Μουσική αρχαίας Ελλάδος - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Μουσική αρχαίας Ελλάδος

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Μουσική αρχαίας Ελλάδος


Στον Μουσικοθεωρητικό Στοχασμό των Αράβων
Στην Ανατολή από την άλλη μεριά, οι πολιτικές συγκυρίες των Ελληνιστικών βασιλείων είχαν ωθήσει τους πολιτισμούς προς τη συγκρότηση είτε διατήρηση ενός ενιαίου κορμού και κλίματος, με τοπικές παραλλαγές, γεγονός που καθίσταται πρόδηλο στην μουσική, που έτσι κι αλλιώς αντλούσε από ένα πανάρχαιο σώμα παράδοσης, και σε όσα σχετίζονταν με αυτήν. «Το επίκεντρο της έρευνας γύρω από τις μαθηματικές, φιλοσοφικές και μυστικιστές της όψεις μετατίθεται στην Προϊσλαμική Περσία των Σασανιδών (3ος - 7ος αιώνας μ.Χ.), από την οποία προέρχεται και ένα σημαντικότατο σωζόμενο πρότυπο για τη διαστηματική, το ''αρχαίο Περσικό λαούτο''». 

Κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ. γεννιέται η θρησκεία του Ισλάμ και από τον 8ο αιώνα μ.Χ. το πολιτισμικό και πολιτικό κέντρο της Μέσης Ανατολής μεταφέρεται στην Βαγδάτη. Εκεί έδρασε ο Ζαλζάλ (791 μ.Χ.), ο πρώτος μεγάλος Πέρσης μουσικός ο οποίος παρέδωσε κάποια καθαρή θεωρία. «Στην ουσία ο Ζαλζάλ προσπάθησε και πέτυχε να συστηματοποιήσει την είσοδο και περιγραφή της αλληλουχίας των πανάρχαιων πρωτογενών κλιμάκων της Ανατολής: αυτές είναι πολύ κοντινές στις αρχαίες Ελληνικές / ρακοφρυγικές αυλητικές κλίμακες του Δάμωνα, ίδιες με τις αρχαϊκές Λυδικές κλίμακες «του σπονδείου» και το «μαλακό διάτονο» σύστημα της Βυζαντινής μουσικής». 

Τις αμέσως επόμενες δεκαετίες θα δεσπόσουν στη Βαγδάτη άλλοι δύο σπουδαίοι φιλόσοφοι: ο Σουφί αλ Φαράμπι (872 - 950 μ.Χ.) και ο Ιμπν Σίνα, γνωστός στη Δύση ως Αβικέννας (980 - 1037 μ.Χ.). «Οι δύο αυτές επιφανείς προσωπικότητες παραθέτουν μακρούς καταλόγους από Ελληνικά τετράχορδα και κλίμακες, και σε αυτά προσθέτουν δικές τους παρατηρήσεις και κατασκευές, επεκτείνοντας τα Ελληνικά Θεωρητικά με πρωτότυπες εμπνεύσεις, εν πολλοίς ερανιζόμενοι από τα ακούσματα της εποχής τους και επεμβαίνοντας σε αυτά κανονιστικά».

Συνέχειες και Ασυνέχειες
Εξαρχής το ερώτημα σχετικά με τις συνέχειες ή ρήξεις μεταξύ αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής μουσικής είναι εξαιρετικά γενικόλογο και αόριστο. Με τον όρο ''μουσική'' θα μπορούσαμε να εννοούμε το αισθητικό ή το κοινωνικό αποτέλεσμα της τέχνης, το φιλοσοφικό ή μαθηματικό της υπόβαθρο, τη θεσμική ή παιδευτική της υπόσταση, τα τεχνικά χαρακτηριστικά της κλπ. Εξάλλου, αν λέγοντας ''Βυζαντινή μουσική'' εννοούμε την ψαλτική, είναι σαφές ότι, σε πρώτη ματιά, ελάχιστα κοινά φαίνεται να έχει με την αρχαιότητα, προϊστορική είτε ιστορική.
Εκλείπουν τα όργανα, η μουσική εξαρτάται από τον λόγο που το περιεχόμενό του γίνεται αυστηρά θεολογικό και διακονεί μια θρησκεία νέα, ατονεί γενικά ο ρυθμός, αποδοκιμάζεται ο χορός. Το ερώτημα έχει κατεξοχήν νόημα αν περιοριστεί στα θεωρητικο-τεχνικά στοιχεία των διαστημάτων, των κλιμάκων και των ρυθμών. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την θεώρηση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα παρακάτω. Από την Παλαιολιθική εποχή, δύο βασικά μουσικά συστήματα έρχονται και επανέρχονται ως πρωτογενή στοιχεία στις μουσικές των ομάδων και των λαών. Και τα δύο προκύπτουν από τρόπους τρήσης των αυλών. Η αρχή, είναι η εξής:

Ο αρχετυπικός αυλός, ένα απλό φλάουτο, κρατιέται με το ένα χέρι και έχει 3-5 οπές που παράγουν 4-6 νότες. Η επάνω οπή γίνεται έτσι, ώστε να παράγει ένα από τα τέλεια διαστήματα του αυτιού και της φυσικής ακουστικής, και οι υπόλοιπες διανοίγονται, εντελώς χονδρικά μιλώντας, με ίσες διαμέτρους και διατάσσονται σε ίσες αποστάσεις. Στα λεγόμενα πρωτόγονα στάδια δεν υπάρχει ακρίβεια στην κατασκευή των αυλών, γι’ αυτό και παρατηρούνται προσαρμογές και διορθώσεις. Ανάλογα με το ποιο τέλειο διάστημα έχει επιλεγεί, τα δύο αυτά συστήματα εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες:
  • Τα ανημίτονα συστήματα. Καλύπτουν κάθε φορά μια ολόκληρη κλίμακα, η οποία έχει 5 νότες, γι’ αυτό λέγεται πεντατονική.
  • Το αυλητικό διατονικό σύστημα. Καλύπτει κάτι περισσότερο από το μισό μιας κλίμακας. Για να καλυφθεί ολόκληρη κλίμακα, μια λύση είναι να χρησιμοποιήσουμε και τα δύο χέρια, οπότε η κλίμακα καταλήγει με 7 νότες, γι’ αυτό λέγεται επτατονική».
Αυλητικά και σπονδειακά ήταν τα διάτονα που έφεραν με την ''κάθοδό'' τους τα Ελληνικά φύλα. Το σύστημα δέσποσε κατά την αρχαϊκή εποχή, και θα είχε επικρατήσει μονομερώς αν δεν ήταν ήδη εδώ τα Πελασγικά πεντάτονα. Σπονδειακά και πεντάτονα συναντήθηκαν πολλές φορές και κάθε φορά το αποτέλεσμα υπήρξε ίδιο: αρχικά επικράτησε ένα μικρό χάος, που κατόπιν έδωσε ώθηση να αναπτυχθεί αυξημένη συνειδητότητα και θεωρία. Τελικά προϊόντα της ζύμωσης είναι διάφορα συστήματα, με πρώτα τα σύντονα διάτονα. Αυτά καλύπτουν απαραιτήτως μιαν ολόκληρη κλίμακα, είναι επτάτονα και οι δύο βασικές εκδοχές τους είναι οι πυθαγόρειες και φυσικές κλίμακες. 

Η αρχαία μουσική είναι, λοιπόν, υβρίδιο των δύο ριζών της: της αυτόχθονος ή πελασγικής και της ανατολικότερης Ελληνοθρακοφρυγικής. Στην ακμή της η αρχαιότητα δημιούργησε θεωρητική κοσμογονία, όταν οι Πυθαγόρειοι προώθησαν τη μελέτη των διαστημάτων μέσα από τα μαθηματικά. Μια βασική απόρροια της έμπρακτης εφαρμογής της θεωρίας υπήρξαν τα σύντονα συστήματα. Αντίθετα, κυρίαρχα σπονδειακή στη βάση της είναι η θεωρία και πράξη της Βυζαντινής μουσικής, όπου το σύστημα λέγεται μαλακό διάτονο. Η Βυζαντινή, λοιπόν, μουσική φέρεται να συμπίπτει φθογγικά με την αρχαία μόνο ως προς την Αρχαϊκή εποχή της δεύτερης, μέχρι δηλαδή τον έβδομο π.Χ. αιώνα.
Αν λάβουμε υπ’ όψιν ό,τι περιέχει και συνεπάγεται η ιστορική εξίσωση της διττής καταγωγής της αρχαίας μουσικής από τα πεντάτονα και το αυλητικό / σπονδειακό σύστημα, με την επικουρία της λόγιας θεωρητικής προσέγγισης, και συνάμα την υποδειγματική πιστότητα του θεωρητικού σώματος της βυζαντινής μουσικής στο σπονδειακό σύστημα, καταλήγουμε σε μια κατ’ εξοχήν παραδοξοφανή αλλά διόλου παράδοξη διαπίστωση, ότι μεταξύ της αρχαίας Ελληνικής και της Βυζαντινής διατονικής διαστηματικής και τροπικής βάσης υπάρχει η εξής τεκμηριώσιμη σχέση καταγωγής και συνέχειας: η Βυζαντινή μουσική επέχει τη θέση του ενός από τους δύο προγόνους της αρχαίας.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΛΑΟΥΣ 
Tα αρχαιότερα δείγματα μουσικού πολιτισμού τα βρίσκουμε στους Αιγυπτίους της Προϊστορικής εποχής, 5.000 - 4.000 π.Χ., από την αγγειογραφία τους που παριστάνει κρουόμενα όργανα. Χαρακτηριστικά τόνιζαν ότι η δημιουργία του κόσμου από το Θεό Θοτ έγινε με μέσο το φωνητικό ήχο. Ο μύθος λέει πως η Θεά της μουσική η Άθωρ είχε σύμβολο της το σείστρο, ήταν βασίλισσα της ευθυμίας, της μουσικής και του τραγουδιού. Οι αρχαίοι Έλληνες την ταύτιζαν με την Αφροδίτη. Η συνήθης μορφή της θεάς είναι η αγελάδα το ιερό ζώο της. Θεωρείται ότι ήταν κόρη του Ρα και σύζυγος του Ώρου. 
Ένας άλλος μύθος που συνδέεται με την μουσική στην αρχαία Αίγυπτο λέει πως ο Θεός Όσιρις επινόησε τα δυο είδη αυλών που συνόδευαν τα τραγούδια κατά την διάρκεια των εορτών. Γιός του Ρα και σύζυγος της ΄Ισιδας ήθελε να εκπολιτίσει όλο το κόσμο με όπλο του την πραότητα και τη μουσική. Μάγευε τους ανθρώπους με τα τραγούδια και τη μουσική απο διάφορα μουσικά όργανα. Γύρισε στην Αίγυπτο αφού διέδωσε παντού τον πολιτισμό. Όλες οι ιεροτελεστίες, τα συμπόσια, οι γάμοι, οι νεκροπομπές, όπως και όλες οι φάσεις τις καθημερινής ζωής συνοδευόταν από τη μουσική και τα τραγούδια.
Υπήρχε ο χειρονόμος όπως ο σημερινός διευθυντής ορχήστρας, που έδινε με κινήσεις των χεριών τις λεπτομέρειες της μελωδίας και του ρυθμού που έπρεπε να εκτελέσουν οι μουσικοί. Όσον αφορά στην Ίσιδα θεωρούνταν υπεύθυνη για την καταγωγή των μελωδιών, τις οποίες οι ιερείς Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν για να ποδηγετούν τα ανθρώπινα συναισθήματα και φέρνουν εξαγνισμό στις ανθρώπινες ψυχές. Τα κρουστά των Αιγυπτίων ήταν: κρόταλα, κύμβαλα, σείστρα, τύμπανα κλπ. Ο μουσικός πολιτισμός της Αιγύπτου πιστεύεται ότι δάνεισε στοιχεία του στο μινωικό, το μυκηναϊκό στην αρχαϊκή και κυκλαδική Ελλάδα όπως και στους Ετρούσκους.

Λόγου του ξηρού της κλίματος της Αιγύπτου διασώθηκαν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, πολλά μουσικά όργανα σε άριστη κατάσταση που δείχνουν την ιστορία της αρχαίας Αιγυπτιακής μουσικής. Διασώθηκαν, επίσης, παραστάσεις με κρόταλα και σείστρα που χρησίμευαν στον αποδιωγμό των κακών πνευμάτων. Για την Ασσυρία, που κληρονόμησε τον μουσικό πολιτισμό των Σουμέριων και τον ανέπτυξε δεν υπάρχουν παρά οι λιγότερες και ατελέστερες μαρτυρίες. Οι Ασσύριοι, όπως και οι Βαβυλώνιοι ανέπτυξαν τη μουσική σε συνδυασμό με τα μαθηματικά και την αστρονομία. Στους Σουμέριους η μουσική που σχετιζόταν με θρησκευτικές και θεραπευτικές τελετές ήταν ιδιαίτερα υποβλητική.

Οι ιερείς των Σουμερίων ανακοίνωναν τους χρησμούς με συνοδεία λύρας. Επίσης χρησιμοποιούσαν τους ύμνους και τις προσευχές μαζί με τις μαγικές επωδές ως μέρος θεραπείας ατυχημάτων, πόνων και διαφόρων ασθενειών. Από την άλλη πλευρά οι Ασσύριοι αλλά και οι Βαβυλώνιοι είχαν συνδέσει τους Θεούς τους με τους ήχους. Ο Θεός Έα ήταν συνδυασμένος με τον ήχο του τυμπάνου balag, η Ιστάρ με την φλογέρα ενώ ο Tammuz ταυτιζόταν με την τρυφερή και απαλή φωνή. Οι ιερείς και οι μάντεις μεσολαβούσαν μεταξύ θεών και θνητών μέσω των επωδών που είχαν εξορκιστικό και θεραπευτικό χαρακτήρα.
Γενικά στη Μεσοποταμία συναντούμε όλες τις γνωστές οικογένειες οργάνων, σε ανάγλυφες παραστάσεις που δείχνουν και τη χρήση τους σε ταφικές τελετουργίες, θρησκευτικές τελετές ή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η διάκριση της μουσικής σε θρησκευτική και κοσμική, η χρήση της αντιφωνίας και ετεροφωνίας πολυπρόσωπων φωνητικών ή ενόργανων συνόλων, είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής που άνθισε στη Μεσοποταμία. Πρέπει ακόμη να πούμε ότι οι μουσικοί αυτής της περιοχής της Ανατολής ήταν φημισμένοι σε όλο τον κόσμο και οι πλούσιοι Έλληνες έφερναν δούλους Ασιάτες μουσικούς για να δίνουν ζωή και λαμπερότητα στα γλέντια και στις γιορτές τους.
Οι αρχαιότεροι μουσικοί ορισμοί είναι οι ακουστικοί νόμοι που θέσπισαν οι Κινέζοι, οι οποίοι στους Ευρωπαίους φαίνονταν σχολαστικοί και χωρίς φαντασία και έκφραση. Βασίζονται σε κύκλο από πέμπτες και θεωρούνται σχετικοί με τις θεωρίες του Πυθαγόρα. Η αρχική κλίμακα είναι η πεντάτονη, ανημίτονη, που αργότερα συμπληρώθηκε από επτάτονη και στο τέλος από τη χρωματική των δώδεκα βαθμίδων. Από την 5η χιλιετηρίδα, η μουσική κατείχε πολύ σημαντικό ρόλο στην αρχαία Κίνα. Αποτελούσε μέρος του φιλοσοφικού τους συστήματος και χρησίμευε στην καλή διοίκηση του κράτους, γι' αυτό και η σύνθεσή της αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο του Αυτοκράτορα.
Σημαντική επίσης θέση είχε η μουσική και στο Κινέζικο θέατρο, όπου μαζί με το λόγο και την παντομίμα αποτελούσε όπως και στην αρχαία Ελληνική τραγωδία, ένα αδιαίρετο σύνολο. Οι μουσικές τους θεωρίες ήταν περισσότερο μυστικιστικές παρά μουσικές. Οι Ινδοί θεωρούνται πιο φιλόμουσοι από τους Κινέζους. Η μουσική διάλεκτος των Ινδών με την έκφραση και το πάθος της, με πρωτότυπες μελωδίες (ραγκά) και με ιδιαίτερο ανατολικό χρώμα θεωρείται πολύ ανώτερη. Πολλά στοιχεία της Ινδικής μουσικής προσεγγίζουν στην Ευρωπαϊκή μουσική όπως και άλλα την απομακρύνουν.
Κατά την παράδοση θεωρούσαν οι Ινδοί ότι η μουσική δόθηκε σαν δώρο στην ανθρωπότητα από τους Θεούς. Ο Βράχμα ήταν αυτός που έδωσε τις αρχές της αξιοθαύμαστης αυτής επιστήμης. Ο δε Ισβάρα, είναι ένα από τα πρόσωπα της Ινδικής τριάδος, που θεμελίωσε το μουσικό σύστημα. Η Ινδική μουσική είναι βασισμένη στο ρυθμό και αρχικά ήταν στενά δεμένη με τους ιερούς θρησκευτικούς Ύμνους. Οι Βέδες τα ιερά βιβλία τους, περιέχουν ύμνους και τραγούδια προορισμένα να συνοδεύουν ιεροτελεστίες και θυσίες. Πάντα υπηρετούσε την επικοινωνία με το θείο και στη δημιουργία έξαρσης της ανθρώπινης συνείδησης, για να την οδηγήσει στο ανώτερο επίπεδο και σε ανώτερα συναισθήματα.
Το κέντρο μετάδοσης της ινδικής παράδοσης ήταν τα μοναστήρια και αργότερα τα παλάτια. Στους χώρους αυτούς είχε μουσικούς που ήταν μεγάλοι δεξιοτέχνες. Ο αρχιμουσικός της αυλής έλεγε ποια μουσική θα πεζόταν σε κάθε σημαντική στιγμή, ότι ταίριαζε σε κάθε περίσταση. Η μουσική κατά τους αρχαίους Ινδούς είναι πολύπλοκη όπως πολύπλοκος είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος και σ' οδηγεί σε μια ανώτερη κατάσταση ανάλογα με τις εποχές του χρόνου και τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής. Η μουσική στους Εβραίους υπήρξε κυρίως φωνητική και όχι οργανική.

Η ιστορία της μουσικής των Εβραίων είναι μία από τις πιο μακρόχρονες και από εκείνες που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες καταστροφές, με αποτέλεσμα να γνωρίζουμε πολύ λίγα γι αυτήν, αφού από την πολύ παλιά εποχή δεν σώθηκαν, ούτε μουσικά κείμενα, ούτε όργανα. Οι πληροφορίες μας για την παλιά Εβραϊκή μουσική προέρχονται κυρίως από πηγές φιλολογικές ή από την Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα λοιπόν με τη Βίβλο, οι Εβραίοι ήταν ένας λαός εξαιρετικά μουσικός. Η μουσική του Ισραήλ ήταν αναπόσπαστα δεμένη με τη λατρεία του Θεού. Ο Δαβίδ, ο δεύτερος στη σειρά βασιλιάς του Ισραήλ, δεν υπήρξε μόνο μεγάλος ποιητής και μουσικός, μα και σπουδαίος οργανωτής της μουσικής της εποχής του.
Η ακμή της μουσικής του Ισραήλ συνδέεται με την ακμή της έντεχνης μουσικής στο ναό του Σολόμωντα, ενώ μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού, τον 7ο μ.Χ., αρχίζει η κατάπτωση της μαζί με τη δοκιμασία του ισραηλιτικού λαού.