Μ. Αλέξανδρος (μέρος 2ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Μ. Αλέξανδρος (μέρος 2ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Μ. Αλέξανδρος (μέρος 2ο)



Ο Δημήτριος αποβιβάστηκε και άρχισε την πολιορκία. Χτυπούσε τα τείχη με τις πολιορκητικές του μηχανές αλλά οι Ρόδιοι είχαν κι αυτοί μηχανές κι απαντούσαν. Επί πλέον, ήταν καλύτεροι ναυτικοί και έκαναν αρκετές ζημιές στον Δημήτριο βγαίνοντας από το λιμάνι με τα πλοία τους. Ο Δημήτριος κατασκεύασε ένα τερατώδες μηχάνημα, την Ελέπολη, και μ’ αυτήν προσπάθησε να καταστρέψει τα τείχη.

Οι Ρόδιοι όμως αγωνίζονταν απεγνωσμένα, και με πλήθος επινοήσεων κατόρθωναν ν’ αποκρούουν τις επιθέσεις. Τέλος ήρθαν άφθονα εφόδια από τον Πτολεμαίο αλλά κι από τους άλλους βασιλείς και πολλοί ουδέτεροι μεσολάβησαν για συμβιβαστική λύση, την οποία τελικά αποδέχτηκε ο Αντίγονος. Ο κυριότερος όρος ήταν : η Ρόδος να είναι σύμμαχος του Αντίγονου εκτός αν αυτός εκστρατεύσει κατά του Πτολεμαίου. Ο Δημήτριος αποσύρθηκε δωρίζοντας την Ελέπολη στους Ροδίους.

Τα Μέχρι την Ιψό

Ο Δημήτριος ήρθε στην Ελλάδα κι απέκρουσε τον Κάσσανδρο που είχε αρχίσει να παίρνει πίσω τις πόλεις που του είχε αφαιρέσει ο Δημήτριος. Ύστερα ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου αυτός και οι Αθηναίοι συναγωνίζονταν ποιος να επιδείξει την πιο ελεεινή συμπεριφορά. Την άνοιξη του 303 π.Χ. ο Δημήτριος συνήλθε κάπως, πέρασε στην Πελοπόννησο κι άρχισε ν’ αφαιρεί πόλεις από τον Κάσανδρο, ενώ στον Ισθμό ανακηρύχτηκε ηγεμόνας των Ελλήνων, μιμούμενος τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα όπου εξώκειλε στην πιο αισχρή ασωτία κ’ οι Αθηναίοι στην πιο αηδιαστική κολακεία.

Η πολιορκία της Ρόδου, οι επιχειρήσεις του Δημήτριου στην Ελλάδα κ’ η εν γένει στάση του Αντίγονου έδωσαν στους λοιπούς βασιλείς να καταλάβουν ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Κινήθηκαν πρώτοι αυτοί. Ο Λυσίμαχος της Θράκης πέρασε στην Ασία κι άρχισε να κυριεύει φρούρια και λιμάνια του Αντίγονου και να εξαγοράζει στρατηγούς του. Ο Σέλευκος ερχόταν από τα βάθη της Ασίας με μεγάλη στρατιά. Κι ο Πτολεμαίος μπήκε πάλι στην Συρία κι άρχισε να καταλαμβάνει τα οχυρά. Ο Αντίγονος έσπευσε ν’ ανακαλέσει τον Δημήτριο που υπέγραψε μια συνθήκη με τον Κάσανδρο, την οποία συνθήκη βέβαια κανείς τους δεν είχε σκοπό να τηρήσει.

Ιψός

Στην Ιψό της Φρυγίας συναντήθηκαν οι αντίπαλοι στρατοί το καλοκαίρι του 301 π.Χ.. Ο Αντίγονος είχε εβδομήντα χιλιάδες πεζούς και δέκα χιλιάδες ιππείς και οι συνασπισμένοι βασιλείς εξήντα τέσσερις χιλιάδες πεζούς και δέκα χιλιάδες πεντακόσιους ιππείς. Αλλά ο Σέλευκος είχε τετρακόσιους ελέφαντες ενώ ο Αντίγονος μόνο εβδομήντα πέντε. Θέλησε να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του μ’ ένα χτύπημα –ενώ έπρεπε να τους πολεμήσει ένα προς ένα– κι έτσι τώρα είχε ενωμένες τις δυνάμεις τους εναντίον του.

Εκτός αυτού το ηθικό του ήταν πεσμένο τώρα, ενώ παλιά όταν πλησίαζε η μάχη γινόταν ενεργητικός και πνευματώδης, κ’ η κατήφεια διακρινόταν έντονη στο πρόσωπό του. Συγκέντρωσε τον στρατό κι ανακήρυξε τον Δημήτριο διάδοχό του, πράξη περιττή κι επιζήμια για το ηθικό του στρατού, κι άρχισε τις συσκέψεις για το σχέδιο της μάχης, πρωτοφανές για τον Αντίγονο που πάντα αποφάσιζε μόνος του και διέταζε.

Ο Δημήτριος διοικούσε την κύρια δύναμη του ιππικού του Αντίγονου και είχε απέναντί του τον γιο του Σέλευκου Αντίοχο. Όταν άρχισε η μάχη, ο Δημήτριος επιτέθηκε με μεγάλη ορμή –ιδιαιτέρως διακρίθηκε ο νεαρός Πύρρος, ο εκθρονισμένος βασιλιάς της Ηπείρου που πολεμούσε στο πλευρό του– κι ο Αντίοχος υποχώρησε αμέσως.

Ο Δημήτριος ρίχτηκε σε καταδίωξή του θέλοντας να τον εξουδετερώσει τελείως. Αλλά οι ιππείς του Αντίοχου ήταν λίγοι κι αντί ν’ ακολουθούν τον αρχηγό τους έφευγαν στα πλάγια. Όταν μετά από ώρα ο Δημήτριος κατάλαβε ότι δεν κυνηγά κανένα κι ότι παρασύρθηκε από τον ελιγμό του αντιπάλου, έκανε μεταβολή και θέλησε να γυρίσει κοντά στον πατέρα του. Προσέκρουσε όμως στον συμπαγή όγκο των ελεφάντων.

Ο Σέλευκος με τα τετρακόσια θηρία του εξουδετέρωσε τους ελέφαντες του Αντίγονου, απέκλεισε την επιστροφή του Δημήτριου και ακινητοποίησε το υπόλοιπο ιππικό του αντιπάλου. Με το ακέραιο σχεδόν ιππικό του περικύκλωσε την φάλαγγα του Αντίγονου κι έκανε εκφοβιστικές επελάσεις, στέλνοντας έτσι μήνυμα που το έκανε σαφέστατο το ομαλόν του εδάφους κ’ η υπεροπλία του σε ιππείς και ελέφαντες : σας προτιμώ ζωντανούς.

Οι πεζοί του Αντίγονου κατάλαβαν κι εγκατέλειψαν την μάχη. Πολλοί αυτομόλησαν κ’ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή. Ύστερα όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις του Σέλευκου ρίχτηκαν πάνω στον Αντίγονο που πολεμούσε απελπισμένα περιμένοντας τον Δημήτριο να τον σώσει. Αλλά είχε μαζί του μόνο ολιγάριθμο ιππικό. Δεν άντεξε κι έπεσε νεκρός στα ογδόντα ένα του χρόνια.

Μετά την Ιψό

Οι νικητές έθαψαν το σώμα του Αντίγονου με τιμές βασιλικές και μοιράστηκαν το κράτος του. Οι δύο βασιλείς που πολέμησαν, ο Σέλευκος κι ο Λυσίμαχος, τα πήραν σχεδόν όλα. Λόγω της θέσης του κράτους του ο Κάσσανδρος δεν πήρε τίποτα, αλλά δόθηκε η Κιλικία στον αδελφό του Πλείσταρχο που πολέμησε στη μάχη. Ούτε ο Πτολεμαίος πήρε τίποτα γιατί δεν είχε καμιά συμμετοχή στη μάχη. Ο Δημήτριος διασώθηκε με τέσσερις χιλιάδες ιππείς και πέντε χιλιάδες πεζούς. Από την Έφεσο μπήκε σε πλοία και ξεκίνησε για τον Πειραιά, την Αθήνα.

Αλλά οι Αθηναίοι ξέχασαν τις κολακείες τους και του ζήτησαν να μη πλησιάσει στην πόλη. Του έδωσαν όμως τα πλοία του που βρίσκονταν στον Πειραιά κι ενώ οι φρουρές του διώχνονταν κ’ οι πόλεις προσχωρούσαν στον Κάσσανδρο ή στον Πτολεμαίο, άφησε στην Ελλάδα τον Πύρρο για να περισώσει ό,τι μπορούσε κι ο ίδιος πήγε στην Θρακική Χερσόνησο κι άρχισε τον ανταρτοπόλεμο εναντίον του Λυσίμαχου.

Τα πλοία του Δημήτριου του έδιναν υπολογίσιμη δύναμη. Ο Λυσίμαχος στερούνταν ναυτικού και το αναζήτησε στον Πτολεμαίο. Συμμάχησε μαζί του κι έφερε δυο κόρες του Πτολεμαίου στην Θράκη, την μία για τον ίδιο και την άλλη για τον γιο του.

Αλλά ούτε ο Σέλευκος είχε ναυτικό. Και είδε ξαφνικά ότι βρέθηκε μεταξύ δύο συμμάχων αδύναμος κατά θάλασσαν. Έψαξε λοιπόν κι αυτός για σύμμαχο με ναυτικό και τον βρήκε στο πρόσωπο του Δημήτριου. Ζήτησε την κόρη του Στρατονίκη για γυναίκα του. Ο Δημήτριος δέχτηκε πρόθυμα κι έπλευσε με την κόρη του προς τον Σέλευκο. Καθ’ οδόν επέδραμε στην Κιλικία του Πλείσταρχου που αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει.

Έτσι ο Δημήτριος βρέθηκε βασιλιάς ενός διασκορπισμένου βασιλείου που περιλάμβανε την Κιλικία, την Φοινίκη, την Κύπρο κι όσα φρούρια του έμεναν στην Ελλάδα. Αλλά όλα του τα εδάφη τα επιβουλεύονταν ο Κάσσανδρος, ο Πτολεμαίος, ακόμη κι ο γαμπρός του ο Σέλευκος. Ο Δημήτριος ήθελε να έχει δική του την Αθήνα αλλά αυτή την κρατούσε ο Λάχαρης, άνθρωπος του Κάσανδρου.

Διέτρεξε τότε την Πελοπόννησο, τραυματίστηκε, ανακατέλαβε μερικές πόλεις, ήρθε στην Αθήνα με ενισχυμένο στόλο –τριακόσια πλοία– και την απέκλεισε απειλώντας την με λιμοκτονία. Ο Λάχαρης έφυγε τελικά κι ο Δημήτριος μπήκε πάλι στην Αθήνα. Δεν τιμώρησε τους Αθηναίους που του είχαν ζητήσει να μη πλησιάσει την πόλη τους μετά την Ιψό, αντίθετα μάλιστα τους εφοδίασε με τρόφιμα. Αλλά για να μη ξαναγίνουν τα ίδια εγκατέστησε φρουρές σε τρία σημεία (296 π.Χ.).

Αυτά στην Ελλάδα. Ο Λυσίμαχος εν τω μεταξύ στην Ασία κυρίευε τις πόλεις του Δημήτριου και ο Πτολεμαίος πήρε πάλι όλη την Κύπρο.

Μακεδονία

Το 297 π.Χ. πέθανε ο Κάσσανδρος και πολύ σύντομα πέθανε και ο μεγαλύτερός του γιος που τον είχε διαδεχτεί. Οι άλλοι δύο γιοι του φιλονίκησαν για την εξουσία κι ο μεγαλύτερος σκότωσε την μητέρα τους Θεσσαλονίκη, την αδελφή του Αλέξανδρου, επειδή είχε ενεργήσει να μοιραστεί το βασίλειο και δεν το πήρε όλο αυτός. Έφυγε μετά ο μητροκτόνος στον πεθερό του Λυσίμαχο κι επειδή απειλούσε να επανέλθει, ο άλλος γιος, ο Αλέξανδρος, κάλεσε σε βοήθεια τον Πύρρο –που είχε εν τω μεταξύ ανακτήσει το βασίλειό του– και τον Δημήτριο.

Ο Πύρρος έσπευσε πρώτος και έναντι της μελλοντικής βοήθειας προσάρτησε ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας στο κράτος του. Όταν ο Δημήτριος έφτασε στο Δίον ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Αλέξανδρου, ο τελευταίος υπαναχώρησε και του ζήτησε να φύγει, σχεδιάζοντας να τον δολοφονήσει. Ο Δημήτριος το έμαθε και πρόλαβε αυτός να σκοτώσει τον Αλέξανδρο. Την άλλη μέρα, κι ενώ το στρατόπεδο του Αλέξανδρου περίμενε επίθεση του Δημήτριου, αυτός ζήτησε να του επιτρέψουν να δώσει εξηγήσεις. Μα μόλις άρχισε να μιλά οι Μακεδόνες τον ζητωκραύγασαν βασιλιά.

Ο Δημήτριος Βασιλιάς της Μακεδονίας

Έτσι, αναπάντεχα σχεδόν, το 294 π.Χ., ο Δημήτριος βρέθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας. Αλλά ενώ κέρδιζε στην Ευρώπη, έχανε λίγο-λίγο τα εδάφη του στην Ασία από τον Λυσίμαχο και τον Πτολεμαίο. Επειδή δεν είχε δυνάμεις για μακρινές εκστρατείες, αρκέστηκε σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα και κατά των ευρωπαϊκών εδαφών του Λυσίμαχου. Είχε τώρα κι ένα ακόμη αντίπαλο, τον παλιό του συμπολεμιστή της Ιψού, τον βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο, ο οποίος άρχισε να έχει ενεργό ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα.

Στην βασιλεία του αυτή ο Δημήτριος επέδειξε πρωτοφανή έλλειψη σοβαρότητας. Η συμπεριφορά του προς του υπηκόους του, τους συμμάχους, τους πρέσβεις ήταν αχαρακτήριστη. Ο γιος του Αντίγονος (ο επονομασθείς Γονατάς), τελείως αντίθετος χαρακτήρας από τον πατέρα του, προσπαθούσε να τον συγκρατήσει αλλά μάταια. Συγκρότησε ένα τεράστιο στρατό από ενενήντα χιλιάδες πεζούς και δώδεκα χιλιάδες ιππείς, αμφιβόλου όμως αξίας και επισφαλούς πίστεως καθώς κι ένα επίσης τεράστιο στόλο. Οι Σέλευκος, Λυσίμαχος και Πτολεμαίος, νιώθοντας ότι απειλούνται ανέθεσαν στον Πύρρο να τον χτυπήσει από τα δυτικά ενώ ο Λυσίμαχος εισέβαλε από την Θράκη.

Ο Δημήτριος ξεκίνησε ν’ αντιμετωπίσει τον Λυσίμαχο αλλά έμαθε ότι ο Πύρρος κατέλαβε την Βέροια. Γύρισε πίσω εσπευσμένα αλλά όταν πλησίασε στον Πύρρο υπέστη τις συνέπειες της συμπεριφοράς του. Οι Μακεδόνες, απαυδησμένοι από τις αλαζονεία και την επιπολαιότητά του, άρχισαν να τον εγκαταλείπουν και σε λίγο ξέσπασε η ανταρσία. Τότε ο Δημήτριος έβγαλε τα λαμπρά του βασιλικά φορέματα, φόρεσε μια ταπεινή χλαμύδα και δραπέτευσε απαρατήρητος (287 π.Χ.).

Πύρρος

Ο βασιλιάς των Μολοσσών Πύρρος καταγόταν από τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο που ήρθε και βασίλεψε στην Ήπειρο. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη κι όταν αυτός εκθρονίστηκε ο Πύρρος κατέφυγε, νήπιο τότε, στον βασιλιά των Ιλλυριών Γλαυκία που τον κράτησε μακριά από την επιβουλή του Κάσσανδρου. Όταν ο Πύρρος έγινε δώδεκα χρόνων ο Γλαυκίας τον εγκατέστησε στον θρόνο της Ηπείρου αλλά στα δεκαεφτά του εκθρονίστηκε κι αυτός και κατέφυγε στον Δημήτριο που είχε παντρευτεί την αδελφή του Δηιδάμεια.