Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

 
Κατά την περίοδο της Νέας Ελληνικής, η γλώσσα βρισκόταν σε μία κατάσταση διγλωσσίας, καθώς τοπικές διάλεκτοι συνυπήρχαν με τις επίσημες αρχαϊκές μορφές της γλώσσας. H Νεοελληνική άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή στα τέλη του 17ου αιώνα. Σήμερα, η Κοινή Νέα Ελληνική ομιλείται από περίπου 12-15 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο, και ως γλώσσα μειονότητας σε πολλές άλλες χώρες

Ταξινόμηση

Τα Ελληνικά αποτελούν ανεξάρτητο κλάδο των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Όλες η υπάρχουσες μορφές της Νεοελληνικής, εκτός από την Τσακωνική διάλεκτο, είναι απόγονοι της Ελληνιστικής Κοινής της ύστερης αρχαιότητας. Έτσι, μπορεί αναμφίβολα να θεωρηθεί απόγονος της Αττικής διαλέκτου, η οποία ομιλούνταν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας κατά την κλασσική εποχή. Η Τσακωνική διάλεκτος, μία απομονωμένη διάλεκτος που ομιλείται πλέον από μία μικρή ομάδα στην περιοχή της Πελοποννήσου, προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο.

Γεωγραφική Κατανομή

Η Νεοελληνική γλώσσα ομιλείται από περίπου 12 εκατομμύρια άτομα στην Ελλάδα και την Κύπρο. Υπάρχουν επίσης πολλές παραδοσιακές ελληνόγλωσσες κοινότητες στις γειτονικές χώρες Αλβανία, Βουλγαρία και Τουρκία, στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας (Ουκρανία, Ρωσσία, Γεωργία, Αρμενία), καθώς και σε χώρες της Μεσογείου (Ιταλία, Αίγυπτο). 
 
Η γλώσσα ομιλείται επίσης από κοινότητες του απόδημου Ελληνισμού σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, της Βορείου Αμερικής, και στην Αυστραλία, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και πολλές άλλες. Χώρες με αξιοσημείωτο αριθμό ατόμων που μιλούν τα Νέα Ελληνικά ως ξενόγλωσση γλώσσα αποτελούν η Σερβία, η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία.

Επίσημα Χαρακτηριστικά

Τα Νέα Ελληνικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και ομιλείται από το 99.5% του πληθυσμού της. Είναι επίσης, μαζί με τα Τουρκικά, η επίσημη γλώσσα της Κύπρου, καθώς και μία από τις 23 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα Ελληνικά αναγνωρίζονται επισήμως ως γλώσσα μειονότητας σε τμήματα της Ιταλίας, της Τουρκίας, της Αρμενίας, της Ουκρανίας και της Αλβανίας.

Διάλεκτοι

Οι κύριες διάλεκτοι των Νέων Ελληνικών είναι:

• Όλες οι γλωσσικές ποικιλίες της Δημοτικής
• Η Καθαρεύουσα
• Η Ποντιακή διάλεκτος
• Η Καππαδοκική διάλεκτος
• Η Κυπριακή διάλεκτος
• Η Κατωιταλική διάλεκτος
• Η Ρωμανιώτικη διάλεκτος
• Η Τσακωνική διάλεκτος
• Π Πολίτικη διάλεκτος

ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Γενικά για το Γλωσσικό Ζήτημα

Με τον όρο γλωσσικό ζήτημα εννοείται ο γλωσσικός διχασμός, σε γραπτό λόγο και καθομιλούμενη γλώσσα, ο οποίος ως αποτέλεσμα της διασποράς των δυτικών ιδεολογιών στην ελληνική κοινωνία, την ταλαιπώρησε επί σειρά ετών.

Ιστορικό

Αρχαιότητα

Ο γλωσσικός διχασμός εμφανίζεται ιστορικά κατά τον 1ο αιώνα π.X. όταν οι αττικιστές εισήγαγαν τη διγλωσσία στον Ελληνικό κόσμο, καθώς επέβαλαν μια απομίμηση της κλασικής Αττικής, η οποία αντιπαρατέθηκε με την ήδη κυρίαρχη δημώδη προφορική. Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθετεί την Αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. 
 
Η Αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή Ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα τη Βυζαντινή και νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στη φωνητική όσο και στη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο. 
 
Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με τη χρήση της αττικής θα συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον Αττικισμό, με αποτέλεσμα τη στροφή των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, τη διγλωσσία και την επικράτηση ενός άκαμπτου αρχαϊσμού μεταγενέστερα.

Για τη γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν και η Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή τη γλώσσα, αλλά αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την Ελληνική παιδεία. 
 
Στη συνέχεια, κατά του Βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, Αττικής –κοινής συνετέλεσε στη χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του εκχριστιανισμού τους.
 
Τουρκοκρατία

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας της απόσχισης περιοχών του πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται διαμόρφωση των νέων Ελληνικών καθώς και δημιουργία διαλέκτων και ιδιωμάτων, που εξασθενίζουν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους. 
 
Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής του έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του. Η ομάδα του Μοισιόδακα και του Καταρτζή προτείνει ότι, για να απελευθερωθεί η Ελλάδα από την Οθωμανική κυριαρχία, πρέπει ο λαός να μορφωθεί, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του, που είναι ικανή να εκφράσει όλες τις ανθρώπινες γνώσεις και όλα τα αισθήματα. Στις προσπάθειες αυτές των προοδευτικών η απάντηση είναι αντίδραση και διώξεις από τους συντηρητικούς του Πατριαρχείου, που υποστηρίζουν τηναρχαΐζουσα.

Ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος

Tο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, στη νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από τη Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του Γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ' τον πόλεμο, νέου Ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η Εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και επινοεί και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834). Η αρχική σύλληψή του για την κάθαρση μιας δημώδους γλώσσας αλλά και τη διατήρηση όλου του δυναμισμού της δε πραγματώνεται. 
 
Το 1818 ο Π. Κορδικάς, αν και ανήκει στους υποστηρικτές μιας μετριοπαθούς δημοτικής γλώσσας, εκδίδει τη Μελέτη της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου, με σκοπό μια πολεμική εναντίον του Κοραή. Ενισχυόμενος ο Κορδικάς από τους Φαναριώτες με συντηρητικές απόψεις προσβλέπει στην καθιέρωση μιας καθαρεύουσας «Εκκλησιαστικής», αντίστοιχης της γλώσσας των Βερσαλιών στη Γαλλία.

Η αναζήτηση της Εθνικής ταυτότητας, κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της λαογραφίας, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών. 
 
Την παράδοση που δημιουργεί ο Διονύσιος Σολωμός στην έντεχνη Επτανησιακή Σχολή, θα συνεχίσουν οι Ιάκωβος Πολυλάς, Αλέξανδρος Βαλαωρίτης, κ.ά, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα, καταπιάνονται με θέματα ιστορικά, κυρίως, όμως, με κοινωνικά, στα οποία βρίσκουμε ρίζες του κινήματος του δημοτικισμού και επομένως της πόλωσης που σύντομα θα στιγματίσει το γλωσσικό ζήτημα. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα Επτάνησα, που για αιώνες ήταν υπό Ενετική και Αγγλική κατοχή, δεν υποστηριζόταν ο αρχαϊσμός και πολύ πριν τον Σολωμό ήταν καλλιεργημένη η λαϊκή παράδοση στην ποίηση.

Πυροδοτείται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά η αντίδραση προς τον Κοραή, που κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση. Οι αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού. Στο χώρο της λογοτεχνίας, πάντως, η δημοσίευση το 1888 του έργου του Γ. Ψυχάρη «Το ταξίδι μου» δίνει ώθηση στη χρήση της δημοτικής μεταγενέστερα. 
 
Το «ταξίδι» σημειώνει σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και αποτελεί το ευαγγέλιο, του νεώτερου δημοτικισμού, που χτυπά τις γλωσσικές φεουδαρχικές προλήψεις. Η εισήγηση του Ψυχάρη για μια συστηματοποιημένη πρότυπη δημοτική δίνει και μια νέα διάσταση στο γλωσσικό ζήτημα, θέτοντάς το ως ανάγκη όχι μόνο για τη μελλοντική ευημερία του Ελληνικού έθνους αλλά και την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας.