Τεχνολογία στην Ελλάδα - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

 
Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνεννόησης με οπτικό σήμα φωτιάς συναντάμε στις περιπτώσεις όπου π.χ. η Μήδεια ύψωσε αναμμένο πυρσό για να ειδοποιήσει τους Αργοναύτες να πάνε στην Κολχίδα ή όταν ειδοποιείται με πυρσό ο Αγαμέμνονας για την είσοδο του Δούρειου Ίππου στην Τροία από τον Σίνωνα και με πυρσό που σήκωσε ο ίδιος προς τον Ελληνικό στόλο στην Τένεδο δίνοντάς του το σήμα της επιστροφής και κατάληψης της ανοχύρωτης πολιτείας.

Πολλά από τα φωτεινά σήματα ανταλλάσσονταν τη νύχτα στη θάλασσα μεταξύ πλοίων, μεταξύ πλοίων και ξηράς και γενικά τα περισσότερα από αυτά αντιστοιχούσαν σε προσυμφωνημένα μηνύματα. Τα φωτεινά αυτά σήματα οι Έλληνες τα ονόμαζαν «πυρσούς» ή «φρύκτους» και από εδώ γνωρίζουμε και τους «φίλιους φρύκτους» ή τους «πολέμιους φρύκτους». Συγκεκριμένα όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης, όταν στο στρατόπεδο έρχονταν φίλοι, οι στρατιώτες ύψωναν απλώς τους αναμμένους πυρσούς (φίλιοι φρύκτοι), ενώ όταν πλησίαζαν εχθροί, οι πυρσοί ανέμιζαν δεξιά - αριστερά (πολέμιοι φρύκτοι). 
 
Οι πυρσοί αυτοί στη διάρκεια της ημέρας απλώς έβγαζαν πολύ καπνό, που σήμαινε ότι χρησιμοποιούσαν εύφλεκτα υλικά, στα οποία πολλοί ιστορικοί αποδίδουν τις λέξεις / φράσεις φρύκτους ανίσχειν, πυρσεύειν, φρυκτωρεύω (γνωστοποιώ είδηση από μεγάλη απόσταση) και φρυκτωρίες. Οι φρυκτωρίες εκμεταλλευόμενες τα νησιά του Αιγαίου και την ορεινή μορφολογία του Ελλαδικού χώρου, χρησιμοποιούν την φωτιά και έναν κώδικα αναπαράστασης γραμμάτων (παρόμοιο του κώδικα Μορς) για την μετάδοση αξιόπιστων μηνυμάτων σε πολλά χιλιόμετρα (έως και 130). 
 
Στην ουσία μιλάμε για την προϊστορία του τηλέγραφου. Αν ήταν νύχτα, οι υπεύθυνοι στρατιώτες στην φρυκτωρία (φρυκτωροί) άναβαν λαμπρές φωτιές για την μετάδοση σημάτων, ενώ κατά την διάρκεια της ημέρας χρησιμοποιούσαν πυκνό καπνό. Σημαντικός σταθμός οπτικών τηλεπικοινωνιών ήταν το «καιροσκοπείο» στην κορυφή του Άθω (κατά τον Αναξίμανδρο) με ιστορία που ξεκινάει από τη Γιγαντομαχία της μυθολογίας.

Φρυκτωρία με ξεχωριστή ιστορία είναι και η βουνοκορφή του Μεσσάπιου της Εύβοιας αλλά και του πύργου του Δρακάνου (4ος π.Χ. αιώνας) στη Ανατολική Ικαρία, της Ανάφης, της Γιούχτας (Κνωσός), του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το Άκτιο, το ακρωτήριο του Σίδερο, κ.ά. Πολλά απ' αυτά τα σημεία είναι και σήμερα φάροι.
 
Eκ των ανωτέρω συνάγεται τι ήδη κατά την εποχή εκείνη υπήρχαν υποτυπώδη «δίκτυα» φρυκτωριών με σταθμούς «αναμεταδόσεως» εις τον χώρον του Αιγαίου ως και εις την Μικράν Ασίαν. Είναι δε τόσες πολλές οι μαρτυρίες και τα ιστορικά ντοκουμέντα ώστε μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλος ο Ελλαδικός χώρος από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη ήταν κατάσπαρτος με φάρους και εστίες φωτιάς.

Κωδικοποιημένα Σήματα 
Aπό μία περίοδο και μετά οι διάφορες πληροφορίες δεν αποστέλονταν με απλό άναμα ή σβήσιμο της φωτιάς αλλά με κωδικοποιημένα σήματα και οι Eλληνες στην περίοδο αυτή που χρονολογείται από το 1195 π.X. ήταν πρωτοπόροι στις οργανωμένες τηλεπικοινωνίες στην Ευρώπη με τεράστια ως εκ τούτου συμβολή στην εξέλιξη του πολιτισμού κάθε χώρας. Oι επινοήσεις των Παλαμήδη – Σίνωνα το 1195 π.X. των Kλεοξένη – Δημόκλειτου τον 4ο αιώνα π.X. και του Aινεία του Tακτικού το 362 π.X. ήσαν πρόδρομοι της μετέπειτα εξέλιξης της τηλεγραφίας.

Οι θέσεις των ιερών των Πόλεων και των Μνημείων (στα μνημεία εντάσσονται και οι τηλεπικοινωνιακοί φάροι) της Αρχαίας Ελλάδας δεν ήσαν τυχαίες αλλά είχαν καθοριστεί βάσει γεωμετρικών και αστρονομικών υπολογισμών και μετρήσεων. Ορισμένες βέβαια πόλεις είχαν φυσικές γεωγραφικές θέσεις για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους κι αυτές όμως μαζί με τα πολυπληθή ιερά μνημεία αποτελούσαν ένα αρμονικό σύνολο και ανά τρία, τα πλησιέστερα, συνδεόμενα με νοητές γραμμές σχημάτιζαν γιγάντια τρίγωνα κατά το πλείστον ισοσκελή, τα οποία ανήκαν εν συνεχεία σε Τιτάνια ιδανικά κανονικά πολύγωνα.

Πρώτος όμως οργανωτής των Επικοινωνιών ήταν ο Παλαμήδης γιος του Βασιλιά Ναύπλιου, ο οποίος κατά την περίοδο του Τρωικού Πολέμου 1195 - 1184 π.X. ανέπτυξε τον πρώτο οργανωμένο τηλέγραφο με «πυρσείες – φρυκτωρίες– με αριθμητικούς κώδικες και «παραλλαγές». 
H δε πληροφορία κατάληψης της Τροίας εστάλη το 1184 στις Μυκήνες από τον Σίνωνα βοηθό του Παλαμήδη μέσω του δικτύου Φρυκτωριών Τροίας (Iδη), Eρμαίου της Λήμνου, Ακράθω, του Μάκιστου (Καντήλι) της Ευβοίας, Μεσσάπιου του Ευρίπου, Κιθαιρώνα (Ελατιά) της Βοιωτίας, Αιγίπλακτου της Μεγαρίδος, Αραχναίο (Αϊ–Λια) και φρυκτηρό του παλατιού των Μυκηνών. Σπουδαιότερη όμως τηλεπικοινωνιακή ανακάλυψη, προδρομική και του οπτικού Μορσικού τηλέγραφου θεωρείται η επινόηση των Ελλήνων Κλεοξένη – Δημοκλείτου τον 4ο αιώνα π.X. 

Αναλυτικά το σύστημα λειτουργούσε ως εξής: Έπαιρναν το αλφάβητο και το χώριζαν σε 5 κατηγορίες που κάθε μία περιείχε 5 γράμματα, για την ακρίβεια η τελευταία κατηγορία περιείχε μόνον 4 γράμματα. Αυτοί που είχαν αναλάβει να φτιάξουν το προς μετάδοση σήμα έπρεπε να ετοιμάσουν 5 πλάκες και να γράψουν πάνω σ’ αυτές ένα μέρος των γραμμάτων. Αυτός που θα μεταδώσει το σήμα σηκώνει αρχικά δύο φανούς για να ειδοποιήσει τον άλλο και περιμένει την ανταπόκρισή του. Αυτό το πρώτο βήμα ήταν απαραίτητο για να καταλάβει ο επόμενος σηματοδότης ότι ο πρώτος ήταν έτοιμος.

Άπαξ και κατέβαιναν αυτοί οι φανοί υψώνονταν στα αριστερά άλλοι για να δείξουν ποια πλάκα θα έπρεπε να παρατηρηθεί, αν ήταν η πρώτη ύψωναν 1 φανό, αν ήταν η 2η δύο κ.λπ. Μετά ύψωναν απ τη δεξιά πλευρά και με την ίδια σειρά φανούς για να υποδείξουν το γράμμα της πλάκας που έπρεπε να καταγραφεί. Κάθε παρατηρητής έμπαινε στο πόστο του και είχε κοντά του μια διόπτρα πλαισιωμένη με σωλήνες και τοποθετημένη έτσι ώστε να ξεχώριζε τέλεια τη δεξιά απ την αριστερή πλευρά του ανταποκριτή.

Υδραυλικός Τηλέγραφος Αινεία 
Άλλη σημαντική ανακάλυψη συνδυασμένη με υδραυλικό σύστημα ήταν η επινόηση του Αινεία του Τακτικού το 362 π.X., χρησιμοποιήθηκε για τη μετάδοση μηνυμάτων, σε μεγάλες αποστάσεις. Στηριζόταν στη χρήση δύο πανομοιότυπων δοχείων νερού, μέσα στα οποία επέπλεε ειδικός πλωτήρας, με στέλεχος επί του οποίου υπήρχαν τοποθετημένες σε σταθερές θέσεις, ετικέτες με προσυνεννοημένα μηνύματα. Αρκούσε να επιτευχθεί ταυτόχρονο άνοιγμα και κλείσιμο του κρουνού απορροής νερού, ώστε ο πλωτήρας να κατέβει στο ίδιο ακριβώς σημείο και στις δύο συσκευές και να φαίνεται έτσι στο χείλος του δοχείου η ίδια ετικέτα μηνύματος.
Ο συντονισμός γινόταν με τη χρήση φωτεινών σημάτων (επικοινωνιακός κώδικας). Ο Αρκάς στρατηγός Αινείας ο Τακτικός έδωσε εντολή και ζήτησε από αυτούς που ήθελαν να ανταλλάξουν νέα, να προετοιμάσουν μόνοι τους τα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία απολύτως ίσα κατά ύψος και πλάτος, έχοντας ύψος το πολύ 3 πήχεις και πλάτους 1 πήχη. Μετά θα έπρεπε να έχουν κομμάτια φελλό πλάτους κατά τι μικρότερου του στομίου των δοχείων και να μπήξουν στο κέντρο των φελλών μικρές ράβδους χωρισμένες ίσα, σε διαστήματα τριών δαχτύλων και πάνω εκεί να βάλουν ένα ευδιάκριτο κάλυμμα στο οποίο θα κατέγραφαν τα πλέον συνηθισμένα γεγονότα του πολέμου, αυτά που μπορούν να προβλεφθούν πιο εύκολα.
Στο πρώτο τμήμα θα έγραφαν στρατιώτες πεζοί με βαρύ οπλισμό, στο δεύτερο τμήμα στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό, στο τρίτο ιππικό και πεζικό, στο τέταρτο στόλος κ.λπ. καλύπτοντας όλα τα πιθανά σε πόλεμο γεγονότα. Επιπλέον τα δοχεία αυτά θα είχαν μια οπή απολύτως όμοια μεταξύ τους απ’ όπου θα μπορούσε να τρέξει η ίδια ποσότητα νερού. Tα δοχεία αυτά ήταν γεμάτα με νερό στην επιφάνεια του οποίου ήταν τοποθετημένοι οι φελλοί με τα ραβδάκια.
Ανοίγοντας συγχρόνως τα στόμια και με την υποχώρηση της στάθμης του νερού οι φελλοί θα υποχωρούσαν και τα ραβδάκια θα χάνονταν με τη σειρά τους στο εσωτερικό των δοχείων. Εξασφαλίζοντας την ίδια ταχύτητα στη φάση των δοκιμών, τα δοχεία μεταφέρονταν στους τόπους που υπήρχαν τα συστήματα με τους φανούς. Εκεί, όταν συνέβαινε κάποιο γεγονός από αυτά που είχαν προβλεφθεί θα δίνονταν σήματα με τους φανούς από μία πλευρά στην άλλη και αμέσως οι δύο πλευρές θα άνοιγαν τους κρουνούς.
Μόλις τα δοχεία έδειχναν το σωστό γεγονός για τη μετάδοση οι φανοί θα υψώνονταν πάλι και οι κρουνοί θα έκλειναν. O παρατηρητής θα μάθαινε, παρατηρώντας τα ραβδάκια, ποιο ήταν το γεγονός. Kατά τους Βυζαντινούς χρόνους ο φιλόσοφος Λέων Επίσκοπος Θεσσαλονίκης τα έτη 829 - 842 π.X. βελτίωσε το σύστημα αποστολής πληροφοριών των φρυκτωριών με το «ΩPONOMIO» δηλαδή σύστημα συγχρονιζόμενο με μηχανικά ωρολόγια, υποδιαιρούμενα σε αντίστοιχες ώρες και συνδυασμένα με αριθμογραφικό κώδικα των σπουδαιοτέρων ειδήσεων.
Tο σύστημα αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια και το έτος 1204 οι Σταυροφόροι δημιούργησαν το μεγάλο δίκτυο «Καμινοβιγλατορίων» από τις βίγλες (παρατηρητήρια) και τα καμίνια τα οποία διατηρούσαν άσβηστο το «άγγαρον πυρ» από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον Τάραντα της Ιταλίας με ενδιαμέσους σταθμούς στην Θράκη - Θεσσαλονίκη - Δυτική Mακεδονία - Hπειρο - Kέρκυρα - Οθωνούς. Μέχρι δε το τέλος του 16ου αιώνα μ.X. περίοδο κατά την οποία βελτιώθηκε το τηλεσκόπιο οι επινοήσεις των Αρχαίων Ελλήνων αποτελούσαν τη βάση για τη μεταβίβαση κάθε πληροφορίας, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών. 
 
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΛΛΟΥ 
Oι Αρχαίοι Αθηναίοι στο Λαύριο, για την παραγωγή αργύρου ανέπτυξαν μία μοναδική για την εποχή τεχνική στη μεταλλευτική και μεταλλουργία του αργύρου, που προκαλεί θαυμασμό και συγκίνηση για το εφευρετικό πνεύμα τους. Tα μεταλλεύματα που εκμεταλλεύθηκαν εντατικά ήταν εκείνα του αργυρούχου μολύβδου και συγκεκριμένα δύο είδη: τα οξειδωμένα μεταλλεύματα μολύβδου (κερουσίτης) και τα θειούχα μεταλλεύματα μολύβδου (γαληνίτης). Tα μεταλλεύματα αυτά τα ονόμαζαν «αργυρίτις γη» επειδή περιείχαν άργυρο.
Μέσα στον μόλυβδο του μεταλλεύματος υπήρχε ένα ποσοστό αργύρου 1 μέχρι 3 κιλά ανά τόννο περιεχομένου μολύβδου. Oι αρχαίοι για να πάρουν τον πολύτιμο άργυρο από τα αργυρούχα μεταλλεύματα ακολουθούσαν μια σειρά εργασιών, οι οποίες γινόντουσαν με την εφαρμογή μεθόδων και τεχνικών που δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει. Oι διάφορες φάσεις αφορούν την εξόρυξη και εμπλουτισμό του μεταλλεύματος, την τήξη προς παραγωγή αργυρούχου μολύβδου, την κυπέλλωση για τον διαχωρισμό του αργύρου από τον αργυρούχο μόλυβδο και τέλος την ανάτηξη του λιθαργύρου προς παραγωγή του «εμπορεύσιμου» μολύβδου. 

Εξόρυξη 
Tα μεταλλεύματα της Λαυρεωτικής αναπτύσσονται σε τρεις ζώνες ή επαφές μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται πετρώματα σχιστολίθων και μαρμάρων. Oι αρχαίοι για να ανιχνεύσουν αν υπήρχε μετάλλευμα στην περιοχή που τους ενδιέφερε άνοιγαν στοές μικρής διατομής (0,70 x 0,90 μ.). O εργάτης εργαζόταν στη στοά μισοξαπλωμένος ή γονατιστός και χρησιμοποιούσε σφυρί και καλέμι. Όσο το μήκος των στοών μεγάλωνε οι ανάγκες εξαερισμού γίνονταν επιτακτικές, πράγμα που τους ανάγκαζε να ανοίξουν φρέατα που χρησίμευαν επίσης για ερευνητικούς σκοπούς καθώς και για τη μεταφορά του μεταλλεύματος στο ύπαιθρο.

Περισσότερα από 1.000 φρέατα σημειώνονται στους χάρτες, η κατασκευή των οποίων από πλευράς καταστάσεως των τοιχωμάτων προκαλούν τον θαυμασμό. Όταν με μια ερευνητική στοά έφταναν στο μετάλλευμα με απλά εργαλεία, σφυριά, φτυάρια, καλέμια, διαμόρφωναν τα μέτωπα εκμεταλλεύσεως αποσπώντας το πλούσιο μετάλλευμα και αφήνοντας στύλους από το ίδιο το μετάλλευμα για την υποστήριξη της οροφής του μεταλλείου. Aκολουθούσαν την ίδια μέθοδο που και σήμερα εφαρμόζεται ευρύτατα, τη μέθοδο των θαλαμίων και των στυλών.
Όταν όμως η φλέβα του κοιτάσματος ήταν κατακόρυφη, αδιάφορο αν ήταν μικρού ή μεγάλου πάχους, τότε για την εξόρυξη του μεταλλεύματος ακολουθούσαν τη μέθοδο των βαθμίδων. Tο μετάλλευμα κόβεται σε σκαλοπάτια. Tο μετάλλευμα έπειτα από μια πρόχειρη επί τόπου διαλογή το τοποθετούσαν σε κοφίνια και το μετέφεραν στην επιφάνεια μέσω των στοών και των φρεάτων, που πιθανόν χρησιμοποιούσαν και βαρούλκα. 

Tον φωτισμό στο πυκνό σκοτάδι των στοών τον εξασφάλιζαν χρησιμοποιώντας πήλινα λυχνάρια που έκαιγαν λάδι. Όσον αφορά το σοβαρό πρόβλημα του αερισμού, το αντιμετώπιζαν είτε εκμεταλλευόμενοι το ρεύμα του φυσικού ελκυσμού που εδημιουργείτο όταν δύο φρέατα ή στοές που επικοινωνούσαν βρίσκονταν σε διαφορετικά υψόμετρα, είτε χρησιμοποιώντας μεγάλα φυσερά. Tο πλούσιο μετάλλευμα πήγαινε κατ’ ευθείαν για τήξη. Tο φτωχό έπρεπε να εμπλουτιστεί, δηλαδή ν’ απαλλαγεί από τα στείρα πετρώματα που το συνόδευαν.