Παρθενώνας (μέρος 3ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Παρθενώνας (μέρος 3ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Παρθενώνας (μέρος 3ο)



Ενώ όμως, ως προς τη διάκριση των φάσεων, φαίνεται ότι θα πρέπει να συμφωνήσει κανείς με τον Dorpfeld, δεν είναι δυνατόν να λεχθεί το ίδιο και για την υποθετική μορφή του Παρθενώνος Ι. Αν ο ναός ήταν οκτάστυλος, θα έπρεπε να έχει όλα τα βασικά στοιχεία του (κίονες, μεταξόνια, επιστύλια κ.λπ.) μικρότερα όχι μόνον από τα αντίστοιχα του κλασικού Παρθενώνος (κατά 13%) αλλά ακόμη και από εκείνα του αρχαίου νεώ. Τούτο κατά κανέναν τρόπο δεν συνδυάζεται με την κλίμακα των λεπτομερειών του στερεοβάτου.  
Το ύψος της 22ας στρώσεως (πρώτης βαθμίδος της κρηπίδος του Pa I) ήταν σχεδόν 59 εκ., πολύ μεγαλύτερο (κατά 12%) από εκείνο των βαθμίδων του κλασικού Παρθενώνος (-51,6), αλλά πρακτικώς ίσον με εκείνο των βαθμίδων του Ολυμπιείου (-59)! Θα πρέπει, λοιπόν, να συμφωνήσει κανείς με τον Hill, ο οποίος είχε εκφράσει τη γνώμη ότι αν όντως υπήρξε Pa I δεν θα μπορούσε να είναι οκτάστυλος αλλά εξάστυλος.  
Ένας τέτοιος ναός θα ήταν πράγματι πολύ μνημειώδης, θα έπρεπε να είχε κίονες με διάμετρο αρκετά μεγαλύτερη των δύο μέτρων και μεταξόνια μεγαλύτερα των πέντε και θα ήταν συγκρίσιμος πολύ περισσότερο με τον ναό του Διός στην Ολυμπία, παρά με τον κλασικό Παρθενώνα. Στον τελευταίο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Το μεγάλο πλάτος του και η χρήση οκτώ αντί έξι κιόνων στις προσόψεις είναι το αποτέλεσμα πολύ τολμηρών αλλά και συμβιβαστικών αποφάσεων: επαναστατική αύξηση του εσωτερικού χώρου, ακόμη και εις βάρος του χώρου των πλευρικών πτερών, και κατά το δυνατόν μεγίστη αναχρησιμοποίηση σπονδύλων που είχαν ήδη προετοιμασθεί για έναν αρκετά στενότερο ναό (τον μαρμάρινο Προπαρθενώνα).

Η διάκριση των φάσεων Pa I και Pa II επιτρέπει την εξής ιστορική ερμηνεία:
Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας η οικοδόμηση του γιγάντειου Ολυμπιείου, το λαμπρότερο πρόγραμμα της παλαιάς τυραννίας, παύθηκε. Η καλύτερη αντιπαράθεση προς το παυθέν έργο θα ήταν ένα συναφές πρόγραμμα της νεοσύστατης δημοκρατίας: η κατασκευή ενός νέου ναού της Αθηνάς επάνω στην Ακρόπολη, που θα αντικαθιστούσε τον παλαιότερο από τους δύο αρχαϊκούς ναούς, αυτόν με τα πώρινα αετώματα της εποχής του Πεισιστράτου. Το νέο έργο θα απαιτούσε την αναβίβαση χιλιάδων λίθων, βάρους 2-15 τόνων, από τα πειραϊκά λατομεία, τα οποία βεβαίως ήσαν σε ετοιμότητα λόγω του γιγάντειου Ολυμπιείου. 
 Το νέο έργο, του οποίου η έναρξη δύναται να τοποθετηθεί περίπου στο τέλος του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, προόδευσε με εξαιρετικούς ρυθμούς. Για τον στερεοβάτη πρέπει να μεταφέρθηκαν από τον Πειραιά έως την Ακρόπολη σχεδόν δέκα χιλιάδες λίθοι βάρους δύο τόνων. Η απόσταση ήταν δέκα χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα πρώτα σε λίαν υποχωρητικό έδαφος και τα τελευταία σε πολύ ανηφορικές οδούς. Πριν από την εμφάνιση του περσικού κινδύνου, η πρώτη βαθμίδα της κρηπίδος ήταν στη θέση της μαζί με ένα μεγάλο μέρος της δεύτερης. Η μεταφορά σπονδύλων (βάρους κατά πολύ άνω των δέκα τόνων!) δεν είχε αρχίσει ακόμη.

Μετά την επιτυχία του Μαραθώνα το έργο συνεχίσθηκε, αλλά μόνον αφού υπέστη μια πολύ σοβαρή αναθεώρηση. Η αλλαγή αυτή δεν πρέπει να το εζημίωσε, αλλά μάλλον να το ωφέλησε. Αντί πώρου προτιμήθηκε το εξοχότερο υλικό, το μάρμαρο, οι διαστάσεις όμως έπρεπε να μειωθούν, ώστε να αντισταθμίζονται ορισμένες φυσικές και οικονομικές διαφορές των δύο υλικών και να καθίσταται τεχνικώς εφικτή η εντός ευλόγου χρόνου περάτωση. Ο περιορισμός των διαστάσεων ευνοούσε και την ανετώτερη συνύπαρξη του νέου κτηρίου με ένα μικρό ιερό που υπήρχε ήδη στη βόρεια πλευρά του.
Το νέο έργο πρέπει να παύθηκε ήδη το 485 π.Χ. και όχι το 480 π.Χ. Με τον θάνατο του Δαρείου (485 π.Χ.) και την άνοδο του Ξέρξη στον περσικό θρόνο, μια νέα πολύ μεγαλύτερη πολεμική απειλή έγινε αμέσως φανερή. Η Αθήνα αντέδρασε με μια αλλαγή κυβερνήσεως (Θεμιστοκλής) και με άμεση εφαρμογή ενός αμυντικού προγράμματος (πειραϊκές οχυρώσεις, λιμενικά έργα, ναυπήγηση στόλου) για το οποίο θα πρέπει να εξοικονομήθηκε κάθε δυνατό μέσον. Το πολυδάπανον έργο της ναοδομίας δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχίζεται... μέχρι την ημέρα που οι Πέρσες θα έκαιαν την Ακρόπολη.

Από τις υπάρχουσες άφθονες υλικές μαρτυρίες υπολογίζεται ότι στο μικρό χρονικό διάστημα των εργασιών στον μαρμάρινο Προπαρθενώνα το τεράστιο έργο της κρηπίδος ήταν έτοιμο μαζί με το βαρύτερο μέρος των κιόνων. Εκατοντάδες σπόνδυλοι ήσαν έτοιμοι στα λατομεία και μερικά κιονόκρανα είχαν ήδη μεταφερθεί στην Ακρόπολη. Έτοιμοι για τοποθέτηση ήσαν ακόμη οι ορθοστάτες και πολυάριθμοι άλλοι λίθοι των τοίχων.
Η διάκριση των φάσεων Pa I και Pa II ικανοποιεί εκτός των άλλων και αυτό που θα έλεγε κανείς ποσοτική εκτίμηση του συντελεσθέντος έργου: χωρίς αυτήν θα ήταν ακόμη πιο δυσεξήγητη η εκτέλεση τόσο μεγάλου ολικού έργου –γιγάντειος στερεοβάτης και ημιτελής μαρμάρινος ναός– σε τόσο λίγο χρόνο!
Τα ως άνω δεν προκαλούν σοβαρή σύγκρουση προς τη χρονολόγηση που επέτυχε ο Dinsmoor. Η διαφορά των δέκα ετών δεν είναι έξω από τα όρια ακριβείας της στρωματογραφικής χρονολογήσεως.
 

