Μουσική αρχαίας Ελλάδος - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Μουσική αρχαίας Ελλάδος

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Μουσική αρχαίας Ελλάδος

Η πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής ήταν τα έπη της Ομηρικής εποχής. Τα επικά τραγούδια ιστορούσαν πολεμικές δόξες και ηρωικά κατορθώματα και συνοδεύονταν πάντα από τη λύρα ή την κιθάρα. Τα δύο αξεπέραστα έργα της περιόδου αυτής είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια που αποδίδονται στον Όμηρο. Καταγράφηκαν για πρώτη φορά όταν ο Τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος (605 - 527 π.X.) συνέστησε μια επιτροπή, η οποία κάλεσε τους ονομαστότερους ραψωδούς της εποχής και κατέγραψε τα κείμενα των δύο Ομηρικών Επών. Την ίδια εκείνη περίοδο -και παράλληλα με τα έπη- εμφανίστηκε ένα είδος τραγουδιών προς τιμήν του Απόλλωνα, που ονομάστηκαν Νόμοι.
Οι Νόμοι ήταν μελωδίες, οι οποίες διασώθηκαν από την προφορική παράδοση και, καθώς πίστευαν ότι είχαν Θεϊκή προέλευση, αποτέλεσαν το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο θα έφτιαχναν τα τραγούδια τους οι νεότεροι μελωδοί. Υπήρχαν Νόμοι θρησκευτικοί που έφεραν το όνομα της Θεότητας προς την οποία ήταν αφιερωμένοι. Ακόμη υπήρχαν Νόμοι των ύμνων και τραγουδιών της καθημερινής ζωής του λαού, δηλαδή, όπως θα λέγαμε σήμερα, δημοτικά τραγούδια που τα διέσωζε η προφορική κυρίως παράδοση δια μέσου των γενεών. Υπήρχαν επίσης και Νόμοι οργανικής μουσικής, αυλητικοί και κιθαριστικοί, για τους δεξιοτέχνες των οργάνων.
Ο πιο σημαντικός αυλητικός Νόμος ήταν αυτός που περιέγραφε τον αγώνα του Απόλλωνα με τον Δράκοντα Πύθωνα, όπου νίκησε ο Απόλλων. Επικρατεί λοιπόν το τραγούδι με τη συνοδεία νυκτού οργάνου (κιθαρωδία), που εκτελείται από τους ίδιους τους ομηρικούς ήρωες ή από επαγγελματίες τραγουδιστές -τους αοιδούς-, οι οποίοι τραγουδούσαν τους στίχους από επίλεκτα μέρη του έπους καθώς φαίνεται πάνω στο ίδιο μελωδικό σχήμα. Γύρω στο 750 π.X. εμφανίζεται η αυλωδία, δηλαδή το τραγούδι που παίζεται με αυλό. Ο αυλός μιμείται την ανθρώπινη φωνή, ιδίως την κραυγή του πόνου.
Τον 7ο π.X. αιώνα η παρουσίαση του έπους γίνεται από έναν αφηγητή, τον ραψωδό, ενώ το προοίμιο εξελίσσεται σε αυτόνομο μουσικό κομμάτι, τον Κιθαρωδικό νόμο, που εκτελείται -ανεξάρτητα από το έπος- από τον κιθαρωδό, ο οποίος παίζει σε μεγάλους μουσικούς αγώνες (π.χ. στην Ολυμπία). Τον 7ο αιώνα, επίσης, εμφανίζεται στη Λέσβο ένα νέο είδος ποίησης, η Λυρική ποίηση, δηλαδή τραγούδι με συνοδεία λύρας. Κύριοι εκπρόσωποι του είδους αυτού είναι η Σαπφώ και ο Αλκαίος από τη Λέσβο και ο Αρχίλοχος ο Πάριος. Εκτός από την κιθαρωδία και την αυλωδία, ένα άλλο είδος που υπήρχε ήταν το Χορικό άσμα με οργανική συνοδεία. Κυριότερες μορφές χορικού άσματος είναι:

  • Ο παιάνας, με συνοδεία κιθάρας, που ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα.
  • Ο διθύραμβος, με τη συνοδεία αυλών ή βαρβίτου, για τη λατρεία του Διόνυσου.
  • Ο ύμνος με κιθάρα, που ήταν εορταστικό άσμα προς τους θεούς.
  • Ο θρήνος, που παίζονταν με αυλούς και ήταν νεκρικό άσμα.
  • Το σκόλιον ή φαλλικό άσμα, που ήταν ένα εύθυμο και συχνά άσεμνο τραγούδι του κρασιού, που παιζόταν με αυλό ή βάρβιτο.

Επίσης, θρησκευτικού χαρακτήρα άσματα ήταν τα προσόδια, τα οποία παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά την πανηγυρική πομπή προς το ναό του Απόλλωνα. Τα εμβατήρια άσματα των στρατιωτών, καθώς και τα επινίκια, αναφέρονταν και αυτά συνήθως στον Απόλλωνα. Μία μεγάλη κατηγορία ασμάτων ήταν αυτή που περιγράφει την καθημερινή ζωή καθώς και τα επίσημα γεγονότα, και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία της αρχαίας μουσικής, καθώς περιλαμβάνει τα τραγούδια που τραγουδούσε ο λαός σε κάθε εκδήλωση της ζωής του. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν:

  • Ο λιτυέσης που ήταν τραγούδι των θεριστών, τα επιλήνια άσματα που ήταν τα τραγούδια των αμπελουργών.
  • Ο υμέναιος που ήταν γαμήλιο τραγούδι με το οποίο συνόδευαν τη νύφη, οι καταβαυκαλίσεις δηλαδή τα νανουρίσματα κ.ά.


Στην περίοδο αυτή εμφανίζεται η καθαρά οργανική μουσική, η κιθαριστική (τέχνη) και η αυλητική (τέχνη). Η λαμπρότερη όμως μουσικοποιητική δημιουργία της αρχαίας Ελλάδας ήταν η Αττική τραγωδία και κωμωδία της Κλασικής περιόδου (5ος αιώνας π.X.). Οι αρχές τους βρίσκονται στις Διονυσιακές γιορτές και συγκεκριμένα στο Διθύραμβο και στα Φαλλικά άσματα. Ο διθύραμβος -όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω- ήταν ένα χορικό τραγούδι, το οποίο οι πιστοί του Διόνυσου τραγουδούσαν και χόρευαν ομαδικά με συνοδεία αυλού. Μιλούσε για το Θεό, τη γέννησή του, τους άθλους του, τους θριάμβους του στον πόλεμο, για τις χαρές της ανέμελης ζωής του κ.λ.π.
Οι αμπελουργοί της Αττικής -ιδιαίτερα στους δήμους των Μεσογείων- την εποχή του τρύγου τιμούσαν το θεό Διόνυσο με γιορτές και πανηγύρια, που σιγά-σιγά πήραν ένα πάνδημο χαρακτήρα. Έτσι, πολύ σύντομα οι τοπικοί άρχοντες άρχισαν να παραγγέλνουν σε διάφορους γνωστούς ποιητές - μουσικούς τη σύνθεση επ’ αμοιβή διθυράμβων, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα να καλύψουν και τα έξοδα για την παρουσίασή τους. Η ομάδα των τραγουδιστών και χορευτών που συμμετείχαν στην εκτέλεση του διθυράμβου ονομαζόταν θίασος. Αργότερα έγινε συνήθεια να παρουσιάζεται ο διθύραμβος με μορφή διαλόγου μεταξύ των τραγουδιστών - χορευτών (χορός) και ενός υποκριτού (ηθοποιός).
Καθώς ο διάλογος αυτός συνοδευόταν από μιμητικές αναπαραστάσεις, ο διθύραμβος έπαψε σταδιακά να είναι αφήγηση πράξεων και έγινε αναπαράσταση πράξεων, δηλαδή θέατρο. Γύρω στο 600 π.X., οι θίασοι που παρουσίαζαν διθυράμβους μπήκαν και στην Αθήνα, όπου θεσπίστηκαν και οι πρώτοι θεατρικοί διαγωνισμοί. Την οριστική του μορφή το Δράμα την πήρε κατά τη διάρκεια του 5ου π.X. αιώνα, μέσα από τα έργα των μεγάλων κλασικών δραματουργών, όπως ο Αισχύλος (525 - 456 π.X.), ο Σοφοκλής (496 - 406 π.X.) και ο Ευριπίδης (485 - 406 π.X.) για την τραγωδία και ο Αριστοφάνης (445 - 388 π.X.) για την κωμωδία.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Οι αρχαίοι Έλληνες από νωρίς είχαν κατανοήσει το σπουδαίο ρόλο της μουσικής στη ζωή του ανθρώπου. Τη θεωρούσαν ίσης αξίας με τις υπόλοιπες καλές τέχνες, όπως τη γλυπτική, τη ζωγραφική, το θέατρο και άλλες, γι’ αυτό και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Ο ρόλος της ήταν σημαντικός σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους στις θρησκευτικές εορτές, στην ψυχαγωγία, στους γάμους, στις κηδείες, στους αθλητικούς αγώνες, στον πόλεμο και στις καθημερινές ασχολίες. Αποτελούσε σημαντικό μάθημα στην εκπαίδευση των παιδιών, αφού θεωρούσαν ότι συνέβαλε στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Οι Υποστηρικτές της παραπάνω άποψης υπήρξαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Χαρακτηριστικά ο Πλάτωνας θεωρούσε τη μουσική ως μία Θεϊκή τέχνη, που έχει υψηλούς σκοπούς και είναι, επομένως, ένα εξαιρετικά κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο παιδείας. Η ψυχή είναι σαν ένα έγχορδο όργανο, και η παιδεία πρέπει να την κουρδίσει, αλλού σφίγγοντας και αλλού χαλαρώνοντάς την, ώστε να γίνει ενιαία και όχι διασπασμένη, και η ζωή της μια αρμονία και όχι μια διαφωνία. Αυτήν την άποψη ενστερνίζεται και ο Πλάτων, τονίζοντας την αναγκαιότητα της αρμονικής ψυχικής ανάπτυξης των νέων, μέσα από τη μουσική αλλά και τη γυμναστική εκπαίδευση.
Και αν για τη γυμναστική, παρόλο που στον Πλάτωνα έχει νέο περιεχόμενο και στόχο -την καλλιέργεια όχι μόνο σωματικής υγείας και δύναμης αλλά και του πνεύματος-, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση ως προς τη σημασία της μουσικής εκπαίδευσης. Στο Πλατωνικό σύστημα ο «μουσικός» άνθρωπος είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, καθώς κάτω από την έννοια της μουσικής συμπεριλαμβάνονται τόσο η μουσική καθαυτή -ενόργανη μουσική, αλλά και τραγούδι, χορός-, όσο και η λογοτεχνία, αλλά και οι υπόλοιπες καλές τέχνες, ακόμα δε και ενίοτε η ανάγνωση, γραφή και γενικά η μόρφωση και φιλοσοφία.
Αυτό όμως που είναι σημαντικό είναι πως είτε λογοτεχνία είτε μουσική είτε κάποια άλλη τέχνη, καθεμιά τους μπορεί να εκφράσει συγκεκριμένα ηθικά στοιχεία και να τα μεταφέρει στην ψυχή. Έτσι λοιπόν εξηγείται το γεγονός ότι ο Πλάτων θεωρεί μέρος της μουσικής και τους λόγους, τους οποίους διακρίνει σε αληθινούς και ψεύτικους, περνώντας στον αυστηρό έλεγχο όλων των μυθολογικών παραδόσεων. Και αυτό που έχει σημασία όσον αφορά τα παιδιά είναι πως οι ποικίλοι μύθοι και οι ιστορίες συνιστούν τα πρώτα τους ακούσματα, με τα οποία ανατρέφονται και μεγαλώνουν από τη νηπιακή τους ακόμη ηλικία.
Στο έργο του Φαίδων υπογραμμίζει ότι η αρμονία είναι κάτι το αόρατο και άυλο, κάτι πανέμορφο και θείο στην καλά κουρδισμένη (εναρμονισμένη) λύρα, «η μεν αρμονία αόρατόν τι και ασώματον και πάγκαλόν τι και Θείον εστι εν τη ηρμοσμένη λύρα». Σε ένα άλλο έργο του, στους Νόμους αναπτύσσει περισσότερο τις απόψεις τους για τη μουσική τονίζοντας: «δεν επιτρέπεται σ' οποιονδήποτε καλλιτέχνη, ζωγράφο ή σ' οποιονδήποτε άλλον ασχολείται με σχήματα -εικόνες και άλλα παρόμοια ή με οτιδήποτε αφορά τη μουσική γενικά να καινοτομεί ή να παραβλέπει την παράδοση, δηλαδή τα πατροπαράδοτα».

