Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!


Οι διωγμοί τού Νεστορίου εναντίον των αντιπάλων του ξεσήκωσαν θύελλα στην Εκκλησία. Ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η αντίδραση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου και του Πάπα Κελεστίνου, ο οποίος καταδίκασε τη νέα αιρετική διδασκαλία σε μια σύνοδο που έγινε στη Ρώμη. Ο Θεοδόσιος, επιθυμώντας να δώσει κάποιο τέλος σε αυτές τις εκκλησιαστικές διαμάχες, συγκάλεσε στην Έφεσο την Γ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε το 431 τη διδασκαλία τού Νεστορίου, που εξορίστηκε στην Αίγυπτο, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η καταδίκη του Νεστοριανισμού δεν εμπόδισε τη διάδοσή του.

Παρέμεναν ακόμη αρκετοί οπαδοί της αιρέσεως στη Συρία και στη Μεσοποταμία και ο Αυτοκράτορας έδωσε διαταγή στους διοικητές αυτών των επαρχιών να λάβουν αυστηρά μέτρα εναντίον των αιρετικών. Βασικό κέντρο του Νεστοριανισμού υπήρξε η Έδεσσα (της Μεσοποταμίας), όπου λειτουργούσε η φημισμένη σχολή της που διέδιδε τις ιδέες της Αντιόχειας. Το 489, επί Ζήνωνος, η σχολή αυτή καταστράφηκε και οι μαθητές και δάσκαλοί της -οι οποίοι πήγαν στην Περσία όπου ίδρυσαν, στην Νίσιβι, μια νέα σχολή- εκδιώχθηκαν. Ο βασιλιάς της Περσίας δέχθηκε μ' ευχαρίστηση τους Νεστοριανούς και τους προσέφερε την προστασία του γιατί, θεωρώντας τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, υπολόγιζε στη βοήθειά τους.

Η Περσική Εκκλησία των Νεστοριανών ή Συρο-Χαλδαίων Χριστιανών είχε ως αρχηγό έναν επίσκοπο που έφερε τον τίτλο «Καθολικός». Από την Περσία ο Χριστιανισμός -στη Νεστοριανή του μορφή- διαδόθηκε στην Κεντρική Ασία, ενώ συγχρόνως απέκτησε πολλούς οπαδούς στις Ινδίες. Η Σύνοδος της Εφέσου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία, στην ίδια την Εκκλησία του Βυζαντίου και κυρίως στην Αλεξάνδρεια, νέων κινήσεων που ήταν αντίπαλες του Νεστοριανισμού. Οι οπαδοί του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, πιστεύοντας στην υπεροχή της Θείας Φύσεως τού Κυρίου, έφθασαν στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη φύση Του είχε τελείως απορροφηθεί από τη Θεία Υπόσταση, πίστευαν δηλαδή σε μία μόνο -την θεία- φύση του Χριστού.

Η νέα αυτή διδασκαλία ονομάστηκε Μονοφυσιτισμός, οι δε οπαδοί της Μονοφυσίτες. Ο Μονοφυσιτισμός διαδόθηκε χάρη στη βοήθεια δύο θερμών του οπαδών, του Επισκόπου Αλεξανδρείας Διοσκόρσυ και του Ευτυχή, αρχιμανδρίτη ενός μοναστηριού της Κωνσταντινούπολης. Ο Αυτοκράτορας έλαβε το μέρος τού Διοσκόρου, τον οποίο θεωρούσε οπαδό των ιδεών του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η νέα διδασκαλία συνάντησε την αντίθεση τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα Λέοντος Α'. Ο Διόσκορος τότε προέτρεψε τον Αυτοκράτορα να συγκαλέσει, το 449, στην Έφεσο, μια σύνοδο, η οποία είναι γνωστή ως «ληστρική».

Οι Αλεξανδρινοί Μονοφυσίτες, με αρχηγό τον Διόσκορο, που ήταν πρόεδρος της Συνόδου, ανάγκασαν μέλη της Συνόδου, τα οποία δεν συμφωνούσαν, να αναγνωρίσουν τη διδασκαλία του Ευτυχή ως ορθόδοξη και να καταδικάσουν όσους ήταν αντίθετοι στο νέο δόγμα. Ο Αυτοκράτορας επικύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου, αναγνωρίζοντάς την, επισήμως, ως Οικουμενική. Όπως ήταν φυσικό η Σύνοδος δεν πέτυχε την ειρήνευση της Εκκλησίας. Μια θυελλώδης περίοδος ακολούθησε τη «ληστρική» Σύνοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας, το 450, πέθανε ο Θεοδόσιος, αφήνοντας για τους διαδόχους του τη λύση του προβλήματος του Μονοφυσιτισμού, το οποίο έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία τού Βυζαντίου.

Εκτός όμως από τα αξιόλογα θρησκευτικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου, σημειώθηκαν και άλλα γεγονότα -στην εσωτερική ζωή της Αυτοκρατορίας- που κατέστησαν την εποχή αυτή ιδιαιτέρως σημαντική από ιστορικής απόψεως.

ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Η οργάνωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως και η έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα είναι δύο μεγάλης σημασίας, για τη ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γεγονότα. Μέχρι τον 5ο αιώνα η πόλη των Αθηνών υπήρξε το μορφωτικό κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έλληνες διδάσκαλοι της ρητορικής και της φιλοσοφίας -γνωστοί ως σοφιστές- πήγαιναν εκεί από όλα τα μέρη της Αυτοκρατορίας, άλλοι για να επιδείξουν τις γνώσεις τους και τη ρητορική τους ικανότητα και άλλοι ελπίζοντας να πάρουν μια καλή θέση στο διδακτικό προσωπικό της φημισμένης Σχολής της πόλης, το οποίο πληρωνόταν εν μέρει από τα Αυτοκρατορικά εισοδήματα και εν μέρει από τα εισοδήματα των άλλων πόλεων.

Η διδασκαλία και η καθοδήγηση των σπουδαστών πληρωνόταν, στην Αθήνα, καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Ο θρίαμβος τού Χριστιανισμού -κατά τα τέλη του 4ου αιώνα- υπήρξε ένα ισχυρό πλήγμα για τη Σχολή των Αθηνών, το οποίο συμπληρώθηκε, στα τέλη του ίδιου αιώνα, με τις καταστρεπτικές επιδρομές των Βησιγότθων στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά την αποχώρηση του Αλαρίχου και των Βησιγότθων, η Σχολή δεν ξαναβρήκε την παλιά της αίγλη κι ο αριθμός των φιλοσόφων ελαττώθηκε πολύ. Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα που δέχτηκε η Σχολή των Αθηνών υπήρξε η οργάνωση τού Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως.

Όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, πολλοί ρήτορες και φιλόσοφοι ήρθαν στη νέα πόλη, οπότε είναι πιθανό να υπήρχε ήδη εκεί ένα είδος ανώτατης σχολής, πριν ακόμη από τον Θεοδόσιο Β'. Διδάσκαλοι και λόγιοι εκλήθησαν στην Κωνσταντινούπολη από την Αφρική, τη Συρία και άλλα μέρη. Ο Άγιος Ιερώνυμος γράφει στο Χρονικό του (360 - 362 μ.Χ.) ότι: «Ο Ευάνθιος, ένας από τους πιο μορφωμένους λόγιους, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη και τον διαδέχθηκε ο Χαρίσιος, που εκλήθη για τον σκοπό αυτό από την Αφρική». Ένας άλλος, σύγχρονος μελετητής των προβλημάτων των Ανωτάτων Σχολών της Κωνσταντινουπόλεως, λέει ότι ο Θεοδόσιος δεν ίδρυσε αλλά αναδιοργάνωσε το πανεπιστήμιο.

Το 425 ο Αυτοκράτορας εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικό με την οργάνωση πανεπιστημίου, το οποίο θα είχε 31 καθηγητές που θα δίδασκαν γραμματική, ρητορική, δίκαιο και φιλοσοφία. Τρεις ρήτορες και 10 γραμματικοί θα δίδασκαν στα Λατινικά, ενώ 5 ρήτορες ή σοφιστές και 10 άλλοι δάσκαλοι θα δίδασκαν στα Ελληνικά. Εκτός από αυτό, το διάταγμα προέβλεπε μία έδρα Φιλοσοφίας και δύο έδρες Δικαίου. Αν και τα Λατινικά παρέμεναν η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, η δημιουργία εδρών της Ελληνικής στο πανεπιστήμιο, δείχνει πως ο Αυτοκράτορας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι στη νέα πρωτεύουσα η Ελληνική γλώσσα είχε αναμφισβήτητα δικαιώματα λόγω τού ότι ήταν πιο διαδεδομένη στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας.

Ο αριθμός των Ελλήνων ρητόρων ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των Λατίνων κατά δύο. Το νέο πανεπιστήμιο απέκτησε δικό του κτήριο με μεγάλες αίθουσες παραδόσεων και διαλέξεων. Οι καθηγητές απαγορευόταν να διδάσκουν κατ' οίκον και ήταν υποχρεωμένοι να αφιερώνουν όλο τους τον χρόνο και όλη τους την προσπάθεια στο πανεπιστήμιο. Ο μισθός τους, που ήταν πολύ ικανοποιητικός, πληρωνόταν από το Αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Το εκπαιδευτικό αυτό κέντρο της Κωνσταντινουπόλεως έγινε ένας επικίνδυνος αντίπαλος της Εθνικής Σχολής των Αθηνών, η οποία σιγά-σιγά παρήκμαζε.