ΟΙ ΕΠΙΧΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΜΩΝΕΙΟΝ
Η εν επαφή προς τον στερεοβάτη του Παρθενώνος αρχαία επίχωση παρουσίαζε, όπως πρώτος είχε διαπιστώσει ο Ε. Ziller (1865), μια επαναλαμβανόμενη διαδοχή τριών στρωμάτων σε αντιστοιχία προς τις ισχυρές λίθινες στρώσεις του ιδίου του στερεοβάτου. 
 Το ένα, κυανίζουσα λατύπη, από το κόψιμο του βράχου εντός του οποίου γινόταν η θεμελίωση των βορειοτέρων λίθων εκάστης στρώσεως, το άλλο, κίτρινη λατύπη, από τη μετά την τοποθέτηση ενιαία κατεργασία της άνω επιφανείας εκάστης στρώσεως και, τέλος, το τρίτο, σκοτεινής αποχρώσεως, ήταν μια χωμάτινη συμπλήρωση του πάχους των προηγουμένων (χρήσιμη και για τη διευκόλυνση της εργασίας των οικοδόμων κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεως των λίθων εκάστης νέας στρώσεως).
Οι επιχώσεις αυτές, αναπόφευκτες λόγω των μεγάλων ποσοτήτων της απορριπτόμενης λατύπης αλλά και αναγκαίες ως βοηθητικές, συνεχώς ανυψούμενες επιφάνειες εργασίας, έγιναν ταυτοχρόνως με τον στερεοβάτη σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε κατασκευασθεί (εκτός, ίσως, από ένα μέρος της βάσεώς του) το ισχυρό νότιο τείχος της Ακροπόλεως, το λεγόμενο Κιμώνειον. 
 Τούτο δηλώνει η από βορράν προς νότον ανάπτυξή των και η ισχυρή κατωφερική απόληξή των, η οποία ως μόνα αντερείσματα είχε τα χαμηλά κατάλοιπα του μυκηναϊκού τείχους και κάποιους προσωρινούς αναλημματικούς τοίχους, κατασκευασμένους ειδικώς γι' αυτόν τον σκοπό.
Με την κατασκευή του Κιμωνείου (466 π.Χ.), νέα στρώματα προστέθηκαν επάνω στα παλαιά, αυτή τη φορά με κατεύθυνση και κλίση από νότον προς βορράν. Τέλος, άλλα, πολύ εκτενέστερα και μεταγενέστερα στρώματα, σύγχρονα προς τον κλασικό Παρθενώνα επικάλυψαν τόσον εκείνα του Προπαρθενώνος όσον και εκείνα του Κιμωνείου τείχους. Τα στρώματα αυτά, με μέσο πάχος τριών μέτρων, περιέχουν τα κτισμένα με λίθους του Προπαρθενώνος θεμέλια ενός μεγάλου εργαστηρίου και απολήγουν στις πέντε ανώτατες στρώσεις πωρόλιθων του νοτίου τείχους, οι οποίες αποτελούν μια ιδιαίτερη ιστορική φάση του, την περίκλεια υπερύψωση.

Η περίκλεια υπερύψωση διακρίνεται από το καθαυτό κιμώνειον μέρος επειδή παρουσιάζει και μια εξαιρετική αύξηση του πάχους. Με αυτή τη μορφή εκτείνεται έως τη ΝΑ γωνία και με σταθερή πάντα οριζόντια στάθμη συνεχίζεται στην ανατολική πλευρά. Εκεί γίνεται καλύτερα ορατό ένα πρόβλημα: για την επίτευξη κανονικής ισοπεδώσεως έως την οριζόντια λαξευμένη στάθμη του βράχου παρά τη ΒΑ γωνία της Ακροπόλεως («μπελβεντέρε») θα έπρεπε να έχει το τείχος άλλες επτά στρώσεις πάχους μισού και πλέον μέτρου (μη συμπεριλαμβανομένου του στηθαίου).  
Ωστόσο, η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται σε κάποια παλαιότερη καταστροφή του άνω μέρους του. Στην ανατολική πλευρά, η ανώτερη σωζόμενη στρώση είναι ακατέργαστη και ποτέ δεν ετοιμάσθηκε για να δεχθεί την επόμενη (το τμήμα που κατέρρευσε το 1703 –και αναπληρώθηκε μετά το 1750 με νεώτερη κατασκευή– δεν διέφερε από το σωζόμενο). Η διακοπή της περαιτέρω υψώσεως του τείχους είχε ως αποτέλεσμα να μείνει ατείχιστο το υψηλότερο μέρος του βράχου, δηλαδή ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ανατολικής πλευράς της Ακροπόλεως.
Από την ως άνω παρατήρηση, από διάφορες λεπτομέρειες της στρωματογραφίας που μελέτησε ο Ross, από την κατεργασία της ευθυντηρίας του Παθενώνος στα ανατολικά και τα νότια και από τη στάθμη της ευθυντηρίας του βορείου τείχους στα ΒΑ του Παρθενώνος, συμπεραίνεται ότι η κατασκευή του νοτίου και του ανατολικού τείχους είναι για κάποιους λόγους ημιτελής.  
Η αρχική πρόθεση ήταν να διαμορφωθεί ενιαία επίπεδη επιφάνεια στο ύψος της ευθυντηρίας του ναού (με ελαφρότατη μόνον κλίση περίπου 1% για τα όμβρια), σε όλη την έκταση στα νότια, τα ανατολικά και τα βορειοανατολικά του Παρθενώνος μέχρι το τείχος. Για την πλήρη πραγματοποίηση του σχεδίου θα έπρεπε να προστεθούν στο άνω μέρος του τείχους άλλες επτά στρώσεις. 
 Το απραγματοποίητον αυτού του σχεδίου ήταν αντιληπτό και στον Dorpfeld, τουλάχιστον για τη νότια πλευρά (όπως δηλώνει μια διακεκομμένη γραμμή στις σχετικές σχεδιαστικές τομές του νοτίου τείχους) και θα πρέπει να ήταν επίσης εύλογο για τον Π. Κάλκο (ο οποίος εσχεδίασε το μουσείο με το δώμα του ακριβώς υπό τη στάθμη της ευθυντηρίας του Παρθενώνος).

