Παρθενώνας (μέρος 1ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Παρθενώνας (μέρος 1ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Παρθενώνας (μέρος 1ο)


Η θρησκευτική λειτουργία αμφισβητείται συχνά και θεωρείται πιθανότερη μια πολιτική λειτουργία για το ναό. Η τελική απάντηση θα δοθεί μόνο στο μέλλον εφ’ όσον στο μεταξύ διευκρινισθεί αν ο αρχαϊκός ναός του 566 π.Χ. ο γνωστός από τα διάσπαρτα κατάλοιπά του και τα γλυπτά έστεκε πλησίον του Ερεχθείου ή στο σημείο όπου αργότερα κτίσθηκε ο Προπαρθενών. Πάντως σε κάθε περίπτωση ο Παρθενών δύναται να θεωρείται και ως δημόσιο ανάθημα ευχαριστίας για τη Νίκη σύμφωνα και με την πληροφορία του Δημοσθένους (XXII, 13) που αναφέρεται στα περσικά λάφυρα.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα της γλυπτικής κόσμησης του ναού καθ’ αυτό μία από τις υψηλότερες στιγμές του πνεύματος ανταποκρίνεται σε μία πολυσήμαντη «ανάγνωση» των θεμάτων. Η «ανάγνωση» αυτή, αναλόγως προς το επίπεδο στο οποίο γίνεται, αποκαλύπτει έναν απίστευτο πλούτο από μηνύματα, όπως θρησκευτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά και τέλος πολιτικά.
Με τον τρόπο αυτό ο Παρθενών εκπλήρωνε και έναν βασικό σκοπό των μεγάλων δημιουργών του. Την έκφραση και τη διακήρυξη των αρχών και των ιδεών της Αθηναϊκής Πολιτείας και την προβολή του μεγάλου πολιτισμού τους ως επιτομή της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής, των διακοσμητικών τεχνών, της τεχνολογίας και ακόμη της οργανωτικής τέχνης της.

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ, Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ
Ανάμεσα στους αρχαίους ελληνικούς ναούς ο Παρθενών είναι από τους μεγαλύτερους. Συγκρινόμενος π.χ. με τον όχι μικρό ναό του Ηφαίστου ή της Αφαίας αναδεικνύεται πενταπλάσιος σε έκταση και οκταπλάσιος σε όγκο, ωστόσο υπολείπεται κατά πολύ των γιγάντιων ναών του Σελινούντος, του Ακράγαντος, της Εφέσου, της Σάμου, των Διδύμων, των Σάρδεων και του αθηναϊκού Ολυμπιείου, οι οποίοι ήσαν μεγαλύτεροι του Παρθενώνος δύο ως τρεις φορές κατά την έκταση και τέσσερεις ως έξι φορές κατά τον όγκο.
Χάρις στην εξέχουσα θέση του επάνω στην Ακρόπολη ο Παρθενών είναι ακόμη και σήμερα ορατός, παρά την υψηλή και πυκνή δόμηση της Αθήνας και μάλιστα από όλα τα σημεία του λεκανοπεδίου και τα πλησιέστερα νησιά του Σαρωνικού π.χ. από την Αίγινα. Δεν είναι επομένως δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο ισχυρά δέσποζε το μέγα οικοδόμημα μέσα στο αρχαίο αττικό τοπίο. Η μοναδική μεγαλοπρέπεια του Παρθενώνος, οφείλεται κυρίως σε σχέσεις μεγέθους, μορφής και υψομέτρου.
Ενώ όμως στις περισσότερες περιπτώσεις κτισμάτων σε κορυφές η εντύπωση κυριαρχείται πολύ περισσότερο από τον όγκο των φυσικών υψωμάτων και όχι των κτισμάτων, στην Ακρόπολη συμβαίνει το αντίθετο. Όπως είναι φανερό οι πλείστοι αττικοί λόφοι έχουν σχήμα πεπλατυσμένου κώνου. Όμως η Ακρόπολη είναι όγκος με πολύ μικρότερη βάση, αλλά πολύ μεγαλύτερη όρθια παράπλευρη επιφάνεια και επιφάνεια κορυφής.
Κατά συνέπεια αυτός που κινείται γύρω από την Ακρόπολη την πλησιάζει πάρα πολύ πριν συναντήσει την ανωφέρεια των κλιτύων της, με αποτέλεσμα το οπτικό του πεδίο να κυριαρχείται από την εικόνα του υψώματος σε πολύ μεγαλύτερη οπτική γωνία, οριζόντια και καθ’ ύψος, απ’ όσο συμβαίνει κατά την επίσκεψη οποιουδήποτε άλλου και οσονδήποτε μεγαλύτερου υψώματος του αθηναϊκού λεκανοπεδίου.
Ο Παρθενών λόγω της θέσεώς του συμβάλλει στο μεγάλο οπτικό μέγεθος της Ακροπόλεως και συνάμα επωφελείται απ’ αυτό επειδή οι διαστάσεις του γενικού του όγκου, αλλά και των δομικών του στοιχείων είναι τόσο μεγάλες, ώστε να τον επιβάλλουν ως κυρίαρχο στοιχείο του συνόλου βράχος-κτίσματα. Τούτο δεν θα ήταν δυνατόν χωρίς την ενδιάμεση και μόνο ενδιάμεση παρουσία του τείχους, ενός άλλου πελώριου στοιχείου που μοιράζεται με τον βράχο τη μνημειακότητα του συμπαγούς υψώματος.
Αν η συνολική μορφή βράχος-τείχος ήταν μόνο βράχος ως την κορυφή, ή μόνο κτίσμα ως τους πρόποδες τότε η υπεροχή του μεγέθους μιας τέτοιας μορφής θα ήταν πολύ δύσκολο να αντισταθμιστεί από τα μνημειακά στοιχεία του Παρθενώνος, Άλλα στοιχεία που επέδρασαν στην αισθητική αναμέτρηση κυριαρχίας μεταξύ Παρθενώνος τείχους και βράχου είναι η ερείπωση και ο αποχρωματισμός του κτηρίου, η φθορά και στην συνέχεια η επένδυση της μνημειακής ισοδομικής επιφάνειας του τείχους με κοινές αργολιθοδομές και τέλος η κάλυψη του βράχου κατά καιρούς με επιχώματα και βλάστηση.
Πάντως και σήμερα ο Παρθενών επιβάλλεται ακόμη επί του τείχους και πέραν αυτού αλλά με τη βοήθειά του, στο συνολικό όγκο της Ακροπόλεως, επωφελούμενος, κατά πολύ μάλιστα, από την επιβλητικότητα του συνόλου. Καλύπτοντας το εν δέκατο περίπου της στερεάς οπτικής γωνίας κατά μέσο όρο για τις διάφορες πλευρές της Ακροπόλεως φαίνεται τις περισσότερες τουλάχιστον ώρες της ημέρας να κυριαρχεί στο σύνολο χάρις στην ενωμένη αισθητική δύναμη των μερών του και την ανάδειξη που του προσφέρει ο καλός φωτισμός εν αντιθέσει προς την πολυμέρεια μορφής, υλικού, και φωτισμού του τείχους και του βράχου.
Όσον αφορά στην ενίσχυση του μνημειακού η οποία οφείλεται στη θεώρηση του ναού από χαμηλότερες θέσεις πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο αυτό υφίσταται όχι μόνο για τη θεώρηση του ναού από την πόλη, αλλά και από πολύ πλησίον στο εσωτερικό της Ακροπόλεως χάρις στην φυσική και σε ένα βαθμό τεχνητή έξαρση της θέσεως του κτηρίου ως προς τον περιβάλλοντα χώρο και ιδίως την περιοχή στα δυτικά και τα Προπύλαια.
Για τον κινούμενο παρατηρητή που πλησιάζει τον Παρθενώνα η αισθητική εντύπωση από την αρχιτεκτονική μορφή ενισχυμένη από την υψομετρική έξαρση σχηματίζεται και συνεχώς αυξάνει με την προοδευτική αύξηση του προοπτικού μεγέθους. Το μέγεθος αυτό σύντομα καταλαμβάνει ολόκληρο το οπτικό πεδίο του παρατηρητή ενώ αυτός συνεχίζει να πλησιάζει. 
 
Η χρονική διάρκεια της εικόνας για ορισμένη ταχύτητα βήματος έχει ήδη ορισθεί από το μέγεθος του κτηρίου και τη γραμμή κινήσεως του παρατηρητή, επειδή και από τα δύο εξαρτάται η απόσταση για την οποία η προοπτική εικόνα πληρώνει το οπτικό πεδίο. Αν στη θέση του Παρθενώνος έστεκε ο ναός του Ηφαίστου η στερεά οπτική γωνία θα ήταν τέσσερεις φορές μικρότερη και ο θεατής θα έπρεπε να πλησιάσει στη μισή απόσταση πριν αισθανθεί την πλήρωση του οπτικού του πεδίου. 
 