Ο Πλάτωνας υπογραμμίζει ότι η μουσική έχει μεγάλη ηθική αξία και το αφιερώνει στην ανάπτυξη της συγκεκριμένης άποψής του ένα αρκετά μεγάλο απόσπασμα από το πόνημά του Πολιτεία. Η εκπαίδευση των παιδιών έπρεπε να μην έχει ετεροφωνία, ενώ εκθέτει με τρόπο σαφή και χωρίς ακρότητες τη σχέση φιλοσοφίας με τη μουσική. Στον Τίμαιο γράφει σχετικά: «Η αρμονία, έχοντας συγγενείς κινήσεις προς τις ψυχικές καταστάσεις, δεν θεωρείται από τον άνθρωπο που χρησιμοποιεί με σύνεση τα δώρα των Μουσών ότι έχει ως στόχο την άλογη ηδονή, όπως συμβαίνει σήμερα.Αντίθετα, η αρμονία μας δόθηκε από τις Μούσες ως σύμμαχος ενάντια στη μη αρμονική φορά της ψυχής που ενυπάρχει εντός μας, έτσι ώστε να την οδηγήσει σε τάξη και συμφωνία με τον ίδιο τον εαυτό της. Και ο ρυθμός πάλι, για τον ίδιο σκοπό μας δόθηκε, δηλαδή για να παλέψουμε την τάση που υπάρχει μέσα μας για απουσία μέτρου και έλλειψη χάρης». Ο Αριστοτέλης από την άλλη πλευρά σημείωνε ότι η μουσική πρέπει να διδάσκεται στους νέους και παρέχει ψυχαγωγία και ξεκούραση, γιατί είναι ιδιαίτερα ευεργετική στη διαμόρφωση του χαρακτήρα καθώς και γιατί συμβάλλει στη διανοητική και αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια.
Στον Αριστοτέλη αποδίδονται τα Προβλήματα, η αυθεντικότητά τους όμως αμφισβητείται από πολλούς, που τα αποδίδουν σ' έναν «ψευδο-Αριστοτέλη». Οι περισσότεροι ωστόσο συμφωνούν ότι το υλικό των Προβλημάτων προέρχεται από τον Αριστοτέλη και τη Σχολή του. Τα Προβλήματα, που είναι σχετικά με τη μουσική -σε διαλογική μορφή-, πραγματεύονται θέματα ακουστικής, συμφωνιών, φιλοσοφίας, μουσικής αισθητικής κτλ., και διαιρούνται σε δύο μεγάλα τμήματα:

α) Όσα περί φωνής.
β) Όσα περί αρμονίαν.

