ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ



Χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια οι Τούρκοι κατάφεραν να μπαζώσουν μεγάλο μέρος της τάφρου, γεγονός που ενθάρρυνε το Μωάμεθ να αποτολμήσει έφοδο, ώστε να καταλάβει τα τείχη και να αλώσει την Πόλη. Η έφοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στις 18 Απριλίου. Από τις 12 Απριλίου άλλωστε μέχρι και τις 18 του ίδιου μήνα δεν υπήρχε μεγάλη κινητικότητα ούτε στην ξηρά, αλλά ούτε και στη θάλασσα, εκτός βέβαια από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς που συνεχίζονταν μέρα και νύχτα και κάποιες μικροσυμπλοκές μεταξύ πολιορκητών και πολιορκημένων στα τείχη, όπως σημειώνει ο ιστορικός Barbaro. Στις 18 Απριλίου όμως, όπως έχει προαναφερθεί, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αξιόλογη απόπειρα κατάληψης της Πόλης από τους Τούρκους.

Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί, μεγάλο πλήθος Τούρκων πλησίασε στα τείχη. Ακολούθησε πανδαιμόνιο από τις κραυγές των επιτιθέμενων με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι είναι πολύ περισσότεροι από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Πραγματοποιήθηκαν συμπλοκές και η μάχη διήρκεσε τέσσερις ώρες. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη χρησιμοποιώντας κλίμακες, αλλά απωθούνταν από τους υπερασπιστές. Συγχρόνως ρίχνονταν βολές από τα κανόνια, οι οποίες προξενούσαν μεγάλες ζημιές στα τείχη. Ο Αυτοκράτορας όπως και όλοι οι υπόλοιποι μέσα στην Κωνσταντινούπολη είχαν φοβηθεί για το χειρότερο.

Υπήρχε η πεποίθηση, ότι η επίθεση αυτή ήταν γενικευμένη και οι αμυνόμενοι δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν αυτό το ενδεχόμενο. Η σύρραξη όμως σταμάτησε τα ξημερώματα το ίδιο απότομα, όπως ακριβώς ξεκίνησε, με ανθρώπινες απώλειες από την πλευρά των Τούρκων και με μια δόση αισιοδοξίας για τους υπερασπιστές, καθώς είχαν καταφέρει να απωθήσουν τον εχθρό και μάλιστα χωρίς να σκοτωθεί ή να τραυματιστεί κανένας από την μεριά τους. Η έφοδος αυτή και η προσπάθεια του Μωάμεθ να αιφνιδιάσει τους αμυνομένους δεν πέτυχε, αλλά ήταν μόνο η αρχή.

Η Πόλη δεν ησύχασε. Καθημερινά οι Τούρκοι επιχειρούσαν ανάλογες εφόδους σε διαφορετικά σημεία του τείχους, ιδιαίτερα σε εκείνα που είχαν υποστεί ζημιές ή στα οποία είχαν δημιουργηθεί ρήγματα από τις συνεχιζόμενες βολές των κανονιών. Οι υπερασπιστές της πόλης από την άλλη μεριά μάχονταν με σθένος και κατάφερναν κάθε φορά να απωθούν τον εχθρό. Από τις καθημερινές αυτές επιθέσεις ξεχωρίζουν κάποιες, εξαιτίας του άμεσου κινδύνου στον οποίο περιήλθε η Πόλη, στην ένταση που προκάλεσαν και στον τρόπο με τον οποίο κατάφεραν οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, αλλά και οι λιγοστοί μαχητές της να τις αποκρούσουν. Τέτοιου είδους έφοδος ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαΐου.

Η επίθεση ξεκίνησε στις 4 η ώρα τη νύχτα, όπως αναφέρει ο Ενετός Barbaro, οπότε και εμφανίστηκαν 30.000 Τούρκοι μπροστά στα χερσαία τείχη, παρατεταγμένοι κατά το στρατιωτικό τρόπο, έχοντας μαζί τους μερικές πολεμικές μηχανές και στόχο να αιφνιδιάσουν τους υπερασπιστές και να εισέλθουν στην Πόλη. Οι εχθροί πλησίασαν τα τείχη με εκκωφαντικούς αλαλαγμούς, οι οποίοι σε συνδυασμό με τον ήχο των τυμπάνων και των σαλπίγγων προκάλεσαν πανδαιμόνιο. Ο τρομακτικός αυτός θόρυβος ακούγονταν καθαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, όπως μας πληροφορεί ο Barbaro. Οι πολιορκημένοι πίστεψαν για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για γενική επίθεση του εχθρού από ξηράς και από θαλάσσης, για αυτό και τα πληρώματα των χριστιανικών πλοίων τέθηκαν σε επιφυλακή.  

Ο Τουρκικός στόλος όμως δεν κινήθηκε και η έφοδος στην ξηρά αποκρούστηκε επιτυχώς προκαλώντας παράλληλα μεγάλες απώλειες στον Τουρκικό στρατό. Η μάχη διήρκεσε λιγότερο από τρεις ώρες και καθώς οι εχθροί απομακρύνονταν άπρακτοι, αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στην πύλη του παλατιού, την οποία και έκαψαν, χωρίς ωστόσο να πετύχουν κάτι περισσότερο, μιας και οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απομακρύνουν και από εκείνο το σημείο και να τους αναγκάσουν σε οπισθοχώρηση. Την ίδια τύχη είχε και μία ακόμη ισχυρή επίθεση των Τούρκων ενάντια στα τείχη, η οποία έλαβε χώρα λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου. Η επίθεση αυτή πραγματοποιήθηκε και πάλι εν μέσω νυκτός, με 50.000 άνδρες αυτή τη φορά.

Επιλέχθηκε ως καταλληλότερο σημείο η περιοχή, στην οποία βρισκόταν το παλάτι του Πορφυρογέννητου, τα τείχη του οποίου και περικυκλώθηκαν. Και πάλι η επίθεση αυτή προκάλεσε τρόμο στους πολιορκημένους κατοίκους, που πίστεψαν, ότι η Πόλη θα χανόταν εκείνη τη νύχτα. Για ακόμη μια φορά όμως οι φόβοι τους διαψεύστηκαν και ο άμεσος κίνδυνος αποσοβήθηκε, έστω και αν η ανακούφιση και η χαρά που προκάλεσε και αυτή η επιτυχία, έμελε να είναι πρόσκαιρη. Ο σουλτάνος στην προσπάθεια του να κυριεύσει την Πόλη και βλέποντας, ότι οι μέρες περνούσαν και οι προσπάθειες των ανδρών του δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, μηχανευόταν διάφορους τρόπους για να πετύχει το σκοπό του.

Ένας από αυτούς ήταν η κατασκευή υπόγειων στοών, οι οποίες ξεκινούσαν από το στρατόπεδο του και προχωρούσαν κάθετα προς τα τείχη της Βασιλεύσας, με στόχο να περάσουν κάτω από τα θεμέλια τους και να καταφέρουν οι άνδρες του, να εισέλθουν στην πόλη απαρατήρητοι και να αιφνιδιάσουν τους πολιορκημένους. Οι υπερασπιστές της πόλης όμως, αντιλήφθηκαν έγκαιρα το σχέδιο του σουλτάνου και έσπευσαν να εμποδίσουν τον εχθρό. Ο Ιωάννης Γκραντ, τον οποίο ο Σφραντζής αναφέρει απλά Ιωάννης ο Γερμανός, έμπειρος μηχανικός, ανέλαβε το δύσκολο έργο της απώθησης του εχθρού. Με την καθοδήγηση του οι πολιορκημένοι έσκαψαν μέσα από τα τείχη μία σήραγγα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασταυρωθεί με αυτή των Τούρκων.

Οι Χριστιανοί διοχέτευσαν μέσα στη σήραγγα ″ὑγρόν πῦρ″, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά και να καούν τα ξύλινα στηρίγματα της οροφής και των τοιχωμάτων της στοάς, τα οποία υποχωρώντας καταπλάκωσαν και παρέσυραν στο θάνατο τους πάνοπλους στρατιώτες του Μωάμεθ, που ήταν έτοιμοι να εισέλθουν στο εσωτερικό της πόλης. Και αυτό το τέχνασμα του σουλτάνου είχε αποτύχει και η Πόλη είχε σωθεί για ακόμη μία φορά. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο Μωάμεθ παρά την αποτυχία αυτή δεν εγκατέλειψε το σχέδιο αυτό των υπόγειων στοών. Όπως σημειώνει και ο χρονογράφος Tetaldi 14 φορές προσπάθησαν οι Τούρκοι να εισέλθουν στην πόλη με αυτό τον τρόπο, αλλά απέτυχαν και τις δεκατέσσερις.


Οι αμυνόμενοι κάθε φορά αντιλαμβάνονταν έγκαιρα τις προσπάθειες αυτές, ακούγοντας τους κρότους από τα χτυπήματα των Τούρκων και τις εξουδετέρωναν διοχετεύοντας μέσα στις σήραγγες καπνό, δηλητηριώδη αέρια, νερό ή πυρπολώντας αυτές. Κάποιες φορές μάλιστα, όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό, διεξάγονταν σφοδρές μάχες σώμα με σώμα κάτω από τη γη. Και ενώ οι μέρες κυλούσαν με αγωνία για τους πολιορκημένους, μία ακόμη επίθεση του εχθρού θα πραγματοποιηθεί στις 18 Μαΐου, με τη συνοδεία αυτή τη φορά μίας περίεργης πολιορκητικής μηχανής.

Επρόκειτο σύμφωνα με τις περιγραφές των χρονογράφων για έναν πανύψηλο πύργο, ψηλότερο από το εξωτερικό περιτείχισμα, τον οποίο έστησαν οι Τούρκοι πολύ κοντά στα τείχη, αφού προηγουμένως τον έσυραν επάνω σε τροχούς, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας. Ο πύργος αυτός ήταν κατασκευασμένος από γερά ξύλα και επενδυμένος από την εξωτερική πλευρά του με δέρματα από καμήλες, βουβάλια και άλλα βοοειδή. Μέσα ήταν ο μισός γεμάτος με πέτρες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βληθεί ούτε από κανόνια και τόξα, ούτε από κανενός άλλου είδους όπλο.

Είχε παράλληλα στο εσωτερικό του κλίμακες, που οδηγούσαν στα διάφορα τμήματα του πύργου, αλλά και εξωτερικές κλίμακες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι εχθροί, για να ανέβουν στα τείχη. Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο, που ξεκινούσε από το οχυρό τους και κατέληγε μέσα στο στρατόπεδο. Πάνω από εκείνο το δρόμο είχαν τοποθετήσει κλαδιά από λυγαριές και φρύγανα και πάνω από αυτά δέρματα από καμήλες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός είδους προστατευτικού στεγάστρου, που τους έδινε τη δυνατότητα, να πηγαινοέρχονται ανενόχλητοι και χωρίς κανένα κίνδυνο από το οχυρό στο στρατόπεδο και το αντίστροφο.

Αυτή η κατασκευή έδινε τη δυνατότητα στον εχθρό από τη μία μεριά να σκάβει ανενόχλητος και να προσπαθεί να γεμίσει την προστατευτική τάφρο και από την άλλη να προκαλεί ζημιές στα τείχη και τους πύργους εξαιτίας της ρίψης σφαιρών από τον πύργο. Αρχικά οι αμυνόμενοι έμειναν έκπληκτοι αντικρύζοντας με μεγάλη περιέργεια τον τεράστιο πύργο, να στέκει απειλητικός απέναντι από τα τείχη. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι είναι άξιο απορίας το πώς κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες μόνο ώρες μία τέτοιου είδους πολιορκητική μηχανή. Την έκπληξη των υπερασπιστών ακολούθησε ο φόβος, για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Όλοι οι κάτοικοι και μαζί ο Αυτοκράτορας και οι ευγενείς φοβόταν, ότι η πόλη θα κυριευόταν.

Και πραγματικά η μάχη που ακολούθησε υπήρξε σφοδρή. Διήρκεσε όλη την ημέρα και κατά τη διάρκεια της προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές στο τείχος της πύλης του Αγίου Ρωμανού. Κάποιοι Τούρκοι κατάφεραν να γεμίσουν την τάφρο με χώματα, κλαδιά και άλλα υλικά, ενώ άλλοι προσπαθούσαν, να ανέβουν στα τείχη. Οι αμυνόμενοι αντιστέκονταν σθεναρά και απέκρουαν τις επιθέσεις. Έριχναν τις κλίμακες από τα τείχη και εμπόδιζαν τους εχθρούς να ανέβουν σε αυτά. Όταν νύχτωσε, επειδή πολιορκητές και πολιορκημένοι ήταν εξαντλημένοι από τις αδιάκοπες εχθροπραξίες της ημέρας η μάχη σταμάτησε. Οι εχθροί αποσύρθηκαν, με σκοπό να ολοκληρώσουν το έργο τους με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας.

Πίστευαν ότι θα ήταν εύκολο, να καταλάβουν την πόλη, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας, με την παρότρυνση του Αυτοκράτορα και του Ιουστινιάνη, εργάστηκαν με ζήλο επισκευάζοντας τα τμήματα του τείχους, που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, καθαρίζοντας την τάφρο αλλά κυρίως πυρπολώντας και καταστρέφοντας το τεράστιο κατασκεύασμα του σουλτάνου. Έτσι, όταν το ξημέρωμα εμφανίστηκαν και πάλι μπροστά στα τείχη οι Τούρκοι, δεν πίστευαν αυτό που είχε συμβεί. Οι ελπίδες τους για εύκολη επικράτηση εξανεμίστηκαν, ενώ ο σουλτάνος ένοιωσε βαθιά απογοήτευση και ντροπή.

 
Ακόμη μία φορά οι αμυνόμενοι κατάφεραν να ξεπεράσουν τον ίδιο τον εαυτό τους και να κερδίσουν τις εντυπώσεις και το θαυμασμό του ίδιου του σουλτάνου.

γ) Σημαντικά Επεισόδια στη Θάλασσα κατά τον Πρώτο Μήνα της Πολιορκίας 

Παράλληλα με τα επεισόδια, τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας στην ξηρά, υπήρξαν στιγμές έντασης και αγωνίας για τους πολιορκημένους και στη θάλασσα. Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως, είναι γνωστό, ότι τα Χριστιανικά πλοία βρίσκονταν παρατεταγμένα πίσω από την αλυσίδα, στον Κεράτιο κόλπο, ώστε να εμποδίζουν τον  Τουρκικό στόλο, να εισέλθει στην πόλη από το λιμάνι. Αρχηγός του Τουρκικού στόλου ήταν ο ναύαρχος Μπαλτόγλου. Περίπου στα μέσα Απριλίου ξεκινά πιο έντονα και η επιθετική δραστηριότητα του Τουρκικού στόλου.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, ο Μπαλτόγλου, αφού άφησε τα περισσότερα πλοία του να χτυπάνε την αλυσίδα και την είσοδο του λιμανιού, πήρε τα υπόλοιπα πλοία και με εντολή του Μωάμεθ, επιτέθηκε στην Πριγκηπόνησο, καθώς εκεί υπήρχε πολύ ισχυρό φρούριο με τριάντα κατάφρακτους πολεμιστές, που το υπερασπίζονταν γενναία. Αφού το περικύκλωσε και τοποθέτησε γύρω του κανόνια, άρχισε να το χτυπά, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί ένα τμήμα του. Έπειτα οι στρατιώτες του έκαναν έφοδο, αλλά δεν κατάφεραν, να το κυριεύσουν. Τελικά ο ναύαρχος αποφάσισε να βάλει φωτιά, για να το κάψει.