Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!


Είναι βέβαια δύσκολο να δεχθούμε την ύπαρξη αυτού του εξαιρετικού ποιητή, τον 6ο αιώνα, χωρίς να έχει προηγηθεί μια εξέλιξη της εκκλησιαστικής ποιήσεως. Είναι ατυχές επίσης το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε όσο πρέπει το έργο του Ρωμανού, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους ύμνους του δεν έχουν ακόμη εκδοθεί. Ο εκ Βορείου Αφρικής έξοχος Χριστιανός συγγραφέας του 4ου αιώνα Λακτάντιος, έγραψε τα έργα του, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι το «Περί του θανάτου των διωκτών» (De mortibus persecutorum), στα Λατινικά. Το έργο αυτό δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου μέχρι την έκδοση του Εδίκτου των Μεδιολάνων.

Η Χριστιανική φιλολογία αυτής της περιόδου αντιπροσωπεύεται από πολλούς αξιόλογους συγγραφείς, χωρίς όμως να υστερεί, στο σημείο αυτό, η ειδωλολατρική φιλολογία, η οποία αντιπροσωπεύθηκε από αρκετούς ικανούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Θεμίστιος από την Παφλαγονία, που έζησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα. Υπήρξε ο φιλοσοφικά καταρτισμένος διευθυντής της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως, ρήτορας της Αυλής και Συγκλητικός, τον οποίο εκτιμούσαν πολύ τόσο οι ειδωλολάτρες όσο και οι Χριστιανοί. Έγραψε μια μεγάλη συλλογή των Παραφράσεων τού Αριστοτέλους, με την οποία προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις πιο περίπλοκες ιδέες του Έλληνα φιλοσόφου.

Έγραψε επίσης σαράντα περίπου λόγους, που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο αξιόλογα γεγονότα της εποχής εκείνης, καθώς και για την προσωπική του ζωή. Ο μεγαλύτερος όμως από όλους τους ειδωλολάτρες διδασκάλους του 4ου αιώνα, υπήρξε ο εξ Αντιοχείας Λιβάνιος, ο οποίος επηρέασε τους συγχρόνους του περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο της περιόδου αυτής. Ανάμεσα στους μαθητές του βλέπουμε τον Ιωάννη Χρυσόστομο, τον Μεγάλο Βασίλειο και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο δε Ιουλιανός, πριν ανέβει στον θρόνο, μελετούσε με ενθουσιασμό τα μαθήματα που παρέδιδε ο Λιβάνιος.

Οι εξήντα πέντε δημόσιες ομιλίες του Λιβανίου έχουν ιδιαίτερη σημασία μας δίνουν δε πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της εποχής του. Εξίσου σημαντική είναι η συλλογή των επιστολών του, οι οποίες, λόγω τού πλούτου του περιεχομένου και τού θαυμάσιού τους πνεύματος, μπορούν να συγκριθούν με τις επιστολές του Συνεσίου. Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων τού 4ου αιώνα και, παρά το σύντομο της σταδιοδρομίας του, απέδειξε την ικανότητά του σε διάφορες εκφάνσεις τού πνεύματος.

Οι λόγοι του, οι οποίοι μαρτυρούν τις σκοτεινές φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, όπως οι ύμνοι του προς τον Βασιλέα Ήλιο, οι επιστολές του, το έργο του Κατά Γαλιλαίων -που σώζεται μόνο σε αποσπάσματα-, το σατιρικό έργο «Μισοπώγων», το οποίο γράφηκε εναντίον τού λαού της Αντιοχείας και που μας δίνει βιογραφικές πληροφορίες όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας ικανός συγγραφέας, ιστορικός, λόγιος, σατιρικός και ηθικολόγος. Θα πρέπει επίσης να τονισθεί το γεγονός ότι τα έργα τού Ιουλιανού έχουν άμεση σχέση με τα γεγονότα της εποχής του. Ο ξαφνικός όμως θάνατός του εμπόδισε την πλήρη ανάπτυξη της ασυνήθους μεγαλοφυΐας του.