Οι λόγοι που προκάλεσαν την αναβολή ή ίσως τη ματαίωση του αρχικού σχεδίου των εδαφικών διαμορφώσεων στα νότια και τα ανατολικά του Παρθενώνος δεν είναι, φυσικά, γνωστοί. Πιθανότεροι, όμως, είναι οι εξής:

1. Η γενική διακοπή των έργων λόγω του Πελοποννησιακού πολέμου.
2. Για να μη μειωθεί ακόμη περισσότερο η ορατότης του Παρθενώνος από την περιοχή του Ωδείου και του ιερού του Διονύσου.
3. Για να μη «βυθισθεί» ακόμη περισσότερο το ιερόν του Πανδίωνος στις γύρω από αυτό συνεχώς ανυψούμενες επιχώσεις. 

Στο σημείο αυτό ας προστεθεί ότι πριν από την κλασική εποχή τέτοια προβλήματα δεν υπήρχαν. Το έδαφος της Ακροπόλεως ακολουθούσε σχεδόν ακριβώς την αρχική φυσική μορφή του βράχου και το τείχος –έργο της μυκηναϊκής εποχής– ήταν προσαρμοσμένο όχι μόνον στις οριζόντιες ακανονιστίες της περιμέτρου του βράχου αλλά και στις μεγάλες υψομετρικές διαφορές της (το τελευταίο μένει συχνά απαρατήρητο επειδή η συνηθέστερη απεικόνιση του τείχους μέσα στα αρχαιολογικά και άλλα βιβλία είναι απλώς μια κάτοψη).  
Όμως, έως την αυγή της κλασικής εποχής, η μεταξύ των δύο πλευρών της Ακροπόλεως υψομετρική διαφορά του εδάφους ξεπερνούσε τα είκοσι μέτρα. Τεχνητές επιχώσεις είχαν γίνει και τότε, ήσαν όμως μικρές και απλώς εξυπηρετούσαν τοπικά μόνον την εξίσωση ,ή μάλλον τον μετριασμό, κάποιων υψομετρικών διαφορών. Έτσι, τα περισσότερα τεμένη –ιδίως τα μεγαλύτερα– ήσαν ακόμη και στο εσωτερικό των ανισόσταθμα.
 
Η μεταμόρφωση της Ακροπόλεως σε ένα πολύ κανονικότερο σύνολο οριζοντίων ανδήρων, με πανύψηλους αναλημματικούς τοίχους, τεράστιες επιχώσεις και όχι αμελητέες απολαξεύσεις του βράχου ήταν ιδέα και έργο της κλασικής εποχής .

