ΣΚΟΡΠΙΔΟΧΟΡΤΟ  
     
Περιγραφή βοτάνου
  Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι CETERACH officinarum D.C. (Κατέραχον το φαρμακευτικό). Συνώνυμο του είναι το Asplenium ceterah (L).
Ανήκει στην οικογένεια των Πολυποδιϊδών. Το Ceterach (το οποίο περιλαμβάνει μία ομάδα με 10 περίπου υποείδη) είναι είδος του γένους Asplenium το οποίο περιλαμβάνει συνολικά περίπου 720 είδη (Kramer και Viane 1990). Τα υποείδη Ceterach αν και χαρακτηρίζονται από μια ποικίλη μορφολογία, έχουν ανατομική και κυτταρολογική ομοιογένεια.
Φύονται σε Ευρώπη (στην κεντρική Ευρώπη είναι προστατευόμενο φυτό), Μακρονησία, σε όλη τη νοτιοδυτική Ασία, στα Ιμαλάια και στα ξηρότερα μέρη του Βορρά, της Ανατολής, και της Νότιας Αφρικής.
Στη χώρα μας το συναντούμε με τις κοινές ονομασίες σκορπίδι, ασπλήνιο, σκορπιδόχορτο, σκροπίδι, σκροπιδόχορτο, σκορπιδάτσι, σκοπηροτήρι, χρυσόχορτο, αγριοσπάρτι.
Το Άσπληνον το επιτοίχιον (Asplenium muraria) κοινώς σκορπίδι, το Άσπληνον το τριχομανές (Asplenium trichomanes) κοινώς πολυτρίχι, το Άσπληνον το αδίαντον (Asplenium adianthum) κοινώς σκροπιδόχορτο, σκοπηροτήρι, σκροπίδι, ή μαύρο πολυτρίχι, έχουν τις ίδιες ιδιότητες με το Κατέραχον το φαμακευτικό. Το μαύρο πολυτρίχι είναι ανθοκομικό φυτό και καλλιεργείται μέσα σε γλάστρες και σε τοποθεσίες του κήπου για το φύλλωμά του.
Το σκορπίδι είναι φυτό αρκετά διαδεδομένο στις ρωγμές των βράχων και στις σχισμές παλαιών τοίχων. Ευδοκιμεί σε πετρώδεις ή βραχώδεις τοποθεσίες από τα χαμηλά μέχρι τα υποαλπικά υψόμετρα.
Είναι πολύχρονο, ποώδες, πολυετές, υδροχαρές που σχηματίζει μικρές τούφες. Τα φύλλα είναι σαν ελάσματα μακρουλά, στενά, βαθυπράσινα στο πάνω μέρος και το μήκος τους συνήθως κυμαίνεται από 5 έως 15 εκατοστά με πτεροειδείς λοβούς (χωρίζονται σε 9-12 ημικυκλικά μέρη), που φέρουν στην κάτω επιφάνεια ένα πυκνό πίλημα (συμπύκνωμα) από λέπια, ανοικτού καστανού χρώματος. Η ρίζα είναι ρηχή και φτάνει σε βάθος το πολύ 30 εκατοστά.

Οι σπόροι του φυτού είναι σχεδόν αόρατοι. Βρίσκονται στα φύλλα μέσα σε μικροσκοπικούς ελαστικούς σάκους, στρογγυλού σχήματος οι οποίοι κάποια στιγμή σκάνε σκορπίζοντας τους σπόρους ολόγυρα και το φυτό πολλαπλασιάζεται.

Το σκορπίδι προτιμά τους τοίχους που βλέπουν βόρεια. Είναι μία φτέρη που αντέχει στα θερμότερα κλίματα και η σκιά και το απάγκιο δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αναπτυχθεί. Για να αντιμετωπίσει τον ήλιο το φυτό στρέφει απέναντί του την κάτω επιφάνεια του φύλλου που αντανακλά το φως ενώ το μήκος του δεν αναπτύσσεται πολύ διατηρώντας μικρή επιφάνεια. Στα μέρη που δεν το βλέπει ο ήλιος το μήκος του είναι 2 και 3 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με τα μέρη που έχουν μεγάλη ηλιοφάνεια.

Ιστορικά στοιχεία:
Είναι μάλλον το ασπλήνιο του Διοσκουρίδη. Οι αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν για τις διουρητικές και αποχρεμπτικές του ιδιότητες.

Το σκορπίδι χρησιμοποιήθηκε εδώ και εκατονταετίες για νοσήματα της κύστεως και γενικότερα των ουροφόρων οδών. Επίσης κατά της βλεννόρροιας και των πνευμονικών κατάρρων.
Ήταν βραστάρι του ήταν λαϊκό φάρμακο για τους ελώδεις πυρετούς με μεγαλοσπληνία. Δεν έκαναν όμως το βραστάρι με το πόσιμο νερό απλά, αλλά χρησιμοποιούσαν το νερό στο οποίο έσβηναν οι σιδηρουργοί το πυρακτωμένο σίδερο.
Οι λαϊκοί θεραπευτές ακόμη το χρησιμοποιούσαν ως έμπλαστρο για να θεραπεύουν σπυριά του δέρματος, ιδιαίτερα για τη νεανική ακμή.
Στα Αγγλικά η ονομασία του βοτάνου είναι spleenworts (σπληνοβότανο) γιατί θεωρούσαν ότι ήταν χρήσιμη για της ασθένειες της σπλήνας.
Στην Κρήτη είναι πολύ γνωστό βότανο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το ονομάζουμε σκροπιδόχορτο ή σκορπιδόχορτο. Το κάτω μέρος του φύλλου που έχει το πορτοκαλί – κίτρινο χνούδι το χρησιμοποιούσαν εξωτερικά σε πληγές θεωρώντας ότι έτσι συντόμευαν το χρόνο επούλωσης. Το χρησιμοποιούσαν επίσης για τη θεραπεία του κοσκινά (κακοήθεις δοθιήνες που έβγαιναν στον αυχένα και άνοιγαν τρύπες που θύμιζαν κόσκινο. Ήταν δυσθεράπευτα σπυριά που μπορούσε να εξελιχθούν σε καρκίνο).