Η ειδωλολατρική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσιάζει επίσης αρκετά καθαρώς ιστορικά έργα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς υπήρξε ο συγγραφέας της πολύ γνωστής συλλογής βιογραφιών των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, οι οποίες, γραμμένες στα Λατινικά, τον 4ο αιώνα, είναι γνωστές με τον τίτλο «Scriptores Historiae Augustae». Η ταυτότητα τού συγγραφέα των βιογραφιών αυτών, ο χρόνος της συμπίλησής τους και η ιστορική τους σημασία, είναι, όλα, αμφισβητήσιμα και έχουν προκαλέσει μια μεγάλη φιλολογική συζήτηση.

Το 1928 ένας Άγγλος ιστορικός έγραφε ότι: «Ο χρόνος και ο κόπος που διετέθη για τη συγγραφή των βιογραφιών είναι μεγάλος, ενώ τα αποτελέσματά τους, όσον αφορά την ιστορική τους χρησιμότητα, είναι μηδενικά». Ο Ν. Μπέυνζ έκανε, πρόσφατα, μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να αποδείξει ότι η συλλογή αυτή γράφηκε επί Ιουλιανού με συγκεκριμένο σκοπό την προπαγάνδα υπέρ του Ιουλιανού και της εν γένει διοικήσεως και θρησκευτικής πολιτικής του. Η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από άλλους μελετητές. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα Πρίσκος, ο οποίος έλαβε μέρος στην αποστολή στους Ούννους, προσέφερε αρκετά με το έργο του.

Η Βυζαντινή ιστορία, η οποία διασώθηκε μόνον σε αποσπάσματα, και οι σχετικές με τη ζωή και τις συνήθειες των Ούννων πληροφορίες του, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και αξιόλογες, δεδομένου ότι ο Πρίσκος υπήρξε η κύρια πληροφοριακή πηγή των Λατίνων ιστορικών τού 6ου αιώνα Κασσιόδωρου και Ιορδάνη, για την ιστορία τού Αττίλα και των Ούννων. Ο Ζώσιμος, ο οποίος έζησε τον 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα, έγραψε τη Νέα Ιστορία, ιστορώντας τα γεγονότα μέχρι την πολιορκία της Ρώμης από τον Αλάριχο, το 410. Πιστεύοντας με ενθουσιασμό στους παλαιούς Θεούς, ο Ζώσιμος εξηγεί ότι η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκλήθηκε από τον θυμό των Θεών, τους οποίους εγκατέλειψαν οι Ρωμαίοι,

Συγχρόνως δε κατηγορεί, πάνω απ' όλα, τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ενώ εκτιμά πολύ τον Ιουλιανό. Όπως αναφέρει ένας σύγχρονος συγγραφέας, ο Ζώσιμος δεν υπήρξε ο ιστορικός της «παρακμής της Ρώμης» μόνον, αλλά και ο θεωρητικός της Δημοκρατίας, την οποία υμνεί και υπερασπίζεται, Είναι ο μόνος «δημοκράτης» του 5ου αιώνα. Ο Συριο-Έλληνας Αμμιανός Μαρκελλίνος, έγραψε στα τέλη του 1ου αιώνα στα Λατινικά το έργο του Res Gestαe, που είναι μια ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Σκοπός του ήταν να συνεχίσει το έργο του Τάκιτου, ιστορώντας γεγονότα από την εποχή του Νέρβα μέχρι τον θάνατο τού Ουάλη (96 - 378).

Διασώθηκαν μόνον τα τελευταία δεκαοχτώ βιβλία αυτής της ιστορίας, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο 353 - 378. Ο συγγραφέας, έχοντας προσωπική πείρα από τις εκστρατείες του Ιουλιανού εναντίον των Περσών, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής του. Αν και έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι το τέλος της ζωής του, έδειξε για τον Χριστιανισμό μεγάλη ανεκτικότητα. Η ιστορία του είναι πολύ χρήσιμη πληροφοριακή πηγή για την περίοδο του Ιουλιανού και του Ουάλη, καθώς και για την ιστορία των Γότθων και των Ούννων. Η φιλολογική του ικανότητα έχει πολύ εκτιμηθεί από τους σύγχρονους επιστήμονες.


