Πλάτων - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Πλάτων

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Φιλόσοφοι Έλληνες » Φιλόσοφοι Από "Π"

427 π.Χ.–347 π.Χ.
Rating:3.00, Votes:10

Ο Πλάτων (427 π.Χ.–347 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Αθήνα, ο πιο γνωστός μαθητής του Σωκράτηκαι δάσκαλος του Αριστοτέλη. Το έργο του με τη μορφή φιλοσοφικών διαλόγων έχει σωθεί ολόκληρο (του αποδίδονται ακόμα και μερικά νόθα έργα)· άσκησε τεράστια επιρροή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέχρι και σήμερα. Κύριος οικοδόμος της φιλοσοφίας, οδηγητής είτε προάγγελος μεταγενεστέρων προβάσεών της, εμπνευστής άμεσα ή έμμεσα των σπουδαιότερων κοινωνικοπολιτικών οραματισμών. Ο Πλάτων, μεταξύ άλλων, έγραψε την Απολογία του Σωκράτους, η οποία θεωρείται ως μια σχετικά ακριβής καταγραφή της απολογίας του Σωκράτη στη δίκη που τον καταδίκασε σε θάνατο, το Συμπόσιο όπου μιλά για τη φύση του έρωτα, τον «Πρωταγόρα» όπου μεταξύ άλλων θεμελιώνεται θεωρητικά η αρχή της «πρόληψης» που δεν λαμβάνει την ποινή ως απολύτως «ανταποδοτική» 324b, τον Παρμενίδη και τον Θεαίτητο, όπου θεμελιώνει την αντικειμενικότητα του λόγου και της ιδέας, ενώ σε δύο μακρούς διαλόγους, την Πολιτεία και τους Νόμους περιέγραψε την ιδανική πολιτεία.

To σύνολο του έργου του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του, Σωκράτη, και τον μαθητή του, Αριστοτέλη.

Βιογραφία

Πληροφορίες για τη ζωή του Πλάτωνα αντλούμε κυρίως από αρχαίες βιογραφίες. Σημαντικότερες θεωρούνται εκείνες του Απουλήιου (De platone et eius dogmate, 2ος αι. μ.Χ.), του Διογένη Λαέρτιου (Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων) και του Ολυμπιόδωρου (Βίος Πλάτωνος, 6ος αι. μ.Χ.). Όπως παραδίδεται από τη βιογραφική παράδοση, γεννήθηκε το 427 π.Χ. στην Αθήνα ή, κατά τον Διογένη, στην Αίγινα. Καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Αρίστων, από το γένος του βασιλιά Κόδρου, και μητέρα του η Περικτιόνη, η οποία ήταν αδερφή του Χαρμίδη, ενός από τους Τριάκοντα τυράννους, και ανιψιά του Κριτία, επίσης μέλος των Τριάκοντα, με καταγωγή από το γένος του νομοθέτη Σόλωνος. Αδέρφια του ήταν οι Αδείμαντος και Γλαύκων. Το πρώτο του όνομα ήταν Αριστοκλής, αλλά αργότερα ονομάστηκε Πλάτων επειδή είχε ευρύ στέρνο και πλατύ μέτωπο. Όταν ο πατέρας του πέθανε, η Περικτιόνη παντρεύτηκε το θείο της, Πυριλάμπη, ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τον Περικλή. Ο Πλάτων γνώρισε τον Σωκράτη σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατό του το 399 π.Χ..

Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη παρέμεινε στην Αθήνα για περίπου τρία χρόνια και κατόπιν κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη και άλλους σωκρατικούς. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, όπου για 10 χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων, τα οποία φέρουν τη σφραγίδα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια εικάζεται πως ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο, ωστόσο τα στοιχεία που διαθέτουμε για το ταξίδι αυτό θεωρούνται επισφαλή[11]. Αντιθέτως, βεβαιότητα υπάρχει για τα ταξίδια του στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Στον Τάραντα 387 π.Χ.γνώρισε τουςπυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά. Στην αυλή του βασιλιά των Συρακουσών Διονυσίου του πρεσβύτερου γνώρισε τον βασιλικό γυναικάδελφο Δίωνα, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι' αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Στην Αίγινα οδηγήθηκε προς πώληση σε σκλαβοπάζαρο όπου ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερις εξαγόρασε την ελευθερία του.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα ίδρυσε τη φιλοσοφική σχολή του, την Ακαδημία (περ. 387 π.Χ.). Το 367 π.Χ ο Διονύσιος Β' ο νεότερος διαδέχτηκε τον Διονύσιο Α' στην εξουσία. Με προτροπή του Δίωνα, ο Διονύσιος προσκάλεσε τον Πλάτωνα ως σύμβουλό του και εκείνος αποδέχτηκε την πρόσκληση με την ελπίδα πως θα εφάρμοζε τα πολιτικά του ιδεώδη. Ταξίδεψε στις Συρακούσες το 366 π.Χ. ωστόσο σύντομα επήλθε ρήξη με τους άλλους συμβούλους του βασιλιά. Ο Δίων εξορίστηκε και ο Πλάτωνας παρέμεινε στην αυλή του Διονυσίου ως φιλοξενούμενος και αιχμάλωτος μέχρι το 365. Για τρίτη φορά ήρθε στην αυλή των Συρακουσών το 362 π.Χ., μετά τη συμφιλίωση του Δίωνα με τον Διονύσιο, ωστόσο νέες προστριβές μεταξύ τους οδήγησαν τον Πλάτωνα στην απόφαση να εγκαταλείψει τις Συρακούσες το 361.Επέστρεψε στην Αθήνα όπου μέχρι το θάνατό του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων. Μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ, [Νεότερη περίοδος] υπό τη διεύθυνση του Αντίοχου του Ασκαλωνίτη η Ακαδημία αποτελούσε το κέντρο της πλατωνικής φιλοσοφίας. Στις αρχαίες βιογραφικές πηγές διακρίνονται ετερόκλητες κρίσεις για το χαρακτήρα του Πλάτωνα, καθώς σε ορισμένες παρουσιάζεται ως σοφός και θείος (θεϊκός) ενώ άλλες τον περιγράφουν ως υπερόπτη και ζηλόφθονο υπηρέτη των τυράννων, που σχεδίασε εσφαλμένα την εικόνα του Σωκράτη και των σοφιστών.

Έργο

Το συγγραφικό έργο του Πλάτωνα είναι αρχικά μνήμη και φήμη, εξιδανικευτική, του βίου και του θανάτου και του ήθους του Σωκράτη, αλλά και ανάπτυξη, ευμέθοδη και πολύπτυχη της διδασκαλίας του, πιστή ως κάποιο βαθμό στο πνεύμα του. Τα έργα του Πλάτωνα (36) εκτός από την Απολογία και τις Επιστολές είναι γραμμένα σε μορφή διαλόγου. Ως κεντρικό πρόσωπο στους διαλόγους, εκτός από έναν, τους Νόμους, παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ακόμη και όταν σε κάποιον διάλογο σαν να παραμερίζεται σε θέση ακροατή. Σε κανένα διάλογο δεν εμφανίζεται ο ίδιος ο Πλάτων. Οι συζητήσεις ονομάζονται με το όνομα ιστορικά υπαρκτών προσώπων και μόνο σε τρεις διαλόγους της τελευταίας περιόδου: στον Σοφιστή, στον Πολιτικό και στους Νόμους εμφανίζεται ως κύριος συζητητής δίχως μνεία ονόματος ο «Ελεάτης Ξένος» στον πρώτο, ο «Ξένος» στο δεύτερο, ο «Αθηναίος Ξένος» στον τρίτο. Στον Πλάτωνα αποδίδονται και 13 επιστολές, η γνησιότητα των οποίων γενικά αμφισβητείται, εκτός από την Ζ' Επιστολή  όπου περιγράφει ο Πλάτωνας τη δραστηριότητά του στη Σικελία. Και στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του υπογράφονται συνήθως με το όνομα κάποιου από τα συνδιαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. Τίμαιος, Γοργίας, Πρωταγόρας κ.λπ. Έξι μόνο διάλογοι, το Συμπόσιον, η Πολιτεία, ο Σοφιστής, ο Πολιτικός, οι Νόμοι και η Επινομίςτιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους, όπως εικάζουν οι φιλόλογοι, κάτω από το πρόσωπο του δάσκαλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής.

Στον Πλάτωνα αποδίδονται περί τα τριάντα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, πολλά από τα οποία αμφισβητούμενα.

Η χρονολόγηση των πλατωνικών διαλόγων

Αλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές έβαλαν πρώτοι το ζήτημα της χρονικής σειράς των πλατωνικών διαλόγων, όμως δίχως αντικειμενικά κριτήρια. Κατά την Αναγέννηση ήταν η δεύτερη φορά που ετέθη πάλιν το πρόβλημα της χρονικής σειράς των διαλόγων, και τότε όμως, δίχως αποτέλεσμα, γιατί ούτε με κριτήρια ούτε με μέθοδο έγινε.

Υπάρχει η δυνατότητα, μερικοί διάλογοι να χρονολογηθούν απόλυτα, δηλαδή ή να τοποθετηθούν σε ορισμένο χρονικό σημείο ή με βάση έναν terminum post quem να περιορισθούν μέσα σε διάστημα αρκετά στενό για το χρόνο της συγγραφής τους.

  • Έτσι, όλα τα έργα που προϋποθέτουν το θάνατο του διδασκάλου έχουν γραφεί ύστερα από το έτος 399 π.Χ. Είναι πιθανόν, ότι πρώτη κατά σειράν σ΄ αυτά τα έργα έρχεται η «Απολογία» και ύστερα ακολουθούν τα άλλα «Κρίτων» και «Ευθύφρων» για την ευσέβεια. Επίσης είναι βέβαιο ότι ο «Φαίδων» είναι το τελευταίο έργο της σειράς αυτής, γιατί εδώ πια έχουμε καθαρή τη θεωρία της ιδέας.
  • Άλλη μεγάλη ιστορική τομή μέσα στη ζωή και το έργο του Πλάτωνα είναι το άνοιγμα της Ακαδημίας, δηλαδή το έτος 387 π.Χ. Όλοι λοιπόν οι διάλογοι, όσοι υποδηλώνουν το διδακτικό έργο της Ακαδημίας, καθώς επίσης και όσοι μαρτυρούν σπουδές μαθηματικές και ιατρικές, έχουν γραφεί ύστερα από το άνοιγμα της Ακαδημίας. Την απαρχή αυτής της σειράς αποτελεί ο «Γοργίας», προγραμματικό έργο του ανοίγματος της Ακαδημίας, όπως και ο Μένων που έχει σαφέστατη σχέση με τα μαθηματικά και με τις έννοιες της ιατρικής επιστήμης.
  • Ο «Μενέξενος» πρέπει να τοποθετηθεί μετά το έτος 386 π.Χ., διότι, όπως φαίνεται από τον οικείο διάλογο, προϋποθέτει την «βασιλέως ειρήνη», την Ανταλκίδεια ειρήνη.
  • Το «Συμπόσιον» τοποθετείται αμέσως μετά το έτος 385 π.Χ. από όλους εκείνους οι οποίοι σχετίζουν όσα λέγονται για το σκόρπισμα των Μαντινιέων σε χωριά, πράγμα που έγινε το 386 π.Χ. 
  • Αμέσως μετά το έτος 369 π.Χ. πρέπει να είναι γραμμένος ο «Θεαίτητος», διότι ο μαθηματικός Θεαίτητος τραυματίστηκε το έτος αυτό στη μάχη των Αθηναίων με τους Θηβαίους που έγινε το έτος αυτό και πέθανε εξαιτίας αυτού. Ο διάλογος είναι λοιπόν μνημόσυνο εις Θεαίτητον.

Ο Ούλριχ Βιλαμόβιτς είναι εκείνος που μελέτησε και τα έργα του Tenneman, Schlermacher, Zeller και έφερε εις πέρας το έργο τούτο: Δύο πράγματα είναι σήμερα πια βέβαια ότι πρώτον το ύφος του Πλάτωνος, όσο προχωρεί ο ίδιος σε ηλικία γίνεται δύσκαμπτο, χάνει την πλαστικότητα που έχουν διάλογοι της ακμής καθώς και την ευχέρεια της αισθητικής σκηνοθεσίας που έχουν τα πρώτα δοκίμια της δημιουργίας του. Και δεύτερον, ότι ύστερα από τη μυθοποιία της ιδέας, όπως παρουσιάζεται στα στα τρία έργα «Συμπόσιο» , «Φαίδωνα» ή περί ψυχής, όπου περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Σωκράτη  και «Φαίδρο» , στα πολύ πιό ώριμα χρόνια της ζωής του ο Πλάτων έγραψε τα καθαρώς λογικά έργα «Παρμενίδης» ή περί ιδεών, «Θεαίτητο» ή περί επιστήμης, «Σοφιστής» ή περί του μη όντος, «Πολιτικός» και «Φίληβος» ή περί ηδονής ηθικός, όπου ο λόγος άσκεπος πια από μύθο, όλος ρώμη και κάματο πορεύεται μόνος προς το ιδανικό τέρμα της ζωής του, την ιδέα.

Πλαστοί διάλογοι

Η στατιστική όμως της γλώσσας μαζί με την κριτική του περιεχομένου των διαλόγων δεν έλυσαν μόνον το ζήτημα της χρονολογικής τους σειράς, αλλά τερμάτισαν και το ζήτημα της γνησιότητας. Ότι οι διάλογοι αυτοί είναι υποβολιμαίοι, προκύπτει όχι μόνον από τη γλωσσική κριτική, αλλά και από εσωτερικούς λόγους, δηλαδή το περιεχόμενό τους δεν είναι καθ΄ όλα σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία.

 

Έτσι κατά τη σημερινή κρίση της φιλολογίας, πρέπει από τους διαλόγους, που ο παλιός γραμματικός Θράσυλλος έχει κατατάξει σε τετραλογίες, να θεωρηθούν πλαστοί οι ακόλουθοι διάλογοι: ο «Αλκιβιάδης ΙΙ», ο «Ίππαρχος», οι «Αντερασταί», ο «Θεάγης», ο «Κλειτοφών», ο «Μίνως», η «Επινομίς». Ο «Αλκιβιάδης ο Ι» ή ο μείζων είναι φανερόν, ότι προϋποθέτει τον «Αλκιβιάδη το ΙΙ» ή ελάσσονα, ώστε είναι γραμμένος ύστερα απ΄ αυτόν. Πλαστά είναι επίσης και τα δοκίμια που ο Θράσυλλος άφησε έξω από τις τετραλογίες του, δηλαδή οι «Όροι», «Περί δικαίου», «Περί αρετής», ο «Δημόδοκος», ο «Σίσυφος», η «Αλκυών», ο «Ερυξίας», ο «Αξίοχος».

Φιλοσοφία

  • Η έννοια του δικαίου κατέχει εξέχουσα θέση στο πλατωνικό έργο και ειδικότερα στη μεγαλειώδη σύνθεση του Πλάτωνα, την Πολιτεία, αποτελεί κεντρικό θέμα.

Στον Πρωταγόρα :
«ὁ δέ νόμος τύραννος ὢν τῶν ἀνθρώπων πολλά παρά φύσιν, βιάζεται (παραβιάζει)»
διατυπώνεται η διάκριση φυσικού και θετικού δικαίου) και στο ίδιο έργο στο γνωστό μύθο του Πρωταγόρα  ο Δίας τελικά αποφαίνεται δίνοντας εντολή στον Ερμή:
«καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως».
Στον Γοργία:
Επισημαίνεται ότι το συμφέρον του ρήτορα δεν είναι να ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του, αλλά να επιδιώκει το καλόν και το δίκαιο και διατυπώνει τι αξίωμα:
«τό ἀδικείν αἴσχιον εἶναι τοῦ ἀδικείσθαι» 482d,
Ενώ στην Πολιτεία:
Υποστηρίζεται (Θρασύμαχος):
«δίκαιον εἶναι οὑκ άλλο τι ή τοῦ κρείττονος συμφέρον», ανάλογα προς το εκάστοτε κρατούν πολιτικό καθεστώς, αλλά και στο Ευθύφρονα γίνεται απόπειρα ορισμού του τι είναι όσιο και το τι ανόσιο.

  • Πλατωνικός διάλογος

Κάθε διάλογος είναι δοκίμιο της πλατωνικής τέχνης και της πλατωνικής διαλεκτικής, το ιδιαίτερο κλίμα της πλατωνικής ψυχής και φιλοσοφίας. Ο Σωκράτης που απουσιάζει από το τελευταίο έργο της πλατωνικής δημιουργίας, τους Νόμους, χειρίζεται μέσα στο διάλογο κυρίαρχα όλα τα είδη του λόγου γιατί στην πλατωνική φιλοσοφία προπορεύεται η θέαση και ακολουθεί η αφαίρεση. Ο έρως, η ελευθερία, η ανάγκη, ο θάνατος, η ψυχή και κρίση της, η δημιουργία του κόσμου και η ιδέα είναι τα θέματα του φιλοσοφικού πλατωνικού μύθου.

  • Η πλατωνική φιλοσοφία είναι δυϊστική, χωρίζοντας τον κόσμο σε μία υλική και μία ιδεατή σφαίρα ύπαρξης. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της θεωρίας των ιδεών, οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι τα αιώνια αρχέτυπα των αισθητών, υλικών πραγμάτων, υπερβατικές φόρμες που γίνονται αντιληπτές μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες ταμορφοποιούν. Έτσι π.χ. κάθε άλογο είναι υλικό στιγμιότυπο, ή αντανάκλαση, της άυλης ιδέας "άλογο", η οποία συγκεντρώνει τα αναλλοίωτα και κοινά χαρακτηριστικά όλων των αλόγων (αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη ή η ομορφιά έχουν επίσης τις δικές τους αρχετυπικές ιδέες). Ο Πλάτων λοιπόν αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή, κατά τον Ηράκλειτο, και τον νοητό κόσμο, τον αναλλοίωτο, δηλαδή τις ιδέες, οι οποίες υπάρχουν σε τόπο επουράνιο. Αυτές είναι τα αρχέτυπα του ορατού κόσμου, τα αιώνια πρότυπα και υποδείγματα τα οποία συντηρούν τη μορφή των υποκείμενων υλικών σωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για ένα δυϊστικό, ιεραρχικό μεταφυσικό σύστημα.
  • Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του πυθαγορισμού, ευνοώντας όπως και ο Πυθαγόρας ταμαθηματικά, τα οποία έβλεπε ως "παράθυρο" στον κόσμο των ιδεών αφού ασχολούνται με άυλες και αναλλοίωτες έννοιες οι οποίες διαμορφώνουν τον κόσμο και ως μέσο προετοιμασίας για τη σωκρατική διαλεκτική. Κατηγορήθηκε ότι με τη θεωρία των ιδεών αποκάλυπτε "τα μυστικά των Μυστηρίων" στα οποία προφανώς ήταν μυημένος. Ηγνωσιολογία του ήταν καθαρά ορθολογική, καθώς πίστευε ότι μόνο με τον νου μπορούν να προσεγγιστούν οι ιδέες και άρα η πραγματική, βαθύτερη φύση του κόσμου. Η εμπειρία των αισθήσεων για τον Πλάτωνα ήταν από αβέβαιη έως ψευδής, ενώ αντιθέτως η λογική διερεύνηση αποκάλυπτε έμφυτη γνώση, ενόραση των ανάλογων υπερβατικών ιδεών, η οποία προϋπήρχε με λανθάνουσα μορφή στον νου λόγω της θείας καταγωγής της ψυχής πριν την ενσάρκωση της. Αυτή η νοητική σύλληψη του λογικά αναγκαίου εκλαμβάνεται ως «ανάμνηση». Υψηλότερη ιδέα θεωρούσε την ιδέα του Αγαθού (Ο,τι είναι ο ήλιος για τον αισθητό κόσμο τούτο είναι η ιδέα του αγαθού για το νοητό) από την οποία απέρρεαν όλες οι άλλες.
  • Στην ψυχή ο Πλάτωνας απέδειξε ότι δεν μπορεί να να παρομοιαστεί με την αρμονία απαντώντας στον συνδιαλεγόμενο Σιμμία [οὐ συγχωρῶ τῇ Σιμμίου ἀντιλήψει· δοκεῖ γάρ μοι πᾶσι τούτοις πάνυ πολὺ διαφέρειν], αφού εναντιώνεται συχνά στα πάθη του σώματος και επίσης πως η ψυχή ως έννοια είναι ασυμβίβαστη με την έννοια του θανάτου και συνεπώς δεν εξαρτάται από το σώμα στο οποίο ενσαρκώνεται και υποστηρίζει, ότι τα σύνθετα μεταβάλλονται και διαλύονται, ενώ τα μη σύνθετα,[μονοειδὲς ὂν αὐτὸ καθ᾽ αὑτό, ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχει καὶ οὐδέποτε οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἀλλοίωσιν οὐδεμίαν ἐνδέχεται] όπως η ψυχή, μένουν αναλλοίωτα και άφθαρτα. Με τη φράση που απευθύνει στο τέλος στον Κρίτωνα: «Μην αμελήσετε να εξοφλήσετε αυτό το χρέος», να θυσιάσουν ένα κόκορα. Την υποχρέωση να θυσιάζουν κόκορα στον Ασκληπιό είχαν όσοι σώζονταν από μια αρρώστια και βρίσκονταν σε ανάρρωση. Για τον Σωκράτη, αρρώστια ήταν η επίγεια, γιατί η ψυχή του ήταν έγκλειστη στο σώμα. Ο θάνατος ήταν η ώρα της ανάρρωσης, επειδή απέδιδε στη ψυχή την ελευθερία και την αθανασία της [μετοίκηση ψυχής.
  • Η θεωρία του Πλάτωνος για τις ιδέες στην Πολιτεία: Ο Πλάτων μίλησε στην Πολιτεία για τον νοητό τόπο όπου υπάρχουν οι ιδέες (τα νοούμενα) και τον ορατό τόπο όπου υπάρχουν τα ορώμενα . Θεωρεί τον ήλιο έκγονον του αγαθού. Στη συνέχεια ορίζει την ιδέα του αγαθού ως υπερέχουσα όλων των ιδεών, δίνοντας έτσι μια ιεράρχηση των ιδεών, με ανώτερη όλων αυτήν του αγαθού: Η ιδέα του αγαθού είναι η αιτία της γνώσης και της αλήθειας. Όπως το φως και η όψη είναι ηλιοειδή αλλά όχι ο ήλιος, έτσι και η γνώση και η επιστήμη είναι αγαθοειδή αλλά όχι το ίδιο το αγαθό . Ακόμη αναφέρει ότι το αγαθό παρέχει σε όλα τα γιγνωσκόμενα (δηλαδή τις ιδέες) όχι μόνο τη δυνατότητα να γίνονται γνωστά, αλλά και την ίδια την ουσία και το είναι τους, καθώς το αγαθό είναι επέκεινα της ουσίας, υπερέχοντας αυτής κατά τη δύναμη . Τέλος μιλά για την προσέγγιση των ιδεών μέσω της διαλεκτικής, αναφερόμενος σε δύο τμήματα του νοητού. Στο πρώτο τμήμα η ψυχή χρησιμοποιεί εικόνες και προχωρά στην αναζήτηση μέσω υποθέσεων, κατευθυνόμενη στο τέλος και όχι στην αρχή (στο αποτέλεσμα και όχι την αιτία). Στο δεύτερο τμήμα η ψυχή χωρίς εικόνες αλλά με τα είδη καθεαυτά οδηγείται στην ανυπόθετη αρχή . Στο πρώτο τμήμα αντιστοιχεί η νόησις, η επιστήμη του διαλέγεσθαι σχετικά με το όν και το νοητό, ενώ στο δεύτερο η διάνοια (η τέχνη των γεωμετρικών), κατώτερη από τη νόηση. Υπάρχουν ακόμη δύο τμήματα του νοητού, κατώτερα από τα προηγούμενα με αντίστοιχα παθήματα στην ψυχή, η πίστις και η εικασία 

 

 

Θεολογική σκέψη

 

Η άποψη αυτή του Πλάτωνα που προϋποθέτει «κάθαρση» παραδοσιακών μύθων που περιείχαν απάνθρωπες συμπεριφορές θεών και αναίρεση της αντίληψης για το φθόνο των θεών (η οποία κυριαρχεί στον Όμηρο και τον Ηρόδοτο)δείχνει τη σημαντική πρόοδο που σημείωσε η θεολογική σκέψη των Ελλήνων και που επιγραμματικά διατυπώνεται για πρώτη φορά από τον Ευριπίδη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις «οὐδένα γὰρ οἶμαι (νομίζω) δαιμόνων (Θεών) εἶναι κακόν(στιχ.391).
Ο δε Σωκράτης στην Απολογία του διακηρύττει: «δεν δημιουργείται από τα χρήματα η αρετή αλλά από την αρετή τα χρήματα και όλα τα άλλα αγαθά των ανθρώπων, και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή» (οὐκ ἐκ χρημάτων ἀρετὴ γίγνεται, ἀλλ᾽ ἐξ ἀρετῆς χρήματα καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις 30b).

 

«δημοσίᾳ δὲ οὐ τολμῶ ἀναβαίνων εἰς τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον συμβουλεύειν τῇ πόλει. τούτου δὲ αἴτιόν ἐστιν ὃ ὑμεῖς ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος, ὅτι μοι θεῖόν τι καὶ δαιμόνιον γίγνεται [φωνή], ὃ δὴ καὶ ἐν τῇ γραφῇ ἐπικωμῳδῶν Μέλητος (έγραψε και στην καταγελλία του διακωμωδώντας το) ἐγράψατο».

«Όντας απασχολημένος μ΄αυτό το έργο δεν ευκαιρώ ούτε για την πόλη να κάνω τίποτα αξιόλογο ούτε για την οικογένειά μου, αλλά βρίσκομαι σε φοβερή φτώχεια υπηρετώντας τον θεό» (πενίᾳ μυρίᾳ εἰμὶ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ λατρείαν 23c)

«Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι μια εσωτερική φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτε. Αυτή είναι που με εμποδίζει ν΄ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται, ότι κάνει πάρα πολύ καλά που με εμποδίζει γιατί θα είχα αφανιστεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει σε τίποτα ούτε τον εαυτό μου» Απολογία Σωκράτους 31d
Στον «Φαίδωνα» όμως ο Σωκράτης έρχεται κοντά στο θάνατο και τον γνωρίζει. Ο θάνατος είναι κι΄αυτός, όπως και ο έρως, ένας σύντροφος της ζωής που πρέπει να συμφιλιωθείς μαζί του. ΄Όλοι όσοι φιλοσοφούν αληθινά γνωρίζονται βαθιά με τον θάνατο § 64.

" «οὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείθων ὑμῶν καὶ νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μηδὲ οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται» 

 

Γιατί περιφέρομαι μην κάνοντας τίποτα άλλο από το να πείθω τους νεότερους και τους πιο ηλικιωμένους ανάμεσά σας να μη φροντίζουν ούτε για τα σώματά τους ούτε για τα χρήματά τους με τόσο πάθος, παρά μόνο για την ψυχή τους, πως θα γίνει καλύτερη.

Οι κατήγοροι του Σωκράτη

  • Άνυτος
  • Μέλητος
  • Λύκων

 

 

 

Οι επιδράσεις του Πλάτωνος στους μετέπειτα αιώνες

 Ο Γάλλος ιστορικός της φιλοσοφίας Ζακ Σεβαλιέ τονίζει στο έργο του «Ιστορία της σκέψης» (1955) την κυρίαρχη παρουσία ή έστω ανταύγεια της πλατωνικής φιλοσοφίας σε ολόκληρο το Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση και στους Νεότερους χρόνους, ενώ ο Γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς προβάλλει τον Πλάτωνα ως το τον πρώτο από τους τρεις θεμελιωτές του φιλοσοφείν.

Η ιστορία της φιλοσοφίας μέχρι τον Κικέρωνα είναι σαφώς επηρεασμένη από αυτόν και είτε αμφισβητεί είτε ακολουθεί τη διδασκαλία του. Ο μαθητής του Αριστοτέλης, εξ ίσου επιδραστικός με τον ίδιο, οδηγήθηκε στην ανάπτυξη τμήματος του έργου του ως απάντηση στον πλατωνισμό. Η σχολή την οποία ο Πλάτωνας ίδρυσε το 387 π.Χ., η Ακαδημία, συνέχισε να ακμάζει ως τις αρχές του πρώτου αιώνα π. Χ., έχοντας όμως μετατραπεί σε σκεπτική σχολή μετά τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου.

Κατά την εποχή του Αυγούστου υπήρξε αναβίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας, ο μεσοπλατωνισμός με εκπροσώπους όπως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ενώ κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα ο μεσοπλατωνισμός άρχεσαι να μετατρέπεται σταδιακά, υπό την επίδραση του νεοπυθαγορισμού και του ερμητισμού στην κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Αίγυπτο, στο κίνημα τουνεοπλατωνισμού, με αρχικούς εκπροσώπους όπως ο Πλωτίνος, το οποίο είχε ιδεαλιστικό, μυστικιστικό και σωτηριολογικόχαρακτήρα. Η Ακαδημία στην Αθήνα επανιδρύθηκε ως κέντρο νεοπλατωνικών μελετών κατά τον τέταρτο αιώνα.

Την ίδια εποχή, περίοδο έντονων θρησκευτικών ζυμώσεων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σταδιακής επικράτησης τουχριστιανισμού στη Μεσόγειο, οι ακόλουθοι της αστικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας αλλά και των ελληνικών μυστηριακών λατρειών συσπειρώθηκαν γύρω από τον νεοπλατωνισμό ως υπερασπιστή του μέχρι πρότινος επικρατούντος παγανισμού. Μεμονωμένοι νεοπλατωνικοί και παγανιστικοί πυρήνες επέζησαν ως τον έκτο αιώνα, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε με διάταγμα την Ακαδημία της Αθήνας (529 μ.Χ.). Μετά περίπου εννέα αιώνες το έτος 1439 ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων γράφει στη Φλωρεντία το πολύκροτο έργο του: Περί ὧν Αριστοτέλης πρός Πλάτωνα διαφέρεται που αποτέλεσε το έναυσμα της διαμάχης πλατωνικών και αριστοτελικών στο Βυζάντιο και στην Ιταλία. ΘΑΝΑΤΟΣ Ο Πλάτωνας πέθανε ήσυχα σε ηλικία 80 ετών.

ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ Ο πλατωνισμός επιβίωσε υπογείως καθ' όλον τον Μεσαίωνα, κρυμμένος σε μυστηριακά ρεύματα, έως ότου οι πρωτότυπες ιδέες του ήλθαν και πάλι στο φως και σχολιάστηκαν κατά την Αναγέννηση. Έτσι ούτε η νεότερη φιλοσοφική σκέψη έμεινε ανεπηρέαστη από αυτόν. Τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή προσπαθούν να ανατρέψουν τις ιδέες του ή οικοδομούνται πάνω σ' αυτές εκσυγχρονίζοντάς τες.

 

 

Πηγές

  • Λογγίνος, Περί ύψους.
  • Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται. Έκδ. Βασιλεία 1574, σύγχρονη κριτική έκδ. Μπ. Λαγκάρντ, Byzantion, τόμ. 1973.
  • Πορφύριος, Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού.
  • Kierkegaard, Søren. Η έννοια της σωκρατικής ειρωνείας. Κοπεγχάγη, 1841.
  • Wilamowitz Mðllendorf, Ulrich von. Πλάτων, η ζωή και το έργο του. Αθήνα: Εκδ. Κάκτος. ISBN 960-382-664-2.
  • Benson, Hugh, ed. A Companion to Plato. Blackwell, 2006.
  • Bormann, Karl. Πλάτων. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, 2006.