Στη μετέπειτα ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το πανεπιστήμιο του Θεοδοσίου Β', υπήρξε, για πολύ καιρό, το κέντρο γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν όλες οι πνευματικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας.


ΘΕΟΔΟΣΙΑΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ (Codex Theodosianus)

Η εποχή του Θεοδοσίου μας έδωσε, επίσης, την παλαιότερη συλλογή Αυτοκρατορικών διαταγμάτων που σώζεται μέχρι σήμερα. Μια τέτοια συλλογή ήταν απαραίτητη, γιατί τα διάφορα, διασκορπισμένα, διατάγματα χάνονταν κι ξεχνιόνταν εύκολα, με αποτέλεσμα τη δύσκολη εφαρμογή των νόμων από τους νομικούς, οι οποίοι, κατ' αυτόν τον τρόπο, συχνά βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Υπήρχαν ήδη δύο παλαιότερες συλλογές διαταγμάτων: ο Γρηγοριανός Κώδικας (Codex Gregorianus) και ο Ερμογενειανός Κώδικας (Codex Hermogenianus), που έφεραν το όνομα των συντακτών τους, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα.

Η πρώτη συλλογή ανήκει στην εποχή τού Διοκλητιανού και περιέχει πιθανόν διατάγματα από την εποχή του Αδριανού μέχρι τον Διοκλητιανό. Η δεύτερη συλλογή, που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας των διαδόχων του Διοκλητιανού, τον 4ο αιώνα, περιλαμβάνει διατάγματα που χρονολογούνται από τα τέλη του 3ου αιώνα μέχρι το 360 περίπου. Καμιά από τις συλλογές αυτές δεν σώζεται. Και οι δύο είναι γνωστές μόνο από μικρά αποσπάσματά τους που έχουν διασωθεί. Ο Θεοδόσιος θέλησε να εκδώσει μία συλλογή Νόμων, με βάση το πρότυπο των δύο παλαιότερων συλλογών, που θα περιλάμβανε διατάγματα των Χριστιανών Αυτοκρατόρων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι και τον Θεοδόσιο Β'.

Η επιτροπή, την οποία διόρισε ο Αυτοκράτορας, συνέταξε στα Λατινικά, ύστερα από εργασία 8 χρόνων, τον Θεοδοσιανό Κώδικα. Δημοσιεύθηκε το 438 στην Ανατολή και γρήγορα εισήχθη και στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Ο Κώδικας τού Θεοδοσίου υποδιαιρείται σε 16 βιβλία, τα οποία κατατάσσονται σε τίτλους (tituli) ανάλογα με το περιεχόμενο. Κάθε βιβλίο ασχολείται και με έναν επιμέρους τομέα της διακυβέρνησης, όπως π.χ. με τις στρατιωτικές υποθέσεις, τα υπαλληλικά ζητήματα, τη θρησκευτική ζωή κ.λπ. Τα διατάγματα κάθε τίτλου είναι τακτοποιημένα με χρονολογική σειρά. Τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν μετά την έκδοση τού Κώδικα ονομάστηκαν Νεαραί (leges novellae).

Ο Θεοδοσιανός Κώδικας έχει μεγάλη ιστορική σημασία, δεδομένου ότι είναι η πιο αξιόλογη πηγή που μας πληροφορεί για την εσωτερική ιστορία τού κράτους κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα. Δεδομένου δε ότι αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους, η συλλογή του Θεοδοσίου, αποτελεί ένα είδος γενικής περιγραφής του τι πέτυχε. η νέα θρησκεία στον τομέα του Δικαίου και τι αλλαγές έφερε στην απονομή της δικαιοσύνης. Επιπλέον, ο Κώδικας μαζί με τις παλαιότερες συλλογές, αποτέλεσε μια σταθερή βάση για τη μετέπειτα νομική δράση του Ιουστινιανού.

Τελικά, ο Κώδικας τού Θεοδοσίου, εισήχθη στη Δύση όπου, μαζί με τους δύο παλαιούς κώδικες, τις νεώτερες νομοθεσίες και μερικά άλλα νομικά μνημεία της Αυτοκρατορικής Ρώμης (οι Εισηγήσεις του Γάιου για παράδειγμα) επηρέασε πολύ, έμμεσα και άμεσα, τη νομοθεσία των βαρβάρων. Το φημισμένο «Ρωμαϊκό Δίκαιο των Βησιγότθων» (Lex Romana Visigothorum) που προοριζόταν για τους Ρωμαίους υπηκόους του Βασιλείου των Βησιγότθων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σύνοψη του Θεοδοσιανού Κώδικα και των άλλων πηγών που αναφέρθηκαν πιο πάνω.