Μ. Αλέξανδρος (μέρος 1ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Μ. Αλέξανδρος (μέρος 1ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Μ. Αλέξανδρος (μέρος 1ο)

Ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Γ', που η ιστορία τον κατέγραψε ως Μέγα, γεννήθηκε στην Πέλλα το 356 π.Χ. Πατέρας του ήταν ο Φίλιππος και μητέρα του η Ολυμπιάδα.

Λένε λοιπόν πως ο Φίλιππος μυήθηκε στα μυστήρια της Σαμοθράκης μαζί με την Ολυμπιάδα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μικρό παλληκαράκι και εκείνη μικρό κορίτσι, ορφανή από γονείς , και ότι την ερωτεύτηκε και της ζήτησε να τον παντρευτεί. ..Η νύφη, μια βραδιά πριν από το γάμο, όταν κλείστηκαν μαζί στο νυφικό θάλαμο, νόμισε πως έγινε βροντή κι έπεσε στην κοιλιά της αστροπελέκι κι από την πληγή άναψε μεγάλη φωτιά, που έπειτα μοιράστηκε σε φλόγες που μετακινήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις και κατόπιν διαλύθηκαν. Και ο Φίλιππος πάλι, λίγο καιρό μετά το γάμο, είδε σ’ ένα όνειρο ότι έβαλε τη σφραγίδα του πάνω στην κοιλιά της γυναίκας του και η παράσταση της σφραγίδας , όπως νόμιζε εκείνος, είχε την εικόνα λιονταριού….. 
 
Τότε ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος και ότι κυοφορούσε το παιδί του, που η φυσική του κλίση θα ήταν ορμητική και λιονταρίσια….Μια άλλη φορά, λένε, ότι είδαν ένα μεγάλο φίδι ξαπλωμένο δίπλα στην Ολυμπιάδα, ενώ εκείνη κοιμόταν, κι αυτό το φίδι το ερμήνευσαν σα μεταμόρφωση του Δία. Και η Ολυμπιάδα, λένε, ξεπροβοδίζοντας τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του, είπε μόνον σ΄αυτόν το μυστικό της γέννησής του και τον συμβούλεψε να έχει φρόνημα αντάξιο της θεϊκής καταγωγής του….

Έτσι περιγράφει ο ιστορικός Πλούταρχος, που έζησε το 2ο αι. μ.Χ. (46-126 μ.Χ.) τη γέννηση του Αλέξανδρου, βασιζόμενος στις παραδόσεις που διασώθηκαν ως την εποχή του, τρεις αιώνες περίπου μετά το θάνατο του Αλέξανδρου. Και συνεχίζει ο Πλούταρχος.

Γεννήθηκε λοιπόν ο Αλέξανδρος κατα τη διάρκεια του μήνα Εκατομβαιώνα,που αντιστοιχεί με το σημερινό Ιούλιο, την έκτη μέρα, κατά την οποία πυρπολήθηκε ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο. Κυκλοφόρησε τότε ένα ανέκδοτο , ότι ήταν εύλογο να πυρποληθεί ο ναός της Αρτέμιδος, γιατί η Άρτεμη ήταν απασχολημένη με τη γέννηση του Αλέξανδρου, κάνοντας τη μαμή. Όσο για τους μάγους που βρίσκονταν στον τόπο της πυρκαγιάς, φώναζαν πανικόβλητοι ότι η μέρα εκείνη θα γεννήσει στην Ασία μια μεγάλη καταστροφή και συμφορά. 
 
Και στο Φίλιππο ήρθαν εκείνο τον καιρό τρεις αγγελίες, η μια ότι οι Ιλλυριοί είχαν νικηθεί σε μεγάλη μάχη από το στρατηγό Παρμενίωνα, η δεύτερη ότι νίκησε στην Ολυμπία με άλογο ιππασίας και η τρίτη ότι γεννήθηκε ο Αλέξανδρος. Για όλα αυτά εκείνος χάρηκε και ακόμα περισσότερο οι μάντες μεγάλωσαν τη χαρά του, όταν αποφάνθηκαν πως το παιδί μια που γεννήθηκε ταυτόχρονα με τις παραπάνω νίκες, θα ήταν ανίκητο.

