Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!


Στο νότιο τμήμα τετράγωνοι και οκτάγωνοι πύργοι εναλλάσσονταν, ενώ στο μεσαίο οι πύργοι ήταν σχεδόν όλοι τετράγωνοι. Οι λόγοι της εναλλαγής αυτής δεν είναι γνωστοί, αλλά πίσω από την ποικιλία αυτή δε φαίνεται να υποκρύπτεται κάποιος στρατηγικός λόγος. Οι πύργοι είχαν ύψος περί τα 15 - 16 μ. και πρόβαλλαν περί τα 10 μ. από το τείχος. Η τοιχοδομία τους (συμπαγείς τοίχοι πάχους 2 μ.), η οποία δε συνδέεται με το τείχος, δείχνει ότι ανεγέρθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του περιβόλου. Οι πύργοι διέθεταν δύο επίπεδα, τα οποία για λόγους ασφαλείας δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους.

Το ισόγειο χρησίμευε ως αποθήκη ή φυλάκιο είτε ακόμη παραχωρούνταν προς χρήση σε πολίτες, ενώ ο ανώτερος όροφος ήταν προσβάσιμος μόνο από τον περίδρομο του τείχους και εκεί πιθανότατα ήταν τοποθετημένες βλητικές μηχανές (καταπέλτες). Η οροφή του πύργου διέθετε επάλξεις.

2. Το Προτείχισμα

Σε απόσταση 13,5 μ. από το έσω τείχος (η οποία μειωνόταν σε λιγότερο από 4 μ. στους πύργους) βρισκόταν το εξωτερικό τείχος ή προτείχισμα. Πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μετά το σεισμό του 447 για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης άμυνα της πόλης σε περίπτωση καταστροφής του μεγάλου τείχους από νέο σεισμό (το χαμηλό ύψος του προτειχίσματος το έκανε περισσότερο ανθεκτικό στις δονήσεις). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη (5ος αιώνας) η ύπαρξη προτειχίσματος ήταν συνηθισμένη στις οχυρώσεις των πόλεων (όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη και τη Νίκαια).

Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 4 μ. από το επίπεδο του «περιβόλου» (του χώρου μεταξύ των δύο τειχών), αλλά, καθώς ο χώρος εμπρός από το προτείχισμα ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, το ύψος του στην εξωτερική πλευρά ήταν διπλάσιο. Είχε πάχος 4,5 μ., από τα οποία το 1,3 ήταν συμπαγές και το υπόλοιπο αποτελούνταν από περίπου 2.500 ανακουφιστικά αψιδώματα, στο τύμπανο καθενός από τα οποία ανοιγόταν τοξοθυρίδα. Τα αψιδώματα στήριζαν τον περίδρομο, που φυλασσόταν με επάλξεις.

Οι πύργοι του προτειχίσματος ήταν τετράγωνοι και πεταλόσχημοι εναλλάξ, τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε πίσω τους να βρίσκονται τα μεταπύργια (συνδετικό τείχος ανάμεσα σε δύο πύργους) του κυρίως τείχους, ενώ αντίστοιχα οι πύργοι του κυρίως τείχους βρίσκονταν απέναντι από τα μεταπύργια του προτειχίσματος. Αυτό προφανώς σχεδιάστηκε από την αρχή, έτσι ώστε τα δύο τείχη να αλληλοκαλύπτονται. Οι πύργοι ήταν μόλις 0,5 μ. υψηλότεροι του προτειχίσματος και προεξείχαν περί τα 5 μ. από αυτό. Στους τοίχους του ορόφου, στο ύψος του περίδρομου του τείχους, ανοίγονταν τοξοθυρίδες, ενώ η οροφή επιστεφόταν με επάλξεις.

Ορισμένοι τετράγωνοι πύργοι είχαν και ισόγειο χώρο με μικρή θύρα προς τα έξω, για να διευκολύνονται οι έξοδοι των αμυνομένων.

3. Η τάφρος

Περί τα 20 μ. από το προτείχισμα (ο ενδιάμεσος χώρος ονομαζόταν «παρατείχιον») βρισκόταν η τάφρος, η πρώτη γραμμή άμυνας των Θεοδοσιανών τειχών. Είχε πλάτος 15 - 20 μ. και βάθος 5 - 7 μ. Οι πλευρές της ήταν χτισμένες με λίθους, ενώ ανά διαστήματα υπήρχαν λίθινοι υδατοφράκτες για να εμποδίζουν το νερό να κυλάει προς τον Κεράτιο λόγω της υψομετρικής διαφοράς. Πάνω από το εσωτερικό χείλος της τάφρου υψωνόταν χαμηλός τοίχος ύψους περίπου 2 μ.

4. Οι Πύλες

Στα τείχη του Θεοδοσίου ανοίγονταν αρκετές πύλες, οι κυριότερες από τις οποίες φαίνεται να ήταν, ξεκινώντας από την Προποντίδα, η Πρώτη Στρατιωτική Πύλη (γνωστή και ως Πύλη του Χριστού), η Χρυσή Πύλη (προϋπάρχουσα θριαμβική αψίδα που ενσωματώθηκε στο τείχος του Θεοδοσίου), η Δευτέρα Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη της Πηγής ή της Σηλυβρίας (από το σημείο αυτό εισήλθαν στην Πόλη οι στρατιώτες του Αλεξίου Στρατηγόπουλου τον Ιούλιο του 1261), η Τρίτη Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη του Ρηγίου, η Τετάρτη Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη του Αγίου Ρωμανού ή του Ρησίου, η Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη και τέλος η Πύλη του Χαρισίου ή της Αδριανούπολης.

Οι πύλες ανοίγονταν τόσο στο έσω όσο και στο έξω τείχος σε ευθεία γραμμή. Στον εσωτερικό περίβολο πλαισιώνονταν από ισχυρούς τετράγωνους πύργους, εκτός από την Πύλη του Χαρισίου, όπου οι πύργοι ήταν ημικυκλικοί.

Μεταγενέστερες Προσθήκες

Η τριπλή ζώνη άμυνας (τάφρος, προτείχισμα, έσω τείχος), δηλαδή το κατεξοχήν τείχος του Θεοδοσίου, τελείωνε περί τα 1.000 μ. από τον Κεράτιο, καθιστώντας την περιοχή των Βλαχερνών το πλέον ευάλωτο σημείο της άμυνας της Κωνσταντινούπολης, στόχο των Αβάρων το 626 και των πολεμιστών της Δ' Σταυροφορίας το 1203 - 1204. Όπως είναι φυσικό, οι μεταγενέστερες προσπάθειες των Βυζαντινών να ενισχύσουν τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης επικεντρώθηκαν στην κατασκευή νέων τειχών στη συγκεκριμένη περιοχή. Η πρώτη μετά τον 5ο αιώνα προσθήκη στα Θεοδοσιανά τείχη έγινε από τον Ηράκλειο (610 - 641) μετά το 626.

Θέλοντας να προστατεύσει την έως τότε ανοχύρωτη εκκλησία της Θεοτόκου των Βλαχερνών (στη θαυματουργή παρέμβαση της οποίας απέδιδαν οι πολίτες την απόκρουση των Αβάρων), ο Αυτοκράτορας έχτισε ή ενίσχυσε ένα προϋπάρχον τείχος, το λεγόμενο Πτερόν, από τις Βλαχέρνες έως τον Κεράτιο κόλπο. Το νέο τείχος διέθετε μικρούς τετράγωνους πύργους. Το 813 ο αυτοκράτορας Λέων Ε' Αρμένιος (813 - 820), θέλοντας να ενισχύσει την οχύρωση της περιοχής σε αναμονή επίθεσης από τους Βουλγάρους του Κρούμου, έχτισε υψηλό προτείχισμα σε απόσταση τουλάχιστον 20 μ. από το Πτερόν.

Το μεγάλο ύψος του τείχους του Λέοντος Ε' δυσκόλευε την υπερκείμενη βολή από το Πτερόν, με αποτέλεσμα το τελευταίο να αχρηστευτεί. Αργότερα όμως, επί Μιχαήλ Β' (820 - 829), το Πτερόν ενισχύθηκε με τρεις εξαγωνικούς πύργους ύψους 26 μ. Καταπέλτες τοποθετημένοι στον ανώτατο όροφο των πύργων αυτών μπορούσαν να βάλλουν πάνω από το τείχος του Λέοντος. Η τελευταία βυζαντινή προσθήκη στο τείχος του Θεοδοσίου οφείλεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό (1143 - 1180), ο οποίος έχτισε ένα μακρύ τείχος για να οχυρώσει την περιοχή του ανακτόρου των Βλαχερνών από τα δυτικά.


Το νέο τείχος (η διαφορετική τοιχοδομία του οποίου διακρίνεται αμέσως σε σχέση με το καθαυτό τείχος του Θεοδοσίου) είχε ύψος 15 - 18 μ. και πάχος περί τα 3,75 μ., ενισχυμένο στο εσωτερικό του με αντηρίδες. Διέθετε ογκώδεις πύργους, πεταλόσχημους, κυκλικούς, τετράγωνους και πολυγωνικούς.

Επισκευές

Εκτός από τις προσθήκες, κατά καιρούς μαρτυρούνται (κυρίως επιγραφικά) διάφορες επισκευές στα τείχη και τους πύργους του Θεοδοσίου, είτε κατόπιν ζημιών από σεισμούς ή εχθρική ενέργεια είτε στο πλαίσιο προετοιμασίας για την απόκρουση επίθεσης. Οι κυριότερες φάσεις επισκευών χρονολογούνται στα τελευταία έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α' (527 - 565) και των διαδόχων του, στις αρχές του 8ου αιώνα (Ιουστινιανός Β', Αναστάσιος Β' και Θεοδόσιος Γ', προφανώς σε αναμονή Αραβικής επίθεσης).

Επισκευές έγιναν περί το 740 έπειτα από σεισμό, επίσης μετά την ανακατάληψη της Πόλης από το Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο (1258 - 1282) και τους διαδόχους του, καθώς και στα μέσα του 14ου αιώνα, στο πλαίσιο του εμφυλίου μεταξύ Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου και Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. Η τελευταία σειρά επισκευών χρονολογείται μεταξύ των ετών 1432 και 1441 και επικεντρώθηκε στο έξω τείχος, το οποίο και αποτέλεσε την κύρια γραμμή άμυνας των Βυζαντινών κατά την πολιορκία του 1453.

ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ (450 - 457) ΚΑΙ ΛΕΩΝ Α' (457 - 474) ΑΣΠΑΡ

Ο Θεοδόσιος πέθανε χωρίς ν' αφήσει διάδοχο. Η ηλικιωμένη αδελφή του Πουλχερία δέχθηκε να γίνει γυναίκα του Θρακικής καταγωγής Μαρκιανού που ανακηρύχθηκε αργότερα Αυτοκράτορας. Ο Μαρκιανός ήταν ένας πολύ ικανός αλλά μετριόφρων στρατιωτικός που κατόρθωσε να ανεβεί στον θρόνο χάρη στην επέμβαση του ισχυρού στρατηγού Άσπαρ. Το Γοτθικό πρόβλημα, το οποίο είχε απειλήσει την Αυτοκρατορία κατά τα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα, αντιμετωπίσθηκε από τον Αρκάδιο κατά τρόπο ωφέλιμο για το κράτος.

Εν τούτοις όμως, ο Γοτθικός παράγοντας στον Βυζαντινό στρατό, εξακολούθησε να ασκεί επιρροή στην Αυτοκρατορία, και, στα μέσα τού 5ου αιώνα, ο βάρβαρος Άσπαρ, υποστηριζόμενος από τους Γότθους, έκανε μια τελική προσπάθεια να αποκαταστήσει την παλιά δύναμη των Γότθων. Για λίγο πέτυχε και κατόρθωσε ν' ανεβάσει στον Αυτοκρατορικό θρόνο δύο Αυτοκράτορες, τον Μαρκιανό και τον Λέοντα Α'. Ο ίδιος, λόγω του ότι ήταν Αρειανός, δεν κατόρθωσε ν' ανέβει στον θρόνο. Η πρωτεύουσα άρχισε φανερά να δείχνει τη δυσαρέσκειά της εναντίον του Άσπαρ, της οικογένείας του και της επιρροής των Βαρβάρων στον στρατό. Δύο δε γεγονότα χειροτέρευσαν τις σχέσεις μεταξύ των Γότθων και τού λαού της πρωτεύουσας.

Η θαλασσινή εκστρατεία στη Βόρεια Αφρική, την οποία έκαμε, ξοδεύοντας πολλά χρήματα, ο Λέων, εναντίον των Βανδάλων, απέτυχε τελείως. Ο λαός κατηγόρησε τον Άσπαρ ως προδότη γιατί είχε αντιταχθεί -όπως ήταν φυσικό- στην εκστρατεία αυτή, η οποία σκοπό είχε να χτυπήσει τους Βανδάλους, δηλαδή τους Γερμανούς. Ο Άσπαρ πέτυχε επίσης να δοθεί στον γιο του ο ανώτατος τίτλος του Καίσαρα. Αλλά ο Αυτοκράτορας αποφάσισε ν' απαλλαγεί από τη δύναμη των Γερμανών και, με τη βοήθεια μερικών φιλοπόλεμων Ισαύρων, σκότωσε τον Άσπαρ και μέλη της οικογένειάς του, επιφέροντας έτσι ένα οριστικό πλήγμα στην επιρροή που ασκούσαν οι Γερμανοί στην αυλή της Κωνσταντινουπόλεως.

Για τους φόνους τους οποίους έκαμε ο Λέων Α' ονομάσθηκε από τους συγχρόνους του «Μακέλλος», δηλαδή «χασάπης», αν και ο ιστορικός Φ. Ι. Ουσπένσκι πιστεύει ότι το γεγονός αυτό και μόνο μπορεί να αιτιολογήσει τον τίτλο «Μέγας» -που μερικές φορές δίνεται στον Λέοντα- εφόσον η πράξη του αυτή υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προς την εθνικοποίηση του στρατού και την ελάττωση της επιρροής του στρατού των Βαρβάρων. Οι Ούννοι, που αποτελούσαν σοβαρότατη απειλή για την Αυτοκρατορία, κινήθηκαν, στις αρχές της βασιλείας του Μαρκιανού, από τον Μέσο Δούναβη προς τις δυτικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, όπου, αργότερα, έδωσαν την περίφημη μάχη στα Καταλαυνικά πεδία.

Μετά από τη μάχη αυτή ο Αττίλας πέθανε, ενώ η τεράστια Αυτοκρατορία του καταστράφηκε. Έτσι ο κίνδυνος των Ούννων εξέλιπε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαρκιανού.