Παρθενώνας (μέρος 1ο) - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Παρθενώνας (μέρος 1ο)

ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » Παρθενώνας (μέρος 1ο)


Οπισθόδομος : Με τον όρο οπισθόδομος στην αρχιτεκτονική του αρχαιοελληνικού ναού εννοείται ο οπίσθιος χώρος του αρχαίου ελληνικού ναού με είσοδο από το εξωτερικό του οικοδομήματος, διαμορφωμένη με δύο κίονες ανάμεσα στις παραστάδες των μακρών τοίχων. Άλλοτε ο οπισθόδομος ήταν πλήρως απομονωμένος από τον σηκό, ενίοτε όμως επικοινωνούσε μαζί του μέσω θύρας.
Ο οπισθόδομος κατείχε πιθανώς τη θέση του θησαυροφυλακίου οπότε και φυλασσόταν με κιγκλιδώματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ναών με οπισθόδομο είναι εκτός άλλων : o Ναός του Δία στην Ολυμπία, o Παρθενώνας στην Ακρόπολη της Αθήνας, o Ναός Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας, o Ναός της Αθηνάς στην Λίνδο, o Ναός του Διονύσου στην Τέω, o Ναός της Αθηνάς στην Αίγινα και Ο Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Πρόναος : Πρόναος ή πρόδομος ονομάζεται ο χώρος στους αρχαίους ελληνικούς ναούς που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του ναού και επιτρέπει την πρόσβαση στο εσωτερικό του κυρίως ναού. Ο πρόναος σχηματίζεται από τον μπροστινό τοίχο του ναού και το αέτωμά του που στηρίζεται ή μόνο σε κολώνες, ή σε κολώνες και τις παραστάδες των μακρών τοίχων, ή μόνον στις παραστάδες των μακρών τοίχων. Όταν το αέτωμα στηρίζεται μόνο σε κολώνες, τότε ο πρόναος (και γενικά ο ναός) ονομάζεται πρόστυλος. Όταν το αέτωμα στηρίζεται μόνο στις παραστάδες, τότε ο πρόναος ονομάζεταιάστυλος.
Σηκός : Σηκός ονομάζεται ο κύριος εσωτερικός χώρος στους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Ήταν αποκλειστικά αφιερωμένος και χρησίμευε για την φύλαξη του αγάλματος της θεάς ή του θεού, για αυτό και ήταν κλειστός για το κοινό, αφού οι τελετές και οι θυσίες γίνονταν στον βωμό που βρίσκονταν έξω από τον ναό.
Ο σηκός ήταν ένας κλειστός χώρος χωρίς παράθυρα. Το φως έμπαινε από την είσοδο. Στους μεγαλύτερους ναούς, ο σηκός περιείχε κίονες που στήριζαν την οροφή. Οι αρχαιότεροι ναοί (π.χ. στην Δήλο) περιείχαν μια κεντρική κιονοστοιχία. Αργότερα συναντάμε συνήθως δύο κιονοστοιχίες, οι οποίες διαμοιράζανε τον χώρο του σηκού σε τρείς διαδρόμους: δύο στενούς πλαϊνούς και έναν φαρδύτερο στην μέση.
Η διαρρύθμιση αυτή έγινε κανόνας, αφού αργότερα, στον δωρικό ρυθμό συναντούμε τις εσωτερικές κιονοστοιχίες, ακόμα και σε μικρούς ναούς που δεν είχαν ανάγκη στηρίγματος. Ιδικά στους ναούς δωρικού ρυθμού συναντάμε διώροφες κατασκευές, που διαμοιράζανε τον σηκό σε πάνω και κάτω όροφο.
Στον πάνω όροφο, την Hyperoa, π.χ. στον ναό της Αφαίας στην Αίγινα, βρισκόταν έκθεση αγαλμάτων δεξιά και αριστερά. Υπάρχει και η παραλλαγή του υπαίθριου σηκού, όπου ο εσωτερικός χώρος του ναού δεν είναι σκεπασμένος, αλλά περιέχει μια εσωτερική αυλή. Στον σηκό του Παρθενώνα, οι κιονοστοιχίες αντί να χωρίζουν τον χώρο σε διαδρόμους τον περιβάλουν σε ημικύκλιο σχηματισμό U.
Άδυτο : Το άδυτο ήταν ένας από τους εσωτερικούς χώρους των αρχαίων ναών. Ήταν ένας ιδιαίτερος χώρος, τμήμα του κυρίως ναού, αλλά με ενδιάμεσο τοίχο, έτσι ώστε να μην είναι προσβάσιμος. Ορισμένοι μόνο ναοί είχαν άδυτο, ιδιαίτερα εκείνοι που φιλοξενούσαν μαντείο ή θεούς με ιαματικές ικανότητες είχαν το άγαλμα της θεότητας μέσα στο άδυτο κάνοντάς το με αυτό τον τρόπο πιο απομονωμένο από τους θνητούς. Στο άδυτο επιτρεπόταν η είσοδος μόνο στους ιερείς του ναού.
Χαρακτηριστικό είναι το άδυτο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου η Πυθία καθισμένη στον τρίποδα ανακοίνωνε τον χρησμό του Θεού, τον οποίο εν συνεχεία οι ιερείς μετέφεραν στον εκάστοτε που είχε ζητήσει την βοήθεια. Ξέρουμε ότι το άδυτο ήταν χωρισμένο από τον σηκό, αφού έτσι το αναφέρει ο Μάρκος Ανναίος Λουκανός. Στην Ελλάδα οι αρχαίοι ναοί είχαν άδυτο μόνο στην αρχαϊκή εποχή, ενώ στην Μεγάλη Ελλάδα συναντάμε άδυτο και σε ναούς της κλασικής εποχής, π.χ. στην Σελινούντα.

ΙΩΝΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ
Ο Ιωνικός ρυθμός είναι ένας από τους τρεις αρχαίους κλασικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Κατατάσσεται μεταξύ του Δωρικού και του Κορινθιακού ρυθμού. Κύρια στοιχεία διάκρισης των ρυθμών αυτών είναι η ζωφόρος, τα κιονόκρανα και οι κιονοστοιχίες των αρχαίων κτισμάτων.
Διακρίνουμε μεταξύ του Μικρασιατικού Ιωνικού ρυθμού και του Αττικού Ιωνικού ρυθμού, οι οποίοι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς τη βάση του στύλου και της ζωφόρου.
Χαρακτηριστικές παραλλαγές είναι επίσης και η Ρωμαϊκή Ιωνική, καθώς και η Γερμανική Ιωνική.
Ιστορική εξέλιξη
Ο Ιωνικός ρυθμός αρχίζει να εμφανίζεται από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, και μάλιστα στα παράλια της μικρασιατικής Ιωνίας, στα νησιά του Αιγαίου και στην Αττική.
Το όνομα προέρχεται από τους Ίωνες. Μετά τη διείσδυση των Δωριέων κατά την κάθοδο των Δωριέων μετατοπίστηκε η εμφάνισή τους κυρίως προς τα ανατολικά, στα νησιά του Αιγαίου και στα δυτικά παράλια της μικράς Ασίας. Στην περιοχή της Αθήνας όμως επικράτησαν.

Σε σύγκριση με τον Δωρικό ρυθμό, ο Ιωνικός ρυθμός έχει διάφορες μικρές παραλλαγές. Τον 4ο π.Χ. αιώνα άρχισε να τυποποιείται και να ξεχωρίζει καθαρά από τον δωρικό ρυθμό. Mια από τις ρίζες του Ιωνικού ρυθμού βρίσκεται στις λίθινες κατασκευές των Κυκλάδων, όπως παρατηρούμε στον Ιωνικό ρυθμό που παρουσιάζεται στην Αθήνα. Γενικό χαρακτηριστικό όμως είναι η εξαιρετική ιδιομορφία, δηλαδή η ελευθερία που είχαν οι διάφοροι αρχιτέκτονες να αναπτύξουν το δικό τους τοπικό στιλ.

Παραδείγματα είναι το τοπικό στιλ της Σάμου ή της Εφέσου με διαφορετικές βάσεις στις κολώνες τους. Αργότερα ο Ιωνικός ρυθμός τυποποιήθηκε και διαδόθηκε. Η βάση του στύλου όπως την βρίσκουμε στην Αθήνα διαδόθηκε και στην Μικρά Ασία (αν κει εκεί συνδυάζεται με τον πλίνθο), και η ζωφόρος που αρχικά εμφανίστηκε στα νησιά έκανε την πορεία διάδοσής του στην Μικρά Ασία μέσω Αθήνας.
Δομή του Ιωνικού Ρυθμού : Η δομή του Ιωνικού ρυθμού, αν και ομοιάζει με αυτή του Δωρικού ρυθμού, έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Η βάση : Το θεμέλιο και η βάση του κτηρίου στον Ιωνικό ρυθμό αποτελείται από τον στερεοβάτη που είναι το θεμέλιο και το κρηπίδωμα που είναι τα σκαλάκια. Το θεμέλιο είναι χτισμένο πάνω και μέσα στο έδαφος και προεξέχει μόνο η πάνω επιφάνειά του, η ευθυντηρία. Πάνω στο θεμέλιο είναι χτισμένο το κρηπίδωμα, που σχηματίζει τρεις αναβαθμούς (σκαλάκια). Ο τελευταίος αναβαθμός ονομάζεται στυλοβάτης επειδή επάνω στην επιφάνεια αυτή τοποθετείται η βάση των κατακόρυφων στύλων.
Στους αρχαιότερους ναούς Ιωνικού ρυθμού τα σκαλάκια μερικές φορές λείπουν, ενώ ο στυλοβάτης είναι κατευθείαν πάνω στην ευθυντηρία. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα και μετά αρχίζει να διαδίδεται η κατασκευή με τα σκαλάκια, τα οποία στον 4ο και τον 3ο. π.Χ. αιώνα παίρνουν μερικές φορές τεράστιες διαστάσεις, ή έχουν περισσότερα από τρία σκαλάκια. Στο Αρτεμίσιο (βλ. τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου) για παράδειγμα βρίσκουμε δέκα σκαλοπατάκια.
Ο κίονας : Σε αντίθεση με τον δωρικό ρυθμό ο κίονας δεν στηρίζεται πάνω στον στυλοβάτη, παρά έχει την δική του βάση. Στους ιωνικούς ναούς της Μικράς Ασίας η βάση συνήθως αποτελείται από μία τετράγωνη πλάκα, τον λεγόμενο πλίνθο. Πάνω στον πλίνθο ακολουθούν διάφορα επιστρώματα που έχουν σχήμα στρογγυλό, και τερματίζουν με εξόγκωση ή προεσοχή. Τα επιστρώματα αυτά συνήθως είναι διακοσμημένα με οριζόντιες αυλακιές. Στον αττικό ιωνικό ρυθμό συχνά συναντάμε βάσεις χωρίς πλίνθο, αλλά με ιδιαίτερα διογκωμένη στρογγυλή βάση.
Οι κίονες σε σύγκριση με τους κίονες του δωρικού ρυθμού είναι λεπτότεροι, στενεύουν ελαφρώς προς τα πάνω, και έχουν κατακόρυφες αυλακιές. Τα αυλάκια αντί να συνδέονται μεταξύ τους με οξείες κόψεις, χωρίζονται με μικρές επίπεδες επιφάνειες που είναι ανάμεσά τους. Συνήθως συναντάμε μεταξύ 20 και 24 αυλακιών σε κάθε κίονα, ενώ 24 είναι η κατά προτίμηση κλασική διαρρύθμιση.
Το κιονόκρανο είναι λεπτεπίλεπτο, στηρίζεται πάνω στον αστράγαλο, μια λεπτή πλάκα μεταξύ του κίονα και του κιονόκρανου. Έχει πολλά και φαρδιά διακοσμητικά ανάγλυφα και καταλήγει στους κοχλίες δεξιά και αριστερά, πάνω στους οποίους στηρίζεται ένας λεπτός άβακας διακοσμημένος με κυματισμούς.

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ (447 - 432 π.Χ.)
Ο μεγάλος ναός της Αθηνάς Παρθένου, της προστάτιδος της Αθήνας, δεσπόζει στην κορυφή του λόφου της Ακροπόλεως. Αρχικά ονομαζόταν «εκατόμπεδος νεώς» (είχε μήκος 100 αττικών ποδών) ή απλώς «νεώς» (570-566 π.Χ.)· ο όρος ‘εκατόμπεδος’ αναφερόταν κυρίως στο κεντρικό τμήμα του ναού, όπου βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, γι’ αυτό και ο ναός απεκαλείτο επίσης «Παρθενών» (οίκος της Παρθένου).
Από τα χρόνια του Δημοσθένους και εξής η ονομασία «Παρθενών» δήλωνε ολόκληρο το ναϊκό οικοδόμημα. Ήδη μετά τη νίκη επί των Περσών στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. είχε αρχίσει η ανέγερση ενός μεγάλου εξάστυλου ναού προς τιμήν της θεάς, του λεγόμενου Προ-Παρθενώνος, ο οποίος έμεινε ημιτελής και κατεδαφίσθηκε από τους Πέρσες. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι του Προ-Παρθενώνος προϋπήρξε μέσα στον 6ο αι π.Χ. ένας πώρινος Πρωταρχικός ναός, ο “Urparthenon” ή «παππούς του Παρθενώνος», όμως κάποια από τα λείψανα που του έχουν αποδοθεί ίσως να ανήκαν στον παρακείμενο «αρχαίο νεώ» της Αθηνάς.

Ο Αρχαϊκός αυτός πρόδρομος του κλασσικού Παρθενώνος, που ανάγεται στα χρόνια των Πεισιστρατιδών (περ. 520 π.Χ.), ήταν δωρικός περίπτερος ναός (κιονοστοιχία 6×12), με σχεδόν τετράγωνο σηκό στα ανατολικά και έναν αντίστοιχο μικρότερο χώρο προς τα δυτικά, προς τον οποίο ανοίγονταν δύο διαδοχικά δωμάτια. Πάνω από τις στενές πλευρές του σηκού το κτίριο περιέτρεχε ανάγλυφη ιωνική ζωφόρος.

Τα αετώματα ήταν καμωμένα από παριανό μάρμαρο· στο δυτικό λιοντάρια επιτίθενται σε ταύρο, ενώ στο ανατολικό εικονιζόταν το προσφιλές στους Αθηναίους θέμα της Γιγαντομαχίας. Κατά μία άλλη άποψη, στην ίδια θέση προηγήθηκε ακόμη ένας, αρχαιότερος του “Urparthenon” ναός στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., θεωρία που παραμένει αναπόδεικτη.

Ο Παρθενών ήταν το πρώτο και το πιο σημαντικό από τα κτίρια που ανοικοδόμησαν οι Αθηναίοι έπειτα από τις καταστρεπτικές συνέπειες της περσικής εισβολής του 480 π.Χ. στην Αθήνα και αποτέλεσε το συμβολικό και ουσιαστικό επίκεντρο του μεγαλεπήβολου οικοδομικού προγράμματος που εφαρμόσθηκε στην πόλη με πρωτοβουλία του Περικλέους.
Η οικοδόμηση του ναού ξεκίνησε το 447 π.Χ. από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη, υπό τη γενική εποπτεία του Φειδίου. Ο ναός με το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς εγκαινιάσθηκε εννέα χρόνια αργότερα, το 448 π.Χ., ενώ οι εργασίες στον γλυπτό διάκοσμο συνεχίστηκαν έως το 432 π.Χ..

ΠΩΣ ΧΤΙΣΤΗΚΕ Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
Η πεποίθηση ότι ο Παρθενώνας είναι το σημαντικότερο και τελειότερο κτίσμα στον κόσμο είναι βαθιά ριζωμένη στη σκέψη μας. Όμως ο Παρθενώνας, ως ιδεολογικό, καλλιτεχνικό και αρχιτεκτονικό πρότυπο, είναι σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη. Ο ναός παρέμενε ουσιαστικά άγνωστος για εκατοντάδες χρόνια και μόνο με την εκ νέου ανακάλυψη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, το 18ο και 19ο αιώνα, αναγνωρίστηκε ως το σπουδαιότερο μνημείο του δυτικού πολιτισμού. 

Η σημασία του Παρθενώνα
Από τη στιγμή που η δυτική σκέψη επιχείρησε μια συνολική ερμηνεία της πορείας της ανθρωπότητας με κριτήριο την πολιτισμική και κοινωνική σχέση των διαδοχικών εποχών της, η Ελλάδα των κλασικών χρόνων κατάκτησε μια ξεχωριστή θέση: αναγνωρίστηκε ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, όλες οι δημιουργικές εκφράσεις μιας κοινωνίας κορυφώθηκαν ταυτόχρονα.
Κι αφού κάθε σημαντικό δημιούργημα μιας κοινωνίας αποτελεί πιστή έκφραση του πνεύματος της εποχής, ο Παρθενώνας αναγνωρίστηκε ως η τελειότερη έκφρασή της. Γιατί σε ένα και μόνο κτίριο, ένα έργο τέχνης στο σύνολό του, δε συνοψίστηκε μόνο η δεινότητα των δημιουργών του αλλά η ιδανική σύνθεση της πολιτικής και φιλοσοφικής σκέψης της κοινωνίας που το δημιούργησε.

Γιατί χτίστηκε ο Παρθενώνας
Ο Περικλής αναδεικνύεται ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης. Σκοπός του ήταν να επιβάλει την Αθήνα όχι μόνο ως στρατιωτικοπολιτική δύναμη αλλά και ως "παίδευσιν της Ελλάδος" Γι’ αυτό αποφάσισε να προωθήσει την ανέγερση μνημείων που θα την δόξαζαν. Ο Πλούταρχος, βέβαια, αποκαλύπτει έναν ακόμα λόγο: τα έργα της Ακρόπολης ήταν στην πραγματικότητα ένα γιγάντειο για την εποχή πρόγραμμα δημόσιων έργων, το οποίο θα εξασφάλιζε απασχόληση στους ανέργους και ομαλότερη κατανομή του πλούτου στους Αθηναίους πολίτες. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που συμμετείχαν στο έργο κυρίως ελεύθεροι πολίτες και όχι δούλοι.
 
Προετοιμασίες
Το έργο είχε σχεδιαστεί εξαρχής μεγαλεπήβολο. Ο Περικλής, οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης και ο γλύπτης Φειδίας, που είχε αναλάβει τη γενική εποπτεία των εργασιών, στόχευαν πολύ ψηλά. Ο Παρθενώνας είναι ο μεγαλύτερος δωρικός ναός του ελληνικού κόσμου που ολοκληρώθηκε και ο μοναδικός κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από μάρμαρο.
Ο ναός σχεδιάστηκε με δεδομένο ότι θα στέγαζε το άγαλμα της θεάς, ύψους δώδεκα μέτρων, κι αυτό ήταν που επέβαλε τις μεγάλες του διαστάσεις. Είναι ακόμα το μόνο κτίσμα στο οποίο εφαρμόστηκαν με τον πληρέστερο τρόπο οι τεχνικές λάξευσης του μαρμάρου με σχολαστική ακρίβεια, πράγμα που επιβάρυνε ιδιαίτερα το κόστος κατασκευής. Επίσης κόστισαν πολύ τόσο ο ασυνήθιστα πλούσιος γλυπτικός του διάκοσμος όσο και τα πολύτιμα υλικά που χρειάστηκαν για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς.

Σε εννέα μόλις χρόνια
Τα έργα στην Ακρόπολη ξεκίνησαν το 447 π.Χ. με την ανέγερση του Παρθενώνα. Κατάπληξη προκαλεί ακόμα και σήμερα η ταχύτητα εκτέλεσης του έργου. Το 438 π.Χ., εννέα μόλις χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών, ο ναός ήταν έτοιμος να αφιερωθεί στη θεά, το χρυσελεφάντινο άγαλμα της οποίας στέγαζε ήδη. Απέμενε μόνο η διακόσμηση των αετωμάτων, που πήρε άλλα έξι χρόνια.