άρχισαν τις επιδρομές τους στη Βαλκανική Χερσόνησο. Όπως αναφέρεται σε κάποια πηγή «το ιππικό των Γετών» λεηλάτησε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, φθάνοντας μέχρι τις Θερμοπύλες.

Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν την θεωρία ότι οι Σλάβοι εισέδυσαν στη Βαλκανική Χερσόνησο ακόμη νωρίτερα. Ο Ρώσος Ντρίνοφ (Drinov), π.χ., στηρίζοντας τις απόψεις του στις έρευνές του γύρω από τα τοπωνύμια και τα ανθρωπωνύμια της Βαλκανικής Χερσονήσου, πιστεύει ότι οι Σλάβοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Χερσόνησο κατά τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Οι επιθέσεις των Βουλγάρων και των Σλάβων κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Αναστασίου δεν ήταν και τόσο σημαντικές, γιατί οι βάρβαροι, αφού λεηλατούσαν τον λαό του Βυζαντίου, γύριζαν πίσω, στα μέρη τους.

Εν τούτοις όμως οι επιδρομές αυτές υπήρξαν οι πρόδρομοι των μεγάλων Σλαβικών επιθέσεων που εκδηλώθηκαν τον 6ο αιώνα επί Ιουστινιανού, στη Βαλκανική Χερσόνησο. Με σκοπό να προφυλάξει την πρωτεύουσα από τους βαρβάρους του Βορρά, ο Αναστάσιος έκτισε στη Θράκη -σαράντα μίλια δυτικώς της Κωνσταντινουπόλεως- το λεγόμενο «Μακρόν Τείχος», που άρχιζε από τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τελείωνε στη Μαύρη Θάλασσα «μετατρέποντας ουσιαστικά την πόλη», όπως μας πληροφορεί μια πηγή «από χερσόνησο σε νήσο». Το τείχος αυτό όμως δεν εκπλήρωσε τον προορισμό του.

Λόγω της βιαστικής του κατασκευής και των ρηγμάτων που του προκάλεσαν οι σεισμοί δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εχθρό να πλησιάσει την πόλη. Ίχνη του τείχους σώζονται μέχρι σήμερα. Στη Δυτική Ευρώπη, την εποχή του Αναστασίου, έγιναν ακόμη σπουδαιότερες μεταβολές. Ο Θευδέριχος έγινε Βασιλιάς της Ιταλίας και, μακριά, στα βορειοδυτικά, ο Κλόβις, πριν ακόμη γίνει Αυτοκράτορας ο Αναστάσιος, ίδρυσε ένα ισχυρό Φραγκικό βασίλειο. Και τα δύο αυτά βασίλεια δημιουργήθηκαν σε περιοχές που, θεωρητικά, ανήκαν στον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Φυσικά το απομακρυσμένο Βασίλειο των Φράγκων δεν μπορούσε, με κανέναν τρόπο, να εξαρτάται από την Κωνσταντινούπολη, αν και για τους εγχώριους η εξουσία των νεήλυδων ήταν έγκυρη μόνον ύστερα από την επίσημη αναγνώρισή της από την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, αν και οι Γότθοι ανακήρυξαν τον Θευδέριχο Βασιλιά της Ιταλίας «χωρίς να περιμένουν τις οδηγίες του Αναστασίου», ο νέος Βασιλιάς της Ιταλίας ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να του στείλει τα Αυτοκρατορικά εμβλήματα τα οποία, προηγουμένως, είχαν επιστραφεί στον Ζήνωνα από τον Οδόακρο.

Ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις και την αποστολή πολλών αντιπροσωπειών στην Kωνσταντινoύπoλη, ο Αναστάσιος αναγνώρισε ως ηγεμόνα της Ιταλίας τον Θευδέριχο, ο οποίος νομιμοποιήθηκε έτσι στα μάτια του τοπικού πληθυσμού. Το γεγονός ότι οι Γότθοι δέχονταν τη διδασκαλία του Αρείου, δεν επέτρεπε τη δημιουργία στενότερης φιλίας μεταξύ των Γότθων και των εγχωρίων κατοίκων της Ιταλίας. Στον Βασιλιά των Φράγκων ο Αναστάσιος έστειλε ένα τιμητικό δίπλωμα με το οποίο τον ονόμαζε ύπατο και που ο Κλόβης το δέχθηκε με ευγνωμοσύνη. Οι «Ρωμαίοι» της Γαλατίας θεωρούσαν τον Αυτοκράτορα της Ανατολής ως φορέα της ανώτατης εξουσίας.