Ο Στάιν τον ονομάζει ως την μεγαλύτερη φιλολογική μεγαλοφυΐα που παρουσιάστηκε στον κόσμο, κατατάσσοντάς τον ανάμεσα στον Τάκιτο και τον Δάντη, ενώ ο Ν. Μπέυνζ τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο μεγάλο ιστορικό της Ρώμης. Η Αθήνα, η πόλη του παρακμάζοντος κλασικού πνεύματος, υπήρξε τον 5ο αιώνα το κέντρο του τελευταίου εκλεκτού αντιπροσώπου του Νεοπλατωνισμού, του Πρόκλου, ο οποίος δίδαξε και έγραψε εκεί επί πολλά χρόνια. Επίσης ή Αθήνα υπήρξε η πόλη όπου γεννήθηκε η σύζυγος του Θεοδοσίου Β', Ευδοκία (Αθηναΐς), η οποία, έχοντας κάποια φιλολογική ικανότητα, έγραψε αρκετά έργα.

Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τη φιλολογία της Δυτικής Ευρώπης, η οποία, την περίοδο αυτή, αντιπροσωπεύθηκε από το θαυμάσιο έργο του Αγίου Αυγουστίνου και άλλων ικανών συγγραφέων. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η Λατινική παρέμεινε, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας και χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα που βρίσκονται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, καθώς και στα μεταγενέστερα διατάγματα του 5ου και των αρχών του 6ου αιώνα. Αλλά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, την εποχή του Θεοδοσίου Β', παρατηρείται μια παρακμή της Λατινικής γλώσσας και μια συγκεκριμένη προτίμηση για την Ελληνική.

Η οποία Ελληνική γλώσσα αποτελούσε τη γλώσσα που εχρησιμοποιείτο περισσότερο στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Η Ελληνική παράδοση υποστηριζόταν επίσης από τη Σχολή των Αθηνών. Η μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα εποχή είναι μια περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν, σιγά-σιγά, για να παρουσιάσουν μια νέα τέχνη, που είναι γνωστή ως Βυζαντινή ή Ανατολική Χριστιανική Τέχνη. Όσο η ιστορική επιστήμη μελετά βαθύτερα την τέχνη αυτή, αποκαλύπτεται περισσότερο ότι η Ανατολή και οι παραδόσεις της έπαιξαν κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της Βυζαντινής Τέχνης.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, Γερμανοί μελετητές υποστήριξαν τη θεωρία ότι «η Τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (Romische Reichskunst), που αναπτύχθηκε στη Δύση κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της Αυτοκρατορίας, αντικατέστησε τον παλαιό Ελληνιστικό πολιτισμό της Ανατολής, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής, και έθεσε τις βάσεις της Χριστιανικής Τέχνης του 4ου και 5ου αιώνα. Τώρα η θεωρία αυτή έχει αποκηρυχθεί. Μετά την έκδοση, το 1900, του σπουδαίου έργου του Ντ. Β. Αϊνάλοφ (D. V. Ainalov), ''Ελληνιστική προέλευση της Βυζαντινής Τέχνης'', και τη δημοσίευση, το 1901, του αξιόλογου έργου του Αυστριακού μελετητή Γ. Στρζυγκόφσκι (J. Strzygowski,) ''Ανατολή ή Ρώμη'', το πρόβλημα της προελεύσεως της Βυζαντινής Τέχνης έχει πάρει μια τελείως νέα μορφή.

Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τον κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης διαδραμάτισε η Ανατολή και το μόνο ζήτημα που υπάρχει, ακόμη, είναι ο καθορισμός του τι εννοούμε με τον όρο «Ανατολή» και «ανατολικές επιδράσεις». Σε έναν μεγάλο αριθμό έργων του ο ακούραστος Στρζυγκόφσκι, συζητεί την τεράστια επιρροή της αρχαίας Ανατολής. Στην αρχή αναζητεί το κέντρο αυτής της επιρροής στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και τη Συρία και, κινούμενος προς την Ανατολή και τον Βορρά, διασχίζει τα όρια της Μεσοποταμίας και ψάχνει να βρει τα κέντρα της επιρροής στα οροπέδια και τα βουνά του Ιράν και στην Αρμενία.

Για να καταλήξει πως «ό,τι ήταν η Ελλάς για την τέχνη της αρχαιότητας, υπήρξε το Ιράν για την τέχνη του νέου Χριστιανικού Κόσμου». Επίσης κατέφυγε στις Ινδίες και στο Κινεζικό Τουρκεστάν για μια καλύτερη διασάφηση του προβλήματος. Αν και η σύγχρονη ιστορική επιστήμη αναγνωρίζει τις μεγάλες υπηρεσίες που ο Στρζυγκόφσκι προσέφερε για την έρευνα της προελεύσεως της Βυζαντινής Τέχνης, είναι ακόμη πολύ επιφυλακτική ως προς τις πιο πρόσφατες υποθέσεις του. Ο 4ος αιώνας υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος για την ιστορία της Βυζαντινής Τέχνης.

Η νέα θέση την οποία πήρε η Χριστιανική Πίστη στην αρχή ως νόμιμη θρησκεία και αργότερα ως θρησκεία του Κράτους, συνετέλεσε στην γρήγορη ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Τρεις παράγοντες -ο Χριστιανισμός, ο Ελληνισμός και η Ανατολή- συναντήθηκαν τον 4ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης. Η Κωνσταντινούπολη, η οποία στην αρχή ήταν το πολιτικό κέντρο της Αυτοκρατορίας, γρήγορα έγινε και το πνευματικό και καλλιτεχνικό της κέντρο. Αυτό όμως δεν συνέβη αμέσως. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε δικό της πολιτισμό που θα μπορούσε να αντισταθεί στις επιρροές ξένων παραγόντων ελέγχοντάς τους. Έπρεπε πρώτα να ισορροπήσει και να αφομοιώσει τις νέες επιρροές, πράγμα που χρειάσθηκε τουλάχιστον εκατό χρόνια».

Η Συρία και η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, με οδηγό την Αλεξάνδρεια, και η Μικρά Ασία, έχοντας επηρεαστεί στην καλλιτεχνική τους δημιουργία από παλαιότερες παραδόσεις, άσκησαν μια πολύ δυνατή και ευεργετική επιρροή στην ανάπτυξη της Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης. Η αρχιτεκτονική της Συρίας ήκμασε τον 4ο , 5ο και 6ο αιώνα. Οι μεγαλοπρεπείς ναοί της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, καθώς και μερικοί ναοί της Ναζαρέτ, ανεγέρθησαν την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ασυνήθης λαμπρότητα χαρακτηρίζει τους ναούς της Αντιοχείας και της Συρίας. «Η Αντιόχεια, ως κέντρο ενός λαμπρού πολιτισμού, δικαίως κατέχει εξέχουσα θέση στην Χριστιανική Τέχνη της Συρίας».

Δυστυχώς, για αρκετό διάστημα, πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την τέχνη της Αντιοχείας και μόνον τώρα τελευταία έγιναν πιο γνωστές η ομορφιά της και η σημασία της. Οι «νεκρές πολιτείες» της Κεντρικής Συρίας που αποκαλύφθηκαν, το 1860 και το 1861, από τον Μ. ντε Βογκ (Μ. de Vogue) δίνουν κάποια ιδέα της Χριστιανικής Αρχιτεκτονικής του 4ου, του 5ου και του 6ου αιώνα. Ένα από τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα του τέλους του 5ου αιώνα, υπήρξε το περίφημο μοναστήρι τού Αγίου Συμεών του Στυλίτου (Kalat Seman), μεταξύ Αντιοχείας και Χαλεπίου, το οποίο και σήμερα ακόμη είναι, αν και ερειπωμένο, επιβλητικό.