Ιατρική στην Ελλάδα
ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Ιατρική στην Ελλάδα
Λιγότερο από 2% των τραυμάτων στα άκρα θα αποδεικνύονταν θανατηφόρο και μόνο αν είχε πληγεί κάποια αρτηρία. Αν υποθέσουμε πως όλα τα τραύματα θα ανάγκαζαν το στρατιώτη να αποσυρθεί από τη μάχη και ληφθεί υπόψη πως ένα τοξότης μπορεί να βάλει πέντε φορές το λεπτό, στα πέντε λεπτά (που χρειάζονταν για να πλησιάσουν οι δύο στρατοί) μια δύναμη 1.000 τοξοτών θα αχρήστευε 110 στρατιώτες σε κάθε ομοβροντία της. Βάλλοντας 5 ομοβροντίες το λεπτό για 5 λεπτά, οι τοξότες θα προκαλούσαν το φανταστικό αριθμό των 2.750 απωλειών στον εχθρό πριν κα διασταυρωθούν τα δόρατα των αντιπάλων!
Η ασπίδα απάλλαξε το αρχαίο πεζικό άριστη προστασία για όσο διάστημα οι σχηματισμοί διατηρούσαν τη συνοχή τους. Η μέση επιφάνειά της ήταν 0, 74 m2, αρκετή για να καλύψει ολόκληρο το σώμα του πολεμιστή. Το βέλος όμως παρέμενε ένα ύπουλο όπλο γιατί, αν και τα τραύματα που επέφερε επικεντρώνοντας τελικά στα άκρα, ακόμα και τις περιπτώσεις που δεν έβρισκε αρτηρία προκαλούσε συχνά θανάσιμη μόλυνση, γεγονός που απαιτούσε ακρωτηριασμό στο 62% των περιπτώσεων – μια πρακτική άγνωστη στους αρχαίου γιατρούς μέχρι και τους κλασσικούς χρόνους.
Τα δόρατα εξελίχθηκαν από τα απλά υποδείγματα των 1,8 μέτρων των αρχαϊκών χρόνων στη φοβερή μακεδονική σάρισσα των 5,5 μέτρων. Οι οξείες αιχμές της λόγχης επέτρεπαν στα δόρατα να τρυπούν ή να κόβουν το ανθρώπινο σώμα και ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρες όταν έπλητταν την τραχεία ή την τραχηλική φλέβα. Αν και δεν ήταν εύκολο να προσβάλουν απ’ ευθείας ένα θωρακισμένο αντίπαλο, μπορούσαν να τον πληγώσουν ή να τον ρίξουν στο έδαφος, όπου θα παρουσίαζε πολύ ευκολότερο στόχο, εκθέτοντας ζωτικά σημεία του σώματος για το τελειωτικό κτύπημα.
Το πλεονέκτημα του σπαθιού αυτού σε μια μάχη εκ του συστάδην ήταν ότι μπορούσε να προκαλέσει βαθιά τραύματα σχεδόν σε κάθε μέρος του σώματος. Μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί με φοβερό τρόπο κατά των χεριών, όπως συνήθιζαν να ενεργούν οι Ρωμαίοι. Αν ένα στρατιώτης δεχόταν κτύπημα, το σπαθί ακρωτηρίαζε εύκολα το μέλος και άφηνε το αποσβολωμένο θύμα ανυπεράσπιστο απέναντι σε μια δεύτερη θανατηφόρα νύξη στην κοιλιά, ο λαιμό ή το πρόσωπο.
Πιθανώς το πιο σύνηθες τραύμα για τους αρχαίους πολεμιστές ήταν το κάταγμα. Το γεγονός πως τα αιγυπτιακά και τα σουμεριακά ιατρικά κείμενα ασχολούνται εκτενώς με περιπτώσεις σπασμένων οστών, φανερώνει πως οι στρατιωτικοί γιατροί της εποχής ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με αυτό τον τύπο τραυμάτων. Με εξαίρεση το κρανίο, υπάρχει πολύ μικρή διαφορά στο μέγεθος της δύναμης που απαιτείται για να συντριβεί οποιοδήποτε οστό στο ανθρώπινο σώμα. Ακόμα και τα χονδρά οστά του μηρού χρειάζονται λίγο περισσότερη φόρτιση για να σπάσουν σε σχέση με τα λεπτά κόκκαλα του βραχίονα.
Υπολογίζεται πως 91,8 Joule ενέργειας κρούσης είναι αρκετά για να θραύσουν οποιοδήποτε οστό στο ανθρώπινο σώμα, εκτός από εκείνα του κρανίου. Έτσι το πλήγμα που καταφερόταν στα πλευρά ενός θωρακισμένου αρχαίου πολεμιστή από ρόπαλο (137 Joule), ακόντιο (91 Joule), πέλεκυ (95,6 Joule), απλό ξίφος (105 Joule), διατρητικό πέλεκυ (105 Joule), gladius (137 Joule) ή δόρυ (96 Joule), θα μπορούσε να εύκολα να προκαλέσει κατάγματα. Χωρίς αμφιβολία ο αρχαίος στρατιώτης κινδύνευε σοβαρά από σπάσιμο των οστών, τραύμα που θα τον άφηνε εκτεθειμένο σε επόμενο θανάσιμο πλήγμα. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι την εξαφάνιση του αλόγου από το πεδίο μάχης, κατά τον 20ο αιώνα, τα κατάγματα αποτελούσαν την κυριότερη αιτία τραυματισμού, και για τους ιππείς, οι οποίοι συχνά κατά τη διάρκεια της μάχης έπεφταν από τα άλογά τους.