ΤΟ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ ΤΕΙΧΟΣ
Ένα από τα σπουδαιότερα ευρήματα της ανασκαφής στα νότια του Παρθενώνος ήταν και το μυκηναϊκό τείχος. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του βρέθηκε σε διάφορες θέσεις μέσα από το νότιο τείχος. Ακόμη και στην περιοχή που κατά την εποχή της ανασκαφής ήταν ήδη (από εικοσαετίας) κατειλημμένη από το μουσείο έγινε δυνατή η παρακολούθηση της πορείας του τείχους μετά από προσωρινή αφαίρεση του πατώματος μερικών αιθουσών της βόρειας πλευράς του και με προσεκτικές ανασκαφές μεταξύ των θεμελίων του. 
 Μόνον κάτω από τις αίθουσες της νότιας πλευράς δεν ήταν δυνατόν να επαναληφθεί η ίδια εργασία, επειδή εκεί τα θεμέλια του μουσείου φέρονται σε αρχαίες επιχώσεις των οποίων το βάθος είναι, λόγω της κατωφέρειας του βράχου, πολύ μεγάλο. Εις ό,τι αφορά στη διαδρομή του τείχους, αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ αυτή γενικώς συμπίπτει με τα απόκρημνα όρια του βράχου, στην περιοχή του μουσείου παρουσιάζει μια ισχυρότατη υποχώρηση προς τα μέσα, με αποτέλεσμα αφενός να έχει αποβεί μεγαλύτερο το μήκος και, επομένως, το έργο της τοιχοδομίας και αφετέρου να έχει απομείνει ατείχιστη μια βατή επιφάνεια εκτάσεως μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. 
Η μορφή αυτή θα ήταν ανεξήγητη εάν στο βαθύτερο μέρος της μεγάλης αυτής εσοχής του τείχους δεν είχε υπάρξει κάποτε μια πύλη. Ως γνωστόν, η τοποθέτηση των πυλών στο βάθος μεγάλων προαυλίων ή διαδρόμων ήταν ένα από τα τυπικά μέσα για την επαύξηση της αμυντικής των ικανότητος.
Δυστυχώς, στη θέση όπου θα ήταν πιθανότερη η ύπαρξη αυτής της πύλης, η αρχαιολογική και ειδικότερα η σχεδιαστική τεκμηρίωση υπήρξε κατά την ανασκαφή λίαν ανεπαρκής λόγω εμποδίων που έθεταν τα θεμέλια του μουσείου και οι υποκείμενες επιχώσεις αλλά και λόγω κακής διατηρήσεως του ιδίου του τείχους. Επομένως, η πύλη αυτή –όπως παρουσιάζεται σε σχέδια του J.A. Bundgaard και σε μερικά σχέδια του γράφοντος (βάσει των οποίων και το ομοίωμα της Ακροπόλεως κατά την αρχαϊκή εποχή, στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως)– είναι υποθετική αλλά, πάντως, πολύ πιθανή.
Για την ύπαρξή της υπάρχουν, άλλωστε, και άλλες ενδείξεις: βραχότμητες βαθμίδες ακριβώς επάνω από το θέατρο μερικά μέτρα δυτικότερα από τον άξονά του, ένας τοίχος προγενέστερος του θεάτρου ανερχόμενος προς τις βραχότμητες βαθμίδες και, τέλος, η οδός που περιβάλλει από τα νότια και δυτικά το ιερό του Διονύσου, της οποίας η καμπύλη διαδρομή αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι αυτή (η οδός) είναι προγενέστερη του λοιπού ρυμοτομικού συστήματος της νότιας κλιτύος.  
Η πορεία της, αφενός προς το βράχο, με πρώτο σταθμό την αρχαία κρήνη, αφετέρου προς το Ολυμπιείον, μάλιστα με ελιγμούς που χαρακτηρίζουν ατραπούς επί ανωμάλου εδάφους, δεν πρέπει να είναι τυχαία. Ίσως αποτελεί και αυτή μια ανάμνηση από την προϊστορική Αθήνα που, κατά τον Θουκυδίδη, το ένα μέρος της ήταν στην περιοχή του Ολυμπιείου και το άλλο, η πόλις, επάνω στον βράχο.
Στο σημείο αυτό ας τονισθεί ότι το μέσον της νότιας πλευράς του βράχου ήταν κάποτε εξίσου, αν όχι περισσότερο, βατό από όσο ήταν η δυτική πλευρά. Τούτο δεν είναι σήμερα εύκολα αντιληπτό επειδή η αρχική μορφή του βράχου καλύπτεται από τις γιγάντειες επιχώσεις του 5ου αιώνα ή έχει εξαλειφθεί κατά τους εκβραχισμούς του 4ου και του 3ου αι. π.Χ. Η εύλογη υπόθεση της νοτίας προσβάσεως συνδυάζεται επίσης αρμονικά με τον μεγάλο αριθμό και τη συγκέντρωση προϊστορικών τάφων στη μεταξύ Ασκληπιείου και στοάς Ευμενούς περιοχή.  
Συνδυάζεται επίσης και με τη μορφή της εσωτερικής διαιρέσεως της Ακροπόλεως σε τεμένη, και ειδικότερα με την πορεία της κεντρικής οδού, η οποία έχει τη μορφή τόξου, με το ένα άκρο κατευθυνόμενο δυτικά και το άλλο κατευθυνόμενο νοτιοανατολικά. Η βαθμιαία αυξανόμενη δεξιά απόκλιση των αξόνων από τα Προπύλαια στο τέμενος της Αθηνάς, εν συνεχεία στο τέμενος του Διός και από το τελευταίο στο τέμενος του Πανδίωνος είναι αποτέλεσμα της συμμορφώσεως αυτών των τεμενών και των αξόνων των προς την τοξωτή (πολυγωνική) κάτοψη της οδού.