Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!



ενώ συγχρόνως έλαβε μέρος στις Αρειανιστικές έριδες, κλίνοντας μερικές φορές προς το μέρος των Αρειανιστών. Αργότερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους και στενούς φίλους του Αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος έγραψε πολλά θεολογικά και ιστορικά έργα. Η Ευαγγελική προπαρασκευή (Praeparatio eνangelίca), το μεγάλο του έργο με το οποίο υποστηρίζει τους Χριστιανούς κατά των θρησκευτικών επιθέσεων των Ειδωλολατρών, η Ευαγγελική απόδειξη (Demonstratio eνangelica), όπου εξετάζει την πρόσκαιρη σημασία τού Μωσαϊκού Νόμου και την εκπλήρωση, από τον Ιησού Χριστό, των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης.

Τα σχετικά με τις Γραφές συγγράμματά του, καθώς και πολλά άλλα έργα, κατατάσσουν τον Ευσέβιο σε μια πολύ τιμητική θέση στον τομέα της θεολογικής φιλολογίας. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν, επίσης, αξιόλογα αποσπάσματα παλαιότερων συγγραμμάτων, τα οποία χάθηκαν αργότερα. Τα ιστορικά έργα τού Ευσεβίου είναι πολύ σημαντικά. Το ''Χρονικόν'', γραμμένο πριν από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, περιέχει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων, δίνοντας συγχρόνως χρονολογικούς πίνακες των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Δυστυχώς έχει διασωθεί μόνο σε μια Αρμενική μετάφραση και εν μέρει σε μια Λατινική διασκευή του Αγίου Ιερωνύμου.

Έτσι δεν υπάρχει σήμερα ακριβώς το κείμενο του πρωτοτύπου, δεδομένου μάλιστα ότι οι μεταφράσεις που έχουν διασωθεί δεν έγιναν από το Ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από μια διασκευή του Χρονικού που παρουσιάσθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Ευσεβίου. Το κορυφαίο ιστορικό του έργο υπήρξε η ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', η οποία -σε δέκα βιβλία- καλύπτει την από τον Χριστό μέχρι την ήττα του Λικινίου από τον Κωνσταντίνο περίοδο. Όπως ο ίδιος λέει, δεν θέλησε να μιλήσει για τους πολέμους και τα τρόπαια των στρατηγών, αλλά μάλλον «να καταγράψει» με ανεξάλειπτα γράμματα τους πιο ειρηνικούς πολέμους που έγιναν για την ειρήνη της ψυχής, και να μιλήσει για ανθρώπους που έκαναν γενναίες πράξεις χάριν της αλήθειας και όχι μιας χώρας, χάριν της ευσέβειας και όχι χάριν φίλων».

Ο Ευσέβιος, με την πένα του, έκανε την εκκλησιαστική ιστορία, ιστορία του μαρτυρίου, των διωγμών και όλων των Χετικών θηριωδιών. Λόγω της αφθονίας των πληροφοριών της η ιστορία του Ευσεβίου πρέπει να αναγνωρισθεί σαν μια από τις πιο σημαντικές πηγές των τριών πρώτων Χριστιανικών αιώνων. Εκτός αυτού ο Ευσέβιος υπήρξε αξιόλογος γιατί είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία του Χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας το θέμα του από όλες τις δυνατές πλευρές. Η εκκλησιαστική του ιστορία, που του έδωσε μεγάλη φήμη, έγινε η βάση στην οποία στηρίχθηκαν αργότερα πολλοί εκκλησιαστικοί ιστορικοί, οι οποίοι συχνά τον μιμήθηκαν. Στις αρχές του 4ου αιώνα διαδόθηκε στη Δύση μέσω της Λατινικής μεταφράσεως του Ρουφίνου.

Το Εις τον Βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου, γραμμένο από τον Ευσέβιο -αργότερα, εάν πράγματι έχει γραφεί από τον ίδιο- έχει προκαλέσει διάφορες ερμηνείες και αξιολογήσεις στον επιστημονικό κόσμο. Δεν πρέπει να το κατατάξουμε τόσο πολύ στα καθαρώς ιστορικά έργα όσο στους πανηγυρικούς. Ο Κωνσταντίνος παρουσιάζεται ως εκλεκτός του Θεού Αυτοκράτορας, προικισμένος με το δώρο της προβλέψεως, ένας νέος Μωυσής προορισμένος να οδηγήσει τον Λαό του Θεού στην ελευθερία. Κατά τον Ευσέβιο τα τρία παιδιά του Κωνσταντίνου συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος υπήρξε ο πραγματικός ευεργέτης των Χριστιανών, οι οποίοι πέτυχαν εκείνο το οποίο, προηγουμένως, μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν.

Για να μην βλάψει την αρμονία του έργου του, ο Ευσέβιος δεν αναφέρει ούτε τις σκοτεινές πλευρές της εποχής ούτε τα άσχημα φαινόμενα των ημερών του, αλλά ρίχνει όλο το βάρος στην εξύμνηση του ήρωά του. Χρησιμοποιώντας κανείς καταλλήλως το έργο αυτό, μπορεί να γνωρίσει καλύτερα την περίοδο του Κωνσταντίνου, γιατί περιέχει πολλά επίσημα έγγραφα τα οποία, πιθανόν, παρεμβλήθηκαν αφού εγράφη στην πρώτη του μορφή. Παρά τη μέτρια εκφραστική του ικανότητα ο Ευσέβιος πρέπει να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο μεγάλους Χριστιανούς λογίους του πρώιμου Μεσαίωνα και ως ένας συγγραφέας που επηρέασε πολύ τη Μεσαιωνική Χριστιανική φιλολογία.

Μια ολόκληρη ομάδα ιστορικών συνέχισε αυτό που άρχισε ο Ευσέβιος. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός συνέχισε την Εκκλησιαστική Ιστορία του μέχρι το έτος 439, ο Σωζομενός, καταγόμενος από μια περιοχή της Γάζας, έγραψε μιαν άλλη Εκκλησιαστική Ιστορία επίσης μέχρι το 439, ο Επίσκοπος Κύρου -από την Αντιόχεια- Θεοδώρητος έγραψε μια παρόμοια ιστορία που καλύπτει την από τη Σύνοδο της Νικαίας μέχρι το έτος 428 περίοδο και, τέλος, ο Αρειανόφρων Φιλοστόργιος, του οποίου το έργο σώζεται μόνο σε αποσπάσματα, περιέγραψε, από τη δική του σκοπιά, τα μέχρι του, 425 γεγονότα. Την πιο έντονη και πιο ποικιλόμορφη πνευματική ζωή βρίσκουμε, την περίοδο αυτή, στην Αίγυπτο, και κυρίως στο προοδευτικό της κέντρο, την Αλεξάνδρεια.


Μια ασυνήθης και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της φιλολογικής ζωής τού τέλους του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα υπήρξε ο Συνέσιος ο Κυρηναίος. Απόγονος μιας πολύ παλαιάς ειδωλολατρικής οικογένειας, μορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα μυήθηκε στα μυστήρια της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Αντάλλαξε την πίστη του στον Πλάτωνα με την πίστη στον Xριστό, παντρεύτηκε μια Χριστιανή και, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγινε Επίσκοπος Πτολεμαΐδος. Παρ' όλα αυτά, πιθανώς ο Συνέσιος αισθανόταν πάντοτε περισσότερο ειδωλολάτρης παρά Χριστιανός. Η αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη και ο Περί βασιλείας λόγος του δείχνουν το ενδιαφέρον του για την πολιτική.

Αν και δεν υπήρξε ιστορικός, άφησε εξαιρετικού ενδιαφέροντος ιστορικό υλικό υπό μορφή 156 επιστολών, οι οποίες δείχνουν τις λαμπρές του φιλοσοφικές και ρητορικές ικανότητες, ενώ συγχρόνως αποτελούν υποδείγματα ύφους για τον Βυζαντινό Μεσαίωνα. Οι ύμνοι του, γραμμένοι με μέτρο και ύφος της κλασικής ποίησης, αποκαλύπτουν μια ιδιόρρυθμη ανάμιξη φιλοσοφικών και χριστιανικών ιδεών. Αυτός ο φιλόσοφος - Επίσκοπος διαισθάνθηκε ότι ο κλασικός πολιτισμός -τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσε- πλησίαζε σιγά-σιγά προς το τέλος του.

Κατά τη διάρκεια των μεγάλων και σκληρών αγώνων κατά του Αρειανισμού παρουσιάσθηκε η λαμπρή φυσιογνωμία του φλογερού οπαδού του Συμβόλου της Νικαίας Αθανασίου, Επισκόπου Αλεξανδρείας, που άφησε αρκετά γραπτά, αφιερωμένα στις θεολογικές διαμάχες του 4ου αιώνα. Επίσης έγραψε το Βίος και πολιτεία τού οσίου πατρός ημών Αντωνίου, ενός εκ των ιδρυτών του μοναχικού βίου στην Ανατολή, δίνοντας μια ιδανική εικόνα της μοναχικής ζωής. Στον 5ο αιώνα ανήκει επίσης ο μεγαλύτερος ιστορικός του Αιγυπτιακού Μοναχισμού, Παλλάδιος, ο οποίος, αν και γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, γνώρισε καλά τη μοναχική ζωή, στην Αίγυπτο, λόγω του ότι έζησε δέκα χρόνια. με τους μοναχούς της χώρας αυτής.

Κάτω από την επιρροή του Αθανασίου, ο Παλλάδιος παρουσίασε τα ιδεώδη του μοναχικού βίου, εισάγοντας στην ιστορία του το στοιχείο τού θρύλου. Ο ανηλεής εχθρός του Nεστoρίoυ, Κύριλλος Αλεξανδρείας, έζησε επίσης κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους ζωής του έγραψε πολλές επιστολές και κηρύγματα τα οποία οι μεταγενέστεροι Έλληνες Επίσκοποι, μερικές φορές, αποστήθιζαν. Επίσης έγραψε μερικά δογματικά, πολεμικά και εξηγητικά έργα που αποτελούν μία από τις κυριότερες πηγές για την εκκλησιαστική ιστορία του 5ου αιώνα. Όπως ο ίδιος ομολογεί, η ρητορική του κατάρτιση υπήρξε ανεπαρκής λέγοντας ότι «ουδέ γλώττης Αττικής επίδειξιν υπισχνούμεθα».

Μια άλλη εξαιρετικού ενδιαφέροντος προσωπικότητα, της εποχής εκείνης, είναι η φιλόσοφος Υπατία, η οποία δολοφονήθηκε από τον φανατισμένο όχλο της Αλεξανδρείας στις αρχές του 5ου αιώνα. Η Υπατία υπήρξε μια γυναίκα εξαιρετικής ωραιότητας, προικισμένη με ασυνήθεις πνευματικές δυνατότητες. Με τη βοήθεια του πατέρα της, που ήταν ένας από τους πιο γνωστούς μαθηματικούς της Αλεξανδρείας, γνώρισε τα μαθηματικά και την κλασική φιλοσοφία και έγινε πολύ γνωστή λόγω της αξιόλογης διδακτικής της δράσης. Ανάμεσα στους μαθητές της, διακρίνουμε μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως τον Συνέσιο, που μνημονεύει την Υπατία σε πολλές επιστολές του.

Μια πηγή αναφέρει ότι η Υπατία «ντυμένη μ' έναν μανδύα, συνήθιζε να περιφέρεται στην πόλη και να ερμηνεύει, σε εκείνους που ήθελαν να την ακούσουν, τα έργα τού Πλάτωνος, του Αριστοτέλους ή άλλων φιλοσόφων». Η Ελληνική φιλολογία άνθησε στην Αίγυπτο μέχρι το 451, οπότε η Σύνοδος της Χαλκηδόνος καταδίκασε τους Μονοφυσίτες. Το γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της Αιγύπτου οδήγησε -μετά την καταδίκη της- στην κατάργηση, από τις εκκλησίες, της Ελληνικής γλώσσας και την αντικατάστασή της με την Κοπτική.

Η Κοπτική φιλολογία, που αναπτύχθηκε, ύστερα από αυτό το γεγονός, έχει κάποια σημασία ακόμη και για την Ελληνική φιλολογία, δεδομένου ότι ορισμένα Ελληνικά έργα, τα οποία έχουν απολεσθεί, σώζονται σήμερα μέσω μεταφράσεων στην Κοπτική. Η περίοδος αυτή γνώρισε και την ανάπτυξη της υμνογραφίας. Οι υμνογράφοι, σιγά-σιγά, εγκατέλειψαν την απομίμηση των κλασικών μέτρων, δημιουργώντας δικούς τους τύπους, οι οποίοι ήταν τελείως πρωτότυποι και που, για ένα διάστημα, θεωρήθηκαν ως πεζός λόγος. Μόνον τώρα τελευταία, έστω και εν μέρει, εξηγήθηκαν τα μέτρα αυτά, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι η ακροστιχίδες και η ομοιοκαταληξίες.

Δυστυχώς γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για τους θρησκευτικούς ύμνους του 4ου και του 5ου αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι σκοτεινή η ιστορία της εξελίξεώς τους. Πάντως είναι φανερό ότι η εξέλιξη αυτή υπήρξε ταχεία. Ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ακολούθησε στα περισσότερα ποιητικά του έργα τα αρχαία μέτρα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, του οποίου τα έργα παρουσιάστηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα, επί Αναστασίου Α', χρησιμοποίησε την ακροστιχίδα και την ομοιοκαταληξία. Οι μελετητές διαφωνούσαν για πολύ καιρό ως προς το κατά πόσον ο Ρωμανός έζησε τον 6ο ή στις αρχές του 8ου αιώνα.

Στη σύντομή του βιογραφία αναφέρεται η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Αυτοκράτορα Αναστασίου, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αδύνατο να καθορισθεί εάν ο αναφερόμενος Αναστάσιος ήταν ο Α' (491 - 518) ή ο Β' (713 - 716). Οπωσδήποτε όμως ο επιστημονικός κόσμος, ύστερα από εντατική μελέτη των έργων τού Ρωμανού, συμφωνεί, ότι πρόκειται περί του Αναστασίου A'. Ο Ρωμανός, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Βυζαντινής Περιόδου. Αυτός ο «Πίνδαρος της ρυθμικής ποιήσεως», «η πιο μεγάλη θρησκευτική μεγαλοφυΐα», «ο Δάντης των νεο-Ελλήνων» είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου αριθμού υπέροχων ύμνων.

Ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τον περίφημο ύμνο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Ο ποιητής γεννήθηκε στη Συρία και είναι πολύ πιθανόν ότι η μεγαλοφυΐα του εκδηλώθηκε επί Ιουστινιανού, διότι, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ήταν ακόμη νεαρός διάκονος όταν ήλθε, επί Αναστασίου, από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη όπου, ως εκ θαύματος, δέχθηκε το χάρισμα να μπορεί να γράφει ύμνους. Το έργο τού Ρωμανού δείχνει ότι η θρησκευτική ποίηση είχε αρκετά προχωρήσει τον 5ο αιώνα, αν και, δυστυχώς, οι σχετικές με το ζήτημα αυτό πληροφορίες είναι ανεπαρκείς.