Βασικό στοιχείο της μουσικής τέχνης, όπως και κάθε μορφής τέχνης, ήταν σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις η μίμηση. Η δύναμη της Μουσικής υμνείται και από τον Ησίοδο όχι μόνο ως θεραπευτικό μέσο στο να βελτιωθεί η ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ένα άτομο, αλλά και ως μέσο ανάπαυσης και ηρεμίας του ανθρώπου. Συγχρόνως η μουσική βοηθούσε στην ευεξία και στη δημιουργία και διατήρηση της καλής σωματικής και ψυχικής υγείας. Η επίδραση της μουσικής δεν περιοριζόταν μόνο στους θνητούς αλλά και στους Θεούς. Χαρακτηριστικά ο Ησίοδος λέει:
«Τραγουδιστή, ας αρχίσουμε από τις Μούσες που με τα τραγούδια τους ευφραίνουν την μεγάλη ψυχή του πατέρα Δία στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα μελλούνα και τα περασμένα με αρμονική φωνή. Και το γλυκό τραγούδι τους ρέει ακούραστο απ’ τα στόματα. Αναγαλλιάζουνε τα δώματα του μεγαλοβρόντη πατέρα Δία, καθώς αντηχεί η άνθινη φωνή των Μουσών». Αρχαιολογικά ευρήματα και γραπτές μαρτυρίες, τόσο ιστορικά και λογοτεχνικά, δείχνουν ότι η μουσική ήταν ζωτικής σημασίας για την αρχαία Ελληνική κουλτούρα. Χορωδιών στα Ελληνικά θεατρικά έργα που είχε τραγουδήσει, και η μουσική ήταν κεντρικό στις θρησκευτικές τελετές και κράτος και στην κοινωνική τελετές, όπως γάμους, κηδείες, δεξιώσεις, κλπ.

Η σύνδεση, λοιπόν, των αρχαίων Ελλήνων με τη μουσική είναι πολύ παλιά και χρονολογείται πολλούς αιώνες πριν από τη γέννηση του Χριστού, ακόμα και στην περίοδο της Προϊστορίας. Μέσα στα παλαιότερα ευρήματα των αρχαιολογικών ερευνών συμπεριλαμβάνεται ένας αυλός από τον νεολιθικό οικισμό του Δισπηλιού, στη λίμνη της Καστοριάς, ο οποίος χρονολογείται στο 5300 π.Χ. Τα μαρμάρινα ειδώλια αυλητών και αρπιστών ή «τριγωνιστών» από τις Κυκλάδες, που χρονολογούνται γύρω στο 2.700 π.Χ., μαρτυρούν τη σημασία της μουσικής για τις κοινωνίες της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Τοιχογραφίες, πήλινα ειδώλια, παραστάσεις αγγείων, ψηφιδωτά και ανάγλυφα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τους μουσικούς και τα όργανα μεταγενέστερων περιόδων μπορεί να δει κανείς σε παλάτια της εποχής εκείνης. Με τη χρήση της γραφής και το πέρασμα στην Ιστορική περίοδο υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που σώθηκαν για τη μουσική. Στις γραπτές πηγές συμπεριλαμβάνονται τα λίγα αποσπασματικά μουσικά κείμενα, που σώζονται μέχρι σήμερα, καθώς επίσης και οι πολυάριθμες αναφορές στη μουσική και τα μουσικά όργανα που συναντούμε σε ιστορικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά ή θεατρικά κείμενα.
Παράλληλα ως αρχαιότερο δείγμα σημειογραφημένου μουσικού κειμένου θεωρείται επιγραφή που σώζεται πάνω σε πήλινο επίνητρο -σκεύος που χρησιμοποιείτο στην υφαντική- από την Ελευσίνα, με παράσταση Αμαζόνας που σαλπίζει. Η επιγραφή, που χρονολογείται στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., αποτελείται από τις συλλαβές -σύμβολα-: ΤΟ, ΤΗ, ΤΟ, ΤΟ, ΤΕ, και φαίνεται ότι καταγράφει το σκοπό του σαλπίσματος της Αμαζόνας. Με το πέρασμα των αιώνων η μουσική πλαισιώνει πολλές από τις δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων. Καμία θρησκευτική τελετή ακόμα και αν ήταν μία σπονδή δεν τελούνταν χωρίς τη συνοδεία της μουσικής.