Και πάλι από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε ότι ..Το σχήμα του σώματός του το φανερώνουν προπάντων οι ανδριάντες του Λυσίππου, από τον οποίο και μόνον είχε ο ίδιος την αξίωση να γίνονται οι γλυπτές εικόνες του. Γιατί ο τεχνίτης αυτός διατήρησε με ακρίβεια όσα αργότερα μιμήθηκαν πολλοί από τους διαδόχους και τους φίλους του, δηλαδή την ανάταση του αυχένα που έκλινε ελαφρά προς τα αριστερά και την υγρότητα των ματιών του…Ήταν άσπρος, όπως λένε, και η λευκότητά του κοκκίνιζε στο στήθος προπάντων και στο πρόσωπο…το δέρμα του μύριζε γλυκύτατα και η σάρκα του είχε τέτοια ευωδιά, ώστε γέμιζαν μ΄αυτήν οι χιτώνες του….η κράση του σώματός του ήταν θερμή και φλογερή κι αυτή η θερμότητα τον έκανε επιρρεπή στο ποτό και οξύθυμο….
 
Κι ενώ ήταν παιδί ακόμα διαφαινόταν η σωφροσύνη του. Γιατί παρόλο που σ΄όλα τα άλλα ήταν ορμητικός, στις σωματικές ηδονές ήταν δυσκίνητος και τις δοκίμαζε με πολλή ημερότητα, και η φιλοτιμία του παρά τη ηλικία του έδειχνε σπουδαίο και μεγαλόψυχο φρόνημα. Γιατί δεν αγαπούσε το καθετί και κάθε είδους δόξα όπως ο Φίλιππος, αλλά σ΄αυτούς που δοκίμαζαν να τον ρωτήσουν αν θα ήθελε να αγωνισθεί στην Ολυμπία σε αγώνα δρόμου, γιατί ήταν ταχύτατος στα πόδια, είπε:” Ναι, αν επρόκειτο να έχω βασιλείς ανταγωνιστές”….
 
Κάποτε φιλοξενούσε τους πρέσβεις του βασιλιά των Περσών , ενώ ο Φίλιππος έλειπε. Αφού λοιπόν απόχτησε οικειότητα μαζί τους, τόσο πολύ τους μάγεψε με τη φιλοφροσύνη του και με το ότι δεν τους έκανε καμιά παιδαριώδη ή ασήμαντη ερώτηση, αλλά ενδιαφερόταν να μάθει τα μήκη των δρόμων και τον τρόπο οδοιπορίας προς τα βάθη της Ασίας και για τον Πέρση βασιλιά, πώς φερόταν στους πολέμους και ποια ήταν η ευψυχία και η δύναμη των Περσών.΄
 
Έτσι κι εκείνοι που θαύμαζαν τη λεγόμενη δεινότητα του Φιλίππου, τη θεωρούσαν ένα μηδέν μπροστά στου παιδιού την ορμή και τη μεγαλοφροσύνη. Κάθε φορά λοιπόν που ερχόταν μια αγγελία ότι ο Φίλιππος ή κυρίεψε μια ένδοξη πόλη ή κέρδισε κάποια περιβόητη νίκη σε μάχη, δεν έδειχνε πολύ χαρούμενος ο Αλέξανδρος, όταν τα άκουγε όλα αυτά, αλλά έλεγε στους συνομηλίκους του:” Παιδιά, ο πατέρας μου θα τα κυριέψει όλα και κανένα μεγάλο και λαμπρό έργο δε θα αφήσει να κατορθώσω μαζί σας”. 
 
Γιατί δεν επιθυμούσε τόσο ηδονή και πλούτο, αλλά αρετή και δόξα, και νόμιζε ότι όσο περισσότερα πάρει από τον πατέρα του, τόσα λιγότερα θα κατορθώσει με τις δικές του δυνάμεις. Γι αυτό όσο σπουδαιότερα γίνονταν τα πράγματα, νομίζοντας ότι ο πατέρας του εξαντλούσε τα κατορθώματα, ήθελε να παραλάβει μια εξουσία που να μην έχει χρήματα , πολυτέλεια και απολαύσεις, αλλά αγώνες και πολέμους και φιλοτιμίες…… 
 
Όταν έφεραν από τη Θεσσαλία τον Βουκεφάλα για να τον πουλήσουν στο Φίλιππο στην τιμή των 13 ταλάντων, κατέβηκαν όλοι στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο, που φαινόταν ατίθασο και δε δεχόταν κανέναν αναβάτη. Δυσαρεστήθηκε λοιπόν ο Φίλιππος και διέταξε να το οδηγήσουν μακριά ως άγριο και αδάμαστο. 
 
Ο Αλέξανδρος όμως που ήταν παρών είπε:” Τι θαυμάσιο άλογο χάνουν, γιατί από απειρία και έλλειψη υπομονής δεν μπορούν να το χειραγωγήσουν. Αυτό το άλογο μπορώ να το χειραγωγήσω καλύτερα από τον καθένα.” “Κι αν δε το χειραγωγήσεις, ποια ποινή θα πληρώσεις για την αυθάδειά σου “, τον ρώτησε ο Φίλιππος. “Εγώ, είπε ο Αλέξανδρος,μα το Δία, θα πληρώσω την τιμή του αλόγου “και όλοι γέλασαν. 
 
Τότε εκείνος αφού το παρατήρησε λίγο στον καλπασμό του και το χάιδεψε, μόλις το είδε να είναι γεμάτο από ψυχή και ορμή, πέταξε κάτω ήσυχα ήσυχα τη χλαμύδα του και μέ ένα σάλτο κάθισε πάνω στη ράχη του με ασφάλεια, μάζεψε λίγο τα ηνία και έσφιξε το χαλινάρι, χωρίς να το χτυπήσει ούτε να το τρυπήσει με τα σπιρούνια. 
 
Κι όταν είδε ότι το άλογο σταμάτησε να αγριεύει και ήταν πρόθυμο να τρέξει, το άφησε και το οδηγούσε πια με δυνατότερη φωνή και το χτυπούσε με τα πόδια. Κι όταν έκανε στροφή και γύρισε πίσω σοβαρός και γεμάτος χαρά όλοι ξέσπασαν σε αλλαγμούς. Και ο πατέρας του δάκρυσε λίγο από τη χαρά του, τον φίλησε στο κεφάλι και είπε:” Παιδί μου ζήτησε για τον ευατό σου βασιλεία αντάξιά σου , γιατί η Μακεδονία δε σε χωράει”….

Ο μεγαλύτερος στρατηγός όλων των εποχών, ο σπουδαιότερος κατακτητής που το όνομά του έγινε θρύλος στους αιώνες, γεννήθηκε το 356 π.Χ., γιος του Φίλιππου και της Ολυμπιάδας. Μεγάλωσε έχοντας δάσκαλο τον φιλόσοφο Αριστοτέλη και πρότυπό του τον ήρωα Αχιλλέα, που θεωρούσε πως ήταν πρόγονός του. Μικρός δάμασε τον Βουκεφάλα, ένα ατίθασο και άγριο άλογο που κανείς δεν μπορούσε να ημερέψει και που τον συνόδεψε στις κατακτήσεις του, μέχρι τα σύνορα της Ινδίας.

Ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 20 ετών το 336 π.Χ., μετά την δολοφονία του πατέρα του. Νωρίτερα, στην μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., είχε δείξει τα μεγάλα στρατιωτικά του προσόντα, ως αρχηγός του Μακεδονικού ιππικού. Ήταν παράτολμος στον χαρακτήρα, χωρίς προκαταλήψεις, με μεγάλο θάρρος και από πολύ μικρός έδειξε την ιδιοφυία του στην στρατιωτική τέχνη. Αυτό το κατάλαβαν αμέσως αρκετοί λαοί στα Βόρεια της Μακεδονίας που επαναστάτησαν μόλις έμαθαν τον θάνατο του Φιλίππου και τους οποίους αμέσως νίκησε και επανέφερε στην προηγούμενη κατάσταση.

Όταν πολεμούσε στα Βόρεια της Μακεδονίας διαδόθηκε πως πέθανε και αμέσως οι Ελληνικές πόλεις, με την υποκίνηση του Δημοσθένη βρήκαν την ευκαιρία να επιχειρήσουν να αποκτήσουν ξανά την ανεξαρτησία τους. Σαν αστραπή όμως, ο Αλέξανδρος έφτασε στην Ελλάδα, κατέλαβε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την Θήβα, εκτός από το σπίτι του ποιητή Πίνδαρου, τρομάζοντας τους υπόλοιπους Έλληνες που αμέσως δήλωσαν υποταγή. Τότε ο Αλέξανδρος συγκάλεσε ξανά στην Κόρινθο το συνέδριο όλων των Ελλήνων, ανανέωσε την Πανελλήνια συμμαχία που είχε θεσπίσει ο Φίλιππος, και που σκοπό της είχε την εκστρατεία εναντίον των Περσών κι έλαβε τον τίτλο του υπέρτατου αρχηγού της αποστολής.

Το 334 π.Χ. αρχηγός ενός στρατού 45.000 περίπου στρατιωτών, που κατά το ένα τρίτο ήταν Μακεδόνες και το υπόλοιπο Έλληνες και μισθοφόροι, πέρασε στην Μ.Ασία, σαν αντιπρόσωπος και εκδικητής όλου του Ελληνισμού εναντίον των Περσών. Επισκέφθηκε τα ερείπια της Τροίας και θυσίασε στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ αφιέρωσε τα όπλα του στην Αθήνα. 
 
Ύστερα βάδισε εναντίον του στρατού που είχε στείλει ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Γ΄ ο Κομμοδανός, ένας άξιος βασιλιάς που είχε όμως την ατυχία να βασιλέψει σε ένα κράτος που είχε αδυνατίσει από τις συνεχείς εσωτερικές επαναστάσεις. Η σύγκρουση έγινε στις όχθες του ποταμού Γρανικού το 334 π.Χ. και τελείωσε με την ολοκληρωτική νίκη του Αλέξανδρου, που έτσι έγινε κύριος της Δυτικής Μικράς Ασίας, απελευθερώνοντας τις πόλεις της Ιωνίας.

Αρκετοί Πέρσες στρατηγοί, όπως ο μισθοφόρος ναύαρχος Μέμνων ο Ρόδιος, συμβούλευαν τον βασιλιά τους να μην αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο σε μάχη, αλλά να υποχωρήσουν προς το εσωτερικό της Ασίας, καίγοντας τα πάντα πίσω τους, έτσι, ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να βρει ούτε τροφή, για τους στρατιώτες του και τα άλογα, ούτε ζώα για υποζύγια, ούτε καταφύγια.

Κι όλα αυτά γιατί ο Αλέξανδρος είχε τρόφιμα μαζί του που επαρκούσαν για λίγες μόνο ημέρες, κι έτσι θα ‘χανε τον πόλεμο χωρίς οι Πέρσες να απολέσουν στρατιώτες και μέσα πολεμικά. Αυτή η ιδέα όμως φάνηκε ανάξια για το μεγαλείο της Περσίας και γι’ αυτό απορρίφθηκε, προκαλώντας μια σειρά από χαμένες μάχες για τον Δαρείο Γ΄ και την καταστροφή του βασιλείου του.

Η επόμενη μάχη έγινε το 333 π.Χ., στην Ισσό της Κιλικίας. Αυτή τη φορά επικεφαλής του Περσικού στρατού ήταν ο ίδιος ο Δαρείος. Και πάλι όμως έχασε, παρ’ ότι ο στρατός του ήταν πολυάριθμος. Ο δυστυχής μονάρχης διέφυγε από το πεδίο της μάχης, αφήνοντας στον Αλέξανδρο αναρίθμητα λάφυρα κι ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, ανάμεσα στους οποίους η μητέρα του, η γυναίκα και η κόρη του, που ο νικητής μεταχειρίστηκε με μεγαλοψυχία. 
 
Αντί να προχωρήσει προς την Περσία, ο Αλέξανδρος προτίμησε να διαφυλάξει τα νώτα του και να καταστρέψει τις ναυτικές βάσεις του εχθρού, που ήταν μια διαρκής απειλή για τον Μακεδονικό στρατό. Φθάνοντας στην Τύρο της Φοινίκης, τον πιο μεγάλο ναύσταθμο των Περσών, πολιόρκησε την πόλη με επιμονή επί 6 μήνες και παρά την πεισματώδη αντίσταση των Περσών στρατιωτών στο τέλος την εκπόρθησε και την κατέλαβε το 332 π.Χ.. Σιγά-σιγά, όλα τα Περσικά πλοία παραδόθηκαν, γιατί έμειναν χωρίς βάσεις και ανεφοδιασμό.

Στην συνέχεια στράφηκε προς την Αίγυπτο, που παραδόθηκε αυθόρμητα στον Αλέξανδρο, μετά από δύο αιώνες Περσικής κατοχής. Ο Αλέξανδρος συμπεριφέρθηκε με γενναιοψυχία στους κατοίκους της, σεβάστηκε τα ήθη και της θρησκεία της περιοχής και οι ιερείς του μαντείου του Άμμωνα, τον ανακήρυξαν γιο του θεού και διάδοχο των αρχαίων Φαραώ. Τότε έκτισε και την Αλεξάνδρεια, που σε λίγα χρόνια θα γινόταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Μεσογείου.

Το 331 π.Χ. κινήθηκε ξανά εναντίον του Δαρείου, ο οποίος επικεφαλής ενός τεράστιου στρατού σε όγκο, είχε στρατοπεδεύσει στις όχθες του ποταμού Τίγρη, στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων. Ο Αλέξανδρος ήταν ξανά ο νικητής κι αυτή τη φορά, ο δρόμος προς το κέντρο της Περσικής αυτοκρατορίας και τις μεγαλύτερες πόλεις της ήταν ανοικτός. Ο Δαρείος διέφυγε ξανά, αλλά λίγο αργότερα δολοφονήθηκε από τον σατράπη Βήσσο. Ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Βαβυλώνα, τα Σούσα, την Περσέπολη και μαζί με αυτές τις πόλεις έγινε κύριος και αμύθητου πλούτου.