Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!




Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε τις αιτίες τόσο της αντιθέσεως εναντίον της Συνόδου της Νικαίας όσο και της αλλαγής της στάσεως του Κωνσταντίνου. Ίσως ανάμεσα από τις πολλές εξηγήσεις - επιδράσεις της Αυλής, οικογενειακοί λόγοι κ.λπ.- θα πρέπει να προσέξουμε την εξής: Όταν ο Κωνσταντίνος προσπάθησε, για πρώτη φορά, να αντιμετωπίσει το θέμα τού Αρειανισμού, δεν είχε ακόμη εξοικειωθεί με τη θρησκευτική κατάσταση στην Ανατολή, η οποία ευνοούσε τον Άρειο. Ο Αυτοκράτορας είχε εκπαιδευθεί στη Δύση και για τούτο είχε υποστεί την επιρροή των Δυτικών, όπως π.χ. τού Επισκόπου της Κορδούης Οσίου, πράγμα που τον οδήγησε στο να υποστηρίξει το Σύμβολο της Νικαίας.

Η υποστήριξή του αυτή βεβαίως συμφωνούσε με τις απόψεις του, αλλά δεν ήταν σύμφωνη προς τις απόψεις που επικρατούσαν στην Ανατολή. Όταν ο Κωνσταντίνος κατάλαβε, αργότερα, ότι οι αποφάσεις της Νικαίας δεν ήταν σύμφωνες με το πνεύμα της πλειονότητας των ιεραρχών και ότι ήταν αντίθετες προς τις επιθυμίες των κατοίκων της Ανατολής, θέλησε ν' αλλάξει τακτική. Έτσι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της βασιλείας τού Κωνσταντίνου, ο Αρειανισμός εισχώρησε και στην Αυλή τού Αυτοκράτορα ακόμη, αποκτώντας όλο και περισσότερη δύναμη στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Πολλοί από τους πρωτεργάτες του Συμβόλου της Πίστεως καθαιρέθηκαν και εστάλησαν στην εξορία.

Η ιστορία όμως της επικρατήσεως του Αρείου κατά την περίοδο αυτή, δεν είναι αρκετά καθαρή, γιατί οι σχετικές πηγές δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Ο Κωνσταντίνος έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του. Μόνο στο κρεβάτι του θανάτου του βαπτίσθηκε από τον οπαδό του Αρείου, Επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο, ενώ, συγχρόνως, όπως παρατηρεί ο Α. Σπάσκι, πέθανε τη στιγμή που έδινε εντολή να ανακληθεί ο Αθανάσιος, ο γνωστός αντίπαλος τού Αρείου. Ο Κωνσταντίνος έκαμε τα παιδιά του Χριστιανούς.

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 

Το δεύτερο γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου, που ύστερα από την αναγνώριση του Χριστιανισμού έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας, στις Ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου. Πριν από τον Κωνσταντίνο οι αρχαίοι είχαν εκτιμήσει τις στρατηγικές και εμπορικές δυνατότητες που παρείχε το Βυζάντιο, λόγω της θέσεώς του στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης και λόγω του ελέγχου τον οποίο ασκούσε στην είσοδο προς δύο θάλασσες, τη Μαύρη θάλασσα και τη Μεσόγειο. Επίσης ήταν πολύ κοντά στις κύριες εστίες των ένδοξων αρχαίων πολιτισμών.

Κατά το πρώτο ήμισυ τού 7ου αιώνα π.Χ. οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει μια αποικία, την Χαλκηδόνα, στις Ασιατικές ακτές, στο νότιο άκρο του Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου αργότερα χτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της Χαλκηδόνος, μια άλλη ομάδα Μεγαρέων ίδρυσε μια αποικία στις Ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, το Βυζάντιο, που πήρε το όνομα αυτό από τον αρχηγό των αποίκων Βύζαντα. Οι αρχαίοι είχαν αντιληφθεί πόσο πλεονεκτική ήταν η θέση τού Βυζαντίου έναντι της Χαλκηδόνος.

Ο Έλληνας ιστορικός του 5ου π.Χ. αιώνα Ηρόδοτος γράφει ότι ο στρατηγός των Περσών Μεγάβαζος, όταν έφθασε στο Βυζάντιο, ονόμασε τους κατοίκους της Χαλκηδόνος τυφλούς, γιατί έχοντας τη δυνατότητα επιλογής, διάλεξαν την χειρότερη από τις δύο πόλεις, παραβλέποντας την υπεροχή της θέσεως όπου χτίσθηκε αργότερα το Βυζάντιο. Αργότερα η φιλολογική παράδοση -συμπεριλαμβανομένου τού Στράβωνος και του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου- αποδίδει τα λόγια του Μεγαβάζου, κάπως τροποποιημένα, στον Πύθιο Απόλλωνα, ο οποίος είπε στους Μεγαρείς, όταν τον ρώτησαν που θα έπρεπε να χτίσουν την πόλη τους, να εγκατασταθούν απέναντι από την πόλη των τυφλών.

Το Βυζάντιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια των Ελληνο-Περσικών Πολέμων και την εποχή του Φιλίππου του Μακεδόνα. Ο Έλληνας ιστορικός του 2ου π.Χ. αιώνα Πολύβιος, ανέλυσε πλήρως την πολιτική και οικονομική θέση του Βυζαντίου. Αναγνωρίζοντας τη σημασία των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδος με τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, έγραφε, ότι δίχως την έγκριση των κατοίκων τού Βυζαντίου, ούτε ένα εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να μπει στη Μαύρη Θάλασσα ή να βγει από αυτήν και ότι, με αυτόν τον τρόπο, οι κάτοικοι του Βυζαντίου είχαν, υπό τον έλεγχό τους, όλα τα ζωτικής σημασίας προϊόντα τού Πόντου.

Όταν η Ρώμη έπαψε να είναι δημοκρατία, οι Αυτοκράτορες συχνά θέλησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από τη Ρώμη, όπου το δημοκρατικό πνεύμα παρέμενε ζωντανό, στην Ανατολή. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος, ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να μεταφέρει τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή στο Ίλιον (Αρχαία Τροία). Τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες οι Αυτοκράτορες συχνά άφηναν τη Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων ή των περιοδειών τους στην Αυτοκρατορία. Στα τέλη του 2ου αιώνα το Βυζάντιο δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα.

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, πολεμώντας τον ανταγωνιστή του Πεσκέννιο Νίγηρα, που υποστηριζόταν από το Βυζάντιο, λεηλάτησε χωρίς έλεος την πόλη και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Εν τω μεταξύ, η Ανατολή είλκυε συνεχώς τους Αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Διοκλητιανός, ο οποίος προτιμούσε να ζει στη Μικρά Ασία, στη Νικομήδεια, την οποία κόσμησε με πολλά νέα και μεγαλόπρεπα κτήρια. Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα, δεν διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Για λίγο σκέφθηκε τη Ναϊσσό (Νις), όπου γεννήθηκε, την Σαρδική (Σόφια) και την Θεσσαλονίκη.

Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη του Αινεία, ο οποίος, όπως λέει η παράδοση, έφθασε στο Λάτω, στην Ιταλία, και θεμελίωσε τη Ρωμαϊκή Πολιτεία. Ο Αυτοκράτορας πήγε προσωπικώς στο μέρος αυτό και χάραξε τα όρια της μελλοντικής πόλεως. Είχαν ήδη μάλιστα κατασκευασθεί οι πύλες, όταν -όπως ο Χριστιανός συγγραφέας τού 5ου αιώνα Σωζομενός αναφέρει-, κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο, προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο. Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία, μπορούσαν να διακρίνουν ακόμη τα ατελή έργα του Κωνσταντίνου.


Το Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστροφές που προκάλεσε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή αυτή μια μικρή κώμη. Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 άρχισε η κατασκευή των βασικών κτηρίων. Οι Χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο Αυτοκράτορας, με ένα ακόντιο στο χέρι, χάραζε τα σύνορα της πόλεως, οι αυλικοί του, κάτω από την ισχυρή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμη;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρεί μπροστά μου». Αυτό φάνηκε να σημαίνει ότι κάποια Θεία Δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο.

Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για την διακόσμηση της πόλεως. Σαράντα χιλιάδες Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι «foederati», έλαβαν μέρος στην κατασκευή των νέων κτηρίων. Πολλά δε εμπορικά και οικονομικά προνόμια δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να προσελκύσει περισσότερους κατοίκους. Την άνοιξη του 330 μ.Χ. η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα. Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου το 330, οι δε σχετικές γιορτές κράτησαν σαράντα μέρες.

Τον χρόνο αυτό η Χριστιανική Κωνσταντινούπολη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο. Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το μέγεθος που είχε η πόλη την εποχή του Κωνσταντίνου, πάντως είναι βέβαιο ότι η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από το Βυζάντιο. Δεν υπάρχουν επίσης σχετικές με τον πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως -κατά τον 4ο αιώνα- πληροφορίες. Υποτίθεται όμως ότι οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από 200.000. Για την άμυνα εναντίον των εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος έχτισε ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο Κόλπο και κατέληγε στην Προποντίδα.