Μουσική αρχαίας Ελλάδος - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

 
β) Η φόρμιγξ αναφέρεται στον Όμηρο και είναι το απλούστερο σε μορφή από αυτήν την ομάδα οργάνων. Στις παραστάσεις γεωμετρικών αγγείων της ομηρικής εποχής, ο αοιδός συνοδεύει τα έπη με τη φόρμιγγα (πρόδρομο της καθαρά ελληνικής κιθάρας) και ανοίγει το χορό. Έχει τα χαρακτηριστικά της αρχαίας κιθάρας, δηλαδή σχετικά μεγάλο ηχείο με χοντρούς βραχίονες (πήχεις) οι οποίοι είναι είτε προσαρμοσμένοι στο ηχείο είτε σχηματίζουν μ' αυτό ένα ενιαίο σώμα. Έχει συνήθως 4, αλλά επίσης 2, 3, 5 ή και 6 χορδές.  
Η φόρμιγξ ήταν το αρχαιότερο Ελληνικό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια των λυρών, είχε ημικυκλικό ηχείο, δύο εγκάρσιους βραχίονες για το ζυγό με τις τέσσερις, πέντε και αργότερα επτά χορδές. Αναφέρεται ως το κατεξοχήν συνοδευτικό όργανο των ραψωδιών στα Ομηρικά Έπη.
 
γ) Η κιθαρίς συγγενές όργανο με την αρχαία φόρμιγγα χρησιμοποιούνταν σε γιορτές όπως τα Παναθήναια και τα Διονύσια. Σημαντική θέση κατείχε κατά τη διεξαγωγή των δραματικών αγώνων. Σε πολλά αγγεία απεικονίζονται κιθαρωδοί, οι οποίοι ήταν πάντα άνδρες και ποτέ γυναίκες να παίρνουν μέρος σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και θυσίες προς τους Θεούς. Στον ιδιωτικό βίο η μουσική της κιθάρας πλαισίωνε τα συμπόσια, τις γαμήλιες τελετές και τα επινίκια. Η κιθάρα και η λύρα αλλά και ο αυλός θεωρούνταν προσόν στην εκπαίδευση των παιδιών της άρχουσας τάξης κυρίως τον 5ο αιώνα.  
Η κιθάρα είναι έγχορδο της ίδιας κατηγορίας, πολύ μεγαλύτερο και πιο περίπλοκο στην κατασκευή του από τη λύρα, με δυνατό και γεμάτο ήχο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως οι επαγγελματίες μουσικοί. Η κιθάρα όπως και η λύρα ήταν στενά συνδεδεμένη με τον Απόλλωνα. Η κιθάρα ήταν όργανο των κιθαριστών και των κιθαρωδών. Αγώνες κιθαρωδείας καθιερώθηκαν για πρώτη φορά το 586 π.Χ. ή 582 π.Χ. στα Πύθεια των Δελφών, οι οποίοι ήταν οι δημοφιλέστεροι. Οι νικητές κιθαρωδοί έπαιρ­ναν τα μεγαλύτερα βραβεία σε σχέση με τις άλλες ειδικότητες.
 Αναπτύσσεται τον 7ο αιώνα π.X. ως εξέλιξη της φόρμιγγας και της λύρας. Το μεγάλο ηχείο της ήταν από μπροστά επίπεδο, πίσω κοίλο και κάτω ευθύ. Ήταν βαρύ και γεροδεμένο όργανο, πολύ μεγαλύτερο και ηχηρότερο από τη λύρα. Ήταν το όργανο των επαγγελματιών. Στερεώνεται με μια ζώνη στον ώμο και έχει επτά χορδές, οι οποίες τον 5ο π.X. αιώνα γίνονται δώδεκα. Οι χορδές της κιθάρας περνούν από ένα καβαλάρη και στηρίζονται στο ζυγό. Παίζονταν με πλήκτρο, το οποίο κρέμονταν με ένα κορδόνι. Ήταν το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. 
δ) Η βάρβιτος είναι η λύρα από το καβούκι της χελώνας φτιαγμένη. Η βάρβιτος αποτελούσε όργανο των οπαδών (σατύρους και Μαινάδες) του Διονύσου και συνόδευε τις Διονυσιακές τελετές. Η βάρβιτος χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση αλλά και για την έξαψη του ερωτικού πάθους, ενώ χρησιμοποιούνταν πολλές φορές για την ολοκλήρωση των συμποσίων και στις γαμήλιες τελετές. Η βάρβιτος, ήταν Αρχαϊκός τύπος λύρας με μακρύτερους βραχίονες και επομένως μακρύτερες χορδές. Συναντάμε τη βάρβιτο στις Διονυσια­κές πομπές αλλά και στα χέρια των ποιητών της Αρχαϊκής περιόδου.  
Προέρχεται από τη Φρυγία, με τη διαφορά ότι έχει μακρύτερους βραχίονες και είναι πιο λεπτή από τη λύρα. Από την κατασκευή της συμπεραίνουμε ότι πρέπει να είχε πιο βαθείς ήχους από τη λύρα. Αρχικά χρησιμοποιείται ως συνοδεία στο τραγούδι του κρασιού στις διονυσιακές λατρείες και αργότερα στην κοινωνική λυρική ποίηση της Σαπφούς και του Αλκαίου. Η βάρβιτος, όπως και η κιθάρα, απαιτούσε δεξιοτεχνία στο παίξιμο και σταδιακά εξαφανίστηκε από την αρχαία Ελληνική μουσική, ενώ ταυτόχρονα καθιερώθηκε η χρησιμοποίησή της στη Ρώμη. 
ε) Η πανδούρα ή πανδούρις, είναι το όργανο που σπάνια απεικονίζεται. Κατάγεται από την Ασία αλλά δεν φαίνεται να κατείχε σημαντική θέση στην επίσημη αρχαία Ελληνική μουσική, για το λόγο αυτό δεν έχουμε και πολλές πληροφορίες. Είναι ο πρόδρομος των σημερινών λαουτοειδών και γνωρίζουμε ότι το χρησιμοποιούσαν οι Μούσες. Κατά τον Πυθαγόρα «η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα». Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του, ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος.  
 
Το τρίχορδο ή πανδούρα εμφανίστηκε από τα μέσα του 4ου π.X. αιώνα και ύστερα. Ήταν Ασσυριακής προέλευσης και είχε μακρύ μπράτσο με τάστα. Η πανδούρα ήταν η παλιότερη μορφή ενός δημοφιλούς Ελληνικού οργάνου, που χρησιμοποιείται στον Ελλαδικό χώρο αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, έχοντας κατά καιρούς πάρει διάφορα ονόματα. Η πανδούρα λοιπόν του 4ου π.X. αιώνα έγινε θαμπούρα το 10ο μ.X. αιώνα στα χρόνια του Διγενή Ακρίτα και κατέληξε στις μέρες μας ως ταμπουράς και το σημερινό μπουζούκι. Είναι χαρακτηριστικό ότι το όργανο αυτό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα παρέμεινε τρίχορδο έχοντας τρία ζεύγη χορδών. 
στ) Η άρπα διαδίδεται από τα μέσα του 5ου π.X. αιώνα και ύστερα, ιδίως στην Κάτω Ιταλία. Ήταν γωνιώδης, δηλαδή είχε δύο βραχίονες σε σχήμα Γ ή μπορούσε να έχει και μια υποστηρικτική μπροστινή ράβδο ως τρίγωνο. Παιζόταν κυρίως από γυναίκες και η μετεξέλιξή της είναι η σημερινή άρπα.
ζ) Το τρίγωνο ήταν έγχορδο μουσικό όργανο με τριγωνικό σχήμα όπως δηλώνει και το όνομά του. Παιζόταν με τα δάκτυλα χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου. Ο ακριβής αριθμός των χορδών του μας είναι άγνωστος. Στην πραγματικότητα το τρίγωνο ήταν μία άρπα με χορδές διαφορετικού μήκους.
η) Η μάγαδις ήταν όργανο ευρέως γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Είχε και αυτή σχήμα τριγωνικό με είκοσι χορδές, που παιζόταν με τα δύο χέρια χωρίς πλήκτρο. Ανήκε και αυτή όπως και το τρίγωνο στα λεγόμενα ψαλτικά όργανα τα οποία κυρίως συνόδευαν τη φωνή. Η μάγαδις ήταν ήδη σε μεγάλη χρήση στη Λέσβο τον 7ο π.X. αιώνα.

Πνευστά
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα όργανα που παράγουν τον ήχο με φύσημα του εκτελεστή είτε απευθείας στο όργανο, είτε με τη βοήθεια μικρών επιστομίων ή γλωσσιδίων. Τα πνευστά όργανα της Αρχαίας Ελλάδος, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στους αυλούς που είναι πνευστά όργανα με επιστόμιο και στις σύριγγες που είναι πνευστά όργανα χωρίς επιστόμιο, στα οποία ο ήχος παράγεται κατευθείαν με το φύσημα. Ο αυλός είναι το πιο διαδεδομένο πνευστό στην Αρχαία Ελλάδα και το αρχαιότατο στον χώρο του Αιγαίου. Ο αυλός μπορούσε να παίζεται μονός ή συνηθέστερα σε ζευγάρι (δίαυλος).
Στην ομάδα των πνευστών ανήκει η ύδραυλις, όπου ο ήχος παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα που διο­χετευόταν στους αυλούς. Μπορούμε να πούμε ότι η ύδραυλις, είναι ο πρόδρομος του σημερινού εκκλη­σιαστικού οργάνου (αρμόνιο) που πέρασε μέσω του Βυζαντίου στη Δύση. Όσοι έπαιζαν τους αυλούς φαίνεται ότι γνώριζαν την τεχνική της συνεχόμενης αναπνοής που Βοηθάει στο να παράγεται ο ήχος χωρίς διακοπές, γι' αυτό συχνά στις απεικονίσεις ο αυλητής έχει τα μάγουλα φουσκωμένα. Κατά την Ελληνιστική εποχή, κάποιοι μουσικοί αντικατέστησαν τη στοματική κοιλότητα με δέρμα ζώου, δημιουργώντας έτσι το λεγόμενο άσκαυλο πρόγονο της ασκομαντούρας και της γκάιντας.
Η πολυκάλαμη σύριγγα ήταν ποιμενικό όργανο, κατασκευασμένο από μία σειρά επτά σωλήνων από καλάμι που συνδέονταν μεταξύ τους με λινάρι και κερί ή με δύο εγκάρσιους μοχλούς. Το ύψος των σωλήνων μειωνόταν σταδια­κά για να αποδοθούν τα διαφορετικά ύψη των φθόγγων. Στην περίπτωση που οι σωλήνες ήταν ισομήκεις, ένα τμήμα γέμιζε με κερί διαφορετικού πάχους. Απλά πνευστά. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα όργανα τύπου σάλπιγ­γας, που στην ουσία δίνουν έναν μόνο ήχο, που παράγεται από τα χείλη του εκτελεστή. Τη χρησιμοποιούσαν για πολεμικά παραγγέλματα αλλά και για την αναγγελία αγώνων. Σπανιότερα δε τη χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.

α) Ο αυλός και ο δίαυλος. Ο αυλός είναι το πιο διαδεδομένο πνευστό στην Αρχαία Ελλάδα και το αρχαιότατο στον χώρο του Αιγαίου. Ο αυλός μπορούσε να παίζεται μονός ή συνηθέστερα σε ζευγάρι (δίαυλος). Σύμφωνα με την παράδοση τον εφηύρε η Αθηνά ή οποία όμως όταν είδε στην αντανάκλαση των νερών πως παραμορφώνεται κατά το παίξιμο το πρόσωπό της, τον πέταξε μακριά στη Φρυγία. Εκεί τον βρήκε ο Μαρσύας ο οποίος έγινε πολύ καλός εκτελεστής καλώντας τον Απόλλωνα σε αγώνα. Ο Απόλλωνας νίκησε και για να τιμωρήσει το Μαρσύα τον κρέμασε και τον έγδαρε.  
Ο αυλός ή βόμβυξ ή κάλαμος ήταν σημαντικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, σε συνδυασμό με την κιθάρα όχι μόνο στη μουσική και την εξέλιξή της, αλλά και στην κοινωνική ζωή, όπως ήταν οι τελετές, οι αγώνες, οι πομπές, τα συμπόσια και οι χοροί. Επίσης, με τον αυλό έδιναν το ρυθμό στους κωπηλάτες και τους στρατιώτες. Κατασκευαζόταν από ξύλο, ελεφαντόδοντο ή μέταλλο και είχε διπλή γλωσσίδα όπως ο σημερινός ζουρνάς. Συνήθως παίζονταν δύο αυλοί ταυτόχρονα, οι οποίοι συγκρατούνταν με ένα ιμάντα, τη φορβεία. Ο αυλός ανήκε στη λατρεία του Διόνυσου και είχε ήχο γλυκό και εκφραστικό. 
Η εκτενής χρήση του αυλού ξεκινά μετά τον 8ο αιώνα όπου σταδιακά καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στην Ελληνική μουσική και ιδιαίτερα στη λατρεία του Διονύσου. Ο αυλός είναι ένας σωλήνας από καλάμι, ξύλο, κόκαλο ή μέταλλο με τρύπες (τρήμματα) της οποίες ανοιγοκλείνουν τα δάκτυλα και επιστόμιο με καλαμένια γλωσσίδα μονή ή διπλή (όπως στο σύγχρονο ζουρνά). Ο αυλητής έπαιζε σχεδόν πάντα δύο αυλούς ταυτόχρονα και τους έδενε για ευκολία με μια δερμάτινη λουρίδα στο πρόσωπό του, την φορβειά. Κατά τον Αριστοτέλη, ο αυλός, όπως και ορισμένα ιερά άσματα εξάπτουν το συναίσθημα και εγείρουν ψυχικά πάθη, όπως ο έλεος, ο φόβος και ο ενθουσιασμός. 
 Σε όσους είναι επιρρεπείς στα πάθη αυτά, επέρχεται στην ψυχή, μέσω της μουσικής του αυλού και των ιερών μελών, θεραπεία και κάθαρση ανακατεμένη με ευχαρίστηση, και γι' αυτό λέει ο Αριστοτέλης ότι τέτοιου είδους μουσική είναι κατάλληλη για το θέατρο. Σε πολλά αθλήματα, όπως στην πυγμαχία, στην πάλη ο αυλός βοηθούσε στην ανακούφιση του πόνου. Σημαντική ήταν η συμβολή του αυλού στη μάχη, γιατί απομάκρυνε τη σκέψη του θανάτου και ενίσχυε ψυχικά τους πολεμιστές. Βοηθούσε και στην θεραπεία της ισχυαλγίας. Στα Παναθήναια ακούγονταν «ντούο» δύο αυλών και σε άλλες περιπτώσεις αυλός με κιθάρα. Ήταν το κυρίαρχο όργανο στην τραγωδία, όπου συνόδευε την απαγγελία του Κορυφαίου.
 β) Η σύριγξ, με τον όρο αυτό οι αρχαίοι εννοούσαν την πολυκάλαμο σύριγγα ή σύριγγα του Πανός. Πρόκειται για μία συστοιχία 3 - 18 καλαμιών κλειστών από τη μία πλευρά δεμένων μεταξύ τους με κερί και λινάρι με κάθετα υποστηρίγματα. Παίζεται φυσώντας κάθε καλάμι σε γωνία. Ήταν όργανο των βοσκών και γι’ αυτό αποδιδόταν και στον Πάνα. Στην Πολιτεία, ο Πλάτωνας παροτρύνει τους πολίτες να παίζουν μόνο λύρες κιθάρες και βουκολικές σύριγγες απορρίπτοντας τους πολυαρμόνιους αυλούς και πολύχορδα, που τα θεωρούσε χυδαία. 
 
Η σύριγξ, η οποία λέγεται και αυλός του Πανός προς τιμήν του θεού των βοσκών της Αρκαδίας. Ήταν μια σειρά από καλάμια (στην αρχή 5 και αργότερα 7 έως και 14), διαφορετικού μήκους και επομένως διαφορετικού τονικού ύψους, τα οποία ήταν ενωμένα το ένα δίπλα στο άλλο με κερί και ο εκτελεστής φυσούσε με το στόμα. Για πρώτη φορά στον αρχαίο ελληνικό μουσικό πολιτισμό βρίσκεται η σύριγγα στα Ομηρικά Έπη.
γ) Η σάλπιγξ, ήταν γνωστή από τη Μεσοποταμία και τους Ετρούσκους. Έδινε σήματα στον πόλεμο, τις αρματοδρομίες ή τις λαοσυνάξεις. Είναι όργανο της ύστερης αρχαιότητας. Εκτός από τη χάλκινη σάλπιγγα για σήματα χρησιμοποιούνταν και κογχύλια με ένα μικρό άνοιγμα στη βάση ή κέρατα. Η σάλπιγγα αναφέρεται στην Ιλιάδα με σκοπό να ενισχύσει το φρόνημα των πολεμιστών στον πόλεμο. Σημαντική θέση είχε η σάλπιγγα στις θυσίες και στην έναρξη των αθλητικών αγώνων. 
 
Η σάλπιγξ ήταν μία μεταλλική σωλήνα με κεράτινο επιστόμιο και χρησίμευε ως όργανο σήμανσης. Ήταν κατασκευασμένη από χαλκό και τη χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες για πολεμικά σαλπίσματα ή οι κήρυκες. Άλλοτε τη χρησιμοποιούσαν για τελετουργικούς σκοπούς και τότε την αποκαλούσαν «ιερά σάλπιγγα». Μία μορφή κυρτής σάλπιγγας που χρησιμοποιείτο σε στρατιωτικές τελετές ή το κυνήγι ήταν η βυκάνη, που ήταν φτιαγμένη από χαλκό ή κέρατο.
 
δ) Η ύδραβλις. Στα πνευστά όργανα επίσης κατατάσσεται και μία εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Κτησίβιου από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος τον 3ο π.X. αιώνα κατασκεύασε ένα όργανο που λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα, ο οποίος περνούσε από ένα δοχείο νερού όπου εξισορροπούσε η πίεση. Ο ήχος έβγαινε από μία σειρά σωλήνων με διαφορετικό ύψος. Η ύδραυλις είχε δυνατό ήχο και χρησιμοποιείτο πολύ στο αμφιθέατρο. Κατά το Μεσαίωνα η ύδραυλις εξελίχθηκε στο εκκλησιαστικό όργανο της Δυτικής Εκκλησίας. Ήταν λοιπόν το πρώτο πληκτροφόρο όργανο στην ιστορία της μουσικής και μακρινός πρόγονος του σημερινού πιάνου.
 
Κρουστά
Στη μουσική των αρχαίων Ελλήνων υπήρχαν και διάφορα κρουστά μουσικά όργανα, τα οποία κυρίως συνόδευαν τα έγχορδα και τα πνευστά. Ως κρουστά όργανα χαρακτηρίζονταν γενικά τα όργανα που η παραγωγή του ήχου τους ήταν αποτέλεσμα κρούσης. Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα κρουστά. Τα κρουστά όργανα στην Αρχαία Ελλάδα ήταν το τύμπανο, που χρησιμοποιείτο σε τελετές λατρείας της Κυβέλης και του Διονύσου. Ήταν κυλινδρικού σχήματος, με δύο τεντωμένες δερμά­τινες μεμβράνες και στις δύο κυκλικές πλευρές. Παιζόταν με το χέρι κυρίως από γυναίκες. Το σείστρο που ήταν μικρό πήλινο όργανο σε σχήμα πετάλου ή σπιρουνιού αλόγου, προσαρμοσμένο σε λαβή.