Παρθενώνας (μέρος 3ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Παρθενώνας (μέρος 3ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Παρθενώνας (μέρος 3ο)


Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι το 1902 όταν εμφανίστηκε ένα ρηξικέλευθο άρθρο με τίτλο «Die Zeit des alteren Parthenon» όπου, προς γενική κατάπληξη, ο ίδιος ο Dorpfeld υποστηρίζει μια προ των Περσικών χρονολόγηση του Προπαρθενώνος. Το ίδιο έτος (1902) ο A. Michaelis είχε δείξει ότι κατά την αρχαϊκή εποχή υπήρχαν δύο ναοί της Αθηνάς στην Ακρόπολη και αυτό ασφαλώς είχε επηρεάσει πολύ θετικά τον Dorpfeld. Η παλαιά θεωρία του Leake αποκτούσε και πάλι το πρώτο της κύρος και ο μόνος πιστός υποστηρικτής της, ο Penrose, έπαιρνε, στο τέλος του βίου του, την ικανοποίησή του.
Πάντως, η νέα μελέτη του Dorpfeld εισκόμισε και κάτι νέο: τη διάκριση δύο φάσεων στην οικοδομική ιστορία του Προπαρθενώνος. Κατά την παλαιότερη φάση (Παρθενών Ι ή Ρa Ι), ίσως της εποχής του Κλεισθένους, ο ναός ήταν ή, μάλλον, επρόκειτο να είναι πώρινος. Κατά τη νεώτερη φάση (Παρθενών II ή Ρa ΙΙ), μετά από τη μάχη του Μαραθώνα, το ημιτελές έργο συνεχίσθηκε σε μάρμαρο (κατά τη νέα αυτή διάκριση ο περίκλειος Παρθενών χαρακτηρίζεται από τον Dorpfeld ως Ρa ΙΙΙ).
Η μεταστροφή του Dorpfeld δείχνει, μεταξύ άλλων, και μια σπάνια για τον ίδιο ευκινησία. Επέτυχε όχι μόνον να «διασωθεί» την τελευταία στιγμή επάνω σε μια ξένη θέση αλλά και να την οικειοποιηθεί με κάποιες προσθήκες, εγκαταλείποντας, μάλιστα, μια εντελώς αντίθετη δική του.
Έκτοτε, και μέχρι το 1936, η αποδοχή της προ των Περσικών χρονολογήσεως του Προπαρθενώνος ήταν γενική, σημειώθηκαν όμως νέες διαφωνίες ως προς την αναπαράσταση και ως προς τη διάκριση οικοδομικών φάσεων. Το σπουδαιότερο, πάντως, γεγονός ήταν η ανακάλυψη της μορφής του Προπαρθενώνος από τον Β. Η. Hill, με τη συνεργασία του W.B. Dinsmoor. Για πρώτη φορά τότε (1910) μελετήθηκαν συστηματικά πολυάριθμοι διάσπαρτοι λίθοι και άλλοι αναχρησιμοποιημένοι στο βόρειο τείχος της Ακροπόλεως, προερχόμενοι από την κρηπίδα του Προπαρθενώνος, ως και λίθοι αναχρησιμοποιημένοι στον ίδιο τον κλασικό Παρθενώνα.
Για τον σκοπό αυτό και ειδικότερα για τον εντοπισμό των κατά χώραν αρχαιοτέρων μερών, έγιναν ανασκαφές νεωτέρων επιχώσεων σε διάφορα σημεία, όπου το δάπεδο του ναού ήταν ήδη κατεστραμμένο. Η μελέτη αυτή συμπλήρωσε και ξεπέρασε κατά πολύ όλες τις προηγούμενες. Τα συμπεράσματά της (ΑΙΑ 16, 1912) συνοψίζονται ως εξής:

1. Η κρηπίδα του Προπαρθενώνος ήταν τρίβαθμη. Η πρώτη βαθμίδα ήταν από ερυθρό υμήττειο ασβεστόλιθο (του Καρέα ή Καρά), οι άλλες δύο βαθμίδες ήσαν μαρμάρινες.
2. Οι λίθοι της κρηπίδος είχαν το αυτό περίπου ύψος και πλάτος με εκείνους της κρηπίδος του κλασικού ναού, τα μήκη των, όμως, ήσαν κάπως μεγαλύτερα.
3. Η πρώτη και δεύτερη βαθμίδα της νότιας πλευράς διατηρούνται ακόμη στην αρχική θέση των, ακριβώς μέσα από τις αντίστοιχες βαθμίδες του κλασικού ναού. Τούτο διαπιστώνεται σε αρκετές θέσεις μέσα από μικρά μεταγενέστερα χάσματα της κλασικής κρηπίδος και κυρίως σε μια θέση όπου προ πολλού έχει απολαξευθεί μεγάλο μέρος της πρώτης βαθμίδος του κλασικού ναού, με αποτέλεσμα να είναι καλά ορατή η ΝΔ γωνία της αρχαιότερης κρηπίδος. 
Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι ο Προπαρθενών δεν κατελάμβανε όλη την έκταση του γιγάντειου στερεοβάτου, αλλά μόνον τα 4/5 της. Το πλάτος του ήταν κατά πέντε μέτρα μικρότερο και το μήκος του κατά επτά. Επομένως, δεν ήταν οκτάστυλος, όπως πίστευε ο Dorpfeld, αλλά εξάστυλος, με κάπως μεγαλύτερα μεταξόνια από εκείνα του κλασικού Παρθενώνος. Οι κίονες είχαν και στον Προπαρθενώνα την ίδια διάμετρο, όπως είχε ήδη διαπιστώσει ο Penrose.
4. Η κρηπίδα του σηκού ήταν δίβαθμη ή ίσως μόνον μονόβαθμη (σήμερα αποδεικνύεται το δεύτερο) και οι τοίχοι διέθεταν ως βάση ένα μνημειακών διαστάσεων λεσβιάζον κυμάτιο.
5. Η μικρή προεξοχή των παραστάδων –μαρτυρούμενη από την οικεία, κοσμημένη με κυμάτιο βάση– δείχνει ότι οι προστάσεις ήσαν πρόστυλες. Το αυτό είχε συμπεράνει και ο Penrose, από τον αριθμό (5) των σωζόμενων πρώτων σπονδύλων των προστάσεων. Οι κίονες πρόναου και οπισθόναου θα ήσαν μόνον τέσσερις εάν έστεκαν μεταξύ και όχι προ των παραστάδων.
6. Παρά την ισότητα των λίθων του Προπαρθενώνος προς αντιστοίχους λίθους του κλασικού ναού, η διάκριση των είναι δυνατή βάσει ικανών κριτηρίων. Οι εξωτερικές επιφάνειες των λίθων του Προπαρθενώνος διαθέτουν άπεργα, δεν είναι, δηλαδή, εργασμένες έως το τελικό επίπεδο και οι εντορμίες των συνδέσμων παρουσιάζουν τις μονόπλευρες εκείνες απολαξεύσεις που υπήρξαν αναγκαίες για την αποσύνδεση των λίθων. 
Στις περισσότερες περιπτώσεις αναχρησιμοποιήσεως των παλαιών λίθων οι συνδέσεις έγιναν σε νέες εντορμίες και έτσι οι αχρηστευμένες παλαιές εντορμίες καθιστούν ευκολότατη τη διάκριση αρχαιοτέρων και νεωτέρων λίθων. Σε άλλες, όμως, περιπτώσεις η αναγνώριση είναι πολύ δύσκολη και μερικές φορές αδύνατη, επειδή δεν υφίστανται ή δεν είναι ορατά κανενός είδους αναγνωριστικά στοιχεία, πλην, ίσως, κάποιων ενδεικτικών διαστάσεων.
Μετά από τη σύντομη αλλά πολύτιμη εργασία του Hill, η έρευνα των ζητημάτων του Προπαρθενώνος παρουσίασε στασιμότητα επί μακρόν, αν και πολύ συχνά εκφράσθηκαν διάφορες γνώμες για τη χρονολόγησή του: οι G. Fougeres (1912) και R. Heberdey (1919) τον ήθελαν να είναι ένα έργο της νεοσύστατης δημοκρατίας, οι H. Schrader (1922), Ο. Walter (1929) και W. Zschietzschmann (1934) τον ήθελαν να είναι ένα έργο των τυράννων. 
Αυτό που κυρίως απουσίαζε ήταν μια σοβαρή βάση για τη στρωματογραφική χρονολόγηση των ευρημάτων της Μεγάλης Ανασκαφής. Η βάση αυτή δεν θα ήταν άλλη από την άφθονη κεραμική των εδαφών που είχαν ανασκαφεί, αλλά η κεραμική αυτή παρέμενε, δυστυχώς, αδημοσίευτη. Η δημοσίευσή της από τον Β. Graef και τον Ε. Langlotz έγινε δυνατή μόνον μετά από τέσσερις δεκαετίες (τομ. I ,1925, τομ. II, 1933) και έως τότε όλες οι απόπειρες χρονολογήσεως είχαν γίνει βάσει άλλων τεκμηρίων αλλά και με μεγάλη δόση αυθαιρέτων υποθέσεων.
Δεν είναι επομένως σύμπτωση ότι η πρώτη ειδική μελέτη για τη χρονολόγηση του Προπαρθενώνος εμφανίστηκε μόλις το 1935. Στη μελέτη αυτή («The date of the older Parthenon») ο W.B. Dinsmoor, χρησιμοποιώντας 26 καλώς χρονολογήσιμα όστρακα για τα οποία ήταν βεβαιωμένη και η θέση ευρέσεως μέσα στα στρώματα, συνεπέρανε ότι το μεγάλο βάθρο του Προπαρθενώνος δεν είναι παλαιότερο του 490 π.Χ.
Η ακόμη ακριβέστερη χρονολόγηση του έργου στο έτος 488 π.Χ. που προτείνεται στην ίδια μελέτη βασίστηκε σε αστρονομικό υπολογισμό των σφαλμάτων του αρχαίου ημερολογίου και στην υπόθεση ότι ο ναός θα έπρεπε να είναι προσανατολισμένος ακριβώς προς το σημείο ανατολής του ηλίου κατά την εορτή της Αθηνάς. Στην ίδια εργασία του επέμεινε ο Dinsmoor ότι τίποτα δεν αποδεικνύει την κατά Dorpfeld διάκριση δύο φάσεων του Προπαρθενώνος.
Η αντίδραση του Dorpfeld στις θέσεις του Dinsmoor ήταν άμεση. Όχι μόνον επέμεινε και πάλι στη διάκριση Ρa Ι (ημιτελής πώρινος), Ρa II (ημιτελής μαρμάρινος), αλλά μετέθεσε τις χρονολογήσεις που ο ίδιος είχε παλαιότερα (1902) προτείνει κατά δύο δεκαετίες προς τα πίσω.
Το ζήτημα της χρονολογήσεως του Προπαρθενώνος άρχισε να περιπλέκεται το 1936 όταν ο W. Kolbe υπεστήριξε μια χρονολόγηση στους αμέσως μετά τα Περσικά χρόνους.
Με την ίδια γνώμη τάχθηκε αργότερα (1939) και ο συνεργάτης του Α. Tschira. Το επόμενο έτος, ο Η. Riemann υπεστήριξε ότι ο Προπαρθενών ήταν έργον του Κίμωνος. Η μετάθεση της χρονολογήσεως συνεχίσθηκε αργότερα έως το ακρότατο δυνατό σημείο: ο Κ. Συριόπουλος (1951) και ο J.A. Bundgaard (1976) υπεστήριζαν ότι ο Προπαρθενών ήταν απλώς ένα περίκλειο προστάδιο του κλασικού Παρθενώνος. Ειδική περίπτωση αποτελεί ο R. Carpenter (1970), ο οποίος, ενώ δέχεται τον κατά Hill ημιτελή μαρμάρινο 
Προπαρθενώνα του 490 π.Χ., θεωρεί αναγκαία και την ύπαρξη ενός επόμενου ημιτελούς Προπαρθενώνος της εποχής του Κίμωνος! Οι υποστηρικτές της χρονολογήσεως στους προ των Περσικών χρόνους ήσαν και κατά τη νεώτερη περίοδο περισσότεροι –K. Schefold (1946), W.A. Plommer (1960), Α. Rumpf (1964), G. Gruben (1964 κ.έ.), G. Beckel (1967), Η. Drerup (1980), Μ. Κορρές (1983 κ.έ.)–, η ύπαρξη, όμως, των άλλων θεωριών προκαλεί πάντα κάποια σύγχυση, ιδίως σε εκείνους που χωρίς να διαθέτουν πραγματική ειδικότητα ή θητεία στο συγκεκριμένο θέμα αναγκάζονται μερικές φορές να εκφράσουν κάποια προτίμηση.
Η διατήρηση αυτής της καταστάσεως ευνοήθηκε κυρίως από τη μη χρησιμοποίηση των καταλληλότερων επιχειρημάτων για την υποστήριξη της προ των Περσικών χρονολογήσεως. Το κυριότερο ζήτημα ήταν και είναι η φύση των βλαβών των λίθων του ημιτελούς ναού. Δυστυχώς, εκείνοι που συντήρησαν τη σχετική συζήτηση δεν ήσαν ούτε χημικοί ούτε φυσικοί ή μηχανικοί.

Αγνοώντας τον φυσικό μηχανισμό της θερμικής θραύσεως, έμεναν τελείως αδιάφοροι μπροστά στις 
τεράστιες βλάβες αυτού του είδους (τις ενόμιζαν και αυτές γεωλογικά ελαττώματα ή θραύσεις από πτώσεις των λίθων ή προσκρούσεις, κ.λπ.) και λεπτολογούσαν για κάποιες άσχετες χρωματικές αλλοιώσεις μερικών λίθων του στερεοβάτου (οι μεν τις ενόμιζαν... σπουδαίους μάρτυρες των περσικών φλογών, οι δε, με τη βοήθεια των χημικών, εύκολα απεδείκνυαν το αστήρικτο του επιχειρήματος).
Κατά τη διάρκεια των σημερινών επεμβάσεων στον Παρθενώνα μου δόθηκε η ευκαιρία και για μια νέα έρευνα των καταλοίπων του Προπαρθενώνος. Η έρευνα εισκόμισε ισχυρά τεκμήρια υπέρ της χρονολογήσεως στους προ των Περσικών χρόνους. Κυριότερο, φυσικά, οι βαρύτατες θερμικές θραύσεις που διαπιστώθηκαν όχι απλώς στο διάσπαρτο υλικό (για τις οποίες θα ήταν δυνατός και ο ισχυρισμός... ότι έγιναν αργότερα), αλλά περίπου σε όλα τα υπό την κρηπίδα και τους τοίχους του κλασικού ναού αυτούσια μέρη ή ανατοποθετημένα μάρμαρα του Προπαρθενώνος.
Η συνεχιζόμενη έρευνα της ίδιας της αρχιτεκτονικής του κατεστραμμένου ημιτελούς ναού επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του Hill, προχώρησε όμως ακόμη περισσότερο στις λεπτομέρειες και ήδη κατέληξε σε μια ακριβή αναπαράσταση της κατόψεως και της προσόψεως του σηκού.
Για τη διάκριση δύο φάσεων του Προπαρθενώνος έγινε ήδη λόγος. Η διάκριση αυτή προτάθηκε πρώτη φορά από τον W. Dorpfeld το 1902 και έγινε έκτοτε δεκτή από τους Α. Furtwangler (1906), Β.Η. Hill (1912), O. Walter (1929), W. Kolbe (1936) και Κ. Schefold (1946), ενώ απερρίφθη από τον Dinsmoor (1934). Κατά τον Dorpfeld, ο γιγάντειος στερεοβάτης (με διαστάσεις 31x77 μ.) και ο επ’ αυτού ημιτελής μαρμάρινος Προπαρθενών δεν συνανήκουν ως μέρη του αυτού αρχιτεκτονικού σχεδίου.  
Ο στερεοβάτης απλώς χρησιμοποιήθηκε από τον ημιτελή μαρμάρινο Προπαρθενώνα, όπως άλλωστε και από τον κλασικό περίκλειο ναό• πρέπει όμως να έγινε για έναν παλαιότερο, ακόμη μεγαλύτερο, πώρινο ναό. Χάριν ευκολίας, ο ναός αυτός ονομάσθηκε από τον Dorpfeld Παρθενών I (Pa I), ο ημιτελής μαρμάρινος Προπαρθενών ονομάσθηκε Παρθενών II (Pa II) και ο περίκλειος ναός Παρθενών III (Pa III).
 
Κατά τον Dorpfeld, η κατασκευή του Pa I θα πρέπει να ματαιώθηκε σε κάποιο πρώιμο στάδιο, πράγμα που εξηγεί και τη μη εύρεση τεμαχίων κιόνων ή άλλων αρχιτεκτονικών μελών που θα ήταν δυνατόν να αποδοθούν σε αυτόν. Έτσι, ό,τι υφίσταται ακόμη από τον Pa I είναι ο στερεοβάτης, του οποίου η ανώτερη στρώση (η 22η από τον βράχο) πρέπει να αναγνωρισθεί ως μία από τις βαθμίδες της κρηπίδος του. Ο Dorpfeld πίστευε ότι ο Pa I θα ήταν ένας οκτάστυλος περίπτερος πώρινος ναός.
Αλλά πώς να αποδείξει κανείς ότι η 22η στρώση είναι βαθμίδα κρηπίδος ενός άλλου ναού και όχι απλώς ένας μορφολογικός τονισμός της άνω απολήξεως του στερεοβάτου ως ευθυντηρίας του ημιτελούς μαρμάρινου Προπαρθενώνος; είπαν οι αντίπαλοι του Dorpfeld. Και ακόμη, ανάμεσα σε ένα τελείως φανταστικό κατασκεύασμα και ένα κτήριο που υπήρξε αλλά εξαφανίστηκε πλήρως –ή που υπήρξε μόνον σε σχέδια, χωρίς να πραγματοποιηθεί ποτέ– δεν υφίσταται καμιά πρακτική διαφορά (η οποία θα ήταν δυνατόν να αποτελεί αξιόπιστη αρχαιολογική μαρτυρία).
Στα πλαίσια του έργου συντηρήσεως, είχα την ευκαιρία για μια νέα μελέτη και αυτού του ζητήματος. Σε δύο θέσεις έγινε δυνατή η εξερεύνηση της εσωτερικής δομής των ανωτέρων στρώσεων του στερεοβάτου αλλά και εκείνης που εκτείνεται πίσω από την πρώτη βαθμίδα της κρηπίδος του Προπαρθενώνος. Η τελευταία αυτή στρώση διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με τις υποκείμενες, αλλά πολύ διαφέρει από τις υπερκείμενες δύο (και τελευταίες υπό την περίσταση) πώρινες στρώσεις.
Οι σχετικές με τις ως άνω στρώσεις παρατηρήσεις, παλαιότερες και νεώτερες, είναι σαφώς υπέρ της διακρίσεως δύο διαδοχικών φάσεων του Προπαρθενώνος:

1. Από στατικής απόψεως είναι περιττή η αύξηση των διαστάσεων του βάθρου ενός κτηρίου όταν το έδαφος τυχαίνει να είναι βράχος (η κλίση του βράχου δεν παίζει ρόλο εάν οι έδρες λαξεύονται οριζόντιες) και η κατασκευή γίνεται με καλούς λαξευτούς λίθους. 
 Η αρχιτεκτονικώς σκόπιμη τοποθέτηση ενός δωρικού ναού επάνω σε πόδιον είναι ένα μάλλον σπάνιο φαινόμενο (π.χ. Σούνιον) και δεν θα την ανέμενε κανείς στην παρούσα περίπτωση, λόγω των ειδικών προβλημάτων του περί τον Παρθενώνα χώρου αλλά και λόγω του μεγέθους της σχετικής δαπάνης. Αλλά εάν, ωστόσο, και αυτό συνέβαινε, θα ήταν τελείως άτοπον να λάβει η άνω απόληξη ενός ποδίου την αδόκιμη μορφή μιας βαθμίδος και όχι μια από τις κανονικές μορφές επιστέψεως βάθρων.
2. Οι οριζόντιες επιφάνειες των βαθμίδων του Προπαρθενώνος είναι εφοδιασμένες με περίτεχνα προστατευτικά άπεργα, ενώ η αντίστοιχη, καλώς διατηρημένη επιφάνεια της 25ης στρώσεως του στερεοβάτου δεν έχει ούτε και είχε ποτέ τέτοια άπεργα.
3. Το μέτωπο της 22ας στρώσεως του στερεοβάτου (Εικόνα 8, αρ. 2a) διαθέτει περίτεχνα προστατευτικά άπεργα, παρόμοια αλλά πολύ πλουσιότερα και πολύ λεπτότερης κατεργασίας από εκείνα της κρηπίδος του Προπαρθενώνος.
4. Οι αναθυρώσεις των λίθων της κρηπίδος του Προπαρθενώνος (Εικόνα 8., αρ. 3) έχουν περίπου 10 εκ. πλάτος. Οι αναθυρώσεις των ανωτέρων στρώσεων του στερεοβάτου έχουν κατά μέσον όρο 15 εκ. πλάτος.
5. Οι λίθοι της κρηπίδος του Προπαρθενώνος είναι γενικώς αγόμφωτοι. Οι λίθοι της 22ας στρώσεως, αντιθέτως, είναι όλοι γομφωμένοι και μάλιστα σε δύο σημεία ο καθένας.
6. Στις γωνίες του στερεοβάτου έχουν χρησιμοποιηθεί περισσότεροι και μεγαλύτεροι σύνδεσμοι από τους αντίστοιχους της κρηπίδος του Προπαρθενώνος.
Οι μεταξύ των βαθμίδων του Προπαρθενώνος και του στερεοβάτου τεχνοτροπικές και οικοδομικές διαφορές είναι πολύ σοβαρές. Η σύγκριση με άλλα μνημεία αποδεικνύει ότι η οικοδομική της κρηπίδος του Προπαρθενώνος έχει το όμοιό της στην κρηπίδα του κλασικού Παρθενώνος (ενδείξεις της ημιτελικής μορφής της σώζονται ακόμη) και στις ημιτελικές επιφάνειές του (π.χ. στο δυτικό θυραίον άνοιγμα), ενώ οι πολύ διαφορετικές οικοδομικές λεπτομέρειες του στερεοβάτου έχουν το όμοιό τους μάλλον στο θεμέλιο και την κρηπίδα του αρχαϊκού Ολυμπιείου.