Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Β!



ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 5ο ΑΙΩΝΑ

Η περίοδος αυτή -του 5ου αιώνα- έχει μεγάλη σημασία, λόγω του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τα κύρια εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα τής Αυτοκρατορίας. Το εθνικό πρόβλημα συνίστατο, κυρίως, στη διχόνοια μεταξύ των διαφορετικών εθνοτήτων στους κόλπους της Αυτοκρατορίας και στις συγκρούσεις με εξωτερικούς εχθρούς του κράτους. Ο Ελληνισμός υπήρξε μόνο φαινομενικά μια δύναμη που μπορούσε να ενώσει τους διαφορετικής προελεύσεως κατοίκους τού ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Οι Ελληνιστικές επιδράσεις ήταν αισθητές στην Ανατολή, μέχρι τον Ευφράτη και την Αίγυπτο, από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.

Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος θεωρούσε τον αποικισμό ως ένα από τα καλύτερα μέσα για την μεταφύτευση του Ελληνισμού και, όπως λέγεται, ο ίδιος ίδρυσε στην Ανατολή εβδομήντα πόλεις. Οι διάδοχοί του συνέχισαν την τακτική του αποικισμού. Οι περιοχές, στις οποίες είχε απλωθεί ο Ελληνισμός, έφτασαν στον Βορρά σχεδόν μέχρι την Αρμενία, στον Νότο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και στην Ανατολή σχεδόν μέχρι την Περσία και τη Μεσοποταμία. Πέρα από αυτές τις επαρχίες δεν προχώρησε ο Ελληνισμός. Κέντρο δε του ελληνιστικού πολιτισμού έγινε η πόλη τής Αιγύπτου Αλεξάνδρεια.

Σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, στη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο κυριάρχησε ο Ελληνικός πολιτισμός. Από αυτές δε τις περιοχές η Μικρά Ασία υπήρξε ίσως η πιο εξελληνισμένη. Οι ακτές της για ένα μεγάλο διάστημα ήταν γεμάτες από Ελληνικές αποικίες και η επιρροή τους σιγά-σιγά, αν και όχι εύκολα, εισχώρησε στο εσωτερικό της χώρας. Στη Συρία -όπου ο Ελληνικός πολιτισμός βρήκε απήχηση μόνο στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων- η Ελληνική επιρροή υπήρξε πολύ πιο αδύνατη. Ο πολύς λαός, μη γνωρίζοντας την Ελληνική, συνέχισε να μιλά τη μητρική του γλώσσα.

 
 


Κάποιος ειδικός γράφει σχετικά ότι «εάν σε μια τέτοια κοσμόπολη -όπως είναι η Αντιόχεια- ο πολύς κόσμος μιλούσε ακόμη Αραμαϊκά, δηλαδή Συριακά, τότε εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι στο εσωτερικό της επαρχίας η Ελληνική δεν υπήρξε η γλώσσα των μορφωμένων, αλλά η γλώσσα μόνο εκείνων που την μελετούσαν ειδικά». Ο Συρο-Ρωμαϊκός Κώδικας τού 5ου αιώνα αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα του ότι η μητρική γλώσσα των Σύριων εχρησιμοποιείτο ευρέως στην Ανατολή. Το παλαιότερο σωζόμενο Συριακό χειρόγραφο του εν λόγω κώδικα γράφηκε στις αρχές του 6ου αιώνα, πριν από την εποχή του Ιουστινιανού. Το κείμενο αυτό, που έχει πιθανόν γραφεί στη βορειοανατολική Συρία, είναι μετάφραση από τα Ελληνικά.

Το Ελληνικό πρωτότυπο δεν έχει βρεθεί ακόμη, αλλά βάσει ορισμένων στοιχείων φαίνεται να έχει γραφεί τον 5ο αιώνα. Οπωσδήποτε όμως η μετάφραση έγινε αμέσως μετά την δημοσίευση του Ελληνικού πρωτοτύπου. Εκτός από τη μετάφραση αυτή υπάρχει και η Αραβική και η Αρμενική μετάφραση του κώδικα, που δείχνουν ότι το βιβλίο αυτό έχει, πιθανόν, εκκλησιαστική προέλευση, δεδομένου ότι αναλύει, με πολλές λεπτομέρειες, τους περί γάμου και κληρονομιών νόμους, επεκτείνοντας συγχρόνως τολμηρά τα δικαιώματα του κλήρου.

Το γεγονός ότι ο κώδικας -όπως φαίνεται από τις πολλές του μεταφράσεις και από τα πολλά αποσπάσματά του που βρίσκουμε σε αραβικά και Συριακά έργα του 13ου και 14ου αιώνα- ήταν ευρέως διαδεδομένος και εφαρμοζόταν για την επίλυση των ζωτικών προβλημάτων των περιοχών που βρίσκονταν μεταξύ της Αρμενίας και της Αιγύπτου, δείχνει ότι επικρατούσαν συνεχώς οι μητρικές γλώσσες. Αργότερα, όταν η νομοθεσία τού Ιουστινιανού έγινε επισήμως υποχρεωτική για όλη την Αυτοκρατορία, ο κώδικάς του απεδείχθη ογκώδης και δυσνόητος για τις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον Συριακό κώδικα.

Τον 7ο αιώνα -και μετά την επικράτηση ακόμη των Μουσουλμάνων στις ανατολικές επαρχίες- παρατηρούμε ότι πάλι χρησιμοποιείται πολύ ο Συριακός κώδικας. Το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στα Συριακά τα πενήντα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα, δείχνει καθαρά ότι ο πολύς λαός δεν γνώριζε ακόμη Ελληνικά ή Λατινικά και ότι ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα. Στην Αίγυπτο επίσης -παρά το γεγονός ότι ήταν κοντά της το κέντρο του διεθνούς πολιτισμού, η Αλεξάνδρεια- ο Ελληνισμός διαδόθηκε μόνον στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων, ανάμεσα δηλαδή στους εκλεκτούς της κοινωνίας.

Ο πολύς κόσμος συνέχισε να χρησιμοποιεί την μητρική του γλώσσα, δηλαδή την Αιγυπτιακή (Κοπτική). Το κράτος αντιμετώπισε δυσχέρειες στην τακτοποίηση των υποθέσεων των ανατολικών επαρχιών όχι μόνο λόγω τής πολυφυλετικής σύνθεσης του πληθυσμού, αλλά και λόγω τού ότι η πλειονότητα του πληθυσμού της Συρίας ,και της Αιγύπτου και ενός τμήματος της ανατολικής Μικράς Ασίας έμεινε πιστή στον Αρειανισμό και τις διακλαδώσεις του. Το πολύπλοκο φυλετικό πρόβλημα έγινε ακόμη πιο έντονο τον 5ο αιώνα, λόγω των νέων θρησκευτικών εξελίξεων που παρατηρούμε σε αυτές τις επαρχίες.

Για τις δυτικές επαρχίες της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τη Βαλκανική Χερσόνησο, την πρωτεύουσα και τη δυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, το σοβαρότερο πρόβλημα -την περίοδο αυτή- ήταν η δύναμη των Γερμανών, που απειλούσαν την ύπαρξη τής Αυτοκρατορίας. Αφού το πρόβλημα αυτό ρυθμίστηκε, στα μέσα του 5ου αιώνα, ευνοϊκά για το κράτος, φάνηκε, για λίγο, ότι οι τραχείς Ίσαυροι θα έπαιρναν στην πρωτεύουσα μια παρόμοια με την των Γότθων ηγετική θέση. Στην Ανατολή ο αγώνας με τους Πέρσες συνεχίστηκε, ενώ στο βόρειο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου οι Βούλγαροι, ένας λαός Ουννικής (Τουρκικής) προελεύσεως, άρχισε τις καταστροφικές του επιδρομές.

ΑΡΚΑΔΙΟΣ (395 - 408)

Ο Αρκάδιος ήταν μόλις δεκαεπτά ετών όταν ανέβηκε στον θρόνο. Μη έχοντας ούτε την απαραίτητη πείρα ούτε δύναμη θελήσεως, γρήγορα βρέθηκε υποχείριος των ευνοουμένων του, οι οποίοι διηύθυναν τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας κατά τέτοιον τρόπο, που να ικανοποιεί τα προσωπικά και φατριακά τους συμφέροντα. Στην αρχή επηρέαζε τον Αυτοκράτορα ο Ρουφίνος, τον οποίο ο Θεοδόσιος, όταν ζούσε, είχε διορίσει επίτροπο του Αρκαδίου. Ο Ρουφίνος όμως γρήγορα δολοφονήθηκε και, δύο χρόνια αργότερα, ο ευνούχος Ευτρόπιος άρχισε να ασκεί την ισχυρότερη επιρροή στον νεαρό Αυτοκράτορα.

Η γρήγορη ανάδειξη του νέου ευνοουμένου οφείλεται κυρίως στο ότι πέτυχε να παντρέψει τον Αρκάδιο με την Ευδοξία, την κόρη ενός Φράγκου αξιωματικού που υπηρετούσε στον Ρωμαϊκό στρατό. Ο Ονώριος, ο νεώτερος αδελφός του Αρκαδίου, είχε τεθεί υπό την καθοδήγηση του αρκετά ικανού Στιλίχωνος, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εκρωμαϊσθέντος Γερμανού βαρβάρου, που προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των αγώνων της εναντίον του λαού του.

Η Ρύθμιση του ''Γοτθικού'' Προβλήματος

Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου το κράτος ήταν το Γερμανικό. Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στο βόρειο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου, απέκτησαν έναν νέο φιλόδοξο αρχηγό, τον Αλάριχο. Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκστράτευσε εναντίον της Μοισίας, της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας και την πρωτεύουσα ακόμη. Η διπλωματική παρέμβαση του Ρουφίνου άλλαξε το σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως και η προσοχή των Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφθασε δια μέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα.

Οι κάτοικοι της Ελλάδος, την περίοδο αυτή, ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες του τύπου εκείνου που είχαν γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Όπως αναφέρει ο Γκρεγκορόβιους, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνήθειες και οι νόμοι των προγόνων των Ελλήνων είχαν μείνει σχεδόν αμετάβλητες στις πόλεις και στα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ απαγορευόταν η λατρεία των θεών, η οποία ήταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία τής ειδωλολατρίας, λόγω κυρίως της διατηρήσεως των μνημείων της αρχαιότητας. Στο διάβα τους οι Γότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αττική και τη Βοιωτία.