ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ




Στον Ισαάκ Πασά, που ήταν διοικητής των στρατιωτικών σωμάτων από την ανατολή, και στον Μαχμούτ βεζίρη ανέθεσε την πολιορκία των τειχών, που εκτείνονταν από το Μυριάνδριο, στα δεξιά της σκηνής του σουλτάνου και έφτανε ως τη Χρυσή πύλη, συμπεριλαμβανομένης και της παραλίας της Προποντίδας. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, μαζί με τους δύο πασάδες Χαλήλ και Σαρατζά, ανέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, την πολιορκία του κεντρικού τμήματος του χερσαίου τείχους, το οποίο θεωρούσε πιο αδύναμο και ευπρόσβλητο. Μαζί του είχε όλο τον προσωπικό του στρατό, τους καλύτερους πολεμιστές της αυλής του.

Ολόκληρη η πεδιάδα γέμισε σκηνές και ήταν αξιοπερίεργο θέαμα για τους αμυνόμενους να παρακολουθούν πάνω από τα τείχη το πολυάριθμο αυτό σμήνος που έμοιαζε «με αμέτρητους κόκκους άμμου απλωμένους». Κανένας άλλος Οθωμανός σουλτάνος δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει τόσο πολυάριθμο στρατό σαν εκείνο που έφερε ο Μωάμεθ κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο στρατός του σουλτάνου λοιπόν, που αποτελείτο από στρατεύματα των ανατολικών και δυτικών επαρχιών του Οθωμανικού κράτους, αλλά και από τα επικουρικά στρατεύματα που όφειλαν τα υποτελή Χριστιανικά κράτη να στέλνουν, υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε περίπου 150.000.

Συνίστατο δε από το πεζικό, το ιππικό, το πυροβολικό και τους ελαφρά οπλισμένους (τοξότες, σφενδονιστές, ακοντιστές). Οι πολεμιστές αυτοί ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό. Έφεραν ασπίδες μικρές και μεγάλες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Εκτός όμως από τον τακτικό στρατό το κύριο σώμα του στρατού ακολουθούσε και ένας μεγάλος αριθμός σιτιστών, υπηρετών, τεχνιτών, αλλά και πλήθος ατάκτων, οι οποίοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην τριήμερη λεηλασία, που είχε υποσχεθεί από πριν ο σουλτάνος.

Η προσδοκία της ανεξέλεγκτης αυτής διαρπαγής και λεηλασίας παντός αγαθού φαίνεται ότι αποτελούσε πολύ σοβαρό κίνητρο για μεγάλη μερίδα του Τουρκικού λαού κατά τις ημέρες εκείνες. Επιπλέον είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι η εικόνα του Τουρκικού στρατού έξω από τα τείχη της Πόλης ήταν τόσο συγκεχυμένη, που ήταν αδύνατο, αν όχι ακατόρθωτο, να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια τον αριθμό των πολεμιστών, αλλά και να τους διαχωρίσει από το πλήθος των βοηθητικών σωμάτων, που τους συνόδευαν. Οι παρατηρητές μπορούσαν να διακρίνουν από τον τρόπο της ενδυμασίας τους και από τα διαφορετικά χρώματα τα διάφορα σώματα του Τουρκικού στρατού, ενώ είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος, με τον οποίο σχολιάζει ο Φλωρεντινός έμπορος Tetaldi.

Για το ετερόκλητο αυτό πλήθος των πολεμιστών αναφέρει τα εξής: «Το ένα τέταρτο αυτών φορούσαν αλυσιδωτά πλέγματα ή δερμάτινους χιτώνες, πολλοί από τους άλλους ήταν οπλισμένοι όπως οι Γάλλοι, άλλοι σαν Ούγγροι και άλλοι πάλι, είχαν σιδερένια κράνη, τουρκικά τόξα και βαλλίστρες. Οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν έφεραν εξοπλισμό, εκτός από ασπίδες και γιαταγάνια - ένα είδος Τουρκικού σπαθιού».   Τέλος κάτι άλλο που προκαλούσε έκπληξη σε όσους κοίταζαν από τα τείχη, ήταν ο πολύ μεγάλος αριθμός ζώων.

Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι «τα υποζύγια ήταν διπλάσια από τους ανθρώπους και ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο προνοητικοί, ώστε να έχουν μαζί τους πάμπολλες καμήλες και μουλάρια με εφόδια, όχι μόνο για τα ίδια, αλλά και για τους άνδρες και τα άλογα, καθώς και ότι ο καθένας από αυτούς προσπαθούσε να κάνει επίδειξη, έχοντας μαζί του τα καλύτερα από τα ζώα του, άλογα, μουλάρια και καμήλες».

Το θέαμα του πλήθους αυτού των πολεμιστών, των υποζυγίων, των ατάκτων, των ιππέων, το νέφος σκόνης, που προκαλούνταν από την κίνηση τους, η κλαγγή των όπλων, ο θόρυβος, που προκαλούσε αυτή η λαοθάλασσα, η αντήχηση των σαλπίγγων, ο χτύπος των τυμπάνων, αλλά και ο θόρυβος των υποζυγίων θα πρέπει να ήταν περίεργο αλλά ταυτόχρονα και τρομακτικό θέαμα για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και είναι πολύ δύσκολο, όπως αναφέρει ο ιστορικός G. Schlumberger, να το αναπλάσει κανείς στη φαντασία του.

Συμπερασματικά, όσον αφορά τον τακτικό Τουρκικό στρατό καταλήγουμε στο εξής: κατά την έναρξη της πολιορκίας ήταν γύρω στις 150 με 160 χιλιάδες και επομένως δεχόμαστε ότι ο ιστορικός Barbaro βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ είναι πολύ πιθανό ο αριθμός αυτός να αυξήθηκε σταδιακά φτάνοντας τις 200 χιλιάδες, καθώς η πολιορκία διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγεμόνες και στρατιωτικούς αρχηγούς, υποτελείς του σουλτάνου να συγκεντρώσουν στρατό και να τον οδηγήσουν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να επωφεληθούν από την πιθανή άλωση της και να αποκτήσουν την εύνοια του σουλτάνου.

Οι αμυνόμενοι από την άλλη πλευρά ήταν πολύ λιγότεροι και υποχρεούνταν να καλύψουν όλο το μήκος των χερσαίων τειχών. Για το λόγο αυτό η αμυντική δραστηριότητα περιορίστηκε στα χερσαία τείχη, εφόσον λόγω των αντίθετων θαλάσσιων ρευμάτων του στη θάλασσα του Μαρμαρά, δεν αναμενόταν σημαντική επιθετική δραστηριότητα. Αρχικά ο Αυτοκράτορας, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ζήτησε από τον πιστό του φίλο Γεώργιο Σφραντζή, να κάνει μία μυστική απογραφή των ανδρών που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν είτε έμπειροι στρατιώτες, είτε έστω ικανοί να πολεμήσουν.

Μετά το πέρας της δυσάρεστης αυτής υπηρεσίας τα αριθμητικά δεδομένα υπήρξαν απογοητευτικά, καθώς υπήρχαν μονάχα 7.000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 4.973 ήταν Έλληνες και 2.000 περίπου ξένοι, αριθμός μηδαμινός σε σχέση με το πολυάριθμο πλήθος των Τούρκων. Από αυτούς οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να πολεμούν και μάχονταν με ασπίδες, σπαθιά, ακόντια και τόξα περισσότερο βάσει ενστίκτου παρά ικανοτήτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος. Το λιμάνι στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου ανέλαβε να προστατεύσει ο Βενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες.


Ενώ παράλληλα ο κόλπος ασφαλίστηκε με μια αλυσίδα, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, από τον Βαρθολομαίο Σολίγο, έπειτα από διαταγή του Αυτοκράτορα, η οποία τοποθετήθηκε στις 2 Απριλίου και με εννιά πλοία, τα οποία παρατάχθηκαν πίσω από αυτή υπό τις διαταγές του Diedo στις 9 του ίδιου μήνα. Η αλυσίδα ήταν από τη μια μεριά σφηνωμένη στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ από την άλλη στο πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Γαλατά, στη συνοικία του Πέραν. Η άμυνα όμως των πολιορκημένων παρουσίαζε ένα σοβαρότατο μειονέκτημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από την έλλειψη εφεδρειών, ώστε να καλύπτονται τα κενά.

Υπήρχε μονάχα ένας μικρός αριθμός ιππέων οι οποίοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα υπό τις εντολές του Λουκά Νοταρά και οι οποίοι περιέτρεχαν όλο το μήκος του τείχους ελέγχοντάς το. Στις 5 Απριλίου οι αμυνόμενοι κατέλαβαν τις θέσεις που τους είχε καθορίσει ο Αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος με τις καλύτερες δυνάμεις του τοποθετήθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι ακριβώς από το σουλτάνο, καθώς πίστευε ότι εκεί θα ήταν το επίκεντρο των προσπαθειών των πολιορκητών, όπως πράγματι συνέβη. Ο ιστορικός Σφραντζής όμως μας παραθέτει και μία άλλη μαρτυρία σχετική με τον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος έφιππος περιπολούσε μέρα και νύχτα τα τείχη και την πόλη, για να έχει τον πλήρη έλεγχο και να είναι γνώστης του τι συνέβαινε σε κάθε σημείο της πολιορκημένης βασιλεύουσας.

Ο Ιουστινιάνης μαζί με 700 Γενουάτες βρισκόταν στα δεξιά του Κωνσταντίνου στην πύλη του Χαρισίου. Ο Ιουστινιάνης είχε καταφθάσει από τη Γένοβα στις 26 Ιανουαρίου του 1453, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από ένοπλους νέους, γεμάτους πολεμικό μένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας. Ο ίδιος ο Ιουστινιάνης ήταν άνδρας ικανότατος, γενναίος και πολύ έμπειρος σε μάχες, το ίδιο και οι άνδρες του, που ήξεραν, όπως και ο αρχηγός τους, να μάχονται σε στεριά και θάλασσα. Όταν ο γενναίος πολέμαρχος αντιλήφθηκε, ότι οι Τούρκοι εστίαζαν τις επιθέσεις τους στο σημείο, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Αυτοκράτορα.

Άλλωστε, έχοντας την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα, επενέβη πιο πριν στην άμυνα της Πόλης και εξόπλισε το χερσαίο τείχος και τις επάλξεις του με πετροβόλα μηχανήματα και άλλα μέσα. Επιπλέον διάλεγε ο ίδιος τους μαχητές και επέλεγε τις θέσεις, από όπου θα μάχονταν, καθοδηγώντας τους με ποιο τρόπο θα αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους και θα υπερασπίζονταν τα τείχη. Οι υπερασπιστές εξασκήθηκαν στο χειρισμό των όπλων, καθώς όλοι εκείνοι οι απλοί πολίτες, οι μοναχοί και οι εργάτες, θα αναλάμβαναν μαζί με τους λιγοστούς στρατιώτες, την προστασία και την άμυνα της πόλης και δεν είχαν την παραμικρή γνώση, όσον αφορά τα πολεμικά και τη στρατιωτική εκπαίδευση.  

Ακόμη και το λιμάνι εξασφάλισε με φορτηγά και πολεμικά πλοία και εξόπλισε το θαλάσσιο τείχος, όπως ακριβώς το χερσαίο. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης με τους 700 Γενουάτες και τα δύο πλοία με τα οποία έφτασε για να συνδράμει στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια από όσες έλαβε η πολύπαθη Πόλη από την Ευρώπη. Ο Αυτοκράτορας, επειδή είχε χαρεί με τον ερχομό του Ιουστινιάνη και επειδή αντιλήφθηκε τις στρατιωτικές ικανότητες του, τον διόρισε πρωτοστράτορα, δηλαδή γενικό αρχηγό του στρατού, αναθέτοντας του ποικίλες αρμοδιότητες στην οργάνωση της άμυνας και του υποσχέθηκε τη νήσο Λήμνο με χρυσόβουλο, αν σωζόταν η Κωνσταντινούπολη.