ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ




Όταν όμως οι γενίτσαροι κατάφεραν να εισβάλλουν στην Πόλη, τα πληρώματα και των δύο στόλων εγκατέλειψαν τα πλοία και όρμησαν στο εσωτερικό της με μοναδικό σκοπό να συμμετάσχουν στη λαφυραγώγηση, επιτρέποντας σε 8 Γενουατικά και 7 Βενετικά πλοία να αποχωρήσουν ανενόχλητα από το λιμάνι. Ωστόσο 15 Γενουατικά πλοία, 5 Αυτοκρατορικά, αλλά και το πλοίο του Ορχάν δεν είχαν την ίδια τύχη και αιχμαλωτίστηκαν.

γ) Η Τύχη του Λαού (Σφαγές - Λεηλασίες - Εξανδραποδισμοί)

Αφού μπήκαν στην πόλη οι Οθωμανοί, άρχισαν τις σφαγές και τις λεηλασίες. Οι γενίτσαροι σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαιρέτως φύλου και ηλικίας και σε κάποιες περιπτώσεις έμπαιναν και κατέσφαζαν τους ανθρώπους και μέσα στα σπίτια τους ή στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν. Εξαγριωμένοι καθώς ήταν από τη δίμηνη πολιορκία και τη σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων, όρμησαν σαν άγρια θηρία μέσα στην πόλη ενάντια στους κατοίκους της και τους αμύθητους θησαυρούς, που τους υποσχέθηκε ο σουλτάνος.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι σύμφωνα με το Ισλαμικό πολεμικό δίκαιο, όταν μία πόλη παραδιδόταν στους πολιορκητές της, δεν διέτρεχε τον κίνδυνο της σφαγής, της λεηλασίας ή του εξανδραποδισμού των κατοίκων της. Η Κωνσταντινούπολη όμως, δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία, καθώς οι κάτοικοι της προτίμησαν να αγωνιστούν μέχρι τέλους, οπότε οι στρατιώτες του σουλτάνου είχαν το δικαίωμα να κάνουν ό, τι επιθυμούν το τριήμερο της λεηλασίας, που είχε ορίσει από πριν ο Μωάμεθ.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, με την είσοδο τους στην πόλη, οι γενίτσαροι έσφαζαν όποιον συναντούσαν ή όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει φοβούμενοι, ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν ένοπλοι στρατιώτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντεπιτεθούν και να τους εκδιώξουν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν, ότι η αντίσταση επί πενήντα δύο συνεχόμενες ημέρες ήταν προϊόν των λιγοστών ανδρών που κάλυπταν τα τείχη. Άλλωστε επισημαίνει ο ίδιος συγγραφέας, αν γνώριζαν, ότι δεν υπήρχαν κρυμμένοι πολεμιστές, δεν θα προέβαιναν στη θανάτωση τους, καθώς τους συνέφερε περισσότερο να τους αιχμαλωτίσουν και είτε να τους πουλήσουν ως δούλους, είτε να τους απελευθερώσουν, αν εξαγόραζαν με χρήματα την ελευθερία τους.

Οι αιχμάλωτοι επομένως θα απέφεραν στους κατακτητές περισσότερα οφέλη, για αυτό και αφού συνήλθαν από την εκδικητική μανία, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Τα σπίτια των πλούσιων οικογενειών και οι εκκλησίες έγιναν στόχος λεηλασίας, διαρπαγής, αιχμαλωσίας και καταστροφής. Πολλές νέες κοπέλες, γόνοι καλών οικογενειών, μικρότερης η μεγαλύτερης ηλικίας, ανύπαντρες ή παντρεμένες, αλλά και μοναχές και νεαρά αγόρια και κορίτσια ατιμάστηκαν και έπειτα έγιναν αντικείμενο αγοραπωλησίας στα σκλαβοπάζαρα. Απέναντι στον κοινό εχθρό όλοι είχαν είχαν εξισωθεί μεταξύ τους.

Ο απλός λαός και οι ανώτεροι αξιωματούχοι έτρεχαν από κοινού να σωθούν. Αναζητούσαν άσυλο και καταφύγιο στις εκκλησίες και ιδιαίτερα στο ναό της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται πίσω από το κίονα του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς υπήρχε μία παλιά παράδοση, που έλεγε, ότι ο εχθρός δεν θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από εκείνο το σημείο. Οι Οθωμανοί βέβαια δεν πτοήθηκαν από την ιερότητα του χώρου, καθώς η συγκέντρωση των κατοίκων σε τόσο περιορισμένο περιβάλλον διευκόλυνε τον εχθρό στην αιχμαλώτιση τους. Έτσι ο πληθυσμός που κατέφυγε εκεί, όχι μόνο δεν σώθηκε, αλλά άθελα του προκάλεσε τον εξανδραποδισμό του. 

Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί και μία συνήθεια των Τούρκων σε περιπτώσεις λεηλασίας, όπως αυτή που περιγράφεται. Οι Τούρκοι λοιπόν, όταν έμπαιναν σε ένα σπίτι για να το λεηλατήσουν, ύψωναν μία σημαία με το έμβλημα τους, ώστε να δείξουν στους δικούς τους, ότι αυτό είναι ήδη κατειλημμένο και να τους εμποδίσει να μπουν σε αυτό. Για αυτό το λόγο οι πολιορκητές έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι και στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οίκημα μέσα στην Κωνσταντινούπολη χωρίς Τουρκικό έμβλημα κατά τη διάρκεια της τριήμερης εκείνης λεηλασίας.

Ένα μέρος του πληθυσμού βέβαια κατάφερε να σωθεί, καθώς έτρεξε στα πλοία των Γενουατών τα οποία απέπλευσαν εκμεταλλευόμενα την αποδιοργάνωση του τουρκικού στόλου. Εξαιτίας του πανικού που δημιουργήθηκε όμως, στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν, κάποιοι έχασαν τη ζωή τους από πνιγμό, ενώ από την άλλη μεριά τα πλοία δεν ήταν αρκετά, ώστε να επιβιβασθούν όλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς που έμειναν μέσα στην Πόλη έτρεχαν σε διάφορα σημεία, για να σωθούν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η λεηλασία διήρκεσε από το πρωί της 29ης Μαΐου ως το απόγευμα της ίδιας ημέρας και παρ' όλη την υπόσχεση του Μωάμεθ για τριήμερη λεηλασία διέταξε τελικά την παύση της.  

Άλλωστε όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως ο πληθυσμός της Πόλης δεν ήταν τόσο μεγάλος, όσο στο παρελθόν, ούτε και τα πλούτη της αμύθητα όπως πίστευαν οι περισσότεροι από τους πολιορκητές. Ο Μωάμεθ εισήλθε στην Πόλη με τους γενίτσαρους και τους Πασάδες του και κατευθύνθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Προσευχήθηκε στον Αλλάχ για να τον ευχαριστήσει, που τον αξίωσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, μετατρέποντας το σύμβολο της Ορθοδοξίας σε μέρος προσκύνησης των αλλοθρήσκων και διέταξε να γίνει έρευνα για την ανεύρεση του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Αγωνιούσε να μάθει αν είχε σκοτωθεί ο μεγάλος του αντίπαλος και με ανακούφιση πληροφορήθηκε το θάνατό του.

Όταν μπήκε μέσα στο ναό, όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας συνέβη το εξής περιστατικό:  ''Ο σουλτάνος παρατήρησε έναν Τούρκο, ο οποίος προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι μάρμαρο από το δάπεδο του ναού. Οργισμένος του είπε να σταματήσει καθώς η λαφυραγωγία δεν περιελάμβανε τα δημόσια κτίρια. Έπειτα τον χτύπησε με το ξίφος του και διέταξε τη φρουρά του να τον βγάλει έξω''. Το στρατόπεδο του σουλτάνου και τα πλοία του Τουρκικού στόλου είχαν γεμίσει αιχμαλώτους και λάφυρα. Χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμοι λίθοι ήταν μερικά μόνο από τα αποκτήματα των γενιτσάρων. Φωνές τρόμου και πανικού ακούγονταν παντού, καθώς οικογένειες χωρίστηκαν για πάντα και τα μέλη τους δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. 


Σχετικά με τους ευγενείς της Κωνσταντινούπολης γνωρίζουμε από τις πηγές, ότι άλλοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, την ώρα της εισόδου των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Την ώρα της μάχης σκοτώθηκαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Παλαιολόγος Μετοχίτης με τους γιους του. Ο πιθανός ανταπαιτητής του σουλτανικού θρόνου Ορχάν προσπάθησε να διαφύγει μεταμφιεζόμενος σε καλόγερο, αλλά έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς και η οικογένεια του αιχμαλωτίστηκαν επίσης. Ο σουλτάνος αρχικά επέδειξε καλή διάθεση απέναντι στο μέγα δούκα και την οικογένεια του, αλλά η καλοσύνη του δεν διήρκεσε πολύ.

Για να εξακριβώσει τη αφοσίωση του Νοταρά στο πρόσωπο του τον υπέβαλε σε φριχτή δοκιμασία. Σε ένα συμπόσιο που έκανε μετά την άλωση της Πόλης και ενώ είχε πιει αρκετό κρασί, διέταξε να του φέρουν τον δεκατετράχρονο γιο του Νοταρά. Ο μέγας δούκας αρνήθηκε να παραδώσει το παιδί του στο Μωάμεθ και ο σουλτάνος εξοργισμένος τον διέταξε να εμφανιστεί μπροστά του μαζί με όλα του τα παιδιά. Ο Νοταράς υπάκουσε στην εντολή του Μωάμεθ και εμφανίστηκε μπροστά του μαζί με το γιο του και το γαμπρό του, τον Καντακουζηνό. Ο σουλτάνος διέταξε να τους θανατώσουν, κόβοντας τους το κεφάλι.

Ο Νοταράς, φοβούμενος μήπως κάποιο από τα παιδιά του δειλιάσει μπροστά στο δήμιο ζήτησε να θανατωθούν μπροστά του πρώτα αυτά και έπειτα ο ίδιος. Αφού είδε τα παιδιά του να πέφτουν νεκρά μπροστά του, δοξολόγησε το Θεό και παρέδωσε τον εαυτό του στο δήμιο. Την επόμενη μέρα ο σουλτάνος διέταξε τη θανάτωση των Ελλήνων αξιωματούχων και προκρίτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί, προφανώς, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στις προθέσεις τους και στην αφοσίωση τους στο πρόσωπο του. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αιχμαλωτίστηκε επίσης, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και κατέφυγε με πλοίο στην Πελοπόννησο.

Συνελήφθησαν επίσης πολλοί επίσημοι Βενετοί, από τους οποίους κάποιοι θανατώθηκαν, όπως ο Βάιλος Μινόττο, αλλά και ο πρόξενος των Καταλανών, ενώ άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς ο Μωάμεθ θεώρησε επικίνδυνη την παρουσία τους, καθώς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει την αντίδραση της Δύσης. Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro, 29 Βενετοί ευγενείς, από αυτούς που είχαν συλληφθεί, κατάφεραν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους σε διάστημα ενός χρόνου.

Ένα ακόμη θύμα της εχθρότητας και της καχυποψίας του σουλτάνου υπήρξε ο βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως ήταν αντίθετος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και έτρεφε συμπάθεια στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των Βυζαντινών. Σε αντίθεση με τους Ενετούς, οι Γενουάτες φαίνεται ότι είχαν καλύτερη τύχη, καθώς, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, παραδόθηκαν στο σουλτάνο οικειοθελώς και εκείνος δεν δεν προέβη σε καμία εχθρική κίνηση απέναντί τους. Τέλος ο Ιουστινιάνης, που είχε αποχωρήσει πληγωμένος από τη μάχη, κατέφυγε στη Χίο, όπου και υπέκυψε λίγο αργότερα στα τραύματά του.

Κατά την πολιορκία και την άλωση φονεύθηκαν, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, περίπου 4.000 κάτοικοι, ενώ συνελλήφθησαν 50.000. Ο Barbaro, από την άλλη μεριά κάνει λόγο για 60.000 αιχμαλώτους. Οι αριθμοί αυτοί βεβαίως φαίνονται υπερβολικοί. Στόχος όμως των συγγραφέων ήταν να τονίσουν το μέγεθος της καταστροφής, το οποίο σίγουρα ήταν τεράστιο, καθώς η πόλη ερημώθηκε, γεγονός που ανάγκασε το Μωάμεθ να λάβει έκτακτα μέτρα για τον εποικισμό της. Η καταστροφή της άλλοτε κραταιάς Κωνσταντινούπολης όμως ήταν ολοκληρωτική.

Η ένδοξη πρωτεύουσα του Βυζαντίου δεν θα μπορούσε ποτέ πια να αποκτήσει το κύρος και την αίγλη, τη δύναμη και τα πλούτη που είχε στο παρελθόν. Το σπουδαίο πνευματικό κέντρο που υπήρξε στα χίλια και πλέον χρόνια της ιστορίας της και κέρδισε τον θαυμασμό Ανατολής και Δύσης, είχε χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Ο ρους της ιστορίας είχε αλλάξει τροχιά.