Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!



Τα δύο αδέλφια είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις για τα θρησκευτικά ζητήματα. Ενώ δηλαδή ο Βαλεντινιανός ήταν οπαδός τού Συμβόλου της Νικαίας, ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Αλλά οι πεποιθήσεις τού Βαλεντινιανού δεν τον οδήγησαν σε εχθρικές, κατά των άλλων δογμάτων, εκδηλώσεις και, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η θρησκευτική ελευθερία ήταν πιο σταθερή και πιο πλήρης από πριν. Όταν ανέβηκε σον θρόνο, εξέδωσε ένα διάταγμα που παραχωρούσε στον κάθε άνθρωπο «την ελευθερία της λατρείας, όπως ορίζει η συνείδηση του».

Οι ειδωλολάτρες έμειναν επίσης ανενόχλητοι, αν και ο Βαλεντινιανός έδειξε τη Χριστιανική του ιδιότητα με διάφορα ειδικά μέτρα που έλαβε, ένα από τα οποία ήταν η αποκατάσταση όλων των προνομίων που είχε παραχωρήσει στους κληρικούς ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Ουάλης όμως ακολούθησε μια τελείως διαφορετική ταχτική. Έχοντας δεχθεί τις αρχές του Αρείου, περιόρισε όλους εκείνους που δεν ακολουθούσαν τις απόψεις του και, μολονότι οι διωγμοί του δεν υπήρξαν ούτε σοβαροί ούτε συστηματικοί, εν τούτοις οι κάτοικοι του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας πέρασαν -κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Ουάλη- μια περίοδο φόβου και ανησυχίας.

Σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά ζητήματα, οι δύο αδελφοί αναγκάστηκαν ν' αναλάβουν έναν σκληρό αγώνα κατά των Γερμανών. Ο Ουάλης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Γότθους. Τον Βαλεντινιανό διαδέχθηκαν στη Δύση οι γιοι του Γρατιανός (375 - 383) και ο μικρός Βαλεντινιανός Β' (375 - 392). Μετά τον θάνατο τού Ουάλη (378), ο Γρατιανός έκανε Αύγουστο, στην Ανατολή και το Ιλλυρικόν, τον Θεοδόσιο. Εκτός από τον νεαρό και αναποφάσιστο Βαλεντινιανό Β' -οπαδό του Αρείου, που δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα της Αυτοκρατορίας- τόσο ο Γρατιανός όσο και ο Θεοδόσιος εγκατέλειψαν την πολιτική της ανοχής και εξεδήλωσαν μια συγκεκριμένη στροφή προς το Σύμβολο της Νικαίας.

Εξαιρετική σημασία έχει η τακτική του Θεοδοσίου, που ονομάστηκε «Μέγας» (379 - 395) και τού οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με τον θρίαμβο τού Χριστιανισμού. Η αποφασιστική του προσκόλληση στο «πιστεύω», που διάλεξε, δεν του επέτρεψε ν' ανεχθεί την ειδωλολατρία. Η οικογένεια τού Θεοδοσίου ήλθε το προσκήνιο κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα λόγω των επιτυχιών τού πατέρα του -ονομαζόταν επίσης Θεοδόσιος- ο οποίος ήταν ένας από τους πιο λαμπρούς στρατηγούς, στη Δύση, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλεντινιανού Α’.

Πριν γίνει Αύγουστος, ο Θεοδόσιος ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τις Χριστιανικές ιδέες. Τον επόμενο χρόνο όμως της ανακηρύξεώς του βαπτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Επίσκοπο Ασχόλιο, οπαδό τού Συμβόλου της Νικαίας. Ο Θεοδόσιος είχε ν' αντιμετωπίσει δύο δύσκολα προβλήματα:

1) Την αποκατάσταση της εσωτερικής ενότητας της Αυτοκρατορίας, που είχε χωριστεί στα δύο από τις θρησκευτικές διαμάχες, και

2) Την άμυνα της Αυτοκρατορίας εναντίον της σταθερής προωθήσεως των Γερμανών Βαρβάρων -των Γότθων-, οι οποίοι την εποχή τού Θεοδοσίου απειλούσαν ακόμη και την υπόσταση της Αυτοκρατορίας.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ουάλη επικρατούσαν οι οπαδοί τού Αρείου. Μετά τον θάνατό του όμως και ειδικά κατά τη σύντομη περίοδο που προηγήθηκε της εκλογής του Θεοδοσίου, οι θρησκευτικές φιλονικίες αναζωπυρώθηκαν, παίρνοντας, μερικές φορές, αρκετά σκληρή μορφή. Οι δογματικές διαμάχες ξεπέρασαν τους κύκλους των κληρικών για να φθάσουν μέχρι τον λαό και να συζητούνται από τα πλήθη στους δρόμους. Το πρόβλημα της φύσεως του Υιού τού Θεού, από τα μέσα του 4ου αιώνα, είχε προκαλέσει παντού -στους καθεδρικούς ναούς, στις εκκλησίες, στο παλάτι και στις καλύβες των ερημιτών- ζωηρές συζητήσεις.

Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει, όχι δίχως κάποιον σαρκασμό, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε, τα εξής: «Παντού -στους δρόμους, στις αγορές, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια- βλέπει κανείς αυτούς που ομιλούν για τα πιο ακατανόητα πράγματα. Ερωτώ πόσους οβολούς στοιχίζει αυτό και αντί να μου απαντήσουν, φιλοσοφούν περί του κτιστού και του ακτίστoυ. Ενώ θέλω να μάθω πόσο στοιχίζει το ψωμί, κάποιος απαντά: ''Ο πατήρ είναι ανώτερος του Υιού" και καθώς ερωτώ αν το μπάνιο μου είναι έτοιμο, μου λένε πάλι ότι ο Υιός είναι άκτιστος». Όταν όμως ανέλαβε την εξουσία ο Θεοδόσιος, τα πράγματα άλλαξαν.

Μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε στον Αρειανό Επίσκοπο να αρνηθεί τον Αρειανισμό και να αποδεχθεί το Σύμβολο της Νίκαιας. Ο Επίσκοπος όμως δεν δέχθηκε, προτιμώντας να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να ζήσει έξω απ' αυτήν, όπου συνέχισε να κάνει συναθροίσεις των οπαδών του Αρείου. Εν τω μεταξύ, όλες οι εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθαν στην εξουσία των οπαδών του Συμβόλου της Νικαίας. Ο Θεοδόσιος βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ρυθμίσεως των σχέσεών του με τους αιρετικούς και τους ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η Καθολική Εκκλησία (Ecclesia Catholica) διεκρίνετο από τους Αιρετικούς (Haeretici).


Επί Θεοδοσίου η διάκριση μεταξύ Καθολικών και Αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο της Νικαίας, ενώ Αιρετικοί ήταν όλοι οι άλλοι. Οι ειδωλολάτρες (pagani) ανήκαν σε ξεχωριστή κατηγορία. Αφού ο Θεοδόσιος διακήρυξε επίσημα την αφοσίωσή του στο Σύμβολο της Νικαίας, άρχισε έναν μεγάλο αγώνα εναντίον των ειδωλολατρών και των αιρετικών, τιμωρώντας τους με σκληρά μέτρα, τα οποία, καθώς περνούσε ο καιρός, γίνονταν σκληρότερα. Με βάση το διάταγμα τού 380 μ.Χ., στην Καθολική Εκκλησία ανήκαν μόνο όσοι πίστευαν στην «Ισότιμον Θείαν Τριάδα» (Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα), όπως αυτή διδάσκεται από τους Αποστόλους και τα Ευαγγέλια.

Όλοι οι άλλοι «οι τρελοί και μωροί», που ήταν οπαδοί ''του αίσχους των αιρέσεων'', δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν συναθροίσεις, ενώ συγχρόνως υπέκειντο σε αυστηρές τιμωρίες. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, το διάταγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Θεοδόσιος «υπήρξε ο πρώτος Αυτοκράτορας, που καθιέρωσε για λογαριασμό του και όχι προς χάρη της Εκκλησίας υποχρεωτικό για τους υπηκόους του το χριστιανικό δόγμα». Ο Θεοδόσιος εξέδωσε πολλά άλλα διατάγματα που, ενώ απαγόρευαν στους αιρετικούς κάθε, ιδιωτική ή δημόσια, συγκέντρωση, έδιναν το δικαίωμα αυτό μόνο στους οπαδούς της Νικαίας, οι οποίοι έκαναν χρήση όλων των ναών, της πρωτεύουσας και όλης της άλλης Αυτοκρατορίας.

Τα πολιτικά δικαιώματα των αιρετικών περιορίστηκαν σημαντικά, κυρίως δε εκείνα που ήταν σχετικά με κληρονομικά ζητήματα. Παρά την μεροληψία του ο Θεοδόσιος επιθυμούσε πολύ να αποκαταστήσει στην Εκκλησία την αρμονία και την ειρήνη. Για τον σκοπό αυτό συγκάλεσε, το 381, στην Κωνσταντινούπολη, μια Σύνοδο, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι μόνο της Ανατολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος αυτή είναι γνωστή ως Β' Οικουμενική Σύνοδος. Για καμιά άλλη Σύνοδο δεν είναι οι πληροφορίες τόσο ανεπαρκείς. Οι εργασίες της μας είναι άγνωστες και για ένα διάστημα υπήρχε αμφιβολία και για την οικουμενική της φύση ακόμη.

Μόνο το 451, σε μια άλλη Οικουμενική Σύνοδο, αναγνωρίστηκε επισήμως η οικουμενικότητά της. Το κύριο θέμα που απασχόλησε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο υπήρξε η αίρεση του «Ημιάρειου» Μακεδονίου, ο οποίος υποστήριζε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτιστό. Η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση τού Μακεδονίου, κατοχύρωσε την «εν Νικαία πίστιν» -με μία περί του Αγίου Πνεύματος προσθήκη- και υιοθέτησε τη διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα είναι «ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ». Λόγω του ότι οι σχετικές με τη Σύνοδο πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, μερικοί επιστήμονες της Δυτικής Ευρώπης αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα τού Συμβόλου της Κωνσταντινουπόλεως.

Το οποίο έχει γίνει όχι μόνο το επικρατέστερο Σύμβολο, αλλά και το επίσημο Σύμβολο όλων των Χριστιανών, ασχέτως των δογματικών τους πεποιθήσεων. Μερικοί επιστήμονες τονίζουν ότι το νέο Σύμβολο δεν αποτελεί έργο της Β' Συνόδου, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το Σύμβολο αυτό έγινε πριν ή μετά τη Β' Σύνοδο. Η πλειονότητα των επιστημόνων και μάλιστα οι Ρώσοι ιστορικοί της Εκκλησίας συμφωνούν ότι το Σύμβολο της Κωνσταντινουπόλεως είναι έργο των πατέρων της Β' Οικουμενικής Συνόδου, αν και διαδόθηκε μόνο μετά τη νίκη της Ορθοδοξίας, στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε επίσης τη θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έναντι τού Επισκόπου Ρώμης.

Ο τρίτος κανών της Συνόδου έχει ως εξής: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Οι Πατριάρχες όμως των αρχαιότερων Επισκοπών της Ανατολής δεν συμφώνησαν στην εξύψωση αυτή του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, την εποχή εκείνη, ήταν ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο οποίος διαδραμάτισε πολύ σπουδαίο ρόλο στην πρωτεύουσα κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας τού Θεοδοσίου. Μη μπορώντας όμως ο Γρηγόριος να κατευθύνει τις πολυάριθμες αντίπαλες ομάδες που εκπροσωπήθηκαν στη Σύνοδο, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από τη θέση του, να εγκαταλείψει τη Σύνοδο και να φύγει από την Κωνσταντινούπολη.

Τη θέση του πήρε ο Νεκτάριος, ένας λαϊκός με περιορισμένες γνώσεις θεολογίας, αλλά ικανός να ρυθμίζει καλά τις σχέσεις του με τον Αυτοκράτορα. Ο Νεκτάριος έγινε πρόεδρος της Συνόδου, η οποία ολοκλήρωσε τις εργασίες της το καλοκαίρι τού 381. Η συμπεριφορά του Θεοδοσίου προς τους Καθολικούς (οπαδούς της Νικαίας) κληρικούς υπήρξε μάλλον γενναιόδωρη. Διατήρησε, και πολλές φορές διεύρυνε, τα προνόμια που οι προκάτοχοί του είχαν παραχωρήσει στους Επισκόπους και τους ιερείς. Συγχρόνως, όμως, πρόσεχε τα δικαιώματα αυτά των κληρικών να μην συγκρούονται με τα συμφέροντα του Κράτους. Έτσι με διάταγμά του ο Θεοδόσιος επέβαλε στην Εκκλησία έκτακτα καθήκοντα (extraοrdinaria munera).

Η δυνατότητα προσφυγής στην Εκκλησία των εγκληματιών που τούς κατεδίωκαν οι Αρχές περιορίστηκε πάρα πολύ, λόγω μεγάλης καταχρήσεως του δικαιώματος αυτού και κυρίως απαγορεύθηκε να ζητούν καταφύγιο στην Εκκλησία όσοι χρωστούσαν φόρους στο Κράτος. Ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας και, γενικά, πέτυχε τον σκοπό του αυτό. Σε μια περίπτωση όμως ήρθε σε έντονη αντίθεση με έναν από τους διακεκριμένους ηγέτες της Εκκλησίας της δύσεως, τον Επίσκοπο Μεδιολάνων Αμβρόσιο. Ο θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους.