Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ



Με δεδομένα 
 
α) Ότι τα αρχαιότερα δείγματα των Ελληνικών αυτών γραφών (Γραμμική Α και Β), που στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν και στην Πύλο, στις Μυκήνες, στο Μενίδι, στη Θήβα, αλλά και βορειότερα, μέχρι τη γραμμή του Δούναβη και χρονολογήθηκαν τότε πριν από το 1500 π.Χ. και 
 
β) Ότι οι Φοίνικες και η γραφή τους εμφανίζονται στην ιστορία όχι πριν το 1300 π.Χ. Ο Εβανς στο έργο του Scripta Minoa διετύπωσε, πρώτος αυτός, αμφιβολίες για την αλήθεια της θεωρίας ότι οι Ελληνες έλαβαν τη γραφή από τους Φοίνικες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την επιστημονική υποψία ότι μάλλον συνέβη το αντίθετο.

Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο Αμερικάνικο αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor (έτος 16ον,1989,σελ.2288) ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες Ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ. 
 
Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE.

Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή πάντοτε :«Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν:100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Ετσι ο Φωρ απέδειξε, ότι οι Ελληνες έγραφαν και μιλούσαν Ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία.

Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον Ελληνικό χώρο την τελευταία 12ετία απέδωσαν και άλλες πολλές και μεγάλες εκπλήξεις: Οι Έλληνες έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Β Γραφές τους αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του Αλφαβήτου τουλάχιστον από το 6000π.Χ. 
 
Πράγματι στο Δισπηλιό, μέσα στα νερά της λίμνης της Καστοριάς, ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης ανεκάλυψε ενεπίγραφη πινακίδα με γραφή σχεδόν όμοια με την αλφαβητική, η οποία χρονολογήθηκε με τις σύγχρονες μεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα (C14) και της οπτικής θερμοφωταύγειας στο 5250π.Χ.

Τρία χρόνια αργότερα ο έφορος Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Ν. Σάμψων, ανασκάπτοντας το "Σπήλαιο του Κύκλωπα" της ερημονησίδας Γιούρα Αλοννήσου (Βόρειες Σποράδες), ανακάλυψε θραύσματα αγγείων ("όστρακα") με γράμματα πανομοιότυπα με εκείνα του σημερινού Ελληνικού Αλφαβήτου, τα οποία χρονολογήθηκαν με τις ίδιες μεθόδους στο 5500-6000π.Χ.

Ο ίδιος αρχαιολόγος διενεργώντας το 1995 ανασκαφές στη Μήλο, ανεκάλυψε "πρωτοκυκλαδικά αγγεία" των μέσων της 3ης χιλιετίας π.Χ., που έφεραν πανομοιότυπα τα γράμματα του Ελληνικού Αλφαβήτου Χ,Ν,Μ,Κ,Ξ,Π,Ο,Ε. Είναι πρόδηλο, ότι οι αρχαιολογικές αυτές ανακαλύψεις όχι απλώς προσέδωσαν ήδη το χαρακτήρα του κωμικού στη λεγόμενη "Φοινικική Θεωρία" περί ανακαλύψεως της γραφής, αλλά ανατρέπουν εκ βάθρων ολόκληρη την επίσημη χρονολόγηση της ελληνικής Ιστορίας, όπως αυτή διδάσκεται, αλλά και την επίσημη παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού.

ΦΑΣΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Πρωτοελληνική ή προϊστορική κοινή ή προδιαλεκτική ονομάζεται συμβατικά η αρχαιότερη μορφή της Ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή κλπ.). Χρονικά τοποθετείται μεταξύ του 20ου και του 16ου π.Χ. αιώνα περίπου. Δεν υπάρχουν καθόλου γραπτά μνημεία της και οι γνώσεις μας γι’ αυτήν βασίζονται σε υποθέσεις γλωσσολόγων με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας. 
 
Η επανασύνθεση της πρωτοελληνικής στηρίζεται στις ομοιότητες και τις διαφορές των αρχαίων Ελληνικών διαλέκτων μεταξύ τους, με τις άλλες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και με την (επίσης υποθετικά επανασυντεθειμένη) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Πολύτιμη βοήθεια για την επανασύνθεση και τη χρονολόγηση της πρωτοελληνικής προσέφερε η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β', η οποία μας έδωσε μια εικόνα της αρχαίας Ελληνικής 500 χρόνια αρχαιότερα από ό,τι ως τότε γνωρίζαμε.
 
Τόπος και Χρόνος της Πρωτοελληνικής

Άγνωστο παραμένει το κατά πόσον η «προϊστορική κοινή» ομιλούνταν εντός του σημερινού Ελλαδικού χώρου ή εάν η διαφοροποίηση των επιμέρους διαλέκτων της αρχαίας Ελληνικής είχε ήδη λάβει χώρα πριν την έλευση και εγκατάσταση των ελληνικών φύλων στον μετέπειτα ευρύτερο ελλαδικό χώρο. 
 
Η παλαιότερη θεωρία υποστήριζε ότι οι ελληνικές διάλεκτοι είχαν διαφοροποιηθεί ήδη πριν την έλευση των Ελληνικών φύλων, τα οποία ήρθαν στον Ελλαδικό χώρο κατά «κύματα» με ορισμένους αιώνες διαφορά, με τελευταίο τους Δωριείς («κάθοδος των Δωριέων»). Η έλλειψη όμως αρχαιολογικών ευρημάτων που να επιβεβαιώνουν αλλεπάλληλες εισόδους εχθρικών μεταξύ τους φύλων δημιούργησε αμφιβολίες για την ορθότητα της υπόθεσης αυτής.

Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β αποκάλυψε ότι στη Μυκηναϊκή Ελληνική είχαν ήδη επέλθει ορισμένοι νεωτερισμοί (φωνητικές μεταβολές), οι οποίοι δεν είχαν επέλθει στη Δωρική και στις Δυτικές διαλέκτους ακόμη και στους κλασικούς χρόνους. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην πεποίθηση ότι ήδη τη Μυκηναϊκή εποχή υπήρχαν περισσότερες της μιας Ελληνικές διάλεκτοι. 
 
Έτσι η πρωτοελληνική τοποθετείται σε ακόμη προγενέστερο στάδιο από τους Μυκηναίους, δηλαδή περί τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Από την άλλη οι ομοιότητες της Μυκηναϊκής με τη Δωρική καθιστούν πιο πιθανή την συνύπαρξη των δύο φύλων μέσα στον Ελλαδικό χώρο παρά την έλευση των Δωριέων αργότερα από κάποιον μακρινό τόπο.

Χαρακτηριστικά

Τα χαρακτηριστικά της πρωτο-ελληνικής μπορούν μόνο με υποθέσεις να ανασυνταχθούν. Για την επανασύνδεσή τους αφετηρία αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των μεταγενέστερων ελληνικών διαλέκτων. Τα χαρακτηριστικά αυτά συγκρίνονται με την επανασυντεθειμένη πρωτο-ϊνδο-ευρωπαϊκή γλώσσα και γίνεται προσπάθεια να τοποθετηθούν οι διαφοροποιήσεις της ελληνικής από την πρωτο-ϊνδο-ευρωπαϊκή στον χρόνο. 
 
Δεν είναι όμως πάντοτε βέβαιο κατά πόσον ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των διαλέκτων ανάγεται στην πρωτο-ελληνική ή αποτελεί εξέλιξη που επήλθε μετά τη διαφοροποίηση των διαλέκτων αλλά τις επηρέασε σταδιακά όλες.

Μορφολογία

• Στην πρωτοελληνική ήδη έχει αρχίσει να μειώνεται ο αριθμός των πτώσεων των ονομάτων. Ενώ στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή οι πτώσεις ήταν οκτώ (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική, αφαιρετική, οργανική, τοπική), στη Μυκηναϊκή ήδη οι πτώσεις έχουν μειωθεί σε έξι (η αφαιρετική έχει συγχωνευθεί στη γενική και η τοπική στη δοτική) και στην κλασική αρχαία Ελληνική σε πέντε (η οργανική έχει και αυτή συγχωνευθεί στη δοτική). 
 
Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται οργανική πληθυντικού με κατάληξη –φι, η οποία απαντά και στον Όμηρο (όχι όμως μόνο ως οργανική, αλλά και σε χρήση τοπικής ή αφαιρετικής, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό). Υπολείμματα της τοπικής παραμένουν στη Μυκηναϊκή (di-da-ka-re = didaskalei = στον δάσκαλο, στο σχολείο) αλλά ακόμη και στην κλασική αρχαία Ελληνική (οἴκοι = στο σπίτι, Ἰσθμοῖ = στον Ισθμό), αλλά μόνο σε συγκεκριμένες ελάχιστες εκφράσεις. Έτσι γίνεται δεκτό ότι ήδη από την πρωτοελληνική είχαν αρχίσει να συγχωνεύονται οι πτώσεις (συγκρητισμός των πτώσεων).

• Οι πρωτοϊνδοευρωπαϊκές καταλήξεις της ονομαστικής πληθυντικού των θεματικών ονομάτων (πρώτη και δεύτερη κλίση της αρχαίας Ελληνικής) *-os και *-as τρέπονται στην πρωτοελληνική σε -οι και -αι κατ' αναλογία προς τους τύπους του άρθρου (τοι>οι), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από αρχαία δεικτική αντωνυμία. Το ίδιο ισχύει και για την κατάληξη της γενικής πληθυντικού των θηλυκών *-ason (>άων > ῶν), αντί του πρωτοϊνδοευρωπαϊκού *-a-om > *-om.

• Η πρωτοελληνική διατηρεί τα τρία γένη της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (αρσενικό, θηλυκό ουδέτερο).

• Η πρωτοελληνική διατηρεί τους τρεις αριθμούς της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (ενικό, δυϊκό και πληθυντικό).

ΜΥΚΗΝΑΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η Μυκηναϊκή είναι η αρχαιότερη μορφή της Ελληνικής Γλώσσας, που μιλιόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και στην Κύπρο τον 16ο με 11ο αιώνα π.χ., πριν από την εικαζόμενη Δωρική εισβολή. Τα κείμενα που έχουν διασωθεί σε αυτή τη διάλεκτο είναι οι επιγραφές στη Γραμμική Β, πού βρίσκονται στην Κρήτη και ανάγονται στον 14ο αιώνα π.Χ. ή νωρίτερα. Οι περισσότερες επιγραφές βρέθηκαν σε πήλινα αγγεία στην Κνωσό και στην Πύλο. Η διάλεκτος ονομάστηκε έπειτα Μυκηναϊκή, επειδή δείγματά της ανακαλύφθηκαν πρώτα σε παλάτι στις Μυκήνες και συνδέθηκε με τον Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Η γραφή των πινακίδων παρέμενε επί μακρόν άγνωστη και για τη γλώσσα τους είχε διατυπωθεί κάθε πιθανή υπόθεση, η οποία την ταύτιζε με γλώσσες όπως η Ετρουσκική, η Δαλματική και πολλές άλλες. Τη λύση έδωσε ο Άγγλος Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris), ο οποίος το 1952 αποκρυπτογράφησε τη γραφή και απέδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν πρώιμης μορφής Ελληνική.