ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ


Όταν ο Ούγγρος του δήλωσε, ότι ήταν ικανός, να φτιάξει ένα κανόνι, που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας, ο σουλτάνος τον προσέλαβε αμέσως δίνοντας του τέσσερις φορές μεγαλύτερο μισθό από εκείνον, που αν του τον έδινε ο Κωνσταντίνος, δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ιστορικός Κριτόβουλος δεν κάνει καμία αναφορά στον Ούγγρο μηχανικό, ενώ κάνει λόγο για πολλούς κατασκευαστές που βρίσκονταν κοντά στο σουλτάνο και επιπλέον η περιγραφή της κατασκευής και της λειτουργίας του κανονιού, την οποία παραθέτει είναι εξαιρετική.

Αμέσως άρχισε η συγκέντρωση του χαλκού και ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου κανονιού, η οποία και ολοκληρώθηκε μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής ο σουλτάνος θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, για να σιγουρευτεί, ότι ίσχυαν οι υποσχέσεις του τεχνίτη σχετικά με την απόδοση και την αξιοπιστία του καινούργιου όπλου. Η δοκιμή σύμφωνα με το Δούκα έγινε στην Αδριανούπολη τον Ιανουάριο του 1453. Το κανόνι τοποθετήθηκε μπροστά από την πύλη της αυλής του παλατιού του σουλτάνου και ήταν αυτό, που σύμφωνα με τον ιστορικό Runciman, βύθισε το πλοίο του Ρίτζο, το οποίο είχε προσπαθήσει να διαπλεύσει το Στενό, αγνοώντας τις διαταγές του σουλτάνου.

Ο πλοίαρχος και οι τριάντα ναύτες κατάφεραν να σωθούν με μία βάρκα. Όταν όμως βγήκαν στη στεριά, οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν μπροστά στο σουλτάνο. Ο ίδιος ο ναύαρχος θανατώθηκε δια ανασκολοπισμού, ενώ ο σουλτάνος κράτησε έναν νεαρό, γιο του Δομήνικου Ντι Μαΐστρι και τον έκλεισε στο σεράι του. Από τους ναύτες άλλους τους θανάτωσε με βίαιο τρόπο και άλλους τους άφησε ελεύθερους να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά συνέβησαν σύμφωνα με το Barbaro στις 26 Νοεμβρίου 1452, επομένως το πιο πιθανό είναι η βύθιση του Ενετικού πλοίου να μην προήρθε από το συγκεκριμένο κανόνι, καθώς αυτή προηγήθηκε της ολοκλήρωσης και της δοκιμής του.

Από την προηγούμενη ημέρα ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής, ώστε να μην ξαφνιαστούν από τον τρομερό θόρυβο, ούτε να αποβάλουν οι γυναίκες, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Το πρωί της επόμενης μέρας πραγματοποιήθηκε η δοκιμή, η οποία αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη, καθώς ο κρότος ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων (που αντιστοιχεί σε περίπου είκοσι χιλιόμετρα) και ο λίθος προσγειώθηκε σε απόσταση ενός μιλίου ( δηλαδή περίπου χίλια εξακόσια μέτρα), ενώ άνοιξε τρύπα βάθους μιας οργιάς ( δηλαδή ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά) στο σημείο που έπεσε. Μετά την επιτυχημένη δοκιμή ο σουλτάνος διέταξε να μεταφερθεί το κανόνι έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο δεδομένου των συνθηκών και των μέσων της εποχής εκείνης. Αρχές Φεβρουαρίου του 1453 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του νέου όπλου. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας χρειάστηκαν τριάντα άμαξες, τις οποίες έσερναν εξήντα βόδια, ενώ δίπλα από κάθε πλευρά του πυροβόλου προχωρούσαν διακόσιοι άνδρες, για να το ισορροπούν, ώστε να μη γλιστρήσει λόγω του τεράστιου όγκου και του μεγάλου βάρους του. Ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, από την άλλη μεριά σημειώνει ότι επικεφαλής της πορείας για τη μεταφορά του κανονιού ορίστηκε ο Σαρατζά Πασάς, και διαφοροποιείται από το Δούκα, όσον αφορά τα αριθμητικά δεδομένα τα σχετικά με τον αριθμό των υποζυγίων και των ανδρών, που συνόδευαν το κανόνι.  

Ο Δούκας συνεχίζοντας τη διήγηση αναφέρει, ότι προπορεύονταν των αμαξών τριάντα τεχνίτες και διακόσιοι εργάτες, στους οποίους είχε ανατεθεί να εξομαλύνουν το δρόμο κατασκευάζοντας ξύλινες γέφυρες, όπου χρειάζονταν. Το ταξίδι διήρκεσε περισσότερο από δύο μήνες, μέχρις ότου να φτάσει το κανόνι σε απόσταση πέντε μιλίων από την Πόλη. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου από όλα τα πυροβόλα του Μωάμεθ τρία ήταν τα πιο ισχυρά και μαζί με αυτά και το τεράστιο κανόνι του Ουρβανού και αυτά επιλέχθηκαν να τοποθετηθούν απέναντι από το Μεσοτείχιο, στην κοιλάδα του Λύκου, στο σημείο που θεωρούνταν το ασθενέστερο, εκεί όπου είχε στηθεί και η σκηνή του σουλτάνου.

δ) Προετοιμασίες για την Πολιορκία 

Όταν λοιπόν το κανόνι έφτασε στον καθορισμένο τόπο διατάχθηκε ο Καρατζιά Πασάς να έρθει εσπευσμένα ως επικεφαλής της φύλαξης του αλλά και για να μην επιτρέπει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να βγαίνουν έξω από τα τείχη της Πόλης. Από τις αρχές Μαρτίου ο σουλτάνος διέταξε κήρυκες και αγγελιοφόρους να μεταβούν σε όλες τις επαρχίες και να καλέσουν όλους όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Πλήθος μισθοφόρων συνέρρεε και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό όλων αυτών των τυχοδιωκτών, οι οποίοι έχοντας στο μυαλό τους το κέρδος από τη λεηλασία των αμύθητων, όπως πίστευαν, θησαυρών της θεοφύλακτης Πόλης, έφταναν κατά χιλιάδες να καταταγούν στο στρατό του σουλτάνου.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του σουλτάνου είχαν σπεύσει πολλοί Χριστιανοί υπήκοοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος. Στα τέλη Μαρτίου οι προετοιμασίες του σουλτάνου είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και η πομπή των απειράριθμων Τούρκων, η οποία συνόδευε το τεράστιο κανόνι, έφτασε σε απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ιππείς του Καρατζιά Πασά κατά την πορεία τους προς την Πόλη λεηλάτησαν και κατέλαβαν τις κωμοπόλεις και τις μικρότερες πόλεις της πεδιάδας της Θράκης προκαλώντας πανικό και τρόμο στον πληθυσμό.


Κάποιες από τις πόλεις που έτυχαν της καταστροφικής μανίας των του Τουρκικού στρατού ήταν ο Άγιος Στέφανος, οι Επιβάτες, η Αγχίαλος, η Βιζύη και άλλες. Εξαίρεση αποτελεί η Σηλυβρία, η οποία αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου το κύριο σώμα του  Τουρκικού στρατού, το οποίο είχε ξεκινήσει από την Αδριανούπολη λίγες ημέρες πριν, φάνηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο σουλτάνος Μωάμεθ έχοντας ξεκινήσει στις 23  Μαρτίου ακολουθούμενος από την προσωπική του φρουρά, 12.000  περίπου γενίτσαρους και μερικές χιλιάδες σπαχήδες εγκατέστησε την πολυτελή σκηνή και το στρατηγείο του στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου σχεδόν απέναντι από την περιώνυμη πύλη του Αγίου Ρωμανού.

Τα στρατεύματά του κατέλαβαν την εκτεταμένη και πολλών χιλιομέτρων γραμμή κατά μήκος του χερσαίου τείχους, η οποία ξεκινούσε από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Η ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης ξεκινά επομένως, σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, στις έξι Απριλίου 1453, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα. 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ 

Τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου κύλησαν ειρηνικά αν και γεμάτα αγωνία, καθώς η Αυτοκρατορία είχε προ πολλού αρχίσει να καταρρέει και δεν έδειχνε σημάδια ανάκαμψης. Από το 1451 όμως, έτος κατά το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ ο Β' και ανέλαβε την εξουσία ο γιος του Μωάμεθ είχε γίνει φανερό, ότι στόχος του νέου σουλτάνου ήταν η Κωνσταντινούπολη και ότι προετοιμαζόταν, να δράσει όσο το δυνατό συντομότερα εναντίον της.

Αν και αρχικά ο Κωνσταντίνος προσπάθησε με διπλωματικά μέσα να αποφύγει τη σύγκρουση, διέβλεψε τον κίνδυνο πολύ νωρίς και για αυτό το λόγο πρώτο του μέλημα υπήρξε να βρει πόρους, για να ενισχύσει την παραπαίουσα οικονομία του Βυζαντινού κράτους και φυσικά την άμυνα της Πόλης. Χαρακτηριστική της διάθεσης αλλά και της διορατικότητας του Αυτοκράτορα είναι η απάντηση του προς το Μωάμεθ, την οποία διασώζει ο ιστορικός Δούκας και αναφέρει τα εξής:

«Επειδή έχεις ήδη διαλέξει το δρόμο του πολέμου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε μεταπείσω ούτε με όρκους, ούτε με κολακείες, πράξε λοιπόν ό,τι θέλεις. Εγώ καταφεύγω στο Θεό και αν Εκείνος θέλει να παραδώσει την πόλη αυτή στα χέρια σου, τότε ποιος μπορεί να πει όχι; Αν πάλι θελήσεις την ειρήνη, θα το δεχτώ με χαρά. Προς το παρόν όμως, πάρε πίσω τις συνθήκες και τους όρκους σου. Εγώ από δω και πέρα θα κρατώ κλεισμένες τις πύλες της Πόλης και θα υπερασπιστώ τους κατοίκους της, όσο αντέχει η δύναμη μου. Όσο για σένα, συνέχιζε να κυβερνάς σαν σκληρός δυνάστης, ώσπου ο Δικαιοκρίτης Θεός να αποδώσει σε καθέναν μας, σε εσένα και σε μένα, την αδέκαστη απόφαση Του».

Δεύτερο μέλημα του,  υπήρξε η συγκέντρωση τροφίμων μέσα στα τείχη της Πόλης, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το ενδεχόμενο μιας μακροχρόνιας πολιορκίας. Η Τουρκική πολιορκία του 1453 δεν ήταν η μοναδική στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντινού κράτους. Η Περιώνυμος Πόλη έγινε στόχος από τον έβδομο ήδη αιώνα των Αβάρων, των Αράβων και των Περσών, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα πλούτη και τους αμύθητους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθησαν οι Φράγκοι, οι οποίοι και κατάφεραν το 1204 να την κυριεύσουν και να λεηλατήσουν τους πολύτιμους θρησκευτικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς, που διέθετε και να μεταφέρουν κάποιους από αυτούς στη Δύση.

Τέλος οι Τούρκοι προσπάθησαν δύο φορές ανεπιτυχώς στη διάρκεια των εξήντα προηγούμενων χρόνων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη μετά από πολιορκία. Τα πράγματα ήταν όμως πολύ διαφορετικά τότε και οι συνέπειες ελάχιστες γιατί, όπως παρατηρεί και ο Κριτόβουλος, είχε περισσότερους κατοίκους, άφθονα χρήματα και πλούσιο πολεμικό εξοπλισμό, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς οποιαδήποτε επίθεση και πολιορκία. Την άνοιξη του 1453 όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο συγγραφέα, καθώς στο στενό του Βοσπόρου υπάρχουν τα δύο φρούρια, το Ανατολού και το Ρούμελη Χισάρ αντίστοιχα, και επομένως είναι αδύνατη η διέλευση βυζαντινών πλοίων.

Επιπλέον αναμενόταν μεγάλος Τουρκικός στόλος, έτοιμος να προσβάλει τα παραθαλάσσια τείχη και ήταν ελάχιστος ο αριθμός των κατοίκων της Πόλης σε σχέση με αυτόν των επιτιθέμενων. Ακόμη υπήρχε έλλειψη οικονομικών πόρων, δημόσιων και ιδιωτικών, έλλειψη ακόμη και των αναγκαίων αγαθών για επιβίωση και το χειρότερο δεν υπήρχε ελπίδα για κανενός είδους βοήθεια από πουθενά.

α) Εκκλήσεις προς τη Δύση για Βοήθεια 

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ', όπως έχει ήδη αναφερθεί, είχε πολύ νωρίς αντιληφθεί την επικείμενη απειλή και τις εχθρικές διαθέσεις του νέου και φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ απέναντι στο Βυζαντινό κράτος. Καθώς όμως δεν υπήρχαν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την οργάνωση της άμυνας της Πόλης, η μόνη λύση για τη σωτηρία της ήταν η βοήθεια από τη Δύση, αλλά και από τους ηγεμόνες των άλλων  Χριστιανικών κρατών, καθώς οποιαδήποτε μέτρα και λαμβάνονταν, μικρή αποτελεσματικότητα μπορούσαν να έχουν, αν δεν συνοδεύονταν από μια ουσιαστική εξωτερική βοήθεια.

Οι τελευταίοι Παλαιολόγοι άλλωστε ήταν αναγκασμένοι, να χρησιμοποιούν την υπόσχεση της ένωσης των Εκκλησιών στις σχέσεις τους με τη Δύση και τον Πάπα με την ελπίδα, ότι αυτή θα έφερνε τη σωτηρία του κράτους τους. Επομένως από το 1451 υπήρξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα από βυζαντινής πλευράς με αποστολές πρεσβειών προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά το μόνο που κατόρθωναν να αποσπάσουν ήταν υποσχέσεις χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια. Οι δυτικοί ηγεμόνες άλλωστε θεωρούσαν ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, εφόσον και οι τελευταίες απόπειρες για μια οργανωμένη αντιμετώπιση του Ισλαμικού κινδύνου είχαν αποτύχει παταγωδώς.

Πίστευαν ότι είναι προτιμότερο να μην εμπλακούν σε μια ακόμη διαμάχη με το νέο σουλτάνο. Επιπλέον η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στα Ευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν καθόλου καλή, ώστε να αναλάβουν την ευθύνη να βοηθήσουν το Βυζάντιο, καθώς αντιμετώπιζαν δικά τους εσωτερικά προβλήματα, τα οποία τις είχαν κυριολεκτικά εξαντλήσει. Η αποσύνθεση και η ανικανότητα της Ευρώπης, η εγκληματική της αδιαφορία και αδράνεια δεν της επέτρεψαν, να πράξει αυτό, που ήταν χρέος της απέναντι στο Βυζάντιο, αλλά και σε τελική ανάλυση το συμφέρον της, ώστε να καταφέρει και η ίδια να επιβιώσει από τον Τουρκικό επεκτατισμό.