Όμως θα απέμενε η μισή μόνο απόσταση (ή χρόνος κινήσεως) ως το κτήριο και η εικόνα του μεγέθους και του μεγαλείου του κτηρίου θα ήταν μικρότερη, όπως μικρότερη θα ήταν και η χρονική της διάρκεια σε βήματα πριν παραμερισθεί από την επόμενη εικόνα π.χ. του εσωτερικού ενός πτερού κ.λπ.

Στην αύξηση της εικόνας του Παρθενώνος και στη χρονική παράστασή της, μετρημένη σε βήματα, συμβάλλει κυρίως η ισχυρή ανωφέρεια από τα Προπύλαια προς τον Παρθενώνα εξ αιτίας της οποίας τα βήματα βραχύνονται και απαιτούνται ακόμη περισσότερα κατά την προσέγγιση του μνημείου. Η μυϊκή προσπάθεια αυξάνει τη συνειδητοποίηση της κίνησης και η φυσική ανάβαση γίνεται και ψυχική ανάβαση υπό την ισχυρή επίδραση των αισθητικών εντυπώσεων.

Όμως σε άλλα παράλληλα αισθητικά επίπεδα αναπτύσσεται συγχρόνως και η εντύπωση της μορφής, της υφής, του χρώματος και του φωτός και τοιουτοτρόπως σχηματίζεται η συνολική άμεση εντύπωση στην οποία μπορούν ακόμη να προστεθούν και τα μεταβλητά στοιχεία του καιρού (καύσων, ψύχος, άνεμος, άπνοια, νέφωση, ηλιασμός) με τις γνωστές επιπτώσεις τους στην ίδια την άμεση εντύπωση του χρώματος, της υφής και ακόμη του χρόνου.
Τη συνολική φυσική εντύπωση που μέρος της μόνο περιγράψαμε (μέγεθος-χρόνος) συνοδεύει και η γνωστική συγκίνηση που προκαλείται με τη συνειρμική ανάκληση όλων των πιθανών γνώσεων και εντυπώσεων ή συναισθημάτων που έχει στη μνήμη του ο παρατηρητής και με τη νοητική επεξεργασία των παρατηρήσεων και των σκέψεων που αυτός κάνει.
Τέλος η φυσική κατάσταση του παρατηρητού (π.χ. κόπωση, τυχόν σωματικός πόνος), ή οι εξωτερικές συνθήκες (διάφορες δυνατές οχλήσεις, μια συγκινητική τελετή) κ.λπ. είναι επίσης σοβαροί παράγοντες της επαφής του παρατηρητού με το αντικείμενο. Όμως για τα ως άνω τα οποία ισχύουν τόσο για την αισθητική ή μη θεώρηση και απόλαυση του Παρθενώνος όσο και οποιουδήποτε άλλου καλλιτεχνικού ή μη αντικειμένου, εδώ δεν μπορεί να γίνει λόγος.

ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ – ΙΣΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ – ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ –ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Το ισχυρότερο ασφαλώς γνώρισμα του Παρθενώνος όπως και των άλλων μεγάλων αρχαίων ελληνικών ναών, αυτό που τον διακρίνει από άλλα είδη κτηρίων αρχαιότερων και νεότερων, είναι ο σχηματισμός και των τεσσάρων πλευρών του μόνο με κίονες και όχι με τοίχους όπως συμβαίνει με τη μεγίστη πλειονότητα των μέχρι σήμερα κτηρίων.
Το αρχιτεκτονικό σύστημα της κιονοστοιχίας δεν είναι βέβαια ελληνική επινόηση αφού ήταν γνωστό πολύ πριν σε διάφορους τόπους, όμως η περιστοίχιση ενός ναού με λίθινους κίονες είναι γνώρισμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Με την περίσταση γενικεύθηκε στις όψεις του κτηρίου μία μορφή που αρχικά υπήρχε μόνο στην στενή πρόσοψη, μορφή που είχε εξελιχθεί σε στοιχείο μνημειακό και διακριτικό του ναού. Η πλήρης «μνημειοποίηση» της κιονοστοιχίας συντελέσθηκε με την αντικατάσταση της αρχικής ξύλινης κατασκευής της με κατεργασμένες λίθινες μορφές.
 
Με την καθιέρωση της περιστάσεως ο κτηριακός όγκος απέκτησε μία τέλεια «συμμετρία περί κέντρον» και συνεπώς μία απόλυτη αυτονομία μορφής. Η μορφή αυτή αδιαφορεί αν στην μία πλευρά ο καιρός είναι εχθρικός (βορράς) ή στην άλλη φιλικός (νότος), αν στην μία πλευρά υπάρχει κατωφέρεια ισχυρή και την άλλη ανωφέρεια (Δελφοί), επίπεδο έδαφος, ή κρημνός, αν γύρω υπάρχει θάλασσα, κατοικημένη πόλις, ή δάσος κ.λπ. Από την άποψη αυτή είναι μία μορφή ανώτερη για την οποία δεν μπορεί να τίθεται θέμα εντάξεώς της και συμφωνίας της προς το περιβάλλον (όπως μερικές φορές ατυχώς αναφέρεται).
Το γνώρισμα της αμφίπλευρης συμμετρίας της είναι προνόμιο ανώτερων φυσικών μορφών, όπως το σώμα του ανθρώπου ή των ζώων και απουσιάζει από τις απλούστερες, όπως είναι οι ακατέργαστοι βράχοι κ.λπ. Η θεώρηση ενός ναού αυτού του είδους από ένα μόνο σημείο παρέχει πλήρη αντίληψη του συνόλου. Ο ναός και μάλιστα ο δωρικός παρουσιάζει ολόπλευρη ενότητα μορφής της οποίας τα μέρη υπακούουν σε ένα αυστηρό σύστημα στο οποίο περιέχονται μόνον εσωτερικές σχέσεις και όχι εξωτερικοί όροι.
Έτσι οι αναβαθμοί της κρηπίδος ρυθμίζονται από τα μέτρα των κιόνων και έμμεσα από εκείνα του ναού, μεγάλα ή μικρά, και όχι από το βήμα του ανθρώπου. Οι περισσότερες μορφές ρυθμίζονται από ρυθμολογικούς κανόνες που ισχύουν για τον ναό — και όχι από τους νόμους της στατικής ή της οικονομίας που ισχύουν για την φύση, αλλά και για πολλά ανθρώπινα έργα γύρω από το ναό. Τέλος η υλική εμφάνιση του ναού ήταν στην αρχική του κατάσταση με τους χρωματισμούς τελείως άσχετη προς τα φυσικά υλικά του περιβάλλοντος και την άμεση και εμφανή επίδρασή τους στη δομή και εμφάνιση των κοινών κτισμάτων.
Με τις ιδιότητες αυτές ο ναός αντιδιαστέλλεται από κάθε φυσικό περιβάλλον με το οποίο απλώς συνυπάρχει χωρίς την παραμικρή μέριμνα και σχέση εντάξεως, αλλά και χωρίς να το παραβλάπτει, επειδή η χρήση του, η μορφή του και η υλική του εμφάνιση είναι στοιχεία απολύτως ξένα προς αυτό και οδηγούν το νου στην πλήρη αποσυσχέτιση ναού και περιβάλλοντος. Απομονωμένος τελείως ο ναός από το περιβάλλον του δεν απομένει ατελής και μετέωρος. Το σύστημα των στοιχείων του είναι κλειστό και συνεχές.
Οι κίονες της περιστάσεως αποτελούν είδος αλύσου χωρίς αρχή και τέλος, όπως και οι ραβδώσεις για κάθε κίονα. Οι αναβαθμοί και ο θριγκός ορίζουν και τονίζουν πολύ ισχυρά τα όρια του κτηρίου προς τη γη και τον ουρανό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο την κλασική εποχή έπρεπε σε ορισμένη απόσταση γύρω από τον ναό να υπάρχει ισοπέδωση ως την ευθυντηρία ώστε να αποκρύπτεται η δομική σύνδεση του κτηρίου με το στερεό υπέδαφος και να μη διαταράσσεται ο ισομορφισμός των τεσσάρων πλευρών.
Την αρχαϊκή εποχή το ίδιο αποτέλεσμα το επιτύγχαναν με την αισθητική αντίθεση του ορατού στερεοβάτου προς το υπόλοιπο κτήριο: Με τονισμό των δομικών στοιχείων, των αρμών και ειδική τραχεία κατεργασία του λίθου που αναπαρήγε στοιχεία της αρχικής φυσικής υφής του και δημιουργούσε μία ενδιάμεση αισθητική βαθμίδα ανάμεσα στην ακατέργαστη ύλη της γης και την τελείως αποξενωμένη από τη γη ύλη του ναού.
Αυτά όλα βέβαια αναφέρονται στην αρχική κατάσταση του ναού. Με την πάροδο του χρόνου η πύκνωση των αναθημάτων γύρω από τη βάση του, αλλά και επάνω σ’ αυτήν πρέπει να εξασθένισε τον αισθητικό ρόλο της κρηπίδος. Πολύ αργότερα με τη φθορά των χρωμάτων και των επιφανειών η εμφάνιση του υλικού έγινε κάπως γήινη αφού μαρτυρεί το είδος, τη γεωλογική δομή και την προέλευσή του.

Πολλές αισθητικές κρίσεις για την ένταξη των ναών στο περιβάλλον τους αφορούν φυσικά τα σημερινά ερείπια και όχι τις εξιδανικευμένες αυστηρής γεωμετρικής μορφής πλαστικές και χρωματικές συνθέσεις των νεόδμητων κτηρίων. Όμως το φαινόμενο της παλαίωσης και οι αισθητικές του επιπτώσεις είναι πολύ γενικότερο όσο και σπουδαίο. Θα αναφερθούμε σ’ αυτό παρακάτω μόνον σ’ ότι αφορά στον δομικό χαρακτήρα του κτηρίου.

Ο ΔΟΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ, ΠΛΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ
Η τέλεια συνέχεια των επιφανειών, η τέλεια λείανση και ο επιχρωματισμός των μορφών του τελειωμένου κτηρίου είχαν ως συνέπεια την τέλεια εξουδετέρωση της τόσο ανεπιθύμητης εκτυφλωτικής λάμψης του νεότμητου μαρμάρου, την εξαφάνιση των αρμών και την απόκρυψη της γεωλογικής ποικιλίας (τυχαίες πράσινες ή φαιές φλέβες, παραλλαγές του λευκού κ.λπ.) του μαρμάρου. Ως δομικά στοιχεία ήσαν αντιληπτά ολόκληρα σώματα των κιόνων και όχι οι σπόνδυλοι, ολόκληρες οι παραστάτες και όχι οι δόμοι κ.λπ.

Τούτο είχε ως συνέπεια την κυριαρχία του πλαστικού και σωματικού χαρακτήρος του μνημείου και των μορφών του που διέθεταν μάλιστα και τον πρόσθετο χρωματικό τονισμό τους. Όμως κατά τη διάρκεια της κατασκευής και πολλές φορές ως σήμερα, εκεί που μετά την ανέγερση αντίξοες συνθήκες εμπόδισαν την τελική αφαίρεση των απέργων, τη λείανση και τον χρωματισμό (π.χ. Προπύλαια) κυρίαρχος είναι ο τεκτονικός χαρακτήρας.
Στον Παρθενώνα και τον υπό κατασκευή Παρθενώνα καθ’ ένας λίθος είχε το δικό του ιδιαίτερο άπεργο με διαβαθμισμένες ταινίες στην περίμετρο και προστατευτικές αποτμήσεις των ακμών, στοιχεία δηλαδή που παρήγαν τέλεια ευθύγραμμες φωτοσκιάσεις στα όρια του κάθε λίθου με αποτέλεσμα την αισθητική έξαρση του τεκτονικού χαρακτήρος του έργου.
Η γεωμετρική τελειότητα αυτών των ωστόσο πρόσκαιρων μορφών μας πείθει ότι σκοπός των μορφών τούτων, που κανονικά αποτελούσαν ενδιάμεσο βοηθητικό στάδιο της κατασκευής, ήταν κυρίως η αισθητική αρτιότητα του υπό κατασκευή κτηρίου, η σαφής έκφραση του πνεύματος της δομής και η κόσμηση.
Οι προσωρινές επιφάνειες των απέργων παρουσιάζουν ως γνωστόν επεξεργασία με λεπτό βελονάκι. Η επεξεργασία αυτή δεν είναι προστάδιο της λείανσης, όπως κανονικά συμβαίνει αλλού, αλλά πρόσθετη επέμβαση μετά από προηγούμενη λείανση του ίδιου του απεργού! με σκοπό την εξουδετέρωση της λάμψης του και την κόσμησή του για το διάστημα που θα διαρκούσε η κατασκευή.