ΜΑΡΟΥΒΙΟ  
     
Περιγραφή βοτάνου
  Βιότοπος – περιγραφή:

Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι MARRUBIUM vulgare (Μαρρούβιο το κοινό). Ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών. Στη χώρα μας το συναντούμε με τις ονομασίες Σκυλόχορτο (Ήπειρο), Σκουλόχορτο, Βρωμοζάκι, Μαρμαράκι (Αίγινα), Ασπροπρασιά (Κεφαλονιά), Ασπροσιά, Καλάνθρωπος (Σίφνο), Πικροπάνι (Μεσσηνία), Σάρωμα, Αγριοφλουτουριά (Σκύρο).

Είναι φυτό πολυετές, διασπαρμένο σε όλη την Ευρώπη, διαδεδομένο σε χέρσα χωράφια και ξερά εδάφη. Το συναντούμε αυτοφυές σε διάφορες ποικιλίες και στη χώρα μας. Το Μαρρούβιο είναι μία ξυλώδης, ασπριδερή πόα, αρωματική (η μυρωδιά της θυμίζει θυμάρι), με πικρή γεύση, που φτάνει σε ύψος από 30 έως 80 εκατοστά. Το στέλεχος είναι όρθιο, τετραγωνικό και άκαμπτο. Τα φύλλα είναι στρογγυλά, καρδιόσχημα, ελαφρά οδοντωτά, χνουδωτά, ζαρωμένα, πράσινα- υπόλευκα (πρασινογάλαζα). Τα άνθη είναι λευκά ή κιτρινωπά, μικρά, φυτρώνουν πολλά μαζί γύρω από τον βλαστό στις μασχάλες των φύλλων.

Ιστορικά στοιχεία:
Βότανο γνωστό εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στην αρχαία Αίγυπτο και στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν ως θεραπευτικό του βήχα. Το αναφέρουν ο Διοσκουρίδης και ο Θεόφραστος.
Στη λαϊκή ιατρική στη συνέχεια το χρησιμοποιούσαν ως τονωτικό των πεπτικών οργάνων, κατά των δυσεντερικών παθήσεων (ιδίως των χρόνιων), κατά των διαλειπόντων πυρετών, κατά της υστερικής ατονίας, του ίκτερου, του σκορβούτου, των χοιράδων, της χλωρώσεως, της ατονικής λευκόρροιας, κατά διαφόρων περιπτώσεων αμηνόρροιας, και κατά των ορωδών πνευμονικών διηθήσεων.

Ο Γλίλμπερτ το χαρακτήρισε ως ένα από τα καλύτερα φυτά της Ευρώπης. Ο Βάουτερς το χρησιμοποίησε σε αντικατάσταση της κίνας, κατά των διαλειπόντων πυρετών, χορηγώντας πυκνό αφέψημα του φυτού κατά το πρωινό πρόγευμα. Οι Ρόλετ και Ντεσάιρ το χαρακτήρισαν ως αποτελεσματικό εμμηναγωγό, αντιπυρετικό, στυπτικό, τονωτικό, στομαχικό, ηπατικό, εφιδρωτικό, διουρητικό και καθαριστικό διαφόρων ελκών.
Παραδοσιακά το θεωρούσαν βότανο που ηρεμεί την νευρική καρδιά. Η φήμη αυτή έχει επιστημονική τεκμηρίωση σήμερα. Η μαρρουβίνη που περιέχει το φυτό σε μικρές ποσότητες, εξομαλύνει την καρδιακή αρρυθμία. Επίσης το θεωρούσαν βότανο που δρα θετικά στη χώνεψη και το συκώτι. Και σε αυτό είχαν δίκιο. Έρευνες έχουν σήμερα αποδείξει ότι η μαρρουβίνη διασπάται μέσα στο σώμα και διεγείρει έντονα την έκκριση της χολής, βοηθώντας έτσι την πέψη.

Στην Κρήτη το βότανο το ονομάζουν Καλάνθρωπο. Την ίδια όμως ονομασία χρησιμοποιούν και για τον Μανδραγόρα. Τον χυμό του Μαρρούβιου τον χρησιμοποιούσαν εναντίον της τριχόπτωσης και του «τριχοφά» (τριχοφάγος). Τον χυμό του φυτού τον χρησιμοποιούσαν ακόμη για το λούσιμο των μαλλιών γιατί τους χάριζε ωραία και στιλπνά μαλλιά. Επίσης τον χυμό (σε κατάπλασμα) τον χρησιμοποιούσαν εναντίον του κακοήθους εκζέματος (μαγιασίλι) σε συνδυασμό με άλλα φυτά και μαύρο κρασί.

Συστατικά-χαρακτήρας:Η οσμή του φυτού και μάλιστα σε πρόσφατη κατάσταση, είναι έντονα αρωματική, μοιάζοντας με του μόσχου. Η γεύση του είναι πικρότατη, θερμή, λίγο δριμεία και ναυτιώδης. Το νερό και το οινόπνευμα διαλύουν τα κύρια συστατικά του.
Περιέχει υπερτερπενικά πικρά στοιχεία (ανάμεσά τους και η μαρρουβίνη), αιθέριο έλαιο, γλίσχρασμα, νιτρικό κάλι, νιτρικό σίδηρο, χολίνη, σαπωνίνη, ρητίνη και τανίνες.
Η Μαρρουβίνη ανακαλύφθηκε στα 1890 από τον Χέρτελ και παρασκευάστηκε καθαρή από τον Γκορντίν στα 1908.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη - συλλογή
Το βότανο ανθίζει από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα ξηρά φύλλα και οι ανθοφόρες κορυφές. Συλλέγονται κατά την διάρκεια της άνθισης. Και αποξηραίνονται στη σκιά σε θερμοκρασία όχι μεγαλύτερη των 35 βαθμών Κελσίου.

Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Το βότανο δρα ως αποχρεμπτικό, αντισπασμωδικό, πεπτικό πικρό και επουλωτικό.

Το Μαρρούβιο είναι πολύτιμο φυτό στη θεραπεία της βρογχίτιδας, όταν υπάρχει ξηρός, μη παραγωγικός βήχας. Η πικρή ουσία του φυτού με τις αποχρεμπτικές της ιδιότητες είναι εν μέρει υπεύθυνη για τη χρησιμοποίηση του φυτού στη θεραπεία των αναπνευστικών διαταραχών. Συνδυάζει την χαλάρωση των λείων μυών των βρόγχων με την ενίσχυση της παραγωγής βλέννας και επομένως την απόχρεμψη. Χρησιμοποιείται στην αγωγή του κοκίτη. Η πικρή του δράση διεγείρει την έκκριση και ροή χολής από την χοληδόχο κύστη και έτσι βοηθά στην πέψη. Το Μαρρούβιο χρησιμοποιείται εξωτερικά για την επούλωση των τραυμάτων.
Συνδυάζεται με τονωτικά όπως η Ινούλα και ο Ύσσωπος και με θερμαντικά αποχρεμπτικά όπως η Αγγελική. Χρησιμοποιούνται δύο μέρη Μαρρούβιου με ένα μέρος των επιπρόσθετων βοτάνων.

Στην ομοιοπαθητική, το βάμμα του βοτάνου, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις γαστρεντερικών παθήσεων, καθώς και παθήσεων του ήπατος και της χολής.
Το αιθέριο έλαιο του φυτού, διευρύνει τις αρτηρίες και έχει αποχρεμπτικές ιδιότητες. Η μαρρουβίνη που περιέχει, τακτοποιεί την καρδιακή αρρυθμία και διεγείρει την έκκριση της χολής.

Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως έγχυμα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό σε μισό έως ένα κουταλάκι του τσαγιού ξηρό βότανο και το αφήνουμε σκεπασμένο για 10-15 λεπτά. Το ρόφημα αυτό το πίνουμε τρεις φορές την ημέρα.
Υπό μορφή βάμματος η δοσολογία είναι 1-2 ml βάμματος, τρεις φορές την ημέρα.

Προφυλάξεις:
Δεν αναφέρονται αντενδείξεις στην χρήση του βοτάνου. Κατά συνέπεια δεν υπερβαίνουμε την προτεινόμενη